“Κανένας δεν είδε τον άγγελο με τη ρομφαία. Κανένας δεν τον είδε να κατεβαίνει και να παραδίνει τη ρομφαία στον πιο ανώνυμο, στον πιο απέριττο, στον πιο πενιχρό άνθρωπο του Γένους μου που στεκόταν πλάι στον κίονα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο ίδιος άγγελος, χωρίς κανένας να τον ιδεί, μπορεί να πλησίασε την ώρα εκείνη τον πιο ονομαστόν άνθρωπο του Γένους μου. Μπορεί να πλησίασε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, νεκρόν ή ετοιμοθάνατο. Και μπορεί, χωρίς κανένας ν’ αντιληφθεί το μέγα γεγονός, να σήκωσε στα χέρια του τον Κωνσταντίνο και να τον πήρε μαζί του. Αφού οι αρχαίοι Έλληνες που δεν είχαν γνωρίσει τον Παντοδύναμο, πίστεψαν πως η Θέτις πήρε στα χέρια της και σήκωσε τον γιο της Αχιλλέα, τον “αρήιο” Αιακίδη, και, σώζοντας το σώμα του από τη φθορά, τον παράδωσε ακέραιο στην αθανασία, γιατί να μην πιστέψω εγώ – εγώ που γνωρίζω τον Παντοδύναμο – ότι ένας άγγελος σήκωσε το σώμα του Κωνσταντίνου και το πήρε μαζί του;“
Μάριος Νοβακόπουλος – 20/03/2025 – SLPRESS
Το Βυζάντιο έχει εμπνεύσει πολλά και γνωστά έργα στα νεοελληνικά γράμματα. Γενιές ολόκληρες από Ελληνόπουλα έχουν μεγαλώσει με τον “Καιρό του Βουλγαροκτόνου” και άλλα έργα της Πηνελόπης Δέλτα. Η δόξα και η αγωνία της ανατολικής αυτοκρατορίας σε σχέση με το πεπρωμένο του Ελληνισμού, διατρέχουν τον “Δωδεκάλογο του Γύφτου” και την “Φλογέρα του Βασιλιά” που έγραψε ο Κωστής Παλαμάς. Ο Καβάφης τραγούδησε τον Μανουήλ Κομνηνό και τον Ιωάννη Καντακουζηνό, ενώ ο Καραγάτσης χρησιμοποίησε τους Αγίους Σέργιο και Βάκχο για να δώσει ένα ευθυμογραφικό περίγραμμα της βυζαντινής ιστορίας.
Το έργο του πολιτικού, φιλοσόφου και κοινωνιολόγου Παναγιώτη Κανελλόπουλου, “Γεννήθηκα στο 1402”, είναι λιγότερο γνωστό στην χορεία των ιστορικών μυθιστορημάτων που λαμβάνουν χώρα στην βυζαντινή εποχή. Γραμμένο το 1957 και βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών, το “1402” δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα. Παρακολουθούμε βέβαια την πορεία ενός ανθρώπου από τόπο σε τόπο και τη μετοχή του σε σημαντικά περιστατικά, όμως η βαρύτητα είναι ακριβώς πάνω στην ίδια την ιστορία και όχι στον χαρακτήρα.