Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος – μεταπτυχιακός φοιτητής Βυζαντινής ιστορίας
Σήμερα η Σουηδία είναι συνυφασμένη στην κοινή γνώμη με την ειρηνική διάθεση και την ουδετερότητα. Ελάχιστα γνωστό είναι πως από τον 17ο ως τον 18ο αιώνα, η Σουηδική αυτοκρατορία ήταν μία ακαταμάχητη στρατιωτική δύναμη. Υπό την ηγεσία στρατηλατών όπως ο Γουσταύος Αδόλφος και ο Κάρολος ΙΒ’, εκπαιδευμένοι σκληρά και με έναν τρομερό θρησκευτικό ζήλο να τους δίνει θάρρος, οι Σουηδοί στρατιώτες σάρωσαν τα πάντα στο πέρασμα τους από τα γερμανικά δάση ως τις ουκρανικές στέπες, όπου τελικά τους αναχαίτισε η ανερχόμενη δύναμη της Ρωσίας.
Η Μεσαιωνική Σουηδία
Η αρχαία Σουηδία κατοικείτο από γερμανογενή φύλλα. Τα φύλλα αυτά, μαζί με τους δυτικούς και νοτίους συγγενείς τους, έγιναν γνωστοί ως Βίκινγκς, ο τρόμος της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ενώ όμως οι Δανοί και Νορβηγοί στράφηκαν δυτικά (Βρετανία, Γαλλία), οι θαλασσοπόροι της Σουηδίας επεκτάθηκαν στην αντίθετη πλευρά. Με τη Βαλτική θάλασσα να τους οδηγεί στην ανατολικοευρωπαϊκή πεδιάδα, διέπλευσαν τους ποταμούς της (Βόλγα, Δνείπερο) και έφθασαν μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και την Κασπία θάλασσα. Οι Σουηδοί Βίκινγκς ίδρυσαν πόλεις όπως το Νόβγκοροντ και το Κίεβο, υποτάσσοντας τους Σλάβους της περιοχής. Ο «λαός των κωπηλατών», οι Ρως όπως ονομάστηκαν, έθεσε τι βάσεις της μελλοντικής Ρωσίας. Τα πλοία τους έφτασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, όπου οι Ρως τιθασεύθηκαν τελικά από τη βυζαντινή διπλωματία.
Πίσω στη Σκανδιναβία, σουηδικό κράτος συνίσταται τον 10ο αιώνα, οπότε έχουμε τους πρώτους ιστορικά τεκμηριωμένους βασιλείς. Η είσοδος της Σουηδίας στον δυτικό πολιτισμό σηματοδοτείται από τον εκχριστιανισμό της (11ο αι.). Οι Σουηδοί συμμετείχαν στις Βόρειες Σταυροφορίες και κατέκτησαν τις ακτές της Φινλανδίας, συντρίβοντας τους εκεί παγανιστές (1249, 1293). Έκτοτε και για πάνω από 500 έτη η Φινλανδία και η Σουηδία συνέδεσαν τις τύχες τους ως η πρώτη οργανική συνέχεια της δεύτερης. Ταυτόχρονα εκείνες οι εκστρατείες έφεραν για τους Σουηδούς σε πολεμική επαφή με τους Ρώσους, καθώς ο πρίγκηπας του Νόβγκοροντ, Αλέξανδρος Νέφσκυ, τους εμπόδισε να προχωρήσουν νοτιότερα. Τον ύστερο Μεσαίωνα ολόκληρη η περιοχή της Βαλτικής θάλασσας έσφυζε από ανάπτυξη και ανταγωνισμούς, με τη Δανία και τη Σουηδία από το βορρά και τους Τεύτονες Ιππότες, τη Χανσεατική Ένωση, την Πολωνία και τη Λιθουανία από το νότο σε διαρκή διελκυστίνδα ισχύος.
Ο 14ος αιώνας υπήρξε ταραγμένος. Ο βασιλιάς Μάγκνους Δ’ (1319-1364) βρέθηκε να ηγεμονεύει τη Σουηδία, τη Σκάνια (το νότιο άκρο της Σκανδιναβίας) και τη Νορβηγία, όμως ήταν αντιδημοφιλής και αντιμετώπιζε αυξανόμενο ανταγωνισμό από τη Δανία. Φυγάδες Σουηδοί ευγενείς παρότρυναν τον δούκα Αλβέρτο του Μεκλεμβούργου να πλεύσει τη Βαλτική και να καταλάβει το θρόνο. Ο Αλβέρτος ενεπλάκη σε έναν οκταετή πόλεμο με τον Μάγκνους, εκτοπίζοντας τον το 1364. Η απόπειρα του να περιορίσει τις γαίες των ευγενών προκάλεσε ξανά αντιδράσεις, με τη σουηδική φεουδαρχία να στρέφεται στη Δανία. Η βασίλισσα Μαργαρίτα άδραξε την ευκαιρία: ο στρατός της εισέβαλε στη Σουηδία και συνέτριψε τον Αλβέρτο, συλλαμβάνοντας τον αιχμάλωτο (1389). Το 1395 ο Αλβέρτος παραιτήθηκε από το θρόνο σε αντάλλαγμα της ελευθερίας του και η Μαργαρίτα, εξ ονόματος του ανηλίκου υιού της Όλαφ (ήδη βασιλιά της Νορβηγίας), πέτυχε την ένωση της Σουηδίας με τη Δανία. Από ένα μείγμα κληρονομιών, συνομωσιών και πολέμων τα σκανδιναβικά κράτη συνέπηξαν μία «ομοσπονδία», την Ένωση του Κάλμαρ. Οι τρεις χώρες παρέμεναν διακριτά βασίλεια, όλες όμως είχαν μονάρχη το βασιλιά της Δανίας. Η εμμονή των Δανών να μη σέβονται τις τοπικές ευαισθησίες υπονόμευσε εξ αρχής το εγχείρημα.
Μια νέα δύναμη γεννιέται (1523-1611)
Εξεγέρσεις ταλάνιζαν τη δανική κυριαρχία στη Σουηδία. Η περιθωριοποίηση της τοπικής αριστοκρατίας και η αυταρχική διακυβέρνηση καλλιεργούσαν διαθέσεις ανεξαρτητοποίησης. Στις αρχές του 16ου αιώνα η κατάσταση εκτραχύνθηκε, με το βασιλιά Χριστιανό Β’ να αναγκάζεται να επεμβεί στρατιωτικά. Μετά την ήττα του το 1518, προφασίστηκε ανακωχή με τους Σουηδούς και πέτυχε την παράδοση σε αυτόν έξι ομήρων, ως εγγύηση για την ασφάλεια του όταν θα προσερχόταν στις διαπραγματεύσεις. Με την υπαναχώρηση όμως του βασιλιά οι έξι άνδρες οδηγήθηκαν στη Δανία, όπου φυλακίστηκαν. Ο Χριστιανός μερίμνησε για την άνετη διαμονή τους, υπολογίζοντας στον προσεταιρισμό τους. Αυτό όντως έγινε με τους πέντε, ένας 24χρονος γόνος ευγενών όμως έμεινε πιστός στον εθνικό σκοπό. Ονομαζόταν Γουσταύος Έρρικσον Βάζα.
Το 1519 ο Γουσταύος απέδρασε στη Γερμανία και ακολούθως επέστρεψε στη Σουηδία. Όσο εκείνος κρατείτο, ο Χριστιανός επανέλαβε την εκστρατεία του και μπόρεσε τελικά να κάμψει τους εξεγερμένους. Ένα χρόνο μετά υποσχέθηκε αμνηστία και στέφθηκε βασιλιάς της Σουηδίας στη Στοκχόλμη. Ενώ όμως είχε καλέσει τους ευγενείς σε εορτασμούς, τους παγίδευσε και εκτέλεσε περίπου 100 από αυτούς, ανάμεσα τους τον πατέρα του Γουσταύου. Ο νεαρός Βάζα κατέφυγε στην ύπαιθρο προσπαθώντας να στρατολογήσει χωρικούς. Παρά τις αρχικές δυσκολίες, συγκέντρωσε ένα ικανό στράτευμα με το οποίο εξαπέλυσε τον Σουηδικό Απελευθερωτικό Πόλεμο. Στις 6 Ιουνίου του 1523 ο Γουσταύος ορκίστηκε βασιλιάς και στις 17 εισήλθε στη Στοκχόλμη, κηρύσσοντας το Βασίλειο της Σουηδίας. Με εκείνον ξεκίνησε η δυναστεία των Βάζα, που κυβέρνησε τη χώρα ως τις αρχές του 19ου αιώνος. Το νέο βασίλειο περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης Σουηδίας με εξαίρεση τις νότιες και νοτιοδυτικές ακτές, και τη Φινλανδία. Η Δανία κράτησε τον έλεγχο της Νορβηγίας και της Σκάνια.
Στην 37-ετή βασιλεία του ο Γουσταύος αποδείχθηκε δραστήριος ηγέτης: οι μεταρρυθμίσεις του κατέλυσαν το φεουδαρχικό σύστημα και ενίσχυσαν τη βασιλική εξουσία, στα πλαίσια των συγκεντρωτικών τάσεων της εποχής. Η εξορία του φιλοδανού αρχιεπισκόπου τον έφερε σε σύγκρουση με τη Ρώμη. Με αφορμή την αδιαλλαξία του ποντίφικα ο Γουσταύος στράφηκε προς το Λουθηρανισμό και έθεσε τη Σουηδική Εκκλησία υπό τον έλεγχο του. Η αποκοπή τη Σουηδία από τη Ρώμη θα είχε ριζικό αντίκτυπο στην πορεία της χώρας και την ευρωπαϊκή ιστορία. Για πάνω από έναν αιώνα τη Γηραιά Ήπειρο συνετάραξαν θρησκευτικοί πόλεμοι, στους οποίους το μικρό βασίλειο του Γουσταύου έπαιξε απρόσμενα μεγάλο ρόλο. Ο ίδιος όμως εστίασε στα εσωτερικά θέματα, με την εξαίρεση ενός συντόμου (1554-1557) συνοριακού πολέμου με τη Ρωσία του Ιβάν του Τρομερού,. Οι τριβές στα σύνορα της Φινλανδίας και τι βαλτικές ακτές της Εσθονίας και της Λιβονίας (νότια Εσθονία/βόρεια Λεττονία) αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα για την έκρηξη πολλών συγκρούσεων.
Μετά το θάνατο του Γουσταύου το 1560, στο θρόνο ανήλθε ο γιος του, Ερρίκος ΙΔ’. Ο Ερρίκος ήταν άνθρωπος εξαιρετικής καλλιέργειας αλλά ψυχολογικά ασταθής. Στην εξωτερική πολιτική θέλησε να επεκτείνει τη Σουηδία προς τις βαλτικές χώρες. Η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση είχε προκαλέσει την κατάρρευση του μοναστικού κράτους των Λιβονών Ιπποτών με τη μετατροπή του σε κοσμικό δουκάτο. Το νέο κρατίδιο αναζήτησε στην Πολωνία στήριγμα έναντι της ρωσικής επέκτασης, κάτι που προκάλεσε την οργή της Μόσχας. Ακολούθησε ρωσική εισβολή και πολωνική ανταπάντηση. Εκμεταλλευόμενη τη σύγχιση η Σουηδία αποβίβασε στρατεύματα στην Εσθονία, χώρο όμως παραδοσιακού ενδιαφέροντος της Δανίας. Έτσι ξέσπασε ταυτόχρονα ο Επταετής Δανο-Σουηδικός πόλεμος (1563-1570) με τον Λιβονικό πόλεμο (1558-1583). Η Σουηδία απέκρουσε τις δανικές προσπάθειες για αναστήλωση της Ένωσης του Κάλμαρ και κατέλαβε την Εσθονία, καθώς οι αρχικές ρωσικές νίκες θορύβησαν τους πρώην αντιπάλους, που συνέπραξαν για τη ματαίωση των σχεδίων της Μόσχας. Ο Ερρίκος όμως δε θα γιόρταζε τη νίκη αυτή στο θρόνο του. Η ψυχολογία του επιδεινώθηκε ραγδαία, οδηγώντας τον να διατάξει και να συμμετάσχει προσωπικά στη σφαγή μίας αριστοκρατικής οικογένειας. Οι Σουηδοί ευγενείς τον ανέτρεψαν (1568), με τον ίδιο να πεθαίνει εννέα έτη αργότερα στη φυλακή, δηλητηριασμένος. Το θρόνο πήρε ο αδελφός του, Ιωάννης Γ’. Εκείνος ολοκλήρωσε τη συμμετοχή της Σουηδίας στους προαναφερθέντες πολέμους, σφραγίζοντας την ισοπαλία με τη Δανία και καταλαμβάνοντας, μετά την Εσθονία, και την Ινγκρία, την περιοχή στις ανατολικές ακτές του Φιννικού κόλπου. Από την άλλη, επηρεασμένος από την Πολωνή σύζυγο του Αικατερίνη, προσπάθησε να περιορίσει το ριζοσπαστισμό της Σουηδικής Εκκλησίας και να αποκαταστήσει ορισμένα δικαιώματα για το διωκόμενο Καθολικισμό. Οι προσπάθειες του έπεσαν στο κενό, καθώς ο Λουθηρανισμός είχε πλέον ισχυρά ερείσματα σε όλην την κοινωνία. Πέθανε το 1592.
Ο θάνατος του Ιωάννη βρήκε το γιο του Σιγισμούνδο, να έχει από το 1587 εκλεγεί βασιλιάς της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας, μίας από τις ισχυρότερες δυνάμεις στην Ευρώπη και προπύργιο του Καθολικισμού. Η προσωπική ένωση της Σουηδίας με την Πολωνία υπό καθολικό βασιλιά θορύβησε πολλούς Σουηδούς, οι οποίοι φοβήθηκαν όχι μόνο τυχόν λατινική παλινόρθωση αλλά και απώλεια ανεξαρτησίας, αφού ο Σιγισμούνδος επέλεξε να κυβερνά από την Κρακοβία. Ο θείος του και τελευταίος γιος του Γουσταύου Α’, Κάρολος, αναδείχθηκε αμέσως σε αντίπαλο πόλο εξουσίας μέσα στο σουηδικό βασίλειο. Υπό την πίεση του και συγκαλώντας τη Βουλή χωρίς βασιλική έγκριση, ο Κάρολος πέτυχε τη διασφάλιση της θέσης του Λουθηρανισμού ως επίσημης θρησκείας και το διορισμό του ιδίου ως αντιβασιλέα. Η πιστή στον Σιγισμούνδο φιννική αριστοκρατία αντέδρασε και ακολούθησαν εξεγέρσεις. Το 1597 κλιμακώθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο, με τον Κάρολο συντρίβει τους Φίννους. Ο Σιγισμούνδος αποβιβάστηκε με έναν μικρό στρατό μισθοφόρων στη Σουηδία, ο Κάρολος όμως κατατρόπωσε τους οπαδούς του Σιγισμούνδου και τελικά τον ίδιο. Στη μάχη για τις γέφυρες του Στάνγκεμπρο, ο στρατός του Σιγισμούνδου κατέρρευσε από την ξαφνική επίθεση των Λουθηρανών, με τον ίδιο να συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Ο Κάρολος κηρύχθηκε βασιλιάς από τη σουηδική Βουλή και ο Σιγισμούνδος εξορίστηκε πίσω στην Πολωνία. Το τέλος της βραχύβιας σουηδο-πολωνικής ένωσης υπήρξε η αρχή διαδοχικών πολέμων μεταξύ των δύο δυνάμεων.
Ως Κάρολος Θ’, ο βασιλιάς ενεπλάκη στον πόλεμο μεταξύ Πολωνίας και Ρωσίας. Εκείνη την εποχή οι δυνάμεις του Σιγισμούνδου προέλαυναν βαθιά σε ρωσικά εδάφη, καταλαμβάνοντας το Σμολένσκ και εν τέλει την ίδια τη Μόσχα. Ευρισκόμενοι σε καθεστώς πλήρους αναρχίας, οι Ρώσοι κάλεσαν τους Σουηδούς σε βοήθεια. Η Σουηδία αποβίβασε στρατό στη νότια ακτή της Βαλτικής, κατέλαβε το Νόβγκοροντ και σχεδίασε την προώθηση δικού της πρίγκιπα στον κενό τσαρικό θρόνο. Οι Πολωνοί όμως επανειλημμένα διέλυσαν τις σουηδικές δυνάμεις, οδηγώντας στην ανακωχή του 1610. Το επόμενο έτος ο Κάρολος πέθανε, αφήνοντας πίσω του τον 17χρονο Γουσταύο Αδόλφο. Μια νέα εποχή ξεκινούσε για τη Σουηδία και όλη την Ευρώπη.
Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία