Μία
χρονιά πλέον είναι πίσω μας, και μία νέα μας υποδέχεται. Όσο και εάν οι
τελευταίοι χρόνοι (ή δεκαετίες, τώρα που το σκέπτομαι) υπήρξαν καιρός πολλαπλών
κρίσεων, οι κρίσεις και οι ανατροπές είναι πάντα συγκυρία που παροξύνει την
διάθεση για γνώση, την αναζήτηση για τις ρίζες των πραγμάτων και την περίσκεψη
για το μέλλον. Πιστός σύντροφος στην πορεία αυτή, τα βιβλία.
Μάριος Νοβακόπουλος - 01/01/2025 - SLPRESS
Ακολουθώντας μια παλιότερη συνήθεια, ξεχώρισα κάποια από τα βιβλία που διάβασα φέτος. Καθ’ ότι ακόμη προσπαθώ να αναπτύξω την σχέση μου με την πεζογραφία και την ποίηση – σιγά σιγά, με τη βοήθεια ανθολογιών, κριτικών κλπ. – όλα τα βιβλία που ακολουθούν είναι ιστορικού περιεχομένου, σύμφωνα με το αντικείμενο των σπουδών μου και τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα.
Διονύσιος
Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ιστορία (324-1071).
Το 2024 έπεσαν στα χέρια μου πολλά βιβλία βυζαντινής ιστορίας, κλασσικά αλλά και πρόσφατα (οι παλιές αγάπες, πάνε στον παράδεισο). Και ενώ το πιο σημαντικό, και αυτό που θεωρώ με επηρέασε περισσότερο, ήταν η πολύ διάσημη Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους του Γεωργίου Οστρογκόρσκυ, θα ήθελα να σταθώ στην Βυζαντινή Ιστορία του Διονυσίου Ζακυθηνού. Ο Ζακυθηνός, από τους σημαντικούς Έλληνες βυζαντινολόγους της μεταπολεμικής εποχής, προσφέρει μία πλούσια αφήγηση των πρώτων αιώνων της ανατολικής αυτοκρατορίας, από τον Μέγα Κωνσταντίνο ως τη μάχη του Μαντζικέρτ, σε όμορφη καθαρεύουσα, με πάρα πολλές και χρήσιμες πληροφορίες, αλλά και σπάνια, παλαιότερη βιβλιογραφία.
Η ικανότητα ελκυστικής διήγησης είναι υποτιμημένη στη σύγχρονη επιστημονική συγγραφή, το ίδιο και η δυνατότητα σύνθεσης μεγάλου όγκου δεδομένων σε ένα ενιαίο έργο. Η σύγχρονη τάση, δυστυχώς, τείνει προς μία κρυπτική, τεχνική γλώσσα η οποία απωθεί το ευρύ κοινό και είναι γενικώς δυσάρεστη. Ως προς τη θεματολογία, η υπερεξειδίκευση ναι μεν προσφέρει πολλά στην ακρίβεια, αλλά αφαιρεί από την γενική ερμηνεία και την πρόσληψη νοήματος και της “μεγάλης εικόνας” από τον αναγνώστη. Όσο και να μην το θέλουμε, δεν μπορούμε να κινηθούμε χωρίς γενικευτικά σχήματα ή “μεγάλες αφηγήσεις”.
Επειδή πρόκειται για παλαιότερο βιβλίο (πρώτη έκδοση 1972) θέλω να σταθώ και στην ηλικία του. Η επιστήμη προχωρά, και πολύ σωστά ανανεώνεται, γίνονται διορθώσεις, επανερμηνείες, αξιοποιούνται νεοφανή ή παραμελημένα στοιχεία κλπ. Όμως τα έργα του παρελθόντος πάντα έχουν κάτι να πουν, αν όχι στα γνωστά δεδομένα, τότε στον τρόπο παρουσίασης και ερμηνείας τους. Οι θεωρίες άλλωστε κάνουν κύκλους, ενώ η διαδοχή των έργων και των επιστημονικών στάσεων δεν κινείται μόνο από την εξέλιξη της επιστήμης, αλλά και από την φυσική ανάγκη να συγγράψουν και να αναδειχθούν οι επιστήμονες μίας νέας γενιάς (με τα ενδιαφέροντα, τις προσλήψεις και τις προκαταλήψεις τους), οι οποίοι θα παραμεριστούν από τους επομένους και ούτω καθ’ εξής.
Άλλα αξιόλογα βιβλία σχετικά με το Βυζάντιο που διαβάστηκαν φέτος, ήταν η κλασσική Βυζαντινή Κοινοπολιτεία του Δ. Ομπολένσκυ, Η Χριστιανική Ανατολή και η άνοδος του Παπισμού των Παπαδάκη-Μέγεντορφ, και η πρόσφατη μελέτη της Σ. Μεργιαλή-Σαχά Το Βυζάντιο στο θέατρο της Οικουμένης τον ύστερο Μεσαίωνα, που συνδυάζει την πολιτική της εποχής των Παλαιολόγων με την παγκόσμια ιστορία της περιόδου και τη θεωρία των διεθνών σχέσεων.
Σ. Πλουμίδης, Έδαφος και Μνήμη στα Βαλκάνια: Ο «γεωργικό εθνικισμός» στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία (1927-1946).
Η λέξη “γεωπολιτική” μπορεί να έχει γίνει προσφάτως του συρμού, όμως έχει πολύ μακρά ιστορία στην Ελλάδα. Ακολουθώντας τις εξελίξεις της διεθνούς επιστήμης και την γένεση του κλάδου σε Αγγλία και Γερμανία, εγχώριοι πολιτικοί και επιστήμονες απασχολήθηκαν με την εναρμόνιση της πολιτικής πρακτικής με τις γεωγραφικές συνθήκες, ώστε να προάγουν την ασφάλεια και την ευημερία της χώρας. Κατά τον Μεσοπόλεμο, η οικονομική κρίση και οι δύσκολες σχέσεις με τις πέριξ χώρες ώθησε την Ελλάδα σε προστατευτικές πολιτικές ώστε να εξασφαλίσει την επάρκεια σε σιτηρά (κόβοντας τις εισαγωγές από την Βουλγαρία) και να συγκρατηθούν οι αγρότες στην ύπαιθρο για να μην συσσωρευθούν στις πόλεις ως απελπισμένο προλεταριάτο. Δόθηκε έμφαση στην αγροτική πολιτική, την ηθική και ιδεολογική εξύψωση της γεωργικής ζωής, καθώς και στην αξιοποίηση περισσότερων καλλιεργήσιμων εδαφών. Αυτό βέβαια συνδέθηκε και με τη διεκδίκηση γαιών που ανήκαν σε άλλα κράτη, με τη δικαιολογία της επισιτιστικής επάρκειας. Αυτό έθρεψε τον βουλγαρικό αναθεωρητισμό που επιβουλευόταν την Μακεδονία, αλλά και τις ελληνικές διεκδικήσεις προς βορράν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το βιβλίο συγκρίνει τις δύο περιπτώσεις Ελλάδας και Βουλγαρίας, υπεισερχόμενο και σε ζητήματα συμβολικά, όπως η σύνδεση του εδάφους με τους νεκρούς που κείτονται σε αυτό, και τον ρόλο των μνημείων πεσόντων μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο έργο περιλαμβάνονται και τέσσερις πολύ ενδιαφέρουσες σελίδες για την βυζαντινή ιστορία, με την ερμηνεία νεότερων Ελλήνων συγγραφέων σχετικά με το πώς η γεωργική πολιτική επηρέασε την ευδοκίμηση του Βυζαντίου και την εθνολογική διαμόρφωση της υπαίθρου στην χερσόνησο του Αίμου και τη Μικρά Ασία. Το βιβλίο δρα συμπληρωματικά με την άλλη εργασία του Σ. Πλουμίδη, Τα Μυστήρια της Αιγηίδος, για το μικρασιατικό ζήτημα μέχρι την Καταστροφή – ο ίδιος ο όρος Αιγηίς, προέρχεται από την γερμανική γεωγραφία και γεωπολιτική – και το ογκώδες έργο του Ι. Κωτούλα, Ιστορία της Ελληνικής Γεωπολιτικής.
Μόνη ένσταση αυτού του αναγνώστη, η γενικά απαξιωτική στάση έναντι του “γεωργικού εθνικισμού” ως ανορθολογικού. Η σιτάρκεια μπορεί να μην είναι ορθολογική με αυστηρά οικονομικούς όρους, όμως έχει απόλυτη λογική όταν προετοιμάζεται πόλεμος και πρέπει να διαφυλαχθεί η τροφοδοσία, όταν οι διεθνείς ροές διακοπούν (η σύγχρονη εμπειρία με την διακοπή της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας επί κορωνοϊού και η προσπάθεια επαναπατρισμού στρατηγικών βιομηχανιών νομίζω επιβεβαιώνει αυτές τις ανησυχίες). Η εδαφική επέκταση μπορεί να μην είναι απαραίτητη για την διατροφική ασφάλεια, λόγω του εμπορίου και της αγροτικής τεχνολογίας που υπερνικά τους μαλθουσιανούς φόβους, όμως η διαπίστωση ότι η λεπτή ραχοκοκκαλιά της βορείου Ελλάδος είναι γεωφυσικά ασύστατη και άρα ευάλωτη έχει ισχύ σιδηρά, κάτι που μαρτυρείται από την γερμανική εισβολή του 1941, αλλά και την εμπειρία των βυζαντινο-βουλγαρικών πολέμων.
Δ. Τσάκωνας, Ιδεαλισμός και Μαρξισμός στην Ελλάδα.
Ποτέ δε με συνάρπαζε η νεότερη και σύγχρονη ιστορία όσο η αρχαία ή η μεσαιωνική. Δεν είναι δυνατή όμως η προσέγγιση του κόσμου που μας περιβάλλει, δίχως ισχυρό πνευματικό εξοπλισμό της πορείας των τελευταίων αιώνων. Η πολιτικοστρατιωτική ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους είναι γενικώς καταγεγραμμένη, και από πολλές πλευρές. Η διανοητική ιστορία όχι και τόσο.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Ίσως να έχει να κάνει με τις δυσκολίες του πνευματικού βίου, όπως το γλωσσικό ζήτημα που τόσο φανατισμό προκάλεσε, οι ιδεολογικές διαμάχες, τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα που εμπόδισαν την ανάπτυξη των επιστημών ή της ελεύθερης σκέψης, και οι τόσες εθνικές περιπέτειες, πόλεμοι, κατοχές και δικτατορίες, που τράβηξαν την προσοχή του λαού και των λογίων στα επείγοντα. Ο νεοελληνικός πολιτισμός έχει πλούσιους καρπούς στην λογοτεχνία, την μουσική και τις εικαστικές τέχνες, αλλά στην φιλοσοφία και τις επιστήμες φαίνεται η δυσκολία να τηρηθεί μία διαχρονική παράδοση, όπου κάθε νέα γενιά κτίζει πάνω στα έργα της προηγούμενης. Συνηθέστερη μοιάζει η τάση να ξεκινούν όλοι από το μηδέν, είτε εισάγοντας τις τελευταίες εξελίξεις από την Ευρώπη και την Αμερική, είτε “βουτώντας” απευθείας και αδιαμεσολάβητα στις αρχαιοελληνικές και βυζαντινές πηγές.
Για τον λόγο αυτό τη χρονιά που μας πέρασε αφιέρωσα τόσον χρόνο στα βιβλία του Δ. Τσάκωνα, καθηγητή κοινωνιολογίας στη Γερμανία, την Αυστρία και την Πάντειο Σχολή, και υπουργού της Χούντας. Προσφέρει μεγάλους καταλόγους λογοτεχνών, φιλοσόφων και επιστημόνων και δίνει το πνεύμα μίας εποχής, από την οποία μπορεί να επιβιώνουν 4-5 μεγάλα ονόματα, και οι άλλοι λησμονιούνται. Κάθε μεγάλη τομή, όπως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μεταπολίτευση, φαίνεται σα να σβήνει τον πίνακα, συνειδητά ή μη, και να προσπαθεί να προσφέρει μία καινή/κενή tabula rasa ώστε όλα να ξεκινήσουν από την αρχή.
Ειδικά το ωραίο και πολυσέλιδο βιβλίο Ιδεαλισμός και Μαρξισμός στην Ελλάδα παρουσιάζει μία πλειάδα Ελλήνων στοχαστών, οι οποίοι αγωνίστηκαν να διαγνώσουν τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και να προσφέρουν ιδέες και λύσεις για το μέλλον, μέσα στη χαώδη εποχή του ελληνικού Μεσοπολέμου – της Μικρασιατικής καταστροφής, του προσφυγικού, της ισχνής Β’ Δημοκρατίας, των πραξικοπημάτων, δικτατοριών και οικονομικών κρίσεων. Κάποιοι από αυτούς είναι πολύ γνωστοί, όπως ο Κανελλόπουλος, ο Παπανούτσος και ο Γληνός, άλλοι λιγότερο, όπως ο Δανιηλίδης και ο Καραβίδας. Ορισμένοι όμως είναι εντελώς ξεχασμένοι, ίσως να μην έχουν ούτε ένα λήμμα στο διαδίκτυο. Κάθε σελίδα λοιπόν έκρυβε και μία έκπληξη, κάθε κεφάλαιο έναν άνθρωπο πρωτάκουστο μαζί με το έργο του, στην φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, την γεωπολιτική, μυθολογία, πολιτειολογία, δημοσιογραφία, λογοτεχνία κλπ.
Αξιοπρόσεκτα και τα έργα του Γενιά του 30 και Ελληνικός Υπερρεαλισμός.
Δ. Κουγιουμτζόγλου, Ο Βυζαντινός Μέγας Αλέξανδρος.
Η στήλη αυτή έχει ήδη αφιερώσει λεπτομερή παρουσίαση στο νέο αυτό βιβλίο. Ο Δ. Κουγιουμτζόγλου έχει αφιερώσει πολύχρονη έρευνα στην αποσιωπημένη μυθολογική και λογοτεχνική εικόνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ανά το σύνολο της ελληνικής ιστορίας. Κέντρο αυτής της αναζήτησης είναι το περίφημο αλεξανδρινό μυθιστόρημα, το οποίο κυριάρχησε στο Βυζάντιο και λατρεύτηκε από τον υπόδουλο στους Τούρκους Ελληνισμό ως η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου.
Το βιβλίο εξετάζει με εξαντλητική λεπτομέρεια κάθε πτυχή της επίδρασης του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον βυζαντινό κόσμο. Ο Μακεδόνας στρατηλάτης ήταν κορυφαίο πολιτικό και ιδεολογικό πρότυπο των αυτοκρατόρων, ως ιδανικός βασιλεύς. Διατηρεί εξέχουσα θέση στην ρητορική, την χρονογραφία και την ποίηση, λόγια και λαϊκή. Ακόμη και στον θρησκευτικό τομέα, ο Αλέξανδρος θεωρείται ένα είδος “χριστιανού πριν τον Χριστό”, ο οποίος εκτέλεσε το κατακτητικό του έργο με την βοήθεια της θείας Πρόνοιας, ενώ παίζει σημαντικό ρόλο στις προφητείες για το τέλος του κόσμου. Η εικόνα του εκδικητή και αναστηλωτή Τελευταίου Αυτοκράτορα, ο οποίος μετά το 1453 μετατράπηκε σε Μαρμαρωμένο βασιλιά, έχει την ρίζα της στον Αλέξανδρο. Ένας Αλέξανδρος πέρα ως πέρα ελληνικός, ο οποίος στην φαντασία του βυζαντινού λαού κατακτά την Ρώμη, αντί να κατακτήσει η Ρώμη την Μακεδονία!
Σε αφηγηματικό αλλά και καλλιτεχνικό επίπεδο, ο αλεξανδρινός μύθος του Βυζαντίου έρχεται σε κορύφωση με την ιστορία της πτήσης του Μακεδόνα βασιλιά στον ουρανό, καβάλα σε ένα άρμα που το σέρνουν πτερωτοί γρύπες. Η εικόνα αυτή, δείγμα θεϊκής δύναμης και εγκόσμιας εξουσίας, όσο και τελικής ταπείνωσης και υποχώρησης μπροστά στο ουράνιο και το απόλυτο, κοσμεί απειράριθμα δημιουργήματα της βυζαντινής τέχνης.
Έλλην, Ρωμηός, Γραικός: Συλλογικοί προσδιορισμοί και ταυτότητες.
Η πολυωνυμία του ελληνικού λαού, από τους Αχαιούς και τους Δαναούς μέχρι τους Γραικούς και τους Ρωμιούς, αποτελεί κόσμημα της μεγάλης και ποικίλης πορείας του μέσα στους αιώνες, μέσα από τόσους και τόσους μετασχηματισμούς, γεωγραφικές επεκτάσεις και συρρικνώσεις, κατακτήσεις, θρησκευτικές αλλαγές κλπ. Παράλληλα όμως, ειδικά στη σημερινή εποχή όπου οι κατηγορίες αναγνωρίζονται μόνο μέσα από το όνομά τους και εξαρτώνται από έναν ρηχό, όσο και απολυταρχικό νομιναλισμό, μπορούν να γίνουν παράγων σύγχυσης.
Ο συλλογικός αυτός τόμος έρχεται να δώσει αρκετή διαύγεια στο πολωμένο πεδίο της ελληνικής ταυτότητας. Συμμετέχουν δεκάδες καθηγητές και επιστήμονες, Έλληνες και ξένοι, οι οποίοι ερευνούν κάθε πλευρά του ζητήματος, από την απώτερη αρχαιότητα μέχρι τον 20ο αιώνα. Προφανώς, εκτίθενται διαφορετικές απόψεις, και δεν πρέπει να αναμένει κανείς κάποια καθησυχαστική ομοφωνία από τους συγγραφείς. Πάντως, φαίνεται πως κάποιες διαδεδομένες παρανοήσεις τουλάχιστον σχετικοποιούνται, αν όχι καταρρίπτονται. Μέσα από τις (πολλές) σελίδες του τόμου, βλέπουμε ότι δεν είναι αληθές πως επί Τουρκοκρατίας η Εκκλησία εχθρευόταν και απέρριπτε το όνομα Έλληνας, ούτε ότι οι όροι Ρωμιοί και Γραικοί είχαν αποκλειστικά θρησκευτική σημασία (όλοι οι ορθόδοξοι ανεξαρτήτως καταγωγής). Η εικόνα των αρχαίων Ελλήνων προγόνων είναι πολύ έντονη στους συγγραφείς της Τουρκοκρατίας, και φυσικά την “ελληνικά συνέχεια” δεν την εφηύρε, ως τρελός επιστήμων στο ανήλιαγο εργαστήριό του, ούτε ο Παπαρρηγόπουλος, ούτε ο Κοραής, ούτε οι Βαυαροί. Ούτε η ελληνική ταυτότητα στο ύστερο Βυζάντιο ήταν ίδιον μόνον του Πλήθωνος, ούτε η λέξη Γραικός ήταν προσβλητική και υποτιμητική κλπ.
Τούτο δεν σημαίνει ότι το ταυτοτικό θέμα έκλεισε. Κανένα θέμα δεν κλείνει ποτέ από πλευράς επιστήμης, πολλώ δε από πλευράς κοινωνικής και ιδεολογικής ζωής ενός έθνους. Όμως έχει ενδιαφέρον, πως ένα βιβλίο με θέμα τα ονόματα, μπορεί να βοηθήσει στην υπερκέραση της άγονης, αγονότατης διαμάχης γύρω από τους όρους, τις ταμπέλες και τις ασπρόμαυρες διχοτομίες, που τροφοδοτεί η σημερινή μονομερή αποθέωση του αυτοπροσδιορισμού, του “είσαι ό,τι δηλώσεις” που δυναστεύει τις κοινωνικές επιστήμες.
Καλή χρονιά, λοιπόν, να ευχηθούμε, με υγεία, γαλήνη, πολλά και καλά όνειρα. Και βεβαιως, πολλά και καλά βιβλία!