ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Νέα Πολιτική, τεύχος 15 (β' περίοδος), Μάιος-Ιούνιος 2015, σελ. 76-77. Διδικτυακή μεταφορά εδώ (14-11-2015).
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία διατήρησε και ανανέωσε τον κλασσικό πολιτισμό, με θαυμαστή προσαρμοστικότητα στο δύσκολο περιβάλλον του Μεσαίωνα. Ένας τομέας στον οποίον το Βυζάντιο υπερείχε σαρωτικά έναντι των άλλων χριστιανικών κρατών, ήταν η παιδεία. Οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας είχαν υψηλό για την εποχή εκείνη μορφωτικό επίπεδο. Υπήρχαν σχολεία ακόμη και σε χωριά, ενώ οι πόλεις φιλοξενούσαν διάφορα ανώτερα εκπαιδευτήρια. Το εκπαιδευτικό σύστημα ελεγχόταν είτε από εκκλησιαστικά ιδρύματα (μοναστήρια) είτε από την κοσμική εξουσία, η δε μορφωτική βάση των μαθητών ήταν αφ’ ενός τα ιερά κείμενα (Βίβλος, Ψαλτήρι, βίοι Αγίων) και αφ’ ετέρου η αρχαιοελληνική γραμματεία, με τον Όμηρο και τον Αίσωπο να αποτελούν τον άξονα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Χαρακτηριστικό είναι το γνωστό καταγεγραμμένο περιστατικό με την ερωμένη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Μονομάχου, τον Ενδέκατο Αιώνα, το οποίο αποκαλύπτει ότι οι πάντες, στην αγορά της Κωνσταντινούπολης, γνώριζαν και απήγγελλαν από στήθους την Ιλιάδα.
Κορωνίδα του εκπαιδευτικού συστήματος του Βυζαντίου, στο οποίο διδασκόταν όλη η σοφία της εποχής, ήταν το Πανδιδακτήριο.
Πρέπει να θυμόμαστε πως στο Βυζάντιο η ανακτορική γραφειοκρατία και οι δημόσιες υπηρεσίες δεν στελεχώνονταν από κληρικούς, όπως στην Δύση, αλλά από λαϊκούς. Συνεπώς υπήρχε ανάγκη για υψηλού μορφωτικού επιπέδου αξιωματούχους, που θα κινούσαν την πολύπλοκη αλλά λειτουργική κρατική μηχανή.
Το 425, λοιπόν, επί Θεοδοσίου Β΄, ιδρύθηκε το Πανδιδακτήριο της Κωνσταντινούπολης. Ήταν ένα ίδρυμα δραστήριο, που γρήγορα επισκίασε σχολές άλλων πόλεων (Αθήνα, Αντιόχεια, Βυρηττός). Είχε 31 έδρες, 16 ελληνικές και 15 λατινικές, με αντικείμενο την ρητορική, την φιλοσοφία, το δίκαιο, τα μαθηματικά, την αστρονομία, την ιατρική κ.α. Με το πέρασμα των αιώνων, τα λατινικά έπεσαν σε αχρηστία. Αξιοσημείωτη είναι η απουσία θεολογικού μαθήματος. Το Πανδιδακτήριο ήταν ένα καθαρά κοσμικό ίδρυμα, ενώ την θρησκευτική κατάρτιση προσέφεραν πατριαρχικές σχολές, οι οποίες με την σειρά τους εξέθρεψαν λογίους με σημαντικό εξωθρησκευτικό φιλολογικό έργο. Με το κλείσιμο της ειδωλολατρικής Ακαδημίας των Αθηνών το 529, το Πανδιδακτήριο έμεινε ο μοναδικός φορέας των πλατωνικής φιλοσοφικής παράδοσης.
Το Πανδιδακτήριο λειτούργησε με διαλείμματα καθ’ όλη την διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας. Επί Ισαύρων περιέπεσε σε κρίση, λόγων διωγμών εικονοφίλων καθηγητών και φοιτητών. ΟΙ βυζαντινοί «σκοτεινοί χρόνοι» έληξαν τον 9ο αιώνα, όταν επί Μιχαήλ Γ’ το Πανδιδακτήριο μεταφέρθηκε στο ανάκτορο της Μαγναύρας, όπου ξανάρχισε την λειτουργία του ανανεωμένο. Σε αυτό δίδαξαν κορυφαίοι λόγιοι, όπως ο Λέων ο Μαθηματικός και ο πατριάρχης Φώτιος. Υπό την προστασία των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, το Πανδιδακτήριο ήταν ο πυρήνας του ανθρωπιστικού πνεύματος και τάσεων όπως ο εγκυκλοπαιδισμός. Η φοίτηση έγινε δωρεάν. Στα μέσα του 11ου αιώνος, επί Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου, έγινε νέα αναδιοργάνωσή του, με διαίρεση σε δύο σχολές, μία νομική («Διδασκαλείον των Νόμων» υπό τον μετέπειτα πατριάρχη Ξιφιλίνο) και μία φιλοσοφική («Γυμνάσιον» υπό τον «ύπατο των φιλοσόφων» Μιχαήλ Ψελλό). Η ανάγκη για αναβάθμιση της νομικής εκπαίδευσης ήταν διαρκής, διότι οι νόμοι άλλαζαν συχνά και οι δικαστές και δικανικοί ρήτορες συχνά είχαν άγνοια των νέων νόμων, δυσχεραίνοντας την απονομή δικαιοσύνης.
Το 1204, η Βασιλεύουσα κατελήφθη από τους Σταυροφόρους. Τα επόμενα χρόνια, στην ρημαγμένη και φτωχή πολιτεία, δεν λειτούργησε κανένα βυζαντινό εκπαιδευτικό ίδρυμα. Η αυτοκρατορία της Νικαίας ανέλαβε την συνέχιση της εκπαιδευτικής παράδοσης, ιδρύοντας σχολές σε όλη την δυτική Μικρά Ασία. Όταν έγινε η ανάκτηση της πόλης το 1261, το Πανδιδακτήριο επανιδρύθηκε, αυτή την φορά όμως υπό εκκλησιαστικό έλεγχο. Υπό τους λαμπρούς λογίους, επιστήμονες και συγγραφείς Ακροπολίτη και Παχυμέρη, έζησε την τελευταία του αναλαμπή. Το Πανδιδακτήριο μαράζωσε μαζί με την αυτοκρατορία και έσβησε το 1453.
Το Πανδιδακτήριο είναι ένα μικρό μόνον κεφάλαιο της βυζαντινής εκπαίδευσης και διανόησης, την οποία εκόσμησαν δεκάδες λόγιοι, φιλόσοφοι και επιστήμονες, κληρικοί και λαϊκοί. Το Βυζάντιο διέσωσε την αρχαιοελληνική γραμματεία, την εξέδωσε, την μελέτησε και την σχολίασε, μεταδίδοντάς την ύστερα στους Άραβες και από εκεί στην Εσπερία. Γνώρισε πολλές διαδοχικές αναγεννήσεις των ανθρωπιστικών σπουδών, τόσο σε εποχές όπου επικρατούσαν τάσεις ανεκτικές και (για τα τότε μέτρα) φιλελεύθερες, όπως επί της Μακεδονικής ή της των Δουκών δυναστείας, όσο και σε άλλες συντηρητικώτερες και υπερ-ορθόδοξες (Κομνηνοί). Ποτέ δεν διανοήθηκαν οι Βυζαντινοί να απαξιώσουν την μόρφωση, και πάντοτε επαίρονταν πως εκείνοι ήσαν οι αληθινοί συνεχιστές του ελληνορωμαϊκού μεγαλείου, ζηλότυπα αντικρούοντας τις διεκδικήσεις των Φράγκων.
Η Δύση άρχισε να ιδρύει ανώτερες σχολές μετά τον 11ο αιώνα. Τα δυτικά πανεπιστήμια προήλθαν από την ανάπτυξη σχολών μοναστηρίων ή καθεδρικών, ελέγχονταν κυρίως από την Εκκλησία και οργανώνονταν με την μορφή συλλόγου διδασκομένων και διδασκόντων. Αυτή η διαφορά οργάνωσης έχει κάνει πολλούς να μην θεωρήσουν το Πανδιδακτήριο ως δυτικού τύπου πανεπιστήμιο. Αλλά, ασφαλώς, το νόημα της ανωτάτης εκπαίδευσης είναι η παρεχόμενη μάθηση και το πνευματικό επίπεδο, όχι η μέθοδος εσωτερικής διοίκησης. Ακόμη, η ίδια η ευρωπαϊκή λέξη universitas αποτελεί λατινική απόδοση του βυζαντινού όρου «Οικουμενικόν Διδασκαλείον», όπως ονομάστηκε το Πανδιδακτήριο τον 8ο αιώνα.
Τον 15ο αιώνα, εκατοντάδες μορφωμένοι Βυζαντινοί κατέφυγαν στην Ευρώπη, και με την δική τους διδασκαλία και τα συγγράμματα που διέσωσαν, υπήρξαν καταλύτης για την εδραίωση της Αναγέννησης του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δυστυχώς, τόσο η αναγεννησιακή όσο και η μετέπειτα διαφωτιστική Ευρώπη, έρριψαν αλαζονικά το Βυζάντιο στο ιστοριογραφικό «πυρ το εξώτερο», υπό την γενικευτική άποψη ότι ο Μεσαίωνας ήταν συλλήβδην εποχή οπισθοδρόμησης και σκότους. Το βυζαντινό πνεύμα (όπως και το –κατώτερο αλλά αξιόλογο- μεσαιωνικό δυτικοευρωπαϊκό) όμως, είναι η βάση του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Και, οπωσδήποτε, τα βυζαντινά σχολεία και πανεπιστήμια λειτούργησαν επί μία χιλιετία, παράγοντας πολίτες, ακόμα και απλούς ανθρώπους του λαού, που ήξεραν να απαγγέλλουν Όμηρο.