Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Το πεδίο των διεθνών σχέσεων είναι εξαιρετικά ευρύ. Οι δρώντες συγκροτούν την παγκόσμια κοινότητα, από τα κυρίαρχα κράτη και τους διεθνείς οργανισμούς μέχρι τις μη-κυβερνητικές οργανώσεις και τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, εμπλέκονται σε σχέσεις συνεργασίας και ανταγωνισμού σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής, από τους πυρηνικούς εξοπλισμούς και την ενέργεια ως την προστασία του περιβάλλοντος και την υγεία.
Ένας από τους τομείς αυτούς είναι και ο πολιτισμός. Υπό τον όρο αυτό συμπεριλαμβάνονται πολυποίκιλες δραστηριότητες, από τον κινηματογράφο και τη μουσική μέχρι εκπαιδευτικά προγράμματα, την εκμάθηση ξένων γλωσσών κ.α. Η διάδοση του εθνικού πολιτιστικού πλούτου και η προσπάθεια προώθησης του ως προτύπου για άλλα έθνη είναι μία μορφή άσκησης “ήπιας δύναμης” (soft power), με στόχο τη μεγιστοποίηση της εθνικής επιρροής, του γοήτρου, την ανάπτυξη κοινών αξιών κ.α. Μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους και συχνά δεν απαιτεί καν ευθεία κρατική ανάμιξη.
Στην πολιτιστική διπλωματία δύο είδη χωρών έχουν προνομιακή θέση. Από τη μία είναι οι χώρες με μεγάλη δύναμη και οικονομική επιρροή παγκοσμίως. Στο σύγρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον τους είναι εύκολο να διαφημίσουν και να προωθήσουν τον τρόπο σκέψης τους, τις αξίες τους, την τέχνη τους κ.α. Τέτοιες χώρες είναι η Ιαπωνία και ιδίως οι ΗΠΑ, με ηγετική θέση στη διαμόρφωση αισθητικής, ιδεολογίας και κοσμοθέασης στη σύγχρονη Δύση. Το άλλο είδος είναι οι χώρες με ειδικό ιστορικό και πολιτιστικό βάρος και βάθος, με μεγάλη διανοητική και καλλιτεχνική παράδοση και παραγωγή, όπως η Γαλλία.
Ένας μεγάλης σημασίας παράγων εντός της ευρύτερης πολιτιστικής διπλωματίας, είναι η θρησκεία. Η θρησκεία ανέκαθεν υπήρξε από τις βασικότερες δυνάμεις που κινούν τις κοινωνίες και κατ' επέκτασιν τον κόσμο. Συγκροτεί και συγκρατεί συνειδήσεις, δημιουργεί ηθική και νοοτροπίες, επηρεάζει το λαϊκό αίσθημα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάθε σκοπό: καταλλαγή και όξυνση, σταθερότητα και αναταραχή. Σήμερα η θρησκεία βρίσκεται στο πολιτικό προσκήνιο σε βαθμό που δεν είχε επιτύχει εδώ και αιώνες. Αν και αυτό συχνά φαίνεται ως κάτι αρνητικό, λόγω της αναθέρμανσης των θρησκευτικών συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, της ισλαμικής τρομοκρατίας κ.α., υπάρχουν και δημιουργικές πτυχές, όπως η σύνδεση του βαθμιαίου εκχριστιανισμού της Κίνας με τη διεκδίκηση κοινωνικών ελευθεριών και ο ευεργετικός ρόλος των χριστιανικών εκκλησιών στην αναστήλωση της κοινωνικής συνοχής και εθνικής συνείδησης στο πρώην Ανατολικό Μπλοκ. Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως ο Δυτικός κόσμος αντιμετωπίζει όλο και περισσότερα προβλήματα με ηθική-φιλοσοφική πτυχή (βιοηθική, ανισότητα, κρίση στην οικογένεια, ψυχολογικά προβλήματα), και σε μία εποχή πρωτοφανούς πνευματικής ξηρότητας και υλισμού, η θρησκεία ίσως να μπορεί να συνεισφέρει στο διάλογο.
Ο Βυζαντινοί μας πρόγονοι έκαναν άψογη χρήση της θρησκείας ως διπλωματικό εργαλείο. Ο εκχριστιανισμός βαρβαρικών εθνών ήταν βασική προϋπόθεση της ένταξης τους στο βυζαντινό πολιτιστικό και αξιακό πλαίσιο, και ιδεατά τα καθιστούσε συμμάχους εντός αυτού που ο Obolensky ονόμαζε “Βυζαντινή Κοινοπολιτεία”. Εντός της αυτοκρατορίας, ο εκχριστιανισμός ξένων λαών και μειονοτήτων ήταν το πρώτο και βασικότερο βήμα για τη διοικητική και κοινωνική τους ενσωμάτωση, τον γλωσσικό τους εξελληνισμό και την τελική τους αφομοίωση. Με στόχο τη βαθύτερη εκμάθηση της ορθόδοξης πίστης ο Κοσμάς ο Αιτωλός γέμισε την Πίνδο με ελληνικά σχολεία το 18ο αιώνα, προς διαφώτιση πληθυσμών κατά κύριο λόγο ξενογλώσσων. Στο Μακεδονικό Αγώνα η εξασφάλιση της ισχυρής εκκλησιαστικής και εκπαιδευτικής παρουσίας του Πατριαρχείου στις περιοχές όπου κατοικούσαν ρευστοσυνείδητοι πληθυσμοί (βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι, αλβανόφωνοι) εγγυήθηκε την ανάπτυξη σε αυτούς ελληνικής ταυτότητας, την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και την απόκρουση της βουλγαρικής και ρουμανικής προπαγάνδας (οι οποίες έκαναν επίσης χρήση του θρησκευτικού παράγοντα).
Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα εντατικής χρήσης της θρησκείας ως γεωπολιτικού εργαλείου είναι η Τουρκία. Παρ' ότι επισήμως κοσμικό κράτος, η Τουρκία μέσω της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet) προωθεί το σουνιτικό Ισλάμ και δι' αυτού τον τουρκικό πολιτισμό διεθνώς. Εδώ και πολλά χρόνια σε όλες τις βαλκανικές χώρες η Τουρκία χρηματοδοτεί αφειδώς την αναστήλωση οθωμανικών μνημείων, την ανέγερση πολλών και εντυπωσιακών τεμενών, την ίδρυση ιεροδιδασκαλείων και θρησκευτικών ιδρυμάτων και ισλαμικών οικονομικών φορέων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον εναγκαλισμό και προσεταιρισμό των μουσουλμανικών μειονοτήτων, τουρκικών και μη (Βόσνιοι, Αλβανοί, Τορμπέσοι, Πομάκοι κτλ.). Η διαφύλαξη και αναζωογόνηση της οθωμανικής κληρονομιάς, η παρουσίαση του Ισλάμ ως ενοποιητικού παράγοντα και της Τουρκίας ως ναυαρχίδας και προστάτη των μουσουλμανικών εθνών έχουν περίοπτη θέση στο νεοθωμανικό στρατηγικό δόγμα του πρωθυπουργού Νταβούτογλου (αν και τα απανωτά διπλωματικά λάθη της Τουρκίας τα τελευταία έτη την έχουν αποξενώσει από τον αραβικό κόσμο και έχουν ακυρώσει τμήμα των επιτυχιών της θρησκευτικής πολιτικής).
Η τουρκική θρησκευτική και πολιτιστική επιρροή στην Ευρώπη δεν περιορίζεται στα Βαλκάνια. Τουρκικές οργανώσεις έχουν καταφέρει να ελέγξουν ένα μεγάλο μέρος των ισλαμικών δικτύων λατρείας και εκπαίδευσης στη δυτική Ευρώπη, τα οποία παλαιότερα μονοπωλούσε η Σαουδική Αραβία. Όσο ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Ευρώπης αυξάνεται, τόσο η Τουρκία αναμένει να διευρύνει τη δράση της και να αυξήσει την επιρροή της.
Η Ελλάδα αντίθετα, στον τομέα αυτό παραμένει σχετικά αδρανής. Το πολιτικό σύστημα ως επί το πλείστον αδυνατεί να συλλάβει ή δεν έχει τη βούληση να αξιοποιήσει τα πλούσια θρησκευτικά και πολιτιστικά αποθέματα της Ελλάδας, να δει την Ορθοδοξία ως κάτι το σύγχρονο και πολύτιμο για την εθνική εξωτερική πολιτική. Για τη δεξιά, η αντίληψη της θρησκείας περιορίζεται σε ρητορείες, φολκλόρ και προεκλογικά προσκυνήματα. Για την αριστερά δε, η θρησκεία απορρίπτεται ως κάτι το αναχρονιστικό, καταπιεστικό και απαρχαιωμένο, χωρίς αξία στο σύγχρονο κόσμο. Ανάμεσα στους ευρωπαϊστές, η Ορθοδοξία δημιουργεί αμηχανία: σαν κάτι ξένο προς το δυτικό πολιτισμό, μοιάζει να εμποδίζει την πλήρη εξομοίωση την Ελλήνων σε αυτόν, και για ορισμένους έχει καταγγελθεί ανοιχτά ως τροχοπέδη για τον πλήρη εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας. Μακριά από τις παρωχημένες ιδεοληψίες, η ελληνική κυβέρνηση και γενικότερα η εγχώρια πολιτική σκηνή πρέπει να δει το θησαυρό που έχουμε στους κόλπους μας και να το χρησιμοποιήσει προς όφελος της εθνικής ισχύος.
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Πολλά και διάφορα, αρκεί να υπάρχει δημιουργικότητα, μεθοδικότητα και φαντασία.
Η Ελλάδα πρέπει να συσφίξει και να αναβαθμίσει τις ήδη καλές σχέσεις με τα πρεσβυγενή πατριαρχεία. Να λειτουργεί ως ο διαμεσολαβητής τους με τα εκεί κράτη και να τα στηρίζει ηθικά, διπλωματικά και οικονομικά. Το ίδιο πρέπει να γίνει και με όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες του εξωτερικού, οι οποίες μπορούν να γίνουν σύνδεσμος με τις τοπικές κοινωνίες και δίαυλοι ποικίλων πολιτιστικών δραστηριοτήτων, αλλά και δημιουργίας σχέσεων που μπορεί στο μέλλον να φανούν χρήσιμες στη συμβατική διεθνή πολιτική. Η Ελλάδα ακόμη πρέπει να διατυμπανίσει και να θέσει σε όλα τα σχετικά διεθνή φόρα τα προβλήματα της Ορθοδοξίας: τις αφόρητες πιέσεις που υφίσταται το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τις βεβηλώσεις και καταστροφές εκκλησιών στην κατεχόμενη Κύπρο, την τραγική κατάσταση των ελληνορθοδόξων της Συρίας, τις ποικίλες δυσκολίες που συναντούν οι Παλαιστίνιοι Ορθόδοξοι και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων από το Ισραήλ, την ασφάλεια των Ορθοδόξων και γενικά των χριστιανών στην Αίγυπτο.
Σημαντικός βραχίονας της θρησκευτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους οφείλει να είναι η σφυρηλάτηση δεσμών με τις ορθόδοξες κοινότητες της Ανατολής και των Βαλκανίων. Πληθυσμοί όπως οι “Ρωμιοί” (Rum) της Συρίας και του Λιβάνου, οι Γκαγκαούζοι της Μολδαβίας (με τους οποίους ήδη υπάρχουν επαφές, οι οποίες όμως πρέπει να ενταθούν) και λοιποί, είναι πρόσφοροι για την ανάπτυξη ιδιατέρων δεσμών με την Ελλάδα, ακόμη και στο βαθμό σχεδόν ομογένειας. Ιεραποστολές και προγράμματα επιμόρφωσης του ορθοδόξου κλήρου, κατάρτιση και εφαρμογή εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ίδρυση σχολείων, διοργάνωση μαθητικών ανταλλαγών και κατασκηνώσεων, παροχή υποτροφιών και προνομιακό καθεστώς για μετανάστευση στην Ελλάδα είναι μερικά που μπορεί να γίνουν. Αυτά που δεν μπόρεσε να επιτύχει η Ελλάδα το 19ο αιώνα διότι την περιόριζε ο αρχαιοκεντρικός δυτικότροπος εθνικισμός, μπορεί σε ένα βαθμό να τα κατορθώσει σήμερα, με τη ρευστότητα και την ανασφάλεια να βρίσκεται στα ύψη στην περιφέρεια μας και τη βυζαντινορθόδοξη ταυτότητα ολοζώντανη στην Εγγύς Ανατολή.
Η Ελλάδα ακόμη μπορεί να αναπτύξει σχέσεις και να υποστηρίξει τους ετεροδόξους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής (Αρμένιοι, Μελκίτες, Ασσύριοι κ.α.), οι οποίοι αβοήθητοι στη Συρία και το Ιράκ υφίστανται πρωτοφανείς σφαγές και ξεριζωμό. Να γίνει η φωνή στους στα διεθνή μέσα ενημέρωσης και διακρατικές συνόδους, και επί τη ευκαιρία να καταγγελθεί η διπρόσωπη, ανεύθυνη στάση της Τουρκίας στη μεσανατολική κρίση. Οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Ανατολής είναι τέλος ιδανική δεξαμενή άντλησης αφομοιωσίμων (πολιτιστικά και θρησκευτικά συμβατών) μεταναστών, οι οποίοι μπορούν (με το σωστό προγραμματισμό, κάτι όμως που είναι εκτός της θεματολογίας του άρθρου) να αναζωογονήσουν δημογραφικά και οικονομικά την κοινωνία χωρίς μακροπρόθεσμο κίνδυνο εθνολογικής αλλοίωσης.
Η Ρωσία χρησιμοποιεί κατά κόρρον την Ορθοδοξία ως γεωπολιτικό εργαλείο ήπιας δύναμης, παρουσιαζόμενη ως πυλώνας της πίστης, προστάτιδα των ορθοδόξων εθνών και γενικότερα ως θεματοφύλακας των χριστιανικών αξιών σε αντίθεση με την εκκομικευμένη, φιλελεύθερη Δύση. Η είσοδος της Ελλάδας στο προσκήνιο ως δραστήριου παίκτη και πυρήνα της Ορθόδοξης κοινότητας θα χαιρετισθεί από τους ευρωατλαντικούς συμμάχους ως ανάχωμα στη ρωσική επιρροή και έτσι η ημετέρα πλευρά μπορεί να εξασφαλίσει πολιτική ή ακόμη και οικονομική υποστήριξη.
Εδώ έρχεται το ερώτημα του κατά πόσον στη σημερινή συγκυρία είναι εφαρμόσιμα αυτά τα μέτρα, αν είναι δυνατόν να αναληφθεί μία τόσο μεγάλη συλλογή διεθνών δράσεων τη στιγμή που η Ελλάδα είναι χρεοκοπημένη. Προφανώς πρέπει να γίνει ιεράρχηση. Δε γίνεται να χρηματοδοτούνται πρωτοβουλίες στο Λίβανο και τη Μολδαβία τη στιγμή που το κράτος αδυνατεί να καταβάλει τις συντάξεις των Βορειοηπειρωτών και να συντηρήσει τα σχολεία τους. Τα πλέον δαπανηρά σκέλη της θρησκευτικής πολιτικής μπορούν να προγραμματιστούν μεσοπρόθεσμα, με τη σταδιακή ανάκαμψη του ελληνικού κράτους από την τρέχουσα δεινή του θέση. Όμως πολλά πράγματα μπορούν να γίνουν άμεσα, με μικρό ή και μηδενικό κόστος. Η καταγγελία των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των κινδύνων για τους χριστιανούς επίμονα σε κάθε φόρουμ, η σύσφιξη των σχέσεων με τις απανταχού εκκλησίες, η δημιουργία εκπαιδευτικού υλικού και η διανομή του, όλα είναι πράγματα που μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή άμεσα ή έστω βραχυπρόθεσμα.
Πάνω απ' όλα, αυτό που πρέπει να συντελεστεί το γρηγορότερο δυνατόν, είναι η αλλαγή νοοτροπίας. Να αναπροσανατολιστεί η ελληνική εξωτερική πολιτική, να γίνει δυναμική και εξωστρεφής. Να αποκοπεί από την πρόσδεση στη δυτική κοσμοθεωρία και να προβάλει παγκοσμίως το δικό της πνευματικό πλούτο. Από το Νείλο και τον Ευφράτη ως το Δνείστερο, ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός μπορεί να δώσει τεράστια ώθηση στα εθνικά συμφέροντα, και με μακροχρόνια εντατική εργασία, να κάνει την Ελλάδα ξανά αυτό που ήταν κάποτε: παραγωγό και εξαγωγέα δικού της πολιτισμού, όχι καταναλωτή οτιδήποτε λαμπυρίζοντος της προσφέρουν οι ξένες δυνάμεις.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 15-10-2015 (αρχείο εδώ)