Ασχολούμενος κανείς με την πολιτική και τον πολιτικό πολιτισμό μίας χώρας, είναι αναγκαίο να εξετάσει ενδελεχώς την ιστορία της. Βιώματα του παρελθόντος, πόλεμοι, καθεστώτα, κρίσεις, φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά ρεύματα, θρησκείες και οικονομικές δομές, ακόμη και εάν χάνονται σε βάθος αιώνων, η επιρροή τους συχνά αντικατοπτρίζεται στις νοοτροπίες και την πρακτική του σήμερα. Αναλύοντας το φαινόμενο της ανόδου και συμπεριφοράς της μετασοβιετικής Ρωσίας, το βασικό σημείο αναφοράς για το τρέχον καθεστώς είναι ο μεγάλος παππούς της Ανατολικής Ευρώπης: η Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Η Ρωσία οφείλει ουσιαστικά ολόκληρο τον πολιτισμό της, την ύπαρξη της την ίδια, στην αλληλεπίδραση με την αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης.
Πρώτα από όλα οι Βυζαντινοί εκχριστιάνισαν τους Ρώσους, σημαδεύοντας ανεξίτηλα τον εθνικό και κοινωνικό τους χαρακτήρα. Τους μετέδωσαν την εκκλησιαστική τέχνη και αρχιτεκτονική, την οποία οι Ρώσοι επεξεργάστηκαν δημιουργώντας τη δική τους καλλιτεχνική παράδοση. Τους έδωσαν αλφάβητο για να μπορέσουν να θέσουν γραπτά την ως τότε προφορική τους γλώσσα και σε αυτήν να διδάσκονται την Αγία Γραφή, θεμελιώνοντας έτσι τη σλαβική φιλολογία. Ως μαθητές των Βυζαντινών και μέλη της «Βυζαντινής Κοινοπολιτείας», βάσισαν στην εμπειρία και παράδοση της Κωνσταντινούπολης την πολιτική τους οργάνωση. Όταν η Βασιλεύουσα κατελήφθη από τους Οθωμανούς Τούρκους, η Μοσχοβία κήρυξε εαυτόν Τρίτη Ρώμη και οικοδόμησε το ιδεολογικό αφήγημα του καθεστώτος της πάνω στην κληρονομιά της (πάλαι ποτέ κραταιάς, πλέον δούλης) Χριστιανικής Ανατολής. Η Ρωσική αυτοκρατορία χρησιμοποίησε κατά κόρον βυζαντινούς συμβολισμούς και εθιμοτυπίες, με πιο αναγνωρίσιμους την ονομασία του αυτοκράτορος ως καίσαρος (τσάρος) και την υιοθέτηση του δικεφάλου αετού ως δυναστικού και κρατικού εμβλήματος.
Με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και την επικράτηση των Μπολσεβίκων στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, αυτή η βυζαντινοπρεπής συνέχεια μοιάζει να κόβεται. Πάνω στα ερείπια της Ρωσικής αυτοκρατορίας και το αίμα της σφαγιασθείσας τσαρικής οικογένειας οικοδομήθηκε το πρώτο μαρξιστικό κράτος, η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Η Ορθοδοξία και η θρησκεία γενικότερα τέθηκε υπό σκληρή καταπίεση ως στήριγμα του παλαιού καθεστώτος και ανορθολογικό, οπισθοδρομικό κατάλοιπο αταίριαστο με τον νέο κόσμο που οραματίζονταν οι κομουνιστές. Η εθνική συνείδηση των Ρώσων παραγκωνίστηκε χάριν του προλεταριακού διεθνισμού, ενώ το πολιτικό σύστημα άλλαξε ολοκληρωτικά. Οι βυζαντινές σπουδές σταμάτησαν και ύστερα απαγορεύτηκαν, οι δε βυζαντινολόγοι κατεδιώχθησαν.
Φάνηκε όμως ότι όσο κι αν προσπάθησαν οι κομουνιστές να κόψουν τους δεσμούς με το παρελθόν, αυτό δε γινόταν. Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ο Ιωσήφ Στάλιν ήρε τους διωγμούς κατά της Εκκλησίας και την έστειλε στο μέτωπο να δώσει κουράγιο στους στρατιώτες. Οι ήρωες και άγιοι της παλιάς Ρωσίας αξιοποιήθηκαν ως προπαγανδιστικά πρότυπα πατριωτισμού, αφού η επίκληση του κομουνισμού δεν έφτανε για να χαλυβδώσει το φρόνημα του έθνους. Και το εντυπωσιακότερο, το 1943, μεσούντος του πολέμου, η βυζαντινολογία αποκαταστάθηκε με προσωπική εντολή Στάλιν. Γιατί; Πολύ απλά διότι η σωστή θέαση της Ρωσίας, η κατανόηση του πολιτισμού της, η ερμηνεία της νοοτροπίας και συμπεριφοράς του λαού της και της δράσης του πολιτικού συστήματος είναι αδύνατη χωρίς γνώση του βυζαντινού πολιτισμού και της αλληλεπίδρασης του με το ρωσικό.
Μετά το 1990 η νέα Ρωσική Ομοσπονδία στράφηκε ξανά στο παρελθόν για να ορίσει την εθνική της συνείδηση και να συνθέσει την πολιτική της προσωπικότητα, τόσο προς το εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό ακροατήριο. Υπό την ηγεσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, η Ρωσία ανέκαμψε από τη μετασοβιετική αθλιότητα και επέστρεψε στην παγκόσμιο σκηνή ως υπολογίσιμη δύναμη με αξιώσεις οικουμενικού σεβασμού και πρωτείου στο άμεσο γεωπολιτικό της περιβάλλον. Η επαναφορά αυτοκρατορικών και βυζαντινών παραδόσεων, είτε πρόκειται για τελετουργίες, είτε για συμβολισμούς, είτε για ρητορική, είναι εντυπωσιακή. Όμως ο βυζαντινισμός δεν σταματά εκεί. Η όλη ρωσική πολιτική φέρει πάνω της τα σημάδια του Βυζαντίου και αυτό είναι ένας από τους λόγους που μοιάζει τόσο παράξενη ή και απωθητική για τους Δυτικούς. Θα αναφερθούν τρία παραδείγματα: ο χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος, η αυτοκρατορική αντίληψη και η σχέση κράτους και θρησκείας.
Το ρωσικό πολιτικό σύστημα δεν έχει αναπτυχθεί στο βαθμό αυτού των δυτικών δημοκρατιών, που έχουν τελειοποιήσει τον απρόσωπο γραφειοκρατικό μηχανισμό (κατά Webber η ανώτερη μορφή εξουσίας). Στηρίζεται πολύ στο χάρισμα του ισχυρού ηγέτη, την «ενός ανδρός αρχή» που χαράσσει πολιτική. Και καθώς η ρωσική δημοκρατία είναι πολύ νεαρή (λιγότερο από 30 ετών, εν συγκρίσει με τους αιώνες δημοκρατικής παράδοσης της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελβετίας ή των ΗΠΑ) στις πολιτικές ζυμώσεις δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο η κοινωνία των πολιτών (κινήματα, ομάδες πίεσης, λόμπυ) και οι ανοικτές διαδικασίες αλλά το παρασκήνιο και η εύνοια του ηγέτη. Αυτές οι ιδιότητες θυμίζουν ξεκάθαρα το Βυζάντιο, που είχε μεν μία τεράστια και λειτουργική γραφειοκρατία, αλλά ήταν ταυτόχρονα εξαιρετικά συγκεντρωτικό, με τα πάντα να εξαρτώνται απευθείας από το θρόνο του αυτοκράτορος, ενώ οι μηχανορραφίες της αυλής να επηρεάζουν καίρια την κρατική πολιτική. Αυτό βέβαια έχει πολλά μειονεκτήματα (διαφθορά, αστάθεια, ανασφαλής εναλλαγή εξουσιαστών), ιδίως στο σύγχρονο κόσμο, αλλά ταυτόχορνα κάνει το ρωσικό πολιτικό σύστημα δυσανάγνωστο μέσα στην ετερότητα του εν σχέσει με τη Δύση, και απρόβλεπτο λόγω του ότι τόσα πολλά εξαρτώνται απευθείας από το Κρεμλίνο και τον πρόεδρο προσωπικά.
Δεύτερον η βυζαντινή κληρονομιά έχει διαποτίσει βαθιά την οντολογική αντίληψη της Ρωσίας για τον εαυτό της. Στο σύγχρονο δυτικό κόσμο έχει επικρατήσει το αφήγημα του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, της άμβλυνσης της κρατικής ισχύος, των ανοικτών συνόρων, του πολυπολιτισμού, του «παγκοσμίου χωριού», της οικονομικής και κοινωνικής αλληλεπίδρασης που θα φέρει την ενοποίηση κ.α. Η Ρωσία αντίθετα μοιάζει να κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Φυσικά και μετέχει της παγκοσμίου κοινότητος, εμπορεύεται με το εξωτερικό, μετέχει σε διεθνείς οργανισμούς κτλ, όμως ζηλότυπα διαφυλάσσει την κρατική εξουσία και καταστέλλει κάθε προσπάθεια εξωτερικών παραγόντων (π.χ. ΜΚΟ) να ασκήσουν την οιαδήποτε πολιτική επιρροή εντός της. Η Ρωσία δεν βλέπει το διεθνές σύστημα ως το «παγκόσμιο χωριό» όπου ανήκουν όλοι, αλλά ως την ηγεμονική σφαίρα των ΗΠΑ και της Δύσης, που μέσω της ένταξης της σε αυτήν επιθυμούν τη χειραγώγηση και την «εξημέρωση» της.
Αντίθετα, η Ρωσία αναπτύσσει το δικό της κοσμοσύστημα, πολιτικές αντιλήψεις δηλαδή πλήρως αυτόνομες και ενίοτε αντίθετες με αυτές της Δύσης. Απέναντι στο διεθνισμό παρουσιάζει μία αντίληψη αυτοκρατορική, ενός οργανισμού-συστήματος ο οποίος δε ζητά ενσωμάτωση αλλά αντιπροτείνει μία δική του αντίληψη από τον κόσμο, στον οποίο αξιώνει αξιοσέβαστη θέση. Η στάση αυτή θυμίζει τη «Βυζαντινή Κοινοπολιτεία». Απέναντι στο Ισλαμικό Χαλιφάτο και την Λατινική Δύση, το Βυζάντιο συνέχισε να θεωρεί εαυτόν κέντρο του κόσμου και αρνήθηκε πεισματικά να υπονομεύσει τον πολιτισμό και την πολιτική του αυτοδιάθεση για να τεθεί υπό οποιαδήποτε ξένη δομή (γερμανορωμαϊκό αυτοκρατορικό σύστημα, Καθολική Εκκλησία κ.α.). Αντίθετα η αυτοκρατορική ιδεολογία επέτασσε διαρκή εξάπλωση, αν όχι εδαφικά (εδώ η Ρωσία και το Βυζάντιο έχουν ένα ακόμη κοινό ,το σύνδρομο επανάκτησης απολεσθέντων) τουλάχιστον με όρους έμμεσης ισχύος.
Τέλος, όπως το Βυζάντιο αξιοποίησε τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό ως υπ’ αριθμόν ένα εργαλείο ήπιας ισχύος και προβολής πολιτισμού και ηθικής νομιμοποίησης ανά την Ανατολή, έτσι και η Ρωσία έχει εναγκαλιστεί με το πολυτιμότερο ίσως βυζαντινό της κληροδότημα και το αξιοποιεί ποικιλοτρόπως. Επί Ψυχρού Πολέμου η ΕΣΣΔ ήταν ο πρύτανης της εκκοσμίκευσης και ο Δυτικός κόσμος ο προστάτης του χριστιανικού πολιτισμού. Σήμερα οι όροι έχουν εν πολλοίς αντιστραφεί, με την Δύση να βρίσκεται σε φάση προχωρημένης αποχριστιανοποίησης (κυρίως η Ευρώπη, λιγότερο οι ΗΠΑ) και να απομακρύνει την ηθική της αντίληψη από τις ιουδαιοχριστιανικές βάσεις, και τη Ρωσία να αυτοπροβάλλεται ως ο νέος φύλακας της Χριστιανοσύνης απέναντι στην ισλαμική τρομοκρατία και την άθεη μετανεωτερικότητα. Μετά το 1990 η Ρωσία, όπως και οι περισσότερες πρώην σοσιαλιστικές χώρες, πέρασε μία διαδικασία έντονης αποεκκοσμίκευσης (desecularisation). Η Ορθοδοξία αναγεννήθηκε εντυπωσιακά και αυτό ενθαρρύνθηκε από το κράτος, που την είδε θετικά ως πυλώνα εθνικής ενότητος, εγγυητή της κοινωνικής συνοχής και φορέα ηθικής ανασυγκρότησης μετά το χάος που άφησε πίσω της η σοβιετική κατάρρευση. Το Κρεμλίνο και το Πατριαρχείο Μόσχας συνεργάζονται αρμονικά και στην εξωτερική πολιτική, αφού η Ορθοδοξία αποτελεί κοινό και συνδετικό στοιχείο της Ρωσίας με πολλούς από τους λαούς του εγγύς εξωτερικού της. Η γενικότερη εργαλειοποίηση της Ορθοδοξίας θέτει ερωτήματα σχετικά με το αν μακροπρόθεσμα η κατάσταση αυτή θα τη βλάψει (όξυνση εκκλησιαστικού ανταγωνισμού Μόσχας-Φαναρίου, ιδεολογική και όχι βιωματική αντίληψη της θρησκείας κτλ) αλλά αυτό είναι θέμα άλλης ανάλυσης. Η Ρωσία πάντως έχει ιστορικό απολύτου κρατικού ελέγχου επί της Εκκλησίας, με την επιβολή ενός δυτικοτρόπου καισαροπαπισμού από τους τσάρους και κατάργηση του Πατριαρχείου (το επανέφεραν οι Σοβιετικοί), αντίθετα με τη βυζαντινή παράδοση της συναλληλίας των δύο οργανισμών.
Το βυζαντινογενές παρελθόν τη Ρωσίας θα την ακολουθεί πάντοτε, δίνοντας της δυνάμεις και ιδέες για το μέλλον, αλλά και αποτελώντας ίσως τροχοπέδη ή ανεπαρκές αναλυτικό εργαλείο για άλλους τομείς. Αυτή η ιδιαιτερότητα θα εξακολουθήσει να δίνει στο Κρεμλίνο τη δύναμη να ξαφνιάζει και να προκαλεί σύγχυση στη Δύση και να διαχειρίζεται με το δικό του τρόπο τις ανάγκες και προβλήματα της χώρας. Εάν η Δύση θέλει να ανακαλύψει τη Ρωσία, με σκοπό είτε την κατανόηση του εχθρού είτε το άνοιγμα οδών προσέγγισης και συμφιλίωσης, πρέπει να μάθει βυζαντινή ιστορία και να αναζητήσει τις βυζαντινές αξίες που σφυρηλάτησαν το Μεγάλο Ρους. Και ποιος ξέρει, ίσως φωτίσει πτυχές του δικού της εαυτού, που ούτε η ίδια φαντάζεται πλέον.