ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΘΑ ΝΙΚΗΣΩ ΤΟ ΜΗΔΕΝ
(ή "Τέχνης Παραλήρημα')
Του
Μάριου Νοβακόπουλου
Ζούμε
σε μία εποχή ζωντανή, πολύ ζωντανή.
Εποχή πολύχρωμη, με τεράστια ποικιλία σε κάθε τομέα ανθρώπινης
δραστηριότητας. Και μέσα σε αυτό φυσικά
είναι και η τέχνη.
Είναι
όμως και εποχή ταυτοχρόνως αφόρητα γκρίζα:
χαώδης μέσα στο μέγεθος και την ασυνταξία της, αποπνικτική μέσα στο
ευτελές και το εφήμερο που δοξάζει, χυδαία στην αισθητική και ηθική ευτέλεια. Εποχή που παίρνει τον άνθρωπο και τον
διαστρέφει-τον τραβάει και τον ξεμεριάζει-μέσα στον ατομισμό, τη μαζοποίηση και
την αποξένωση. Και η τέχνη της λοιπόν,
με εξαιρέσεις, ακολουθεί αυτό το μοτίβο:
του εφημέρου, του χρησιμοθηρικού, του ευτελούς, αυτού που αποσκοπεί στη
γρήγορη, παροξυστική και παροδική συγκίνηση.
Η
τάση αυτή συνήθως δεν είναι ικανή να κορέσει τη δίψα του ανθρώπου για
τέχνη. Τέχνη που με τρόπο σεμνό και
δωρικό συνεγείρει σκέψεις και πάθη, που μέσα στην εκλέπτυνση της ωθεί την
τελειότητα της ανθρώπινης προσπάθειας ή που στον αυθορμητισμό της αντανακλώνται
γυμνά και καθαρά τα συναισθήματα.
Υπάρχει η τέχνη η λόγια, η ανώτερη, η «του σαλονιού», αυτή που φτιάχνει
ο έμπειρος δεξιοτέχνης. Είναι και η
τέχνη η λαϊκή, βγαλμένη από την καθημερινή παράδοση της κοινωνίας. Σήμερα, η πρώτη πάσχει (ίσως διότι έβαλε στα
σαλόνια ό,τι ταπεινότερο βρήκε στα… αλώνια) και η δεύτερη είναι επισήμως νεκρή.
Η
τέχνη-σε αυτήν βάζω και τη μουσική μέσα- έχει δεχθεί άπειρες αναλύσεις και
ορισμούς από ανθρώπους ειδήμονες, με υψηλό κριτήριο και μεγάλη πείρα στο
μετερίζι της.