Μάριος
Νοβακόπουλος*
Ίσως το
παγκοσμίως διασημότερο γεγονός της βασιλείας του Αλεξίου Α’ Κομνηνού είναι η
κήρυξη και διεξαγωγή της Α’ Σταυροφορίας, η οποία επί αιώνες συναρπάζει
θαυμαστές και επικριτές ως ένα από τα κομβικότερα σημεία αναφοράς του
Μεσαιωνικού κόσμου. Η σχέση του Αλεξίου
με τη Σταυροφορία, κατά πόσο την προκάλεσε ή την εκμεταλλεύθηκε, αν το Βυζάντιο
ωφελήθηκε ή ζημιώθηκε από τη δράση τους, ποιες ήταν οι πολιτισμικές συνέπειες
της τριβής Ελλήνων και Λατίνων, έχουν δεχθεί πολλές και διαφορετικές ερμηνείες.
Όπως αναφέρθηκε
παραπάνω, η ιδέα μίας εκστρατείας κατά των Τούρκων υπό την καθοδήγηση της
Παποσύνης, με στόχο την υποστήριξη του κλυδωνιζόμενου Βυζαντίου και την
απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, βρισκόταν ήδη στο νου του Γρηγορίου Ζ’ κατά τις
επαφές του με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ.
Μία σειρά παραγόντων συνέκλιναν στην πολιτικοποίηση και
στρατιωτικοποίηση της Καθολικής Εκκλησίας.
Στα τέλη του 11ου αιώνα κυριαρχούσε στην Παποσύνη το μεταρρυθμιστικό
κλίμα που απέρρεε από το αββαείο του Κλινύ στην Γαλλία,[1] το
οποίο ζητούσε την ηθική κάθαρση και την πολιτική χειραφέτηση της Αγίας Έδρας
από τους κοσμικούς ηγεμόνες. Η Έριδα της
Περιβολής[2] με
τους Γερμανούς αυτοκράτορες, οι εισβολές τους στην Ιταλία και η διαμάχη μεταξύ
παπών και αντιπαπών, έπλητταν το κύρος της Εκκλησίας και επίτασσαν συμβολικά
ισχυρές ενέργειες, για την εξύψωση του επισκόπου Ρώμης και της αυθεντίας
του. Ο πάπας Γρηγόριος Ζ΄ υπήρξε
πρωτοστάτης της φερώνυμης «γρηγοριανής μεταρρύθμισης», η οποία είχε στόχο την
ανόρθωση της εκκλησιαστικής ισχύος.
Διαδιδόταν η ιδέα πως ο πάπας ήταν η ανώτατη κεφαλή του συνδέσμου των
χριστιανικών δυνάμεων και κοινωνιών (res publica christiana, christianitas,
Χριστιανοσύνη), με αρμοδιότητα την κρίση περί δικαίου, αδίκου και ιερού
πολέμου, καθώς και την υπεράσπιση έναντι εσωτερικών και εξωτερικών απειλών.[3] Ο χιλιαστικός αναβρασμός,[4] η
δημοφιλία του προσκυνήματος στην Ιερουσαλήμ[5]
και οι εντεινόμενοι πόλεμοι κατά των μουσουλμάνων στην Ισπανία και την Ιταλία
δημιουργούσαν μία αποκαλυπτική ατμόσφαιρα.
Παράλληλα η Εκκλησία προσπάθησε να «εκπολιτίσει» και να διοχετεύσει προς
ευγενείς σκοπούς την επιθετικότητα των φεουδαρχικών ιπποτών, διαφυλάσσοντας την
ειρήνη του Θεού (pax Dei) και
στρατεύοντας την ecclesia militans κατά των
απίστων.[6]
Οι εσωτερικοί
αγώνες της δυτικής Χριστιανοσύνης οδήγησαν στο εκ νέου άνοιγμα των διαύλων
επικοινωνίας με το Βυζάντιο. Ο πάπας
Ουρβανός Β’ (1088-1099) βρισκόταν σε εξαιρετικά πιεσμένος από τον Ερρίκο Δ’ και
τον αντιπάπα Κλήμη Γ’, ο οποίος ήλεγχε
την Ρώμη. Το 1089 λοιπόν, στη σύνοδο της
Μέλφης, ήρε τον αφορισμό τον οποίο είχε επιβάλει ο Γρηγόριος Ζ’ στον Αλέξιο
Κομνηνό (ως συνέχεια του προηγούμενου αφορισμού προς τον Νικηφόρο Βοτανειάτη
και υπέρ του Ψευδο-Μιχαήλ, ενεργουμένου των Νορμανδών). Ο πάπας ζήτησε ως αντάλλαγμα την ελεύθερη
λειτουργία των λατινικών ναών της Κωνσταντινούπολης και την άρση του
σχίσματος. Ο Αλέξιος συγκάλεσε σχετική
σύνοδο υπό τον οικουμενικό πατριάρχη, Νικόλαο Γ΄ Γραμματικό, και τον Αντιοχείας,
Ιωάννη Ε΄ Οξείτη, η οποία διαπίστωσε ότι δεν είχαν διατηρηθεί αρχεία του
σχίσματος του 1054. Η Βυζαντινή Εκκλησία
ζήτησε από τον πάπα ομολογία πίστεως, την οποία όμως δεν θα λάμβανε ποτέ.[7] Δεν υπήρξε κάποια ριζική ή επίσημη ανατροπή
της ψύχρανσης μεταξύ ανατολικής και δυτικής Εκκλησίας η οποία κορυφώθηκε τον
11ο αιώνα, όμως το κλίμα ήταν ευνοϊκό για συνεργασία. Τα επόμενα χρόνια ο αυτοκράτορας βρέθηκε
ασφυκτικά πιεσμένος από την σκυθική εισβολή και χρειαζόταν κάθε βοήθεια που θα
μπορούσε να λάβει, κυρίως με την αποστολή μισθοφόρων. Καθώς η νορμανδική απειλή είχε για την ώρα
σιγήσει, η συμμαχία με τους Γερμανούς καθίστατο ανενεργή και ανεπίκαιρη.[8]
Μεγάλο ερώτημα παραμένει για τους ιστορικούς η φερόμενη ως επιστολή[9] του Αλεξίου Κομνηνού προς τον Ροβέρτο της Φλάνδρας, ο οποίος όπως αναφέρθηκε παραπάνω συνάντησε τον αυτοκράτορα διερχόμενος από τους Αγίους Τόπους και του έστειλε 500 ιππότες για να πολεμήσει τους Πετσενέγκους. Η απουσία ενός ελληνικού πρωτοτύπου ή κάποιας αναφοράς από τις βυζαντινές πηγές έχει θέσει την εγκυρότητα αυτής της επιστολής, η οποία είχε μεγάλη διάδοσης στη Δύση, εν αμφιβόλω. Ακόμη περισσότερη καχυποψία έχει δημιουργήσει το απελπισμένο και δουλοπρεπές ύφος της, καθώς ο Αλέξιος υποτίθεται χαρίζει την αυτοκρατορία του στους Λατίνους για να μην τη δει να υποτάσσεται στους απίστους, περιγράφει γλαφυρά τις φρικαλεότητες των Τούρκων, ενώ προσπαθεί να δελεάσει τους δυτικούς χριστιανούς με τον πλούτο και τα άγια λείψανα του Βυζαντίου, ακόμη και με την ομορφιά των γυναικών του. Οι επικριτές τονίζουν πως θα ήταν εξαιρετικά απίθανο ο Αλέξιος, ο οποίος διαφύλασσε ζηλότυπα την αίγλη του κράτους και του θρόνου του και είχε προ ετών εκπαραθυρώσει μία εξ Εσπερίας εισβολή, να καταρράκωνε σε τέτοιον βαθμό την αξιοπρέπειά του.[10] Μία άποψη είναι η ύπαρξη ενός ιστορικού πυρήνα αλήθειας, δηλαδή μίας πραγματικής επιστολής μεταξύ των δύο συμμάχων, η οποία εμπλουτίστηκε επί το δραματικότερο και διαδόθηκε ευρύτερα με στόχο να συγκινήσει τους Λατίνους για τα δεινά των Ορθοδόξων.[11] Άλλοι θεωρούν πως από την στιγμή που γίνεται δεκτό πως το υπάρχον λατινικό κείμενο δεν είναι αυθεντικό, το θέμα ύπαρξης ή μη ελληνικού πρωτοτύπου είναι «άνευ αντικειμένου».[12] Τέλος, πρόσφατα έχει επανέλθει η παλαιότερη δυτική οπτική για αυθεντικότητα της επιστολής, της οποίας το ύφος δικαιολογείται από τις απελπιστικές συνθήκες του καιρού συγγραφής της.[13]
Αντίστοιχη δυσπιστία υπάρχει για τις αναφορές
δυτικών χρονικών πως βυζαντινή πρεσβεία[14]
παρέστη στην παπική σύνοδο της Πλακεντίας το 1095.[15] Δεν υπάρχει πάντως αμφιβολία ότι ο Αλέξιος
Κομνηνός αναζητούσε και ανέμενε δυτικούς μισθοφόρους, μεταξύ άλλων και από τον
πάπα, όπως δείχνει η αναμονή για άφιξη δυνάμεων από την Ρώμη πριν τη μάχη στο
Λεβούνιο το 1091.[16] Η επανέναρξη των επιχειρήσεων κατά των
Τούρκων στην κοιλάδα του Σαγγάριου[17]
μετά την απόκρουση των Κουμάνων και πριν την άφιξη της Α’ Σταυροφορίας δείχνει
πως ο αυτοκράτορας έστρεφε τη δράση του προς την Μικρά Ασία, ελεύθερος πλέον
από τις σοβαρές απειλές της δύσης και του βορρά.
Διάφορα στοιχεία
συντείνουν στην ύπαρξη μίας γενικότερης «επικοινωνιακής», κατά τη σύγχρονη ορολογία,
προσπάθειας του Αλεξίου με στόχο την κινητοποίηση της δυτικής
Χριστιανοσύνης. Αντάλλασσε επιστολές και
έστειλε δώρα στην μονή του Κλινύ και άλλες «βόρεια των Άλπεων», καθώς και στην
μονή του Μόντε Κασίνο στην Ιταλία.[18] Ήξερε να συγκινεί τους δυτικούς με τη μνεία
και την προσφορά ιερών λειψάνων, ειδικά όσων σχετίζονταν με τη ζωή και τα Πάθη
του Χριστού, τα οποία η Βασιλεύουσα διέθετε σε αφθονία.[19]
Έκανε ακόμη επίκληση της, κατεχόμενης από απίστους, Αγίας Πόλης της Ιερουσαλήμ,
η οποία συνάρπαζε το δυτικό φαντασιακό.[20]
*διεθνολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου
Βυζαντινής Ιστορίας
[1]
Blumenthal, U.-R., “The Papacy, 1024-1122”, The
New Cambridge Medieval History (επ. Luscombe, D., Riley-Smith, J.), τ. IV,
part II (c. 1024 – c. 1198), Cambridge University Press, 2008, σελ. 13-16,
Nicholas, Evolution, σελ. 185,
367-368.
[2]
Blumenthal, U.-R., “The Papacy, 1024-1122”, The
New Cambridge Medieval History, σελ.
34-37, Nicholas, D., The Evolution of the
Medieval World, Routledge, 1992, σελ.
184-192, Whalen, B. E., The Medieval
Papacy, Palgrave Macmillan, 2014, σελ.
98-103.
[3]
Nicholas, Evolution, σελ.
192-196.
[4] Frankopan, P., The First
Crusade: The Call from the East, Belknap Press/Harvard University Press,
2012, σελ.
93, Whalen, B. E., Domion of God:
Christendom and Apocalypse in the Middle Ages, Harvard University Press,
2009, σελ.
42-71.
[5] Harris, J., Byzantium and the
Crusades, Bloomsbury, 2014, σελ.
45, Runciman, S., A History of the
Crusades, Cambridge University Press, 1951, τ.1, σελ. 38-50.
[6]
Whalen, The Medieval Papacy, σελ.
103-105, Runciman, A History of the Crusades, τ.1, σελ. 84-92, Tyerman, C., Fighting for Christendom: Holy War and the
Crusades, Oxford University Press, 2004, σελ. 95-124, Γιανναράς,
Χ.,
Η Ευρώπη γεννήθηκε από το Σχίσμα, Ίκαρος,
Αθήνα
2015, σελ.
114-116.
[7]
Holtzmann, W., “Unionsverhandlungen zwischen Kaiser Alexius I und Papst Urban
II im Jahre 1089”, Byzantinische
Zeitschrift, 38, 1928, σελ.
38-67. Μαμαγκάκης,
Δ.
Α.,
Ο αυτοκράτορας, ο λαός και η Ορθοδοξία: Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118), Κατασκευάζοντας την δημόσια αυτοκρατορική εικόνα,
διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2014, σελ.
450-453, Harris, Byzantium and the
Crusades, σελ.
54, Frankopan, The First Crusade, σελ. 16-22, Runciman, S., The Eastern Schism, Oxford University
Press, 1997, σελ.
61-62, 71-72, Runciman, A History of the
Crusades, τ.1, σελ. 101-103, Charanis, P., “Aims of the Medieval Crusades
and how they where viewed by Byzantium”, Church
History, 21, 2, Ιούνιος 1952, σελ 125-126.
[8] Λουγγής, Τ., “The
failure of the German-Byzantin alliance on the eve of the First Crusade”, Δίπτυχα,
Α,
1979, σελ.
158-167.
[9]
Dolger, Regesten, 1152 (τ.
2, σελ.
120-122). Joranson, Ε.,
“The Problem of the Spurious Letter of Emperor Alexius to the Court of
Flanders”, The American Historical Review,
55, 4, Ιούλιος
1950, σελ.
811-832 (αγγλική μετάφραση της λατινικής επιστολής σελ.
812-815).
[10] Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος
θεωρούσε την επιστολή εντελώς πλαστή, έγραφε για το δραματικό περιεχόμενό της:
«Ταύτα πάντα είναι βεβαίως επονείδιστα.
Αλλ’ υπήρχέ τι έτι μάλλον αποτρόπαιον, ότι διά να καταπείση αυτούς να έλθωσι,
προτείνει ως δόλωμα αυτά τα θέλγητρα των ελληνίδων γυναικών. Δεν έχομεν ανάγκην να προσθέσωμεν ότι ο
τοιαύτα αίσχη γράψας ηγεμών, ήθελε καταβή εις την εσχάτην βαθμίδα του
ανθρωπίνου εξευτελισμού». Παπαρρηγόπουλος, Κ., “Περί της προς τον κόμητα
της Φλανδρίας Ροβέρτον επιστολής Αλεξίου Α’ του Κομνηνού”, Παρνασσός, Δ, 2, Φεβρουάριος 1880, σελ. 92. Βλ. επίσης Δημαράς, Κ.
Θ., Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2006 σελ. 207-215.
[11] Harris, Byzantium and the Crusades,
σελ.
54, Angold, M., The Byzantine Empire,
1025-1204: A Political History, Longman 1997 σελ. 158, Charanis, P., “Byzantium, the West and the
Origin of the First Crusade”, Byzantion,
19 (Actes du VIIe Congrès des Études Byzantines Bruxelles 1948), I, σελ. 26-27.
[12] Καραγιαννόπουλος, Ι., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Βάνιας,
Θεσσαλονίκη 1999τ. Γ1, σελ.
72-73, Σαββίδης,
Α.
Γ.
Κ.,
Ιστορία του Βυζαντίου με αποσπάσματα από τις πηγές, Πατάκης, Αθήνα 2006, τ. Γ’, σελ. 53, Kaldellis,
A., Streams of Gold, Rivers of Blood: The
rise and fall of Byzantium 955 AD to the First Crusade, Oxford University
Press, 2017, σελ.
285.
[13]
Frankopan, The First Crusade, σελ. 88-89,
92. Για κριτική στην ερμηνεία του P. Frankopan, βλ. Harris
J., “Book Reviews: The First Crusade: The Call from the East, by Peter
Frankopan”, English Historical Review,
129, 537, Απρίλιος
2014, σελ.
419-421.
[14]
Dolger, Regesten, 1176 (τ. 2, σελ.
138-139).
[15] Υπέρ της παρουσίας: Munro,
D. C., “Did the Emperor Alexius I ask for aid to the Council of Placenza,
1095?”, The American Historical Review,
27, 4, Ιούλιος
1922, σελ.
731-733, Runciman, A History of the
Crusades, τ.1, σελ. 103-105, Runciman, The
Eastern Schism, σελ.
78-79, Angold, Byzantine Empire, σελ.
158-159, Frankopan, The First Crusade,
σελ.
99-100, Charanis, “Aims of the Medieval Crusades”, σελ.
126-127, Charanis, “Origin”, σελ.
24-26, 28-30. Κατά:
Harris, Byzantium and the Crusades, σελ. 55-57.
[16]
Dolger, Regesten, 1156 (τ. 2, σελ. 128).
Frankopan, The First Crusade, σελ.
97. Ο χρονικόγράφος Θεόδωρος Σκουταριώτης ανέφερε πως
έστειλε πρεσβείες στον πάπα και δυτικούς ηγεμόνες, αξιοποιώντας την αγανάκτηση
για την κατοχή των Αγίων Τόπων από τους Τούρκους. Ανωνύμου Σύνοψις Χρονική, ΜΒ, τ. Ζ, σελ. 184.29-185.17. Charanis,
P., “A Greek source on the origin of the First Crusade”, Speculum, 24, Ιανουάριος
1949, σελ.
93-94, Charanis, “Origin”, σελ.
30-35.
[17] Αλεξιάς Ι.V.1-3.
Παπαναστασίου, Ι. Ε., Όψεις της δυτικής
Μικράς Ασίας των Κομνηνών και των Αγγέλων: Ανάκτηση, πολιτική και διοίκηση κατά
τα τέλη του 11ου και τον 12ο αι., μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Αθήνα
2019, σελ. 23-24.
[18]
Frankopan, The First Crusade, σελ. 94-96, Shepard,
J., “’Father’ or ‘scorpion’? Style and substance in Alexios's diplomacy”, Alexios I Komnenos: Papers of the second
Belfast Byzantine International Colloquium, 14-16 April 1989 (επ. Mullet,
M., Smythe, D.), Belfast Byzantine texts and translations, Belfast Byzantine
enterprises, 1996, σελ.
121. Η επιστολή στο
Μόντε Κασίνο εστάλη το 1098, μετά δηλαδή την έναρξη της Α’ Σταυροφορίας. Dolger, Regesten,
1207, 1208 (τ. 2, σελ. 148-149).
[19] Μεργιαλή-Σαχά, Σ.,
“Byzantine Emperors and Holy Relics: Use, and misuse, of sanctity and
authority”, Jarbuch der Österreichischen
Byzantinistik, 51, 2001, σελ.
48, Frankopan, The First Crusade, σελ. 93-95,
106, Μαμαγκάκης,
Ο αυτοκράτορας,
σελ.
196.
[20] Αυτό φαίνεται και από την
αποστολή του σεβάσμιου πατριάρχη Ιεροσολύμων στον Βοημούνδο για ειρηνευτικές
διαπραγματεύσεις το 1083. Frankopan, The
First Crusade, σελ.
92, Runciman, The Eastern Schism, σελ. 69.
Εκδόσεις Πηγών
Άννα Κομνηνή, Ἀλεξιάς, έκδ. Annae Comnenae Alexias (επ. Reinsch, D. R., Kambylis, A.), Corpus Fontium Historiae Byzantinae 40/1, 40/2, De Gruyter, Βερολίνο 2001
Dölger, F., Wirth, P., Regesten der Kaiserurkunden des Oströmischen Reiches von 565-1453,
Beck, Μόναχο
1995.