Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Από τους σουλτάνους στον Ερντογάν: οι ρίζες του νέου Τουρκικού Ισλαμισμού


Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*


Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ιδίως την 11η Σεπτεμβρίου, η θρησκεία ως παραγωγός πολιτικής βρέθηκε εκ νέου στο προσκήνιο.  Αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό στην περίπτωση του Ισλάμ.  Η διεθνής πολιτική σημαδεύεται από την ισλαμική τρομοκρατία και την μουσουλμανική  πολιτιστική και δημογραφική διείσδυση στη Δύση, ενώ θρησκειοκεντρικά πολιτικά κινήματα αναβιώνουν σε μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού κόσμου.

Ενδεικτικές της τάσης υπήρξαν οι εξελίξεις στην Τουρκία.  Εκπροσωπώντας τη «σιωπηρή πλειοψηφία», η οποία επί μακρόν δυσανασχετούσε με το κοσμικό, δυτικόφιλο πνεύμα του Κεμαλισμού, ο Ρ.Τ. Ερντογάν και ο «θεωρητικός» του Α. Νταβούτογλου, αντλώντας την έμπνευση τους από την Οθωμανική αυτοκρατορία, δίνουν καθαρά ισλαμικό χαρακτήρα στο τουρκικό κράτος.  Αυτό δε σημαίνει μόνο μετασχηματισμό του τουρκικού εθνικού αφηγήματος και κοινωνική αποεκκοσμίκευση, αλλά επίσης αναδιάταξη της εξωτερικής πολιτικής.

Παρ’ ότι η περίπτωση της Τουρκίας εντάσσεται στις ευρύτερες τρέχουσες διεργασίες του Ισλάμ, οι ρίζες της δικής της ισλαμοποίησης είναι βαθύτερες.  Δεν είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία, ούσα σε ιστορικό σημείο καμπής, επεστράτευσε την πίστη για να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητα της.  Η νεοοθωμανική αναβίωση αποτελεί εν πολλοίς (και τηρουμένων των αναλογιών) επανάληψη του κινήματος του Πανισλαμισμού όπως εκφράστηκε το β’ μισό του 19 αιώνος από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β’.

Η παράλληλη μελέτη και σύγκριση των δύο θεωριών που ακολουθεί, αποσκοπεί να εντοπίσει κοινά σημεία αναφοράς, μεθόδους και στόχους, όπως και διαφοροποιήσεις ανάμεσα τους.  Η αναγνώριση συναφών μοτίβων μεταξύ Πανισλαμισμού και Νεοοθωμανισμού μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας αλλά και να συνεισφέρει στην διαλεκτική θρησκείας και πολιτικής, ενός από τους νεαρότερους και προκλητικότερους τομείς των διεθνών σχέσεων στον αιώνα μας.


ΤΟ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΧΑΛΙΦΑΤΟ ΚΑΙ Ο ΠΑΝΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ

Ισλάμ, Πολιτική και η ιδέα του Χαλιφάτου

Το Ισλάμ χαρακτηρίζεται από μία πολύ στενή σχέση μεταξύ του θρησκείας και κόσμου.  Ο προφήτης Μωάμεθ υπήρξε επίσης κοσμικός ηγέτης, ο οποίος, μέσω διπλωματίας ή πολέμων, ένωσε την Αραβία υπό τον έλεγχο του.  Αυτή η ένωση της ανώτατης πνευματικής και πολιτικοστρατιωτικής εξουσίας αποτέλεσε έκτοτε τον οδηγό της ισλαμικής σκέψης και πρακτικής.  Οι διάδοχοι του, οι λεγόμενοι Χαλίφηδες, διατήρησαν αυτήν τη διττή ιδιότητα και εγκαθίδρυσαν μία αχανή αυτοκρατορία βασισμένη στις επιταγές της ισλαμικής θεοκρατίας (Χαλιφάτο).  Η προσέγγιση του Ισλάμ είναι συνολική, χωρίς σαφή διάκριση ατόμου και κοινωνίας ή θρησκευτικής και κοινωνικής ηθικής.  Η εξουσία δεν είναι απλά μία κοινωνική σύμβαση αλλά ένα ιερατικό λειτούργημα.  Ενδεικτικό είναι πως το μεγάλο σχίσμα του μουσουλμανικού κόσμου μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών βασίστηκε όχι σε θεολογικές αλλά σε πολιτικές έριδες για τη διαδοχή του Μωάμεθ.

Το Χαλιφάτο πραγμάτωνε την ενότητα της κοινότητος των πιστών (ούμα):   στο Ισλάμ δεν υπάρχει η έννοια του έθνους ή της υπέροχης της έναντι αυτής του πιστού.  Όλη η ούμα ήταν ένα σώμα ανεξαρτήτως καταγωγής, ενωμένο στην ομολογία της πίστεως (σάχαντα).  Στην πράξη η πολιτική ενότητα κράτησε μόνον τους πρώτους αιώνες, καθώς ύστερα η αυτοκρατορία διασπάστηκε σε αντιμαχόμενα Χαλιφάτα.  Με την παρακμή του αραβικού κόσμου, κάνει μέσω των Τούρκων την εμφάνιση του το σουλτανάτο, μία νέα πολιτική δομή με στρατιωτικό-κοσμικό χαρακτήρα.  Το 1258 οι Άραβες της Αιγύπτου έχασαν τον τίτλο του Χαλίφη που πέρασε στο Σουλτανάτο των Μαμελούκων.  Από αυτούς ο τίτλος θα καταλήξει, μετά την κατάληψη της Αιγύπτου το 1517, στους Οθωμανούς σουλτάνους. Στην αυγή της νεώτερης εποχής η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν διεκδικούσε μόνο την πρωτοκαθεδρία της ισχύος, αλλά και την πνευματική προϊστασία του μουσουλμανικού κόσμου.  Παρ’ όλα αυτά ο τίτλος του Χαλίφη ήταν απλά ένας από τους πολλούς που έφερε ο Σουλτάνος, χωρίς ιδιαίτερη πρακτική σημασία.



Η Εποχή του Αμπντούλ Χαμίτ

Τρεις και πλέον αιώνες μετά, το Οθωμανικό κράτος του 19ου αιώνες βρισκόταν σε προχωρημένη παρακμή.  Είχε χάσει την στρατιωτική πρωτοκαθεδρία απέναντι στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, χαρακτηριζόταν δε από απαρχαιωμένους θεσμούς και καθυστερημένη οικονομία.  Επιπλέον, εθνικιστικά κινήματα ακρωτηρίαζαν την επικράτεια του.  Η αυτοκρατορία που κάποτε έσπερνε τον τρόμο στη Χριστιανοσύνη ήταν πλέον ο «Μεγάλος Ασθενής», με τη διανομή των εδαφών της να συζητείται ανοικτά ως κορυφαίο ζήτημα της διεθνούς πολιτικής.

Οι διαρκείς εσωτερικές κρίσεις και εξωτερικές επεμβάσεις έκαναν καταφανή την αδυναμία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και πιεστικότερη από ποτέ την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις.  Διστακτικά και επίπονα, η χώρα μπήκε σε μία διαδικασία υιοθέτησης δυτικών προτύπων οργάνωσης και δικαίου, σε μία προσπάθεια να αναβαθμίσει τις κρατικές λειτουργίες, να εκσυγχρονίσει τις κοινωνικές σχέσεις και να γίνει αποδεκτή από το ευρωπαϊκό σύστημα διεθνών σχέσεων.  Με ορόσημα την θέσπιση των διαταγμάτων Χατ-ι-Σερίφ (1839) και Χατ-ι-Χιουμαγιούν (1856) η Οθωμανική αυτοκρατορία εγγυήθηκε ισοπολιτεία για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της, απέκτησε συγχρόνους πολιτικοοικονομικούς θεσμούς, κατήργησε τη δουλεία κ.α.  Για την εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων δημιουργήθηκαν σύλλογοι όπως οι «Νέοι Οθωμανοί», με στόχο τον περεταίρω μεταβολή του Οθωμανικού κράτους του σε μία σύγχρονη φιλελεύθερη δύναμη κατά τα  ευρωπαϊκά πρότυπα, διατηρώντας παράλληλα ισλαμικά στοιχεία.  Οι αλλαγές αυτές όμως υποβάθμιζαν την κυρίαρχη θέση του Ισλάμ και των μουσουλμάνων, κάτι που προκαλούσε αντιδράσεις.

Ο Αμπντούλ Χαμίτ Β’ ενθρονίστηκε το 1876 σε συνθήκες κρίσης.  Από το 1873 η οικονομία παρέπαιε, ενώ η βουλγαρική εξέγερση του 1876 και η βάναυση καταστολή της προκάλεσε διεθνή κατακραυγή.  Αρχικά ο σουλτάνος συνεργάστηκε με τα μεταρρυθμιστικά στοιχεία, παραχωρώντας Σύνταγμα.  Η ανώμαλη όμως διεθνής κατάσταση ανέτρεψε τους φιλελεύθερους πειραματισμούς.  Με αφορμή τα δεινά των Βουλγάρων η Ρωσία κήρυξε πόλεμο (1877-8).  Μετά από οδυνηρές ήττες και τα ρωσικά στρατεύματα στις πύλες της Κωνσταντινουπόλεως η Οθωμανική αυτοκρατορία οδηγήθηκε στις ταπεινωτικές συνθήκες του Αγίου Στεφάνου και του Βερολίνου, και σε σοβαρό εδαφικό ακρωτηριασμό.  Δράττοντας της ευκαιρίας, ο Αμπντούλ Χαμίτ ανακάλεσε το Σύνταγμα και επανέφερε καθεστώς απολύτου μοναρχίας.

Η βασιλεία του Αμπντούλ Χαμίτ είναι μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες περιόδους της τουρκικής ιστορίας.  Για τους κεμαλικούς ήταν ένας αντιδραστικός σκοταδιστής ενώ για τους ισλαμιστές ένας πιστός πατριώτης που αντιστάθηκε στο δυτικό ιμπεριαλισμό. Η αλήθεια είναι πως ο Αμπντούλ Χαμίτ ανέκοψε την πορεία προς την φιλελευθεροποίηση με την αυταρχική βασιλεία του και την ισλαμοποίηση του καθεστωτικού αφηγήματος.  Από την άλλη υπήρξε πολύ δραστήριος και φιλόπονος, συνεχίζοντας τον τεχνικό και διοικητικό εκσυγχρονισμό της αυτοκρατορίας, επεκτείνοντας το σιδηροδρομικό δίκτυο και ανοίγοντας σχολεία.

Οι εδαφικές απώλειες του 1878 κατέστησαν την Οθωμανική αυτοκρατορία ακόμη περισσότερο μουσουλμανική από πληθυσμιακής απόψεως.  Το κίνημα του Οθωμανισμού, της ισότιμης δηλαδή αντιμετώπισης όλων των υπηκόων του σουλτάνου χωρίς θρησκευτική διάκριση, δέχθηκε πλήγμα καθώς η ανησυχία για τον εθνικισμό των χριστιανών μεγάλωνε.  Ο Αμπντούλ Χαμίτ και ο κύκλος του (ουλεμάδες, αριστοκρατία) προέκριναν ως καταλληλότερη κοσμοθέαση τον Πανισλαμισμό, δηλαδή την έμφαση στην μουσουλμανική πίστη και παράδοση της οθωμανικής κοινωνίας.  Στα πλαίσια αυτού του αφηγήματος αναδείχθηκε ο θεσμός του Χαλιφάτου και η ιδιότητα του σουλτάνου ως Χαλίφη, πρωτίστως δηλαδή υπερτάτου ηγέτη των πιστών.

Ο Πανισλαμισμός αποσκοπούσε στην καλλιέργεια της ενότητος των μουσουλμάνων ως αναχώματος στη δυτική επιρροή, τον υλισμό (maddiyyun), τη φυσιοκρατία (tabiyyun) και τον κοσμικισμό (dahriyyun).  

Επιδεικνύοντας μέριμνα όχι μόνο για την πίστη αλλά και για τους Άραβες μουσουλμάνους (ώστε να αποτραπεί η διολίσθηση τους στον εθνικισμό) ο Αμπντούλ Χαμίτ επιμελήθηκε ευεργεσιών και έργων υποδομής στις ιερές πόλεις Μέκκα και Μεδίνα.  Ο ασκητικός και φιλόθρησκος χαρακτήρας του τον κατέστησε συμπαθή στον λαό.

Η συνείδηση του Αμπντούλ Χαμίτ ως κεφαλής της ούμα επηρέασε και την εξωτερική πολιτική της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.  Ενώ η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία μεσουρανούσε και ο μουσουλμανικός κόσμος υποτασσόταν, το αναζωογονημένο Χαλιφάτο παρουσιαζόταν ως πηγή αντίστασης.  Ο Αμπντούλ Χαμίτ χρησιμοποιούσε την ακτινοβολία του αξιώματος του για να επηρεάζει τους μουσουλμάνους της κεντρικής Ασίας, των Ινδιών και της Αφρικής, δημιουργώντας προβλήματα στους Ρώσους, του Βρετανούς και τους Γάλλους αντιστοίχως. Η επιρροή του ήταν τέτοια που το 1889 οι ΗΠΑ του ζήτησαν να μεσολαβήσει στη διαμάχη τους με το σουλτανάτο Σούλου των Φιλιππινών.  Ο Αμπντούλ Χαμίτ κάλεσε τους ομοθρήσκους του να δεχθούν την αμερικανική κυριαρχία, όπως και έκαναν.

Υπήρχαν όμως και σκοτεινότερες πτυχές στη διαδικασία αυτή.  Το 1894 ξέσπασαν σφοδρές συγκρούσεις με τους Αρμενίους στην ανατολική Μικρά Ασία.  Ο Αμπντούλ Χαμίτ ανέθεσε σε σώματα Κούρδων ατάκτων την καταστολή των εξεγερμένων.  Οι σφαγές που ακολούθησαν προκάλεσαν σάλο και απειλές ξένης επέμβασης.  Θέλοντας να αποφύγει ένα τέτοιο ενδεχόμενο ο σουλτάνος παραχώρησε ορισμένα δικαιώματα στους Αρμενίους, δυσαρεστώντας όμως τον τοπικό μουσουλμανικό πληθυσμό.  Η Μακεδονία βρισκόταν σε εθνικιστικό αναβρασμό ενώ τα συνομωτικά κινήματα των Τούρκων φιλελευθέρων πολλαπλασιάζονταν:  παρά τις προσπάθειες του σουλτάνου, η οθωμανική παρακμή συνεχιζόταν.  Το 1908 το πραξικόπημα των Νεοτούρκων έθεσε τέλος στην ισλαμική απολυταρχία του Αμπντούλ Χαμίτ, ενώ ένα χρόνο μετά (ύστερα από αποτυχημένο αντικίνημα ισλαμιστών) έχασε και τον θρόνο του.  Ο Πανισλαμισμός είχε τελειώσει, με τον τουρκικό εθνικισμό να παίρνει τη θέση του.

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΟΘΩΜΑΝΙΣΜΟΣ

Η συνέχεια είναι γνωστή.  Η εμπλοκή της αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε στην ήττα και το διαμελισμό της.  Την αντίσταση των Τούρκων εθνικιστών ανέλαβε ο Μουσταφά Κεμάλ, διεξάγοντας τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας.  Αφού νίκησε τις ξένες δυνάμεις και τους εσωτερικούς οπαδούς του σουλτανάτου, ο Κεμάλ ξεκίνησε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που μετέβαλαν άρδην το πρόσωπο της χώρας.  Ανάμεσα στις κυριότερες ήταν η εκκοσμίκευση, η διαμόρφωση δηλαδή ενός κράτους δυτικού τύπου με τη θρησκεία περιορισμένη και απολύτως αποκλεισμένη από τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα.  Η νέα Τουρκική Δημοκρατία κατήργησε το Χαλιφάτο και τον ισλαμικό νόμο, διέλυσε τις αδελφότητες και τα ιεροδιδασκαλεία, ενώ απαγόρευσε την ισλαμική ενδυμασία.  Η κοσμικότητα (laiklik) ήταν από τους σημαντικότερους πυλώνες του νέου καθεστώτος.

Όμως «ποτέ και πουθενά κατεστημένες αντιλήψεις και ριζωμένες νοοτροπίες δεν καταργούνται με διατάγματα».  Για μεγάλο μέρος της κοινωνίας οι αλλαγές αυτές βιώθηκαν ως καταπιεστικές.  Η αντίδραση στην εκκοσμίκευση φάνηκε αμέσως μόλις το καθεστώς έκανε τα πρώτα βήματα εκδημοκρατισμού μετά το 1950.  Η διαπάλη ανάμεσα στον κεμαλισμό και την ισλαμική αντιπολίτευση χαρακτήρισε την τουρκική πολιτική για μισό αιώνα.  Στην προσπάθεια ανάσχεσης της δεύτερης το πρώτο κατέφυγε μέχρι και σε πραξικοπήματα.  Εν τέλει όμως η αντίσταση κάμφθηκε.  Μετά το άνοιγμα του Οζάλ στους ισλαμιστές το 1980 ήρθε η άνοδος των ισλαμικών κομμάτων το 1990 (Ερμπακάν), με αποκορύφωμα την εκλογή του Ρ. Τ. Ερντογάν στην πρωθυπουργία της χώρας το 2002 με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP).

Από το 2002 μέχρι σήμερα το AKP και ο Ερντογάν έχουν φέρει πολλές αλλαγές στην Τουρκία, ανατρέποντας πολλές πτυχές της κεμαλικής κληρονομιάς.  Από την επαναφορά της ισλαμικής ηθικής (π.χ. μαντήλα) μέχρι την επανεξέταση της θέσης της Τουρκίας στον κόσμο, όλη αυτή η τάση έγινε γνωστή ως Νεοοθωμανισμός.



Η φιλοσοφική και θεωρητική βάση του Νεοοθωμανισμού

Ο Νεοοθωμανισμός είναι μία απόπειρα επανεφεύρεσης της τουρκικής ταυτότητας, καρπός του συνθετικού και ερμηνευτικού έργου του Α. Νταβούτογλου, συνεργάτη του Ερντογάν και πρώην υπουργού εξωτερικών και πρωθυπουργού του.  Αντλεί από τη θρησκευτική και ιστορική παράδοση τα σημεία αναφοράς ώστε να δημιουργήσει ένα νέο κοσμοείδωλο και μία νέα πολιτική για την Τουρκία του 21ου αιώνος.  Για τους Ερντογάν και Νταβούτογλου η Τουρκία δεν είναι εξάρτημα της Δύσης ή μίας ξένης τάξης πραγμάτων.  Αντίθετα παρουσιάζεται ως μία ανερχόμενη δύναμη με αξιώσεις περιφερειακής ηγεμονίας και πολιτιστικής ανεξαρτησίας, γεμάτη αυτοπεποίθηση και εξωστρέφεια.

Το αφήγημα αυτό, όπως προδίδει το όνομα του, εμπνέεται από την Οθωμανική αυτοκρατορία.  Το αυτοκρατορικό παρελθόν αποτελεί πηγή υπερηφανείας και οδοδείκτη δράσης, ορίζοντας την γεωγραφική πτυχή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.  Από την άλλη η οθωμανική κληρονομιά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το Ισλάμ, που παρέχει τη φιλοσοφική και αξιακή βάση.  Επιπλέον το Ισλάμ επανερμηνεύει το παγκόσμιο πολιτικό σύστημα με όρους διακριτούς από αυτούς του δυτικού παραδείγματος, διατρανώνοντας την τουρκομουσουλμανική ανεξαρτησία.

Το ισλαμικό κοσμοσύστημα διέπει το σύνολο της ανθρώπινης ύπαρξης με αξιώσεις πληρότητας και αυτοτέλειας.  Η δυτική αντίληψη περί θρησκείας απορρίπτεται ως ακατάλληλη για το μουσουλμανικό κόσμο.  Εκεί η θρησκεία (din), είναι η βάση πάντων, με την πολιτική σκέψη και τον πολιτισμό να αποτελούν φυσική συνέχεια της.  Είναι αδύνατο να υπάρξει δικαιολόγηση του κοινωνικοπολιτικού συστήματος χωρίς αναφορά στον Αλλάχ.  Το ίδιο το κοινωνικό συμβόλαιο και η εγκόσμια εξουσία απορρέουν από το μεταϊστορικό σύμφωνο μεταξύ Αλλάχ και ανθρωπότητος (μιθάκ).  Η νομιμότητα της πολιτικής εξουσίας ελέγχεται μέσω της προσήλωσης της στις αιώνιες ισλαμικές αξίες και τον ιερό νόμο.  Το Κοράνιο βέβαια δεν δίνει αυστηρές οδηγίες κρατικής οργάνωσης, για αυτό οι μουσουλμάνοι επωφελούνται από τις πολιτικές παραδόσεις άλλων πολιτισμών.

Το Ισλάμ αποτελεί και τον άξονα διαίρεσης του κόσμου.  Οι Δυτικοί τον χωρίζουν σε έθνη, όμως ο Νεοοθωμανισμός ακολουθεί την παραδοσιακή ισλαμική ταξινόμηση.  Ο κόσμος αποτελείται από τον Οίκο του Ισλάμ (νταρ αλ-Ισλάμ) και τον Οίκο του Πολέμου (νταρ αλ-Χαρμπ).  Βασική ταυτότητα δε είναι η εθνική, αλλά αυτή του πιστού, η δε αίσθηση του ανήκειν πηγαίνει πρωτίστως στην ούμα.  Το νταρ αλ-Ισλάμ αποτελεί το παγκόσμιο σύστημα διεθνών σχέσεων, με τις ισλαμικές κοινωνικοπολιτικές επιταγές να λειτουργούν ως κανονιστικό πλαίσιο.  Τα εντός του νταρ αλ-Ισλάμ μουσουλμανικά κράτη (αλ-ντάουλα) εξασφαλίζουν την ευημερία και σταθερότητα του συστήματος ως εργαλεία για την εκπλήρωση της θείας αποστολής της ούμα.  Ο Νταβούτογλου επισημαίνει πως «δεν θέλουμε απλά ισλαμοποίηση μεμονωμένων εθνών κρατών αλλά νέα ερμηνεία της παράδοσης ως εναλλακτικού παγκοσμίου συστήματος», για να αποκρουσθεί η νεοαποικιοκρατία και η ομογενοποιητική παγκοσμιοποίηση του δυτικού πολιτισμού.  Η τουρκική εθνική ταυτότητα όπως σφυρηλατήθηκε επί δεκαετίες από τους κεμαλικούς δεν απορρίπτεται, αλλά μεταβάλλεται και «ανοίγεται» για να εξυπηρετήσει τις σκοπιμότητες και τις ανάγκες της νέας Τουρκίας.

Η γεωπολιτική του Νεοοθωμανισμού

Σε πρακτικό επίπεδο, ο Νεοοθωμανισμός βασίζεται στο «στρατηγικό βάθους», κατά το οποίο το μέγεθος της Τουρκίας και οι δυνατότητες της την καθιστούν δυνητικά κυρίαρχη στον μεταοθωμανικό χώρο.  Ο Νταβούτογλου ανέπτυξε έναν φιλόδοξο σχεδιασμό για μία εξωτερική πολιτική με πεδίο δράσεως από το Μαγκρέμπ ως τα κινεζικά σύνορα.  Παράλληλα με την διάθεση ηγεμόνευσης σε αυτόν τον χώρο, η Τουρκία προέβαλε στάση «μηδενικών προβλημάτων» με όλες τις γειτονικές χώρες:  βάσει του «Δόγματος Νταβούτογλου» έγιναν (ή εδραιώθηκαν προγενέστερα) ανοίγματα στο Ισραήλ, το Ιράν, την Αρμενία και τη Συρία, εντάθηκαν δε οι προσπάθειες ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και λύσης του Κυπριακού και Κουρδικού ζητήματος.  Η Τουρκία φαινόταν να συνδυάζει την ισλαμική της ταυτότητα με την ιδιότητα ενός συγχρόνου κράτους προσηλωμένου στον ευρωατλαντισμό.  Αυτή η πολιτική έχει εξασθενίσει τα τελευταία χρόνια με μία σειρά από κρίσεις, θέτοντας επ’ αμφιβόλω όχι μόνο τη δημοκρατικότητα του πολιτεύματος αλλά και τη θέση της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ).  Η ρήξη με το Ισραήλ, οι πόλεμοι σε Συρία, Ιράκ και Λιβύη, η αναστάτωση στο Κουρδιστάν και η συνεχιζόμενη προκλητικότητα προς την Ελλάδα δείχνουν την αποτυχία (ή εγκατάλειψη) της πολιτικής «μηδενικών προβλημάτων».


Κατά το Δόγμα Νταβούτογλου η Τουρκία έχει συγκεκριμένη πολιτική ανά περιοχή.  Στα Βαλκάνια η Τουρκία επικαλείται την οθωμανική ιστορική κληρονομιά ως ανάμνηση ενότητας και ευημερίας της περιοχής, σε αντιδιαστολή με τη διάσπαση και τις συγκρούσεις που έφερε ο εθνικισμός.  Οι μουσουλμανικές μειονότητες ενισχύονται υλικά και ηθικά, ως συμμαχικοί πληθυσμοί και μοχλοί πίεσης των βαλκανικών κρατών.  Από τη Θράκη μέχρι το Σαράγεβο η Τουρκία κτίζει τεμένη, χρηματοδοτεί συλλόγους, προωθεί την ισλαμική-οθωμανική ταυτότητα και κάνει επενδύσεις, ελέγχοντας αυξανόμενα τμήματα της τοπικής οικονομίας.  Βασικοί στόχοι της τουρκικής διπλωματίας είναι η στήριξη και ισχυροποίηση των μουσουλμανικών κρατών της Αλβανίας και της Βοσνίας και η δημιουργία ενός νομικού πλαισίου για την προστασία των οθωμανογενών μειονοτήτων.

Η Μέση Ανατολή από την άλλη, κοιτίδα του Ισλάμ και η τελευταία επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, θεωρείται ως «η αναπόφευκτη ενδοχώρα» της Τουρκίας.  Ο Νταβούτογλου αναδεικνύει τις αποτυχίες του αραβικού εθνικισμού-παναραβισμού και για ακόμη μία φορά προτείνει την οθωμανική κληρονομιά ως αντίδοτο της κρίσεως ταυτότητος και του πολιτικού χάους.  Το όραμα της ενότητος βέβαια συμπεριλαμβάνει και την τουρκική πολιτική επικυριαρχία.  Όταν οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ κατέρρευσαν το 2010 ύστερα από την αναχαίτιση του στολίσκου προς τη Γάζα, ο Ερντογάν αξιοποίησε το γεγονός για να καταγγείλει την καταπίεση των Παλαιστινίων από το Ισραήλ, με μεγάλη επικοινωνιακή επιτυχία.  Στον πόλεμο της Συρίας η Τουρκία υποστηρίζει πλήθος σουνιτικών οργανώσεων εναντίον του αλαουϊτικού καθεστώτος Άσαντ.

Επίσης η Τουρκία συσφίγγει τις σχέσεις της με την «αδελφή χώρα» του Αζερμπαϊτζάν, υποστηρίζοντας το στη διαμάχη με την Αρμενία.  Αναγνωρίζει ως ομοθρήσκους και ομογενείς τους Τατάρους της Κριμαίας και προσπαθεί να ασκήσει επιρροή στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς του Βορείου Καυκάσου, κάτι που προκαλεί εντάσεις με τη Ρωσία.  Αναπτύσσει ακόμη στενούς δεσμούς με τις νεαρές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, η διείσδυση της όμως στην περιοχή (που και πάλι βασίζεται στη θρησκεία και την εθνικότητα) συναντά το σφοδρό ανταγωνισμό των τοπικών υπερδυνάμεων της Ρωσίας και της Κίνας.  Ακόμη και οι Ουιγούροι της δυτικής Κίνας βρήκαν συμπαραστάτη στο πρόσωπο της νεοοθωμανικής Τουρκίας, προκαλώντας την οργή του Πεκίνου.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Τουρκία βλέπει την αναβίωση του Ισλάμ ως ευκαιρία.  Ο ισλαμισμός γεννήθηκε ως αντίδραση στην Ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, και στη σύγχρονη εποχή της μεταψυχροπολεμικής «νεοαποικιοκρατίας» του Δυτικού κόσμου το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται.  Στα πλαίσια λοιπόν της «συγκρούσεως των πολιτισμών», η Τουρκία παρουσιάζεται ως υπέρμαχος του εναλλακτικού ισλαμικού κοσμοσυστήματος, χωρίς τις ακρότητες του φονταμενταλισμού.  Το οικουμενικό Ισλάμ, τους άνω του ενός δισεκατομμυρίου πιστούς του και τα δεκάδες μουσουλμανικά κράτη, η Τουρκία τα βλέπει ως ανεκτίμητο γεωπολιτικό και γεωπολιτισμικό βάθος.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι δύο θεωρίες, ο Πανισλαμισμός του Αμπντούλ Χαμίτ Β’ και ο Νεοοθωμανισμός των Ερντογάν και Νταβούτογλου έρχονται από δύο διαφορετικές εποχές, αντιμετωπίζουν διαφορετικές ανάγκες και στηρίζουν άλλους πολιτικούς στόχους.  Όμως αναπόφευκτα η παράλληλη ανάγνωση τους επιτρέπει την επισήμανση μίας σειράς από καίρια σημεία σύμπτωσης.

Το εμφανέστερο είναι το Ισλάμ.  Και οι δύο προτάσεις βρίσκουν στο Ισλάμ την κοσμοθεωρία τους και ένα οδηγό για όλες τις περιστάσεις του κοινωνικού και πολιτικού βίου.  Πυρήνας των πάντων είναι η πίστη και οι εγκόσμιες προεκτάσεις της.  Το Ισλάμ ξεπερνά τα κρατικά σύνορα και τις εθνικές ταυτότητες και απευθύνεται στην παγκόσμιο ούμα, καλώντας την σε συμπαράσταση και ενότητα.  Δεύτερον υπάρχει το στοιχείο της Οθωμανικής ιστορικής αναφοράς.  Βέβαια ο Πανισλαμισμός δεν αναφερόταν απλά στην Οθωμανική αυτοκρατορία, εφαρμόστηκε εντός αυτής από τον ίδιο το σουλτάνο της.  Όμως αγωνιζόταν για τη διάσωση της και την αναστήλωση του κύρους της.  Ορμώμενος από την μνήμη του αυτοκρατορικού μεγαλείου και τις χωρικές του προεκτάσεις, ο Ερντογάν οικοδομεί τη νέα Τουρκία στην οθωμανική παράδοση, συνεχίζοντας εν μέρει το έργο του Αμπντούλ Χαμίτ.  Και τρίτον αμφότερες οι ιδεολογίες σχηματίζονται ως αντίδραση στη Δύση.  Υπό το πρίσμα της απειλής απαλοιφής του ισλαμικού πολιτισμού και της ιδιοπροσωπίας του, αλλά και του υποβιβασμού των Τούρκων απλώς σε ένα παίγνιο των απίστων δυνάμεων, ο Αμπντούλ Χαμίτ και ο Νταβούτογλου κάλεσαν τις πολιτικές, ανθρώπινες και πνευματικές εφεδρείες του Ισλάμ σε συναγερμό, για να διαχωρίσουν τη θέση τους από την προελαύνουσα (τότε χριστιανική, τώρα κοσμική) Δύση και να διεκδικήσουν τη δική τους θέση στην ιστορία.

Φυσικά οι διαφορές παραμένουν.  Ορισμένες προέρχονται από τις διαφορετικές χρονικούς περιόδους όπου ανεπτύχθη η κάθε θεωρία.  Ο Πανισλαμισμός ήταν η υπεράσπιση ενός προνεωτερικού θεσμού, της θεοκρατικής οικουμενικής μοναρχίας, έναντι στις νεωτερικές δυνάμεις του εθνικισμού και του φιλελευθερισμού.  Ο Νεοοθωμανισμός δρα εντός της παγκοσμιοποιημένης φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων ζητώντας χώρο για τις ισλαμικές του ευαισθησίες και τις αυτοκρατορικές του φιλοδοξίες.  Όλα αυτά γίνονται σε καθαρά σύγχρονο πλαίσιο, εντός διεθνών οργανισμών από μία χώρα που παραμένει (έστω τύποις) δημοκρατία και κοσμικό κράτος.  Οι επικριτές του Ερντογάν συχνάκις τον αποκαλούν «Σουλτάνο», όμως μπορούμε να φανταστούμε πως ακόμη και στις ιδανικότερες συνθήκες απολύτου νεοοθωμανικού θριάμβου η τουρκική ηγεσία δε σκέπτεται επίσημες αυτοκρατορικές αναβιώσεις.  Διαφέρει ακόμη η συγκυρία και η σκοπιμότητα των κινημάτων.  Ο Αμπντούλ Χαμίτ παρέλαβε μία καταρρέουσα αυτοκρατορία και με τον Πανισλαμισμό προσπάθησε να περισώσει την υπακοή των μουσουλμάνων υπηκόων του και να δημιουργήσει περιφερειακούς αντιπερισπασμούς στις Μεγάλες Δυνάμεις.  Ο Νεοοθωμανισμός όμως χαρακτηρίζεται από δυναμισμό:  ο Νταβούτογλου διείδε την οικονομική και δημογραφική άνθιση της Τουρκίας και οραματίστηκε το μεγάλο ηγεμονικό της άνοιγμα, με στόχο να την καταστήσει μία από τις παγκόσμιες Μεγάλες Δυνάμεις.  Ο Πανισλαμισμός αγωνιούσε να αποφύγει έναν ακόμη ακρωτηριασμό ή και την πλήρη διάλυση της αυτοκρατορίας.  Σήμερα η Τουρκία σκοπεύει να έχει γίνει μία από τις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου ως το 2023.  Βέβαια η εξωτερική πολιτική του AKP έχε υποστεί σημαντικά πλήγματα τα τελευταία χρόνια, η ροπή του Ερντογάν προς τον αυταρχισμό έχει πληγώσει τις σχέσεις του με την ΕΕ και τις ΗΠΑ ενώ η οικονομία κλυδωνίζεται, όμως η στάση της Τουρκίας παραμένει φιλόδοξη και επεκτατική (με την μεταφορική και την κυριολεκτική έννοια).

Από τη μελέτη αυτή συμπεραίνεται η σημασία της ιστορίας και των ριζών μνήμης και ταυτότητος για τη σύνθεση σύγχρονης πολιτικής.  Όσο και να μεταβάλλεται μία κοινωνία εντασσόμενη στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα, το παρελθόν της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πολιτισμού της πάντοτε παραμένουν χρήσιμα.  Όχι μόνο για την ίδια (παρέχοντας της ιδέες, συλλογιστικές βάσεις και ιστορική-χωρική προοπτική), αλλά και για τις γειτονικές που θέλουν να την κατανοήσουν.  Από την απέναντι πλευρά του Αιγαίου, η απειλή της «Μεγάλη Τουρκίας» των κεμαλικών μετασχηματίζεται σε αυτήν της οθωμανικής ανάκαμψης, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ελληνική και περιφερειακή ασφάλεια και σταθερότητα.  Η Τουρκία του Ερντογάν χρησιμοποιεί νέες μεθόδους, νέα ρητορική και νέες τακτικές για να επιτύχει τους στόχους της, συνεπώς η μελέτη του κοσμοθεωρητικού υποβάθρου του Νεοοθωμανισμού, είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει η ελληνική διπλωματία για να επιλέξει με τη σειρά της πολιτικές αντίδρασης.

Σε πιο ευρύ επίπεδο, η περίπτωση του Νεοοθωμανισμού ως ανανεωμένου Πανισλαμισμού του 21ου αιώνα εφάπτεται άψογα (όπως επισημαίνεται στην εισαγωγή) στο μοτίβο της θρησκευτικής αναβίωσης και της επανόδου του μεταφυσικού στην πολιτική σκηνή.  Και είναι ακόμη εντυπωσιακότερο πως εδώ η θρησκεία δε συνιστά απλώς ρητορικό πυροτέχνημα ή αποσπασματικό επικάλυμμα για την τάδε ή δείνα πολιτική.  Αντιθέτως δίνει την ίδια τη βάση του συστήματος.  Είναι ένα πληρέστατο κανονιστικό πλαίσιο πάσης χρήσεως, από ζητήματα εσωτερικής πολιτικής εξουσίας μέχρι διεθνούς συνεννοήσεως.  Η μελέτη του τουρκο-οθωμανικού ισλαμισμού στα πλαίσια της διεθνούς πολιτικής θεολογίας (international political theology) δίνει πολύτιμα εργαλεία στην επιστήμη των διεθνών σχέσεων αλλά και στην πρακτική πολιτική για την προσέγγιση της Τουρκίας και του όλου νταρ αλ-Ισλάμ στο διεθνές σύστημα.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ισλάμ-Μία σύντομη ιστορία (Karen Armstrong)
Εναλλακτικές Κοσμοθεωρίες (Ahmed Davutoglu)
Το Στρατηγικό Βάθος (Ahmed Davutoglu)
Studies on Ottoman Social and Political History (Kemal H. Karpat)
Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, τόμος Ι (Bernard Lewis)
Σύγχρονη Ιστορία της Τουρκίας (Erik J. Zurcher)
Ισλάμ και Κράτος (Παναγιώτης Βατικιώτης)
Μετακεμαλισμός (Α. Λαγγίδης και Χ. Γιαλλουρίδης)
Σταυροφόροι χωρίς Σταυρό (Σταύρος Λυγερός)



*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogpsot.gr)

Το παρόν αποτελεί διασκευή εργασίας που εκπονήθηκε για το Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Πόσο ελληνική ήταν η βυζαντινή Μικρά Ασία; Εθνογραφική ανάλυση

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασια...