Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Περικλής Γιαννόπουλος, Η Ελληνική Γη



Δείγμα από μείζονα ανέκδοτη μελέτη, "Έθνος και φύση στο έργο του Περικλή Γιαννόπουλου".

Μάριος Νοβακόπουλος

Όλη η εθνική και αισθητική ιδεολογία του Περικλή Γιαννόπουλου αρχίζει και τελειώνει, θα έλεγε κανείς, από την βαθιά βιωματική σχέση του με την ελληνική γη. Την προσλαμβάνει με όλες του τις αισθήσεις, την λατρεύει ως μητέρα και θεά, την δοξολογεί ως πηγή και προορισμό του Έλληνος ως ανθρώπου, ως φυσικού και πνευματικού όντος. Τίποτε δε συγκρίνεται με την χθόνια κλίνη του έθνους, η οποία γεννά θεούς, τέχνες, ηγέτες και κάθε μικρή ή μεγάλη πτυχή της του μεγάλου φάσματος που καλούμε Ελληνισμό.

«Ένα τιποτένιο παιδί, τρέχον στων γλυκών βουνών της Αττικής τα Αδώνια φώτα, είδε, στων κατάλαμπρων μεσημεριών τα καταγάλανα ουράνια, να περνά το ολόλευκον άτι της αναγεννήσεως με τα τρισμέγιστα κάτασπρα πτερά. Και ετόλμησε, εχύθη, έβαλε το χέρι του στη ρίζα των πτερών του, τα κράτησε λευκόφλογα ορθά. Άνθρωπος και άλογον κατέβηκαν, πάτησαν στη γη. Πίσω τα γυναικάλογα των χιμαιρών σας όλα, χαρμόσυνα χρεμετίζοντα κτυπούν το πανευμορφο χώμα. Νέοι και νέαι της Ελληνικής γης, με κλώνους ελαίας και άνθη δαφνών στρώσατε τον δρόμον, ντύσατε και στολίσατε – βασιλικά σαν Παναγία και καθίσατε ωραία τη μητέρα Ελλάδα για το ταξείδι προς το φως. Με το πρώτο δυνατό τάνυμα των πτερών του, με την ωραία μητέρα προς το φώς, το αερένιο παιδί κτυπημένο από το πτερό του, θα πέση νεκρὸ ηδονικά, με βρεμένα τα χείλη από το μέλι της ηδονής».[1]

Η εικόνα του παιδιού, αθώου μα και εκστατικού, γεμάτου αστείρευτη ενέργεια και ζωτικότητα, ανεμελιά, με άπειρες πιθανότητες και δυνατότητες ενώπιόν του, δίχως βάρη και δεσμεύσεις, είναι εκείνη του ελληνικού πνεύματος στην υψηλότερη, ελαφρότερη (ανάλαφρη, ελεύθερη δηλαδή και αέρινη), δημιουργικότερη έκφρασή του. Έτσι ήταν και η ψυχή που ξανοιγόταν μέσα στον Περικλή Γιαννόπουλο, και διέτρεχε τους κάμπους και τα βουνά της Ελλάδας, και επισκοπούσε κάθε σπιθαμή της αττικής γης και την κάθε μεταβολή της σαν κοσμοϊστορικό φαινόμενο άξιο όλη της προσοχής και της μελέτης. Ο Γιαννόπουλος «Θεωρούσε επάγγελμά του, και μάλιστα ήταν περήφανος γι' αυτό, την περιπλάνηση και την περισυλλογή. "Θέλω να κατοικήσω εδώ στην Ακρόπολη, διά να είμαι σιμά στη δουλειά μου", έλεγε. Πήγαινε στην εξοχή με ύφος ανθρώπου που σπεύδει προς τα μεγαλύτερα συμφέροντα, ενώ αυτός ήθελε να δει πως ζωντανεύουν τα μάρμαρα στο μεσημεριάτικο φως του καλοκαιρινού ήλιου».[2] Μιλώντας για την κριτική οξύτητα του Γιαννόπουλου σε συνάρτηση με τον ψυχισμό και τη σχέση του με τον τόπο, ένας ακόμη ελεύθερος και αυστηρός κριτικός παραφράζει το παραπάνω απόσπασμα με μεγάλη ευστοχία:

 «Κριτική ενός παιδιού, ανίατα παιδιού, ανίατα παιδιού κι απίθανα έμπεδου στη γην αυτή - φυτρωμένου απ' αυτή, μαζί με τα πικρά θυμάρια της, τις τσίκνες μέντες της, τις κήρινες κυψέλες του γλυκύτατου μελιού της!.. Ενός παιδιού, που δεν καταλάβαινε τίποτε από ημίφωτα, τίποτε από γκρίζα, τίποτε από δυτικά! Που είχε διαρκή πυρετό μέσα στο καύμα - και διαρκή ηδονή μέσα στον πυρετό του θερινού ηλίου! Του ηλίου ενός ουρανού αμείλικτου εις ευδία, ενός αέρος ασύλληπτου εις ελαφρότητα, μιας ατμοσφαίρας σχεδόν μη πραγματικής, σχεδόν ονειρικής εις διαύγεια!»[3]

Ο Γιώργος Θεοτοκάς, ιδεολογικός αρχηγέτης των δοκιμιογράφων και πεζογράφων της Γενιάς του ’30, όπως θα δούμε παρακάτω στάθηκε πολύ επιφυλακτικός όταν δημιουργήθηκε ρεύμα λατρείας του Γιαννόπουλου περί το 1938. Δεν μπόρεσε όμως παρά να ομολογήσει ότι:

«Ασφαλώς ένιωσε βαθιά και έζησε μ’ όλους τους πόρους του το ελληνικό τοπίο και το ελληνικό κλίμα. Αυθόρμητος καθώς είταν, θερμόαιμος και γεμάτος φαντασία, θα μπορούσε να είταν ένα αγνό παιδί της ελληνικής γης και της ελληνικής θάλασσας και να διηγείται, αμέριμνα και ανεπιτήδευτα την ομορφιά αυτού του τόπου και τη χαρά της ζωής, σαν ένα πουλί.»[4]

Η θέση του Γιαννόπουλου είναι απόλυτη και σαφής: «Βάσις τῆς Ἑλληνικῆς Αἰσθητικῆς εἶναι ἡ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΗ. Κάθε Γῆ πλάττει τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Ἑαυτῆς. Θέλει τὸν ἄνθρωπόν της, ὅπως τὸ φυτόν της καὶ τὸ ζῷον της, ἐκδηλωτήν της. Κάθε Γῆς ἄνθρωπος εἶναι μόνον τὸ ὄργανον τῆς ἐκδηλώσεως Αὐτῆς.[…] Πρώτη λοιπὸν κίνησις, πρὸς ζήτησιν τῆς Ἑλληνικῆς Αἰσθητικῆς, εἶναι ἡ κίνησις πρὸς τὴν Γῆν. Καὶ πρῶτον βῆμα […] ὁ ἐνατενισμὸς Αὐτῆς, χιλιάδας χιλιάδων ὡρῶν. Μελετῶντες τὴν Γῆν καὶ ψυχολογοῦντες ἑαυτούς, βλέπομεν ὅτι πᾶσα ἐν Αὐτῇ ὑπάρχουσα ὡραιότης καὶ εὐγένεια ἐνυπάρχει καὶ ἐν ἡμῖν. […] Τὴν Ἑλληνικήν μας Φύσιν ἔχοντες ὁδηγόν, ὡς θεότητα λατρεύοντες Αὐτήν.»[5]

Η θρησκευτική λατρεία της γης είναι ωσεί κυριολεκτική. Εκστατικός, συνεπαρμένος από τον έρωτα της ελληνικής φύσης, ο Περικλής Γιαννόπουλος προσεύχεται: «Ω ὡραῖε Θεέ τῆς Ἑλλάδος. Μίαν μοναδικήν φοράν τα χείλη μου εκινήθησαν εἰς δέησιν, μίαν μοναδικήν φοράν επρόφερον αἴτησιν, νά εἶναι ὥρα παρομοία καί παρόμοιον το θέαμα, η ὥρα που θα κλείουν οἱ λατρεύοντες ὀφθαλμοί μου καἱ μία μόνη ιδέα εκφράσεως κφράσεως τῆς ἱερᾶς γοητείας υπερισχύει να κύψῃ κανείς καί νά φιλήση τὸ γενέθλιον χῶμα νά να εγερθή και να κάμη ἐν βαθυτάτη εὐλαβεία τόν σταυρόν του λατρεύων το χώμα και το ύδωρ και το χρώμα και τον ουρανόν και τον αέρα της ιεράς Ελλάδος».[6]

Η παμπάλαια χθων της Ελλάδος λοιπόν, έκαμε τον Έλληνα, όπως ο Θεός τους πρωτόπλαστους από πηλό. Το περιβάλλον δεσμεύει και επιτάσσει, επιβάλλεται στον άνθρωπο. Ο παράγων της ανθρώπινης επινοητικότητας και προσπάθειας ως δυνάμεων αντίρροπων, όχι απλώς μορφοποιών της ύλης αλλά και κυριάρχων, νικητών απέναντι στη φύση, εδώ δεν υπάρχει. Η φύση είναι απόλυτη, αδύνατη η φυγή από τις ιδιότητές της και τις συνέπειες αυτών. Ο Έλλην άνθρωπος είναι τυχερός, διότι η ελληνική φύση είναι τόσο υπέροχη, οπότε πλάθει τα καλύτερα. Το σκληρό όμως και άχαρο περιβάλλον της Ευρώπης στρεβλώνει ανεπανόρθωτα την αισθητική του Φράγκου. Η ελληνική γη είναι μία θεά Αφροδίτη, σε όλα τέλεια και ωραία. Δεν θα μπορούσε παρά να καρποφορήσει καρπό ανάλογό της, «ὀμοίως Ωραῖον καί ὁμοίως Θεῖον... Κατά ταῦτα καί ἡ 'Ελλ. Γῆ ἐγέννησε Ζῶον ᾿Ἑλληνικόν, τόν Ἕλληνα ΜΑΣ. Καί ὅπως συνέβη καί ἔτυχεν ἡ γῆ αὐτή μας, νά εἶναι ῃμερωτέρα, ἡ  φιλανθρωποτέρα  γῆ  τοῦ πλανήτου αὐτοῦ καί τό Ζῶον αὐτό πού ἐγέννησεν ἔτυχε νά εἶναι ὁ ΑΝΘΡΩΠΟΣ». Η ανωτερότητα του ελληνικού πολιτισμού και του ίδιου του Έλληνα αποτελούν φυσική και αυτόματη απόρροια των ιδανικών συνθηκών. Οι άλλοι λαοί, τα «ομοιοφανή ζωολογικά προϊόντα των άλλων γαιών»[7] χαρακτηρίζονται ως ανθρωποειδή, ατελή, λειψά και ελλειματικά στην ανθρωπότητά τους λόγω του ότι δεν τα γέννησε η θεία ελληνική φύση. Αντιθέτως, «ἐδῶ παντοῦ και πανταχόθεν, ἀπό τά βάθη τοῦ Αἰγαίου, ἀπό τά σπλάχνα τῶν μαγικῶν αὐτῶν χωμάτων, τῶν τριμμένων. ὡς ἑτοίμων διά νά πλασθοῦν εἰς πολύμορφον καλλονήν, ἀνέδυσεν εἰς τό φῶς ἡ φυλή τῶν ἀνθρώπων, ὑπό τῶν μητρικῶν θωπειῶν τῶν θείων αὐτῶν σκηνωμάτων διεπλάσθη»[8]. Η συνείδηση αυτή, παρότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σκληρή, εγωιστική και προκατειλημμένη προς τους ξένους, είναι για τον Γιαννόπουλο εκείνο το βαρύ χρέος, το «πύρινο στέμμα» που καίει τον ανάξιο Έλληνα του 1897 και τον προστάζει να αρθεί στην δέουσα θέση του. Η εθνική έπαρση και φαντασίωση ανωτερότητας είναι ανούσια και βλαβερή. Σε έναν από τους ισχυρότερους αφορισμούς του, ο Περικλής Γιαννόπουλος προειδοποιεί τους αναγνώστες του πως είναι «περιττόν νά φουσκώνετε δι᾽ αὐτά. Οἱ Ἕλληνες κάθε ἐποχῆς δέν εἶσθε τίποτα. Ἡ ᾿Ελληνική Γῆ εἶναι τό Πᾶν».[9]

Ο Περικλής Γιαννόπουλος πατεί, νιώθει, ψαύει και ανασαίνει την ελληνική φύση, έχει μία «ενσώματη και αισθητηριακή διάσταση της ελληνικής εμπειρίας».[10] Βασιλική όμως αίσθηση είναι η όραση, ο ενατενισμός, η αγαλλίαση μέσα στην έξαλλη φωτοχυσία: «Ἐγὼ ἔρχομαι νὰ ὑποδείξω μόνον τὰ μεγάλα Ἀναγνώσματα τοῦ Βιβλίου τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως καὶ νὰ συστήσω τὸ Βάπτισμα τῆς λευκῆς καὶ παρθένου ψυχῆς μας εἰς τὸ Θεῖον φῶς.»[11] Το φως λοιπόν, προϋπόθεση της όρασης, χορηγός της ζωής, της θέρμης και της υγείας, βασιλεύει απολυταρχικά όσο και αγαθοποιά στο ελληνικό τοπίο. Το δίπολο του φωτός και του σκότους είναι από τα πλέον πρωταρχικά στην ανθρώπινη σκέψη, και η πηγή του φωτός, ο ήλιος, κάθεται αυτοκρατορικά στην καθέδρα των παγκοσμίων συμβόλων, ο ύπατος των θεών και στύλος του σύμπαντος. Τη στιγμή που η μέρα πλησιάζει στο τέλος της και ο μέγας φωστήρ δύει, βασιλεύει (έρχεται στην βασιλεία του, ντύνεται στα πορφυρά αυτοκρατορικά χρώματα), ο Γιαννόπουλος «λέγει ευγνομόνως το Χαίρε εις τον αποσυρόμενον βασιλέα του Κόσμου, Βασιλέα Βασιλέων Γαιών και Ουρανών: ΗΛΙΟΝ».[12]

Κάτω από αυτό το φως απλώνεται μία γη κατ’ εξοχήν ελαφριά. Οι μορφές της είναι τόσο αρμονικές και ήπιες, που οι μυριάδες τόνων επί τόνων μοιάζουν αέρινες. Οι λόφοι του Φιλοπάππου και του Λυκαβηττού μοιάζουν με «μάγουλα παιδιού φουσκωμένα αυλούντα, σαν παιγνιώδεις πολύχροαι φούσκαι ιστάμεναι εις τον αέραν».[13] Ο Γιαννόπουλος απαιτεί αντίστοιχη φυσική ελαφρότητα και από τα κτήρια, και κατακρίνει το ογκώδες ξενοδοχείο Ακταίον, το οποίο «νομίζει κανείς, ότι θα βουλάξη το Φάληρον». [14] Ο Υμηττός, το ήμερο βουνό των Αθηνών που τόσο αγαπούσε ο συγγραφέας, δεν δίνει καν εντύπωση βουνού![15] Ο Έλληνας, απολαμβάνοντας αυτήν τη γη, έχει «πλοῦτον θεοῦ», ένα φυσικό και ακατάλυτο ανάκτορο, «ουράνιον παλάτι νύκτα και ημέρα ανοικτόν, διά κάθε πλούσιον, διά κάθε πένητα, διά κάθε καλόν, διά κάθε χωρίς είσοδον, χωρίς εξέτασιν, χωρίς όρον, χωρίς περιορισμόν, χωρίς ποινήν… Καθήσετε εις ένα ύψωμα, έχετε το παλάτι σας».[16]

Το εκτυφλωτικό φως, η ηπιότητα και ελαφρότητα του τοπίου, η αγάπη και η καλλονή που ακτινοβολεί κάθε μόριο της ελληνικής φύσης, στέκονται σε απόλυτη αντίθεση και αμείλικτο πόλεμο προς κάθε ζοφερή και ερεβώδη ατμόσφαιρα, που θα μπορούσε να ταράξει και να επιβαρύνει την ανθρώπινη ψυχή. Πουθενά σκότος, πουθενά τρόμος, φόβος, μυστήριο, βάρος, κακία, επιμένει ο Περικλής Γιαννόπουλος. Οι αρνητικές φυσικές και συναισθηματικές μορφές εξορίζονται, καταδιωκόμενες απηνώς από την ηλιακή λάμψη και την τερπνότητα του εδάφους. Στο ατελείωτο νυφικό πανηγύρι της ελληνικής γης τίποτε δεν μένει έξω από την πλέον εμφατική κατάφαση της γης και της ημέρας, της φωτεινής δηλαδή, ανοικτής και διαυγούς κατάστασης της φύσης και του νου. Όσο και να τον συνεπαίρνουν όνειρα και οράματα, όσο και να πλημμυρίζει από εκρηκτικά συναισθήματα, ο Γιαννόπουλος στις πλέον εκστατικές, παραληρηματικές ακόμη στιγμές του πλέει μέσα στο φως, στις συνειδητές πλευρές της σκέψης, στην χαρά και τον ενθουσιασμό που γεννά η άμεση σχέση με το περιβάλλον. Δεν έχει η σκέψη του, πραγματικά, τίποτε το μυστηριώδες, κρυπτικό ή διφορούμενο. Δεν είναι τυχαίο πως επιμένει ότι «και την Νύκτα ακόμη τα πάντα κυανίζουν. Και αυταί αι Νύκτες είναι Νύκτες Κυάνιαι».[17] Η νύκτα είναι, πρακτικώς και συμβολικώς, το πλαίσιο της ενδοσκόπησης, της εσωτερικής διάστασης του ανθρώπου, του μυστηρίου. Η νυκτερινή διάσταση της ψυχής – και της φιλοσοφίας της ιστορίας – θα μας απασχολήσει παρακάτω.

Οι ευεργετικές ιδιότητες αυτής της φύσης δεν είναι θεωρητικές, ούτε περιορίζονται στον στοχασμό. Είναι καθημερινό, ψηλαφητό βίωμα που γονιμοποιεί όλη την ανθρώπινη διάθεση: «Χαίρεις; Ο αέρας της χαράς θα γίνη τραγούδι. Πονείς; Ο αέρας του πόνου θα γίνη τραγούδι. Ο θάνατος επέρασε κοντά σου; Ο αέρας του θανάτου θα γίνη μοιρολόγι. Χαρά, λύπη, πόνος, θάνατος, εδώ τίποτε δεν είναι σκοτεινόν, τίποτε βουβόν. Εδώ όλα τραγουδούν. Εδώ όλα είναι κελάδημα. Όλα λέγουν η Ζωή είναι γλυκειά».[18] Ο κόσμος είναι απλός και καλός. Δεν τίθεται θέμα διαφυγής από αυτόν, ούτε έχει καμία ανάγκη βελτίωσης. Όλος ο κύκλος της ζωής γίνεται τραγούδι, κι ο θάνατος ακόμα θυμίζει πόσο όμορφη είναι η ζωή.

Μελετώντας το έργο του Γιαννόπουλου, ο Σωτήρης Γουνελάς παρατηρεί ότι «Το θαύμα εξαρτάται από τη φύση. Οι ανθρώπινες αρετές αλλά και τα πάθη εξαρτώνται από τη φύση. Η φύση είναι ταυτόχρονα υλική και άυλη. Ο Γιαννόπουλος θαρρείς πως πραγματοποιεί μια κοσμογονική μετατόπιση κάθε σημασίας και κάθε κατορθώματος στο φυσικό στοιχείο, το πραγματικό όχι το αφηρημένο».[19] Αν προσπαθήσουμε να κατατάξουμε τις αρχές αυτές σε μία τυπολογία, η ανάλυση του Ερατοσθένη Καψωμένου σχετικά με τα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού πολιτισμού στο μεσογειακό του πλαίσιο καλύπτει άριστα την κοσμοθεωρία του Περικλή Γιαννόπουλου στο θέμα της φύσης και του εδάφους. Η φύση έχει μία βαθύτατα θετική σημασιοδότηση, ενώ η πραγματικά έμψυχη υπόστασή της βρίσκεται σε άμεση οικείωση με τον άνθρωπο. Είναι η πηγή όλων των αξιών. Όταν ο άνθρωπος δημιουργεί πολιτισμό, δηλαδή υπερβαίνει τις φυσικές νομοτέλειες της στοιχειώδους ζωής, και πάλι καλείται να επικοινωνήσει με το φυσικό πρότυπο. Τι είναι η φύση, παρά ο επί γης παράδεισος, η χαρά και η ξεκούραση της ψυχής;[20] Ο Ελληνισμός ανήκει στους «πολιτισμούς του χώρου» (αντί του χρόνου) που βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση με την χθόνια βάση τους, η οποία κυριαρχεί ακόμη και επί του ιστορικού χρόνου. Ο νεοελληνικός πολιτισμός είναι εμπράγματος πολιτισμός του εδώ και τώρα.[21] Αυτή η εγγύτητα με την φύση, τις συνθήκες και τους ρυθμούς της βέβαια, έχει πολλά κοινά στοιχεία με όλους τους προνεωτερικούς πολιτισμούς, όμως σημαδεύεται ιδιαίτερα από τα χαρακτηριστικά του ελληνικού τοπίου, που δεν έχουν καμία σχέση με την έρημο, την στέπα, το βόρειο ή το τροπικό δάσος κλπ. Η διαφορά αυτή αποκτά κεντρική θέση όταν ο Γιαννόπουλος στρέφει το βλέμμα – και τα βέλη του – στην Ευρώπη.

Η μίμηση του γήινου προτύπου αποτελεί για τον Γιαννόπουλο γενικής χρήσεως αντίδοτο της νεοελληνικής κακοδαιμονίας, οδηγός εθνικής πολιτικής και όμορφων, ιθαγενών τεχνών: «η πολιτική και η τέχνη πρέπει να αποτελούν εποικοδόμημα της φύσης, των φυσικών δεδομένων κάθε τόπου».[22] Η ιθαγένεια της δημιουργίας και η απόσειση της επάρατης ξενομανίας αποτελεί καημό και πάθος του Έλληνα αισθητικού και προφήτη, και μόνος τρόπος να επιτευχθεί αυτό είναι η πλήρης εναρμόνιση του σώματος, των χρωμάτων, το ίδιου του σώματος προς την γη.[23]

«Ξυπνήσετε, Ἐγερθῆτε. Καί ᾿Επαναστατήσετε κατά τοῦ Ἑαυτοῦ Σας. Και αναβαπτισθεῖτε εἰς τό Θεῖον Φῶς τῆς Γῆς Σας καί εἰς τά Παραδείσεια ' Ἑλληνικά Νερά. Θά ἐξέλθετε: ΖΏΝΤΑΝΟΙ. Και θά ἐξέλθετε: ΕΛΛΗΝΕΣ».[24]

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Περικλή Γιαννόπουλου Άπαντα, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 1988, σελ. 222.
[2] Παύλος Νιρβάνας, εφημερίδα Ἀθῆναι 15/04/1910, από: Μελέτης Μελετόπουλος, “Περικλής Γιαννόπουλος, Βίος, έργο και αυτοκτονία”, Νέα Κοινωνιολογία, Β’ Περίοδος, τ. 39, Φθινόπωρο 2004, σελ. 148.
[3] Ρένος Αποστολίδης, “Περικλής Γιαννόπουλος”, Τα Νέα Ελληνικά, Περίοδος Γ', τ. 4, Απρίλιος 1966, σελ. σελ. 253.
[4] Γιώργος Θεοτοκάς, Αναζητώντας τη διαύγεια, Δοκίμια για τη νεότερη ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005, σελ. 191. Βλ. Σπύρος Κουτρούλης, "Περικλής Γιαννόπουλος: Η γενιά του 30 και οι σύγχρονες ερμηνείες του", προσωπικό ιστολόγιο, 13/05/2024.
[5] Άπαντα, σελ. 93.
[6] Ο.π., σελ. 125.
[7] Ο.π., σελ. 227-228.
[8] Ο.π., σελ. 125.
[9] Ο.π., σελ. 230.
[10] Έφη Γαζή, Άγνωστη Χώρα: Ελλάδα και Δύση στις αρχές του 20ου αιώνα, Πόλις, Αθήνα 2020, σελ. 142.
[11] Άπαντα, σελ. 94.
[12] Ο.π., σελ. 115.
[13] Ο.π., σελ. 113.
[14] Ο.π., σελ. 112.
[15] Ο.π., σελ. 115.
[16] Ο.π., σελ. 127.
[17] Ο.π., σελ. 128.
[18] Ο.π., σελ. 128-129.
[19] Σωτήρης Γουνελάς. Η κρίση του πολιτισμού-κρίση του ανθρώπου-απώλεια του νοήματος, Αρμός, Αθήνα 1997, σελ.265-292. Βλ. Σπύρος Κουτρούλης, ό.π.
[20] Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, “Η νεοελληνική κουλτούρα και το μεσογειακό πολιτισμικό πρότυπο”, Νέος Ερμής ο Λόγιος, τεύχος 1, Ιανουάριος – Απρίλιος 2011, σελ. 52-53.
[21] Καψωμένος, σελ. 59, 61.
[22] Μελετόπουλος, σελ. 176.
[23] Άπαντα, σελ. 154.
[24] Ο.π., σελ. 210.


Εικόνα: Μαλέας Κωνσταντίνος (1879 - 1928), Τοπίο Πεντέλης, Εθνική Πινακοθήκη

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Πόσο ελληνική ήταν η βυζαντινή Μικρά Ασία; Εθνογραφική ανάλυση

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασια...