Μάριος Νοβακόπουλος
Το ερώτημα «που πηγαίνουμε» εκφέρεται είτε σε ώρες μεγάλης ενεργητικότητας – καθώς αναζητούμε νέους χώρους να κατακτήσουμε – είτε κρίσης και αποπροσανατολισμού, όταν το φως του φανού αδυνατίζει και ο ταξιδιώτης διστάζει και φοβάται. Έτσι και το ζήτημα εάν η ιστορία, τούτο το άθροισμα ανθρώπινων πράξεων μικρών και μεγάλων, έχει κάποιο νόημα ή συνοχή, και εάν μπορεί να διακριθεί μία συγκεκριμένη κατεύθυνσή της, ερευνάται με την πρόδηλη ή αφανή επιρροή των αξιών και των περιστάσεων της εποχής. Η σημερινή συγκυρία του δυτικού κόσμου, ξεκινώντας από την διάψευση της μεταψυχροπολεμικής ευφορίας και την τρομοκρατία, μέχρι την τεχνολογική αλλαγή και την ανασφάλεια που έφερε η πανδημία και οι πρόσφατοι πόλεμοι, βρίθει ονειρικών ελπίδων και αποκαλυπτικού τρόμου. Είναι δηλαδή, ο καταλληλότερος ίσως καιρός για να ανθήσει η φιλοσοφία της ιστορίας.
Στο κλίμα αυτό, το 2024 υποδέχθηκε το πόνημα του Ιωάννη Δ. Σαρρή, τελειόφοιτου Ιατρικής Θεσσαλονίκης, με τίτλο «Αναζητώντας το κλειδί της Ιστορίας: Μελετήματα για τη Φιλοσοφία και τη Μεταφυσική της Ιστορίας», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ζήτρος. Το βιβλίο ακολουθεί τις απαντήσεις φιλοσόφων και κάθε είδους λογίων πάνω στα ερωτήματα του νοήματος και της κατεύθυνσης της ιστορίας, με ιδιαίτερη έμφαση στο ερώτημα της γραμμικής, ανοδικής πορείας του ανθρώπου προς την πρόοδο. Δεν είναι τυχαίο πως το βιβλίο προλογίζει ο Αθανάσιος Γεωργιλάς, ο οποίος το 2022 δημοσίευσε το έργο «Η Μεταφυσική της Προόδου» (εκδόσεις Αρμός).
Το βιβλίο ξεκινά με μία σύντομη θεωρητική εισαγωγή πάνω στους γενικούς προβληματισμούς της φιλοσοφίας της ιστορίας και της ιστοριογραφίας, για την θέση της ιστορίας ως επιστήμης και τη γενικότερη δυνατότητα έγκυρης γνώσης της. Γίνεται διάκριση μεταξύ δύο ειδών φιλοσοφίας, της θεωρησιακής και της γνωσιολογικής. Οι θεωρησιακοί φιλόσοφοι αναζήτησαν τους κρυφούς νόμους της ιστορίας, ζήτησαν να βρουν το νόημά της, μία κάποια υψηλότερη αλήθεια στο χάος των απείρων συμβάντων. Η ενορατική και δεοντολογική φύση αυτών των εγχειρημάτων, ή η στήριξή τους σε μεταφυσικές βάσεις (ενός αποθεωμένου λόγου ή μίας θείας αποκάλυψης) τις καθιστά αμφισβητούμενες από επιστημονικής σκοπιάς, με την αξία τους να βρίσκεται περισσότερο στην κατεύθυνση των προβληματισμών τους και όχι στην ακρίβεια των προβλέψεων και των σχημάτων τους. Αντίθετα η γνωσιολογική ή επιστημολογική φιλοσοφία «εκπροσωπεί για την ιστορία ό,τι η επιστημολογία της φυσικής για την φυσική και ό,τι η φιλολογία για την ποίηση» (σελ. 18), δηλαδή δεν δημιουργεί ερμηνείες και σχέδια δικά της για την όποια τυχόν φορά ή μήνυμα της ιστορίας, αλλά μελετά την ιστορική γνώση ως φαινόμενο και αντικείμενο έρευνας. Οι εκπρόσωποι και οι ιδέες της πρώτης κατηγορίας καταλαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος στις σελίδες του βιβλίου.
Με χρονολογική σειρά, η εξέταση αναπόφευκτα αρχίζει από τους Έλληνες. Προτού όμως εμφανιστούν τα αναμενόμενα ονόματα του Ηροδότου και του Θουκυδίδη, εκτενής αναφορά γίνεται στην φιλοσοφία των αρχαίων, και δη την προσωκρατική. Εκ πρώτης όψεως η επιλογή αυτή είναι παράδοξη, σχεδόν εκτός θέματος. Κι όμως η κοσμολογία, η οντολογία, η φυσική φιλοσοφία, φωτίζει το πώς προσλάμβανε ένας πολιτισμός την γένεση και κίνηση της φύσης, του χρόνου και της σκέψης, ή τη δυνατότητα του ανθρώπου να προσεγγίσει τη γνώση. Αυτά με τη σειρά τους υποδεικνύουν το πώς θα δει ο ιστορικός τα γεγονότα, αν θα τα εντάξει σε μία νομοτέλεια και αν θα θεωρήσει πως μπορεί να τα εξιχνιάσει αξιόπιστα. Από το σημείο αυτό φαίνεται πως το βιβλίο δεν περιορίζεται μόνο στον στενό ορίζοντα της φιλοσοφίας της ιστορίας, αλλά επιστρατεύει τις γνώσεις και τις κρίσεις διαφόρων κλάδων, όπου προκύπτει πως έχουν κάτι άξιο και σχετικό να συνεισφέρουν.
Μεταβαίνοντας από την κλασική στην ύστερη αρχαιότητα και από εκεί στο Μεσαίωνα, η έλευση του χριστιανισμού οδηγεί την σχέση ανθρώπου και ιστορίας σε μεγάλες αλλαγές. Πολύ σημαντική και συχνά παραμελημένη είναι η διάκριση ανάμεσα στην ορθόδοξη και την ρωμαιοκαθολική αντίληψη για την ιστορία, την περιοδολόγηση και φορά της, καθώς και της όλης χριστιανικής σκέψης με την χιλιαστική. Πολύς λόγος γίνεται για τη συμβολή του χριστιανισμού στη διαμόρφωση της λεγόμενης γραμμικής, προοδευτικής ιστορικής αντίληψης, δεν γίνεται όμως η δέουσα διαφοροποίηση από τον αιρετικό, γνωστικής απόχρωσης χιλιασμό, ο οποίος ζητούσε την «εδώ και τώρα» εγκαθίδρυση του επί Γης παραδείσου, και την ανθρώπινη συνέργεια για τον εξαναγκασμό ή την επίσπευση της Δευτέρας Παρουσίας. Στο κεφάλαιο αυτό ο αναγνώστης συναντά μείζονα θεολογικά μεγέθη όπως ο Ιερός Αυγουστίνος και ο Θωμάς ο Ακινάτης – εδώ θα προσθέταμε και τον Ευσέβιο Καισαρείας, ο οποίος «εφηύρε» την εκκλησιαστική ιστοριογραφία και τα περισσότερα από τα σχήματά της. Ξεχωρίζει ο παραγνωρισμένος μύστης Ιωακείμ του Φιόρε, ο οποίος αντικατέστησε την παραδοσιακή διαίρεση της χριστιανικής ιστορίας σε έξι χιλιετίες (με την τελευταία να διαρκεί από την Ενανθρώπιση ως το «σήμερα») με το τριμερές σχήμα της εποχής του Πατρός (Παλαιά Διαθήκη), του Υιού (Καινή) και του Αγίου Πνεύματος, στην οποία η ανθρωπότητα θα τελειοποιείτο ηθικά και η εγκόσμια εκκλησιαστική δομή θα καθίστατο περιττή.
Καθώς ο ανθρωποκεντρισμός της Αναγέννησης και η αντίδραση στη βία και το μίσος των μεγάλων θρησκευτικών πολέμων άρχισαν να απομακρύνουν την οδηγήτρια χείρα του Θεού από τον ρου της ιστορίας, η Μεταρρύθμιση ενθάρρυνε τους πιστούς της να αγωνίζονται για την εγκόσμια υλική και κοινωνική πρόοδο, ως ορατό τεκμήριο της σωτηρίας τους. Η τάση αυτή πέρασε υπόρρητα στα μεταγενέστερα, κοσμικά διανοητικά κινήματα και συνδιαμόρφωσε το σύγχρονο δόγμα της αέναης ανθρώπινης προόδου. Η κοινωνιολογική θεώρηση του Αυγούστου Κοντ, για την θεολογική, μεταφυσική και θετική φάση του ανθρώπινου πολιτισμού, ουδόλως υστερούσε σε μεσσιανισμό ενώπιον εκείνης του Ιωακείμ του Φιόρε, όπως εύστοχα σημειώνεται. Η άφιξη της διήγησης στους νεοτερους χρόνους σημαίνει την παρουσίαση σημαντικών στοχαστών – των πρώτων που μπορούν να αποκληθούν συνειδητοί «φιλόσοφοι της ιστορίας» – σε ιδιαίτερα υποκεφάλαια. Οι διαφωτιστές, όπως ο Ιμμάνουελ Καντ, πιστεύουν στην διαρκή άνοδο της ανθρωπότητας, όπως επιτάσσει ο ορθός λόγος, που λαμβάνει θέση σχεδόν αντίστοιχη με την χριστιανική πρόνοια. Ο Τζιαμπατίστα Βίκο, αντίθετα, προτιμά ένα σχήμα κυκλική διαδοχής εποχών. Η πρόσληψη της ιστορίας ως έχουσα σκοπό και ενότητα αποθεώνεται στην φιλοσοφία του Χέγκελ, στον οποίο το (οιωνεί θείο) Πνεύμα γεννιέται μέσα από τις ανθρώπινες πράξεις και συμφιλιώνει τις αντινομίες με τελικό προορισμό την ελευθερία εντός του νεοτερικού (γερμανικού) κράτους. Από τον Χέγκελ, ως γνωστόν, λαμβάνει την διαλεκτική τριάδα θέσης-αντίθεσης-σύνθεσης ο Κάρολος Μαρξ, ο οποίος όμως στην θέση των ιδεών και του πνεύματος τοποθετεί την ύλη και την πάλη των τάξεων.
Τον 20ο αιώνα, εν μέρει λόγω της κόπωσης του αισιόδοξου διαφωτισμού από τις συμφορές των παγκοσμίων πολέμων, ανθίζει η ερμηνεία της ιστορίας των διαφόρων πολιτισμών μέσα από κύκλους ακμής και παρακμής. Ο ιστοριογραφικός θετικισμός του 19ου αιώνα συνεισέφερε την προσπάθεια εύρεσης ιστορικών νόμων, οι οποίοι είχαν αξιώσεις όχι μόνον οικουμενικότητας, αλλά και προβλέψεων. Στην Παρακμή της Δύσης, ο Oswald Spengler χρησιμοποίησε μεταφορές από τον φυσικό κόσμο, μιλώντας για την άνοιξη, το χειμώνα και το θέρος των πολιτισμών, ή τη δραστήρια νιότη και το άκαμπτο γήρας τους. Ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε να διαιρέσει και να αντιπαραβάλει τους πολιτισμούς, αρνούμενος π.χ. να θεωρήσει τον δυτικοευρωπαϊκό «φαουστικό» κόσμο ως συνέχεια του ελληνορωμαϊκού, και κατατάσσοντας τα ελληνιστικά βασίλεια και το Βυζάντιο στον «μαγικό» πολιτισμό μαζί με τις κοινωνίες της Μέσης Ανατολής, έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Είναι αξιοσημείωτο πως, ενώ το έργο του Spengler έχει αρκετές ανακρίβειες και σίγουρα δεν μπορεί αν αποτελέσει χρηστικό οδηγό παγκόσμιας ιστορίας, η κριτική του πάνω στον ευρωκεντρισμό και την αλαζονική επανάπαυση στην υπόσχεση της αιώνιας προόδου, παραμένει επίκαιρη και στοιχειώνει τις ανασφαλείς βεβαιότητες του Δυτικού ανθρώπου, εκατό χρόνια μετά. Η λειτουργία και η «χρησιμότητά» του, όπως και του έχοντα αρκετά κοινά στοιχεία έργου του Arnold Toynbee, έγκειται κυρίως στην στοχαστική και ποιητική του φύση, καθώς και στην οικουμενική σύνθεση τόσο ποικίλων εποχών και πολιτισμών, διευρύνοντας το πεδίο παρατήρησης και τις ευαισθησίες του αναγνώστη.
Μακράν από το να αρκεστεί στην παράθεση των γνωστότερων, καθιερωμένων «μεγάλων ονομάτων» της διεθνούς βιβλιογραφίας, το έργο αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο στους σημερινούς Έλληνες στοχαστές και τις προτάσεις τους πάνω στο πρόβλημα της πορείας και του νοήματος της ιστορίας. Η σύγκριση του αρχαίου ελληνικού και του δυτικού κόσμου ως ριζικά αντίθετων στο θέμα της ιστορικής συνείδησης από τον Κώστα Παπαϊωάννου και το πέρασμα από την αστική νεοτερικότητα στην μετανεοτερική μαζική κοινωνία κατά Παναγιώτη Κονδύλη, ακολουθείται από την κοσμοσυστημική κοσμολογία του Γιώργου Κοντογιώργη και την διαπάλη ανοικτής και κλειστής ιστορίας του π. Νικολάου Λουδοβίκου. Πέρα από τις γνώσεις και τους προβληματισμούς που προσφέρουν οι στοχαστές αυτοί – όρος επαρκής για την συμπερίληψή τους – η παρουσία τους δηλώνει πως υφίσταται ακόμη πρωτότυπη και δημιουργική νεοελληνική σκέψη, όσο και εάν συνήθως πνίγεται μέσα στην εφήμερη πολυλογία του δημόσιου λόγου.
Η φιλοσοφία της ιστορίας ακολουθεί τις αξίες, την γνωσιολογία και τις ψυχικές τάσεις της κοινωνίας (δυτικής, πλέον παγκοσμιοποιημένης) που την γεννά. Φθάνοντας λοιπόν στο σημερινό περιβάλλον, με το διακηρυγμένο «τέλος των ιδεολογιών, της ιστορίας, των μεγάλων αφηγήσεων», η απόπειρα φιλοσοφικής εξεύρεσης κάποιου νοήματος, κάποιας κατεύθυνσης μέσα από την ανθρώπινη ιστορία μοιάζει μάταιη. Όπως πολύ σωστά επισημαίνεται, πλέον η πρόοδος έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα απολυτοποίησης, που πλέον βλέπει τον άνθρωπο ως εμπόδιο, και ζητά δια της τεχνολογίας να τον ξεπεράσει και αυτόν. Η ένταση του τεχνολογικού μεσσιανισμού, η ανάδυση κοινωνιών απολύτου ελέγχου (όχι διά του τρόμου, αλλά δια της απάθειας και της απονεύρωσης), μαζί με τον μηδενισμό, που δεν αφήνει άλλη διέξοδο παρά στην φαντασιακή «φυγή» σε εικονικούς κόσμους, όλα ανατέμνονται και κατακεραυνώνονται στο καταληκτικό κεφάλαιο «Η εξέλιξη προς το μετανεωτερικό μηδέν και η ανάγκη νοήματος», όπου ο συγγραφέας κάνει και τις προσωπικές του προτάσεις για την έξοδο από το λαβύρινθο. Το βιβλίο κλείνουν παραρτήματα για την θεωρία του βιολόγου Jared Diamond για τα αίτια ιστορικής υπεροχής της Ευρασίας έναντι της προκολομβιανής Αμερικής, του ψυχολόγου Julian Jaynes για την σύνδεση διαφορετικών εγκεφαλικών λειτουργιών με την ιστορική εξέλιξη, και ένα ενδιαφέρον αυτοτελές πόνημα για την ψυχολογική ανάλυση σύγχρονων κοινωνικών παθογενειών, όπως ο ναρκισσισμός και η θυματοποίηση.
Το έργο παρουσιάζει, πάντα με σεβασμό, τις θέσεις στοχαστών όλων των αποχρώσεων, διαχωρίζοντας την κριτική στις ιδέες και τις πράξεις που τυχόν ενέπνευσαν, από το ήθος των διανοητών και την αξία τους στην παγκόσμια ιστορία της σκέψης. Τούτο δε σημαίνει ότι ο συγγραφέας δεν έχει συμπάθειες, ότι δεν βρίσκει κάποιες θεωρίες εγγύτερα προς την δική του οπτική και προδιάθεση. Είτε από την αφιέρωση παραπάνω χώρου, είτε από ρητή κατάφαση, ο συγγραφέας ξεχωρίζει τον Oswald Spengler, τον Γιώργο Κοντογιώργη και τον π. Νικόλαο Λουδοβίκο. Γνώμη του γράφοντος είναι πως τούτη η χαμηλόφωνη υποκειμενικότητα δεν αφαιρεί από το ποιόν του έργου, αντίθετα η διαφάνειά της εντείνει την εμπιστοσύνη του αναγνώστη προς τον δημιουργό. Κι αυτό, σε μία εποχή όπου περισσεύει η περισπούδαστη συγκάλυψη της ιδεολογίας υπό τον μανδύα της απόλυτης επιστημοσύνης, κατά το δόγμα «μεταμοντέρνοι προς τους άλλους, θετικιστές για τον εαυτό μας».
Το βιβλίο «Αναζητώντας το κλειδί της ιστορίας» δεν είναι πρόσφορο μόνο ως μία συνοπτική και ευανάγνωστη εισαγωγή στον κλάδο της φιλοσοφίας της ιστορίας. Πλάι στην παράθεση θεωριών και προσωπικοτήτων, προβαίνει σε νέες κρίσεις πάνω στην ιστορική αντίληψη της εποχής μας, η οποία γεννά τη σύγχρονη φιλοσοφία της ιστορίας (ή την απουσία αυτής) και κυοφορεί, σε συνέχεια ή σε ρήξη με το «πνεύμα» της, τις φιλοσοφίες του μέλλοντος. Κι αν η ιστορία δεν έχει κλειδί, έχει οπωσδήποτε κλειδαριές, οπότε ο ανθρώπινος νους θα συνεχίσει να παλεύει έξω από τις θύρες της.