ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Νέα Πολιτική 4-11-2015
Η επίθεση στο Μεσαίωνα συνοδεύεται από μία γενική καταδίκη του Χριστιανισμού και της Εκκλησίας. Η τακτική αυτή ξεκινά από το Βολτέρο και το Γίββωνα, κατά τους οποίους ο Χριστιανισμός συνέβαλε στην παρακμή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και έπνιξε το κλασσικό δημιουργικό πνεύμα, ενσταλάζοντας στις ψυχές των ανθρώπων τη δεισιδαιμονία, την αμάθεια και το φόβο να σκεφθούν ελεύθερα. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της η κριτική αυτή συνίσταται από χονδροειδείς υπερβολές ή και ξεκάθαρα ψέματα. Οι αρχαίες θρησκείες είχαν ήδη εκφυλιστεί και παρακμάσει, κάτι που συνέβαλε πολύ στη ραγδαία εξάπλωση του Χριστιανισμού. Οι ιστορίες περί διωγμών των Εθνικών και καταστροφών των μνημείων τους έχουν ιστορική βάση και πολλά ήταν αυτά τα περιστατικά. Όμως κατά πλειοψηφία ήταν μεμονωμένες ενέργειες μαινομένων όχλων, και όχι πράξεις εντός σχεδίου οργανωμένου από την Εκκλησία, η οποία πολλάκις καταδίκασε τέτοιες πρακτικές.
Κατά κανόνα, οι Χριστιανοί δεν ήταν αμόρφωτοι βάρβαροι που κατέστρεφαν έργα τέχνης και έκαιγαν αρχαία συγγράμματα. Οι πρώιμοι εκκλησιαστικοί πατέρες ήταν όλοι γνώστες της κλασσικής φιλοσοφίας την οποία αξιοποίησαν για να διασαφηνίσουν και να καθορίσουν τα δόγματα της νεαρής θρησκείας. Συνιστούσαν στους νέους να μελετούν με σπουδή Πλάτωνα, Αριστοτέλη και πολλούς άλλους συγγραφείς, με μόνη επιφύλαξη να μην παρασύρονται σε αντιχριστιανικές απόψεις. Χιλιάδες μοναστήρια από την Ιρλανδία ως τη Μικρά Ασία έγιναν κυψέλες συντήρησης της αρχαίας γνώσης, με τους μοναχούς να αντιγράφουν μεθοδικά και ακούραστα χιλιάδες τόμους κλασσικής γραμματείας. Ιδίως στο Βυζάντιο, όπου δε μεσολάβησε βαρβαρική κατάκτηση και οι δεσμοί με το ελληνορωμαϊκό παρελθόν ήταν άθικτοι και ισχυροί, η κλασσική μόρφωση τιμάτο εξαιρετικά. Τα παιδιά μάθαιναν γραφή και ανάγνωση με Αίσωπο και Όμηρο, ενώ αργότερα εντρυφούσαν στους μεγάλους ιστορικούς και φιλοσόφους. Η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα της οικουμενικής Χριστιανοσύνης, ήταν γεμάτη με αρχαία αγάλματα και πλούσιες βιβλιοθήκες.
Για τη μεσαιωνική Ευρώπη ο Χριστιανισμός ήταν ευλογία, όχι μόνο πνευματική, αλλά και πρακτική. Η Εκκλησία ήταν η μόνη σταθερή δομή σε έναν κόσμο χαώδη. Συντηρούσε δίκτυα πρόνοιας με νοσοκομεία, γηροκομεία και πτωχοκομεία, λειτουργούσε σχολεία και παρείχε εργασία και προστασία. Ήταν μία αρχή που έδινε ενότητα στους Ευρωπαίους, και συχνά μεσολαβούσε για συνεννοήσεις, συνασπισμούς και επίλυση διαφορών. Ήταν δύναμη εκπολιτιστική, που έβγαζε από την πρωτόγονη αμάθεια ολόκληρους λαούς, από τους Σκανδιναβούς και τους Γερμανούς στη δύση ως τους Ρώσους στην ανατολή. Οι λαοί αυτοί χάρις στο Χριστιανισμό απέκτησαν αλφάβητο (το κυριλλικό επινοήθηκε ειδικά για τους Σλάβους, ενώ σε άλλους εισήχθη το λατινικό), φιλολογική παραγωγή, εκπαίδευση και τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης με τη χριστιανική οικουμένη. Ταυτόχρονα η παγίωση των χριστιανικών αρχών εξανθρώπισε το σύστημα δικαίου. Οι υπερεξουσίες του pater familias περικόπηκαν και δόθηκε μεγαλύτερη μέριμνα για τις γυναίκες και τα παιδιά, η παλλακεία καταργήθηκε, η δουλεία περιορίστηκε και ενισχύθηκε η ιδέα της φροντίδας για τους πτωχούς. Η κατάσταση ήταν κάθε άλλο παρά τέλεια, αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς τη μεγάλη κοινωνική βελτίωση. Ακόμη και οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες που διακατείχαν τους περισσότερους μεσαιωνικούς ανθρώπους, ήταν οι πιο πολλές προχριστιανικές και η Εκκλησία αγωνίστηκε να τις εκριζώσει, αν και συνήθως χωρίς επιτυχία.
Στην Εκκλησία χρωστούμε και την ευρύτερη αναβίωση της μάθησης και του ανθρωπιστικού πνεύματος στον Ύστερο Μεσαίωνα που οδήγησε στην Αναγέννηση. Στη Δύση όλα τα πανεπιστήμια ιδρύθηκαν και λειτούργησαν από την Εκκλησία, ενώ πλήθος λογίων και επιστημόνων ήταν και κληρικοί (Αλβέρτος ο Μέγας, Νικόλαος της Κούζα κτλ). Στο Βυζάντιο η ανώτερη εκπαίδευση ήταν κατά κύριο λόγο υπό κρατικό-κοσμικό έλεγχο, αλλά και εκεί οι πιο διαπρεπείς καθηγητές του Πανδιδακτηρίου ήταν κληρικοί, όπως ο Φώτιος, ο Λέων Μαθηματικός και ο Ξιφλίνος. Η φιλοσοφία, τα ελληνικά και τα λατινικά, η λογική και τα μαθηματικά, η ιατρική και η θεολογία άνθησαν σε αυτά τα ιδρύματα. Τέλος, στη Δυτική Εκκλησία χρωστούμε την αναβίωση του θεάτρου, με τα “σκετς” στις ακολουθίες της Ανάστασης και των Χριστουγέννων να εξελίσσονται σε αληθινές παραστάσεις με εξεζητημένα σκηνικά και επαγγελματικούς θιάσους. Το λεγόμενο “λειτουργικό δράμα” είναι πρόγονος του συγχρόνου θεάτρου.
Σε καμία περίπτωση η Εκκλησία, ιδίως αυτή της Ρώμης, δεν απαλάσσεται από τις ευθύνες της για πληθώρα σκοτεινών στιγμών της χριστιανικής ιστορίας. Χρειάζεται όμως η ανάγνωση και μελέτη να γίνει χωρίς προκαταλήψεις, λαμβάνοντας υπ” όψιν τις τότε συνθήκες και αναγκαιότητες, και φυσικά διαχωρίζοντας τις πράξεις των χριστιανών από τις πράξεις της Εκκλησίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πόσο διαφορετικά είναι αυτά τα δύο αποτελούν οι αντισημιτικές σφαγές του 1095 στη Γερμανία. Ενώ οι αποστάτες σταυροφόροι περνούσαν από πόλη σε πόλη σφάζοντας Εβραίους, οι τοπικοί επίσκοποι έδωσαν έναν τιτάνιο αγώνα για να τους αποκρούσουν και να προστατεύσουν τις ιουδαϊκές κοινότητες.