ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος – μεταπτυχιακός φοιτητής Βυζαντινής ιστορίας
Ο θρυλικός Γουσταύος Αδόλφος ξεκίνησε την Stormaktstiden, την «Εποχή της Μεγάλης Δύναμης» της Σουηδικής Αυτοκρατορίας. Ένας από τους πλέον καινοτόμους στρατηγούς στην ιστορία, όχι μόνο οδήγησε τη χώρα του από περιθώριο στην κορυφή, αλλά σημάδεψε ανεξίτηλα την τέχνη του πολέμου. Κυβέρνησε το βασίλειο του ως ικανός διαχειριστής και εκσυγχρονιστής, αναβαθμίζοντας τη Σουηδία του ενός εκατομμυρίου κατοίκων σε μία οικονομία που μπορούσε να υποστηρίξει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του.
Από την πρώτη στιγμή ο Γουσταύος «κληρονόμησε» την έχθρα του Σιγισμούνδου, που από την Πολωνία μηχανορραφούσε για την επάνοδο του, και ανοικτά μέτωπα με Ρωσία και Δανία. Το 1612 οι Ρώσοι έδιωξαν του Πολωνούς από τη Μόσχα και αναστήλωσαν το κράτος τους υπό τη δυναστεία των Ρομανόφ. Ο Γουσταύος όμως αρνήθηκε να αποσύρει τα στρατεύματα του και συνέχισε να πιέζει για την επιβολή του αδελφού του Καρόλου Φιλίππου στο ρωσικό θρόνο. Οι Σουηδοί απέτυχαν να καταλάβουν το Τιχβίν και το Πσκοβ, όμως το 1617 ο Γουσταύος εξανάγκασε το Μιχαήλ Ρομανόφ να υπογράψει τη συνθήκη του Στόλμποβο, με την οποία η Ρωσία αποδεχόταν την απώλεια της Ίνγκρια και επιπλέον παρέδιδε την Καρέλια. Συγχρόνως η Δανία εξαπέλυσε επίθεση στα σουηδικά εδάφη, πυροδοτώντας τον πόλεμο του Κάλμαρ (1611-13). Το ισχυρό δανικό ναυτικό επικράτησε, όμως η Σουηδία δεν υπέστη συντριπτικές απώλειες. Υπό τις πιέσεις Άγγλων και Ολλανδών, οι οποίοι φοβούντο τυχόν αύξηση της δύναμης της Δανίας, ο πόλεμος τερματίστηκε με διατήρηση του status quo και καταβολή σουηδικών αποζημιώσεων. Η επιμονή του Σιγισμούνδου να εκθρονίσει το Γουσταύο οδήγησε σε διαδοχικές συγκρούσεις από το 1617 ως το 1629. Το αποτέλεσμα των πολωνο-σουηδικών πολέμων ήταν μάλλον αμφίρροπο, η κατάληψη όμως της Λιβονίας από τα στρατεύματα του Γουσταύου είχε ως συνέπεια τη μεταβολή της Βαλτικής θάλασσας σε «σουηδική λίμνη» και την εξάλειψη της πολωνικής ναυτικής ισχύος. Η διατήρηση της ηγεμονίας στα παράλια, τα λιμάνια και τις υδάτινες οδούς της Βαλτικής (dominium maris baltici) υπήρξε κύριος άξονας της σουηδικής πολιτικής επί δεκαετίες.
Ενώ στη Σκανδιναβία και τη Βαλτική συνεχίζονταν οι, πατροπαράδοτοι σχεδόν, τοπικοί πόλεμοι, νοτιότερα οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Η Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία βρισκόταν σε αναταραχή. Οι Αψβούργοι, που ήλεγχαν τους θρόνους της Ισπανίας και της Αυστρίας, αγωνιζόταν να εδραιώσει την κυριαρχία της στα γερμανικά πριγκιπάτα και να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό της Γαλλίας. Από την άλλη η Γερμανία μαστιζόταν και από θρησκευτικές διαιρέσεις, καθώς η Λουθηρανική Μεταρρύθμιση είχε διασαλεύσει την παπική-αυτοκρατορική τάξη. Ύστερα από σφοδρούς πολέμους το 16ο αιώνα, η Ειρήνη του Άουγκσμπουργκ (1555) επέτρεψε σε κάθε τοπικό ηγεμονίσκο να επιβάλει την πίστη του στα εδάφη του (cuius regio, eius religio), οι συγκρούσεις όμως σε μικτές περιοχές συνεχίζονταν. Μικρής διάρκειας αλλά μεγάλης έντασης αψιμαχίες ξεσπούσαν σε όλη τη Γερμανία, ενώ η προτεσταντική Ολλανδία εξεγέρθηκε κατά των Ισπανών επικυριάρχων της, οδηγώντας σε μακροχρόνιο πόλεμο. Το 1618 ο γηραιός αυτοκράτορας Ματθίας προώθησε το γιο του Φερδινάνδο στο θρόνο της Βοημίας ως προετοιμασία για τη γενική διαδοχή του. Ο Φερδινάνδος όμως ήταν φανατικός καθολικός που είχε εναντιωθεί στην πολιτική συνύπαρξης των δογμάτων, θεωρώντας τη θρησκευτική διαίρεση ως εμπόδιο στην ενότητα της αυτοκρατορίας. Παρ’ ότι αρχικά η συνέλευση των τάξεων της Βοημίας δέχθηκε αυτό το διακανονισμό, οι διαπραγματεύσεις της με τους αντιπροσώπους του Φερδινάνδου εκτραχύνθηκαν. Υποστηρίζοντας πως ο νέος βασιλιάς σκόπευε να καταδιώξει την προτεσταντική κοινότητα της χώρας, οι Βοημοί πέταξαν τους πρέσβεις από το παράθυρο του μεγάρου της καγκελαρίας. Η Δεύτερη Εκπαραθύρωση της Πράγας (23 Μαΐου 1618) υπήρξε το πρώτο στιγμιότυπο του Τριακονταετούς Πολέμου.
Η βοημική εξέγερση κατεστάλη γρήγορα, με την καταστροφή των επαναστατών στη μάχη του Λευκού όρους από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις του κόμη Γιοχάνες Τιλύ. Στρατεύματα από την Ισπανία και τα καθολικά γερμανικά κράτη διέλυσαν την προτεσταντική αντίσταση κατά μήκος της Γερμανίας. Η γρήγορη νίκη των καθολικών προκάλεσε ανησυχία στις βόρειες προτεσταντικές χώρες, με τη Δανία να επεμβαίνει στον πόλεμο το 1625. Το εγχείρημα αυτό λίγο έλλειψε να καταλήξει σε καταστροφή, αφού οι καθολικές δυνάμεις υπό τον Άλμπρεχτ Βάλλενσταϊν όχι απλά απέκρουσαν το στρατό του βασιλιά Χριστιανού Δ’, αλλά προέλασαν μέσα στη Γιουτλάνδη και λίγο έλλειψε να καταλάβουν την Κοπεγχάγη. Η συντετριμμένη Δανία αποσύρθηκε το 1630.
Εκείνη τη στιγμή ανέτειλε το άστρο του Γουσταύου Αδόλφου. Φοβούμενος πως μία συντριπτική καθολική επικράτηση στη Γερμανία θα αποτελούσε κίνδυνο για τη Σουηδία και τις βαλτικές της κτήσεις, από το 1629 ξεκίνησε προετοιμασίες, εκπαιδεύοντας το στρατό του και συγκεντρώνοντας πλοία και πυρομαχικά. Τις δαπάνες κάλυψαν εν πολλοίς οι σύμμαχοι της Σουηδίας, Ολλανδία και Γαλλία. Η δεύτερη ήταν ένα ακραιφνώς καθολικό κράτος, όμως η κυβέρνηση του καρδιναλίου Ρισελιέ έβλεπε με μεγάλη ανησυχία την αύξηση της ισχύος των Αψβούργων. Ο Γουσταύος αποβιβάστηκε στην Πομερανία στις 6 Ιουλίου 1630. Αρχικά με μόλις 4.000 στρατιώτες μαζί του, ο Γουσταύος εγκατέστησε ασφαλή προγεφυρώματα στις βόρειες γερμανικές ακτές και μετέφερε ενισχύσεις από τη Σουηδία. Με τη μαζική εισροή Σκώτων και Γερμανών μισθοφόρων, ο στρατός του έφθασε τις 20-30.000.
Από νωρίς τη σουηδική επέμβαση απείλησε να εκτροχιάσει η διστακτικότητα λουθηρανικών γερμανικών ηγεμονιών όπως το Βρανδεμβούργο και η Σαξονία, οι οποίες, θορυβημένες από τις επιτυχίες του Τιλύ, προτίμησαν αρχικά να τηρήσουν ουδέτερη στάση. Ο δούκας Γεώργιος Γουλιέλμος του Βρανδεμβούργου και ο εκλέκτορας Ιωάννης Γεώργιος της Σαξονίας εμπόδισαν τη διέλευση σουηδικών στρατευμάτων, τη στιγμή που οι καθολικές δυνάμεις προέλαυναν ανενόχλητες. Στις 20 Μαΐου 1631 το Μαγδεμβούργο, επί μακρόν πολιορκούμενο από τους καθολικούς, έπεσε αβοήθητο στις δυνάμεις των Τιλύ και Πάπενχαϊμ. Ακολούθησε σφαγή των κατοίκων, ενώ η ίδια η πόλη λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε. Η είδηση της άλωσης, πέρα από τον τρόμο που σκόρπισε, υπήρξε ο καταλύτης για τη λήξη του διχασμού μεταξύ Σουηδών και Γερμανών. Το Σεπτέμβριο ο Τιλύ οδήγησε μία στρατιά 35-40.000 ανδρών διαμέσου της Σαξονίας, καταλήγοντας να πολιορκήσει την Λειψία. Φοβούμενος πως η ως τότε άθικτη από τον πόλεμο χώρα του θα αιματοκυλιστεί από τους καθολικούς, ο Ιωάννης Γεώργιος επέτρεψε στο Γουσταύο να εισέλθει στα σαξονικά εδάφη και έθεσε το στρατό του στη διάθεση του. Οι συμμαχικές δυνάμεις συναντήθηκαν στο Ντούμπεν και κινήθηκαν προς νότον. Ο λουθηρανικός στρατός συνάντησε τον καθολικό στην πεδιάδα του Μπράιτενφελντ στις 17 του μηνός. Η μάχη που ακολούθησε καταξίωσε τον Γουσταύο Αδόλφο ως στρατιωτική μεγαλοφυία και είχε καίρια σημασία για την εξέλιξη του πολέμου.
Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν σχετικά ισοδύναμες: αυτό που πραγματικά έδινε το πλεονέκτημα στο Γουσταύο ήταν ο ανώτερος εξοπλισμός και οι τακτικές του σουηδικού στρατού. Η μάχη ξεκίνησε με ανταλλαγή κανονιοβολισμών, ενώ ακολούθησε επέλαση του αυτοκρατορικού ιππικού. Οι καθολικοί ιππείς προσέγγισαν τις σουηδικές γραμμές και άνοιξαν διαδοχικά πυρ, χωρίς όμως να διασπάσουν την αντίπαλη παράταξη, η οποία τους απέκρουσε με θεριστικές ομοβροντίες. Ύστερα από επτά αποτυχημένες εφόδους, το σουηδικό και φιννικό ιππικό αντεπιτέθηκε με γυμνές σπάθες, τρέποντας τους σε φυγή. Ο Τιλύ ανταπάντησε στέλνοντας το παλαίμαχο πεζικό του εναντίον των Σαξώνων, συντρίβοντας τους με χαρακτηριστική ευκολία. Με τους συμμάχους του να υποχωρούν πανικόβλητοι, ο Γουσταύος βρέθηκε με εκτεθειμένη την αριστερή πλευρά του. Τα τετράγωνα όμως του ισπανικού πεζικού (tercios) ήταν πολύ δυσκίνητα, δίνοντας χρόνο στους Σουηδούς όχι μόνο να αλλάξουν το μέτωπο του στρατού τους, αλλά και να επιτεθούν πρώτοι. Η δεξιά πτέρυγα του σουηδικού στρατού επιτέθηκε στο στρατόπεδο των καθολικών και κατέλαβε τα πυροβόλα τους, τα οποία έστρεψε προς το παγιδευμένο πεζικό τους. Με μία φαινομενικά σίγουρη νίκη να μετατρέπεται σε σφαγή, οι αυτοκρατορικοί υπέστησαν τεράστιες απώλειες. Ο στρατηγός Τιλύ υποχώρησε τραυματισμένος, αφήνοντας πίσω του 7.000 νεκρούς και 6.000 αιχμαλώτους, μαζί με όλο το πυροβολικό του. Η προτεσταντική πλευρά θρηνούσε 3.500 Σουηδούς και 2.000 Σάξωνες.
Μετά το θρίαμβο στο Μπράιτενφελντ περισσότεροι Γερμανοί πρίγκιπες αναθάρρησαν και διέθεσαν τις δυνάμεις τους στο Σουηδό βασιλιά. Ο Γουσταύος διαχείμασε τη Ρηνανία, ενώ το Μάρτιο του 1632 επέστρεψε δριμύτερος, προελαύνοντας προς νότον με 40.000 άνδρες. Οι καθολικοί στρατοί δεν είχαν ακόμη ανακάμψει, ενώ οι αντιζηλίες εντός της στρατιωτικής ηγεσίας εμπόδιζαν τυχόν αποτελεσματικό συντονισμό δυνάμεων. Στις 15 Απριλίου οι Φίννοι ιππείς του Γουσταύου εγκατέστησαν προγεφύρωμα στις όχθες του ποταμού Λεχ, κοντά στην πόλη Ράιν στη Βαυαρία. Προτού μπορέσουν οι Βαυαροί και Αυστριακοί του Τιλύ να τους αποκρούσουν, ο υπόλοιπος προτεσταντικός στρατός πέρασε τον ποταμό και τους συνέτριψε. Ο κόμης Τιλύ τραυματίστηκε και πέθανε λίγο αργότερα από τέτανο. Τους επόμενους μήνες οι αυτοκρατορικοί μπόρεσαν να καθυστερήσουν την προέλαση των Σουηδών νοτιότερα και να σώσουν τη Νυρεμβέργη. Στη μάχη του Άλτε Βέστε (Σεπτέμβριος) οι Σουηδοί απέτυχαν να καταλάβουν το στρατόπεδο των καθολικών, οι οποίοι υπό τον Βάλλενσταϊν αντεπιτέθηκαν προξενώντας τους σοβαρές απώλειες. Η σουηδική επέμβαση είχε αποτύχει να φέρει μια οριστική προτεσταντική επικράτηση, είχε όμως αλλάξει ριζικά τις πολιτικές συνθήκες, με τον Γουσταύο Αδόλφο να σκέπτεται τη διεκδίκηση του τίτλου της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια. Στις 16 Νοεμβρίου Γουσταύος και Βάλλενσταϊν συναντήθηκαν ξανά στο Λούτζεν, κοντά στη Λειψία της Σαξωνίας. Με την ομίχλη να μειώνει την ορατότητα, οι Σουηδοί και οι αυτοκρατορικοί συγκρούστηκαν μανιωδώς, με τη νίκη να αλλάζει χέρια πολλές φορές. Ο θάνατος του καθολικού στρατηγού Πάπενχαϊμ παρ’ ολίγον να οδηγήσει το μέτωπο σε κατάρρευση, όμως ακολουθήθηκε από ένα ακόμη πιο αναπάντεχο γεγονός. Οδηγώντας το ιππικό του, ο Γουσταύος χάθηκε μέσα στον καπνό και την ομίχλη και περικυκλώθηκε. Παρά τον απεγνωσμένο αγώνα της σωματοφυλακής του, ο βασιλιάς δέχθηκε πυροβολισμούς και πλήγματα από όλες τις πλευρές, με αποτέλεσμα το θάνατο του. Η είδηση παρέμεινε κρυφή, και έτσι παρά τις μεγάλες απώλειες τους οι Σουηδοί μπόρεσαν να κερδίσουν μία πύρρειο νίκη. Λίγο αργότερα πληροφορήθηκαν με συντριβή το χαμό του βασιλιά τους.
Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία