Άρθρο του Walter Devereux για το αμερικανικό περιοδικό Social Matter
Απόδοση στα ελληνικά: Μάριος Νοβακόπουλος *
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Το εν λόγω κείμενο αποτελεί το πρώτο από τα δύο μέρη μίας πρωτότυπης πραγματείας, γύρω από τη σημασία που έπαιξε το Ευρωπαϊκό δάσος στην ψυχή του Δυτικού ανθρώπου, από τα ζωντανά, μυθικά δάση του Μεσαίωνα, μέχρι τη νέκρωση που έφερε η σύγχρονη εποχή και τη μάταια απόπειρα των Ρομαντικών να τους ξαναδώσουν λίγη μαγεία. Αναφέρεται στις ιδιαίτερες λαογραφικές και θρησκευτικές παραδόσεις των Δυτικοευρωπαϊκών εθνών: ο Έλληνας, λόγω κλίματος και γεωγραφίας, δεν είχε την ίδια σχέση και τον ίδιο ισχυρό δεσμό με το δάσος και τα πλάσματα του. Παρ’ όλα αυτά το κείμενο αποτελεί όχι μόνο μία ευχάριστη μελέτη στα άδυτα της Ευρωπαϊκής ψυχοσύνθεσης και πολιτισμού, αλλά και μία ευφυή κριτική του στεγνού ορθολογικού πνεύματος, που είναι άριστο στο να μετρά τα πάντα αλλά γυμνό και ανήμπορο όταν έρχεται η ώρα να τους δώσει νόημα.
* * *
Στην Ανατολή, υπάρχει η αίσθηση της ερημιάς ως ενός τόπου ειρήνης και καταφυγής. Από εκείνες τις αρχαίες ημέρες των ερημητών προφητών που κατέβαιναν από τα όρη για να καταδικάσουν τον παραστρατημένο λαό του Ισραέλ και τους παγανιστές εμπόρους της Μέκκας μέχει τους μύστες Σούφι του 12ου και του 13ου αιώνος που αναζήτησαν το Θεό στην έρημο, το πνεύμα της Ερημίας ήταν πάντα αυτό του ομιχλώδους μυστικισμού που επί μακρόν συνδέουν με τον Ασιατικό τύπο. Ανακαλεί κανείς το διάσημο τετράσρτιχο από την απόδοση του Rubáyyát από τον Φιζτζέραλντ το 1889:
“Ένα βιβλίο Στίχων κάτω από τα Κλαδιά
Μια Κανάτα Κρασί, ένα Καρβέλι Ψωμί – και Εσύ
Δίπλα μου, τραγουδώντας στην Ερημιά –
Ω! Παράδεισος είναι τώρα η Ερημιά!”
Ο Φιζτζέραλντ βεβαίως, χρησιμοποίησε κάποια ποιητική αδεία με το χειρόγραφο του Μπόντλιαν (ΣτΜ: βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου της Οξφόρδης) το οποίο μετέφραζε όταν εξέδωσε αυτό το κείμενο – όπως αβίαστα παραδέχθηκε ο ίδιος. Του άρεσε ακόμη η γερμανική πρακτική να γράφει με κεφαλαίο γράμμα τα ουσιαστικά (δεν ήταν θέμα ποιητικού λόγου – το έκανε και στις ιδιωτικές του επιστολές), συσκοτίζοντας σκοπίμως τη μυστική και θεολογική σημασία των στίχων. Το αγγλόφωνο κοινό του καθιέρωσε μία μακρά παράδοση λαϊκής ερμηνείας βλέποντας σε αυτό το τετράστιχο μία συνάντηση εραστών. Αναμενόμενα, και δεδομένης της επιρροής των πρωίμων Ρομαντικών που είχαν κάνει την ερημιά εκείνο το “ωραίο και ιδιωτικό μέρος” όπου ένας άνδρας μπορεί να αγκαλιάσει την ντροπαλή ερωμένη του. Ο αισθησιακός ερωτισμός του Ευρωπαϊκού μυαλού στα τέλη του 19ου αιώνος αγνοούσε το πνεύμα του ψευδο-Καγιάμ, του οποίου το πρωτότυπο τετράστιχο συλλαμβάνει πολύ πληρέστερα την πνευματική συνειδητοποίηση της ερημιάς την οποία εκείνοι είχαν μόλις πρόσφατα εγκαταλείψει:
“Επιθυμώ λίγο ρουμπινένιο κρασί και ένα βιβλίο με στίχους
Μόλις επαρκές για να με κρατήσει ζωντανό, χρειάζεται και μισό καρβέλι
Και ύστερα, το να καθίσουμε εγώ και εσύ στο έρημο μέρος
Είναι καλύτερα από το βασίλειο ενός σουλτάνου”
Ήταν τα ίδια πράγματα που έκαναν το Rubáyyát τόσο διάσημο. Για τον ψευδο-Καγιάμ, όμως, η Ερημιά δεν ήταν σε καμία περίπτωση ένα ιδιωτικό μέρος, και σίγουρα όχι για τις απολαύσεις των αισθήσεων. Ένα τρίμμα ψωμιού και ένα ποτήρι κρασί δεν πλησιάζουν την επικούρειο τρυφή του ερωτισμού της Βικτωριανής εποχής – και σίγουρα κανείς δεν φαντάζεται πως ο αφηγητής περιπλανήθηκε πέρα στην έρημο κρατώντας ένα αντίτυπο του Leaves of Grass (ΣτΜ; συλλογή ποιημάτων του Αμερικανού συγγραφέως Ουώλτ Ουίτμαν) όταν αναφέρει το “βίβλιο των στίχων. Για ποιόν λόγο ένα άνθρωπος μπορεί να πάει στην ερημιά με ψωμί, κρασί και τις γραφές; Σαν τον Μωυσή, τον Ηλία, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Μωάμεθ πριν από εκείνον, ο ψευδο-Καγιάμ βρίσκει το Θεό και συνομιλεί μαζί του.
Για χιλιετίες, οι άνθρωποι βρήκαν στην Ερημιά όχι μόνο τον Θεό, αλλά και δαίμονες, ημιθέους, τέρατα, πνεύματα και αγαθά και μοχθηρά, και τους ανθρωπίνους ακολούθους τους, κυνηγούς και δαμαστές αυτών τον ποικίλων όντων και πλασμάτων. Ιδιαίτερα η Ευρώπη είναι γεμάτη από μια ύπαιθρο καθορισμένη από τα αρχαία δάση της. Τούτα τα δάση και άλση ήταν καταφύγιο για ληστές και αιρετικούς, φωλιές μεγάλων, τερατόμορφων πλασμάτων και της αρχαίας λατρείας δολοφονημένων θεών – τόποι που ενέπνεαν τρομερό φόβο και ταραχή στους ανθρώπους για τις σωματικές και πνευματικές απειλές που συνιστούσαν για τις κοινότητες τους. Με το φόβο, παρ’ όλα αυτά, συνυπήρχε και μία αίσθηση εμπιστοσύνης, εφ’ όσον ανάμεσα στο δάσος και τους περιοίκους του διατηρείτο μία κάποια ισορροπία.
Ο Γκίφορντ Πίντσοτ παρατήρησε πως όταν ήταν κυβερνήτης της Πενσυλβάνια το αρχαίο δάσος της πολιτείας που κάποτε θεωρείτο μεγάλο εμπόδιο για τους αποίκους, μεταμορφώθηκε σε μία πολύτιμη πηγή πόρων που έπρεπε η πολιτεία να προστατεύσει. Πόσο είχε απομακρυνθεί αυτός ο μεγάλος φυσιολάτρης από τους αστούς του Μεσαίωνα, που προστάτευαν και συντηρούσαν τα δάση όχι για αυτό που το δάσος είχε να τους προσφέρει, αλλά για το τί ήταν το ίδιο το δάσος αφ’ εαυτό: το λίκνο της μεγάλης ποικιλομορφίας της Κτίσεως, κατοικία μεγάλων τεράτων και μεγάλων ηρώων (και ο μάγος Μέρλιν και ο Ρομπέν, έτσι κι αλλιώς, ζούσαν σε δάση, όπως και ο Πράσινος Ιππότης που αποκεφάλισε ο Σερ Γκαγουέιν στην ιστορία του βασιλιά Αρθούρου). Σε κανέναν δεν ανήκαν τα δάση, παρά μόνον σε εκείνους που κατοικούσαν σε αυτά. Ο βασιλιάς είχε τυπική αρμοδιότητα επί των κυνηγοτόπων, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της άγριας φύσης ήταν κατά κυριολεξίαν “no man’s land”, γη δίχως ανθρώπους: κανείς άνθρωπος δεν κατοικούσε εκεί, κανένας δεν το είχε στην ιδιοκτησία του, και κανένας δεν ταξίδευε σε αυτό χωρίς την εσωτερική τάση για κάποιο μεγάλο κατόρθωμα ή μια απελπιστική, μεγάλη ανάγκη που προσωρινά έπνιξε τον φόβο του για το Θεό.
Όλα αυτά έχουν περάσει πλέον: ζούμε στην εποχή του Γκίφορντ Πίντσοτ και της λίμνης του Ουόλντεν (ΣτΜ: λίμνη στη Μασσαχουσσέττη, όπου ο Αμερικανός συγγραφέας και ακτιβιστής Χένρι Δαβίδ Θορώ έγραψε το ομώνυμο βιβλίο για τη ζωή στη φύση) – την αποστειρωμένη, γκρίζα ερημιά που συνιστά είτε τόπο εκδρομών το Σαββατοκύριακο ή πηγή πλούτου διαθέσιμη για λεηλασία. Οι νύμφες και οι δρυάδες έχουν όλες αποξηρανθεί από τη δύναμη και το νόημα τους, οι δράκοι έχουν σφαγεί ή λιμοκτονήσει, ο βασιλίσκος και ο cockatrice (ΣτΜ: είδη δράκων) ζούν μόνο χαραγμένοι στην πέτρα. Πράγματι, το ένα και μοναδικό θρυλικό ζώο της Ευρωπαϊκής άγριας φύσης που οι επιστήμονες έχουν δεχθεί ως υπαρκτό – το ισχυρό άγριο βόδι άουροχς – έχει οδηγηθεί στην εξαφάνιση: το τελευταίο πέθανε το 1627. Ο κόσμος στον οποίο όλα αυτά υπήρχαν είναι τόσο απρόσιτος σε εμάς όσο και τα άγχη και οι προσδοκίες των προγόνων μας που των κατοικούσαν. Δεν μπορούμε ούτε τη γλώσσα τους να μιλήσουμε πια.
Όπως ο Τσέστερτον (ΣτΜ: Άγγλος παραδοσιοκεντρικός συγγραφέας) αναπαρέστησε την Παράδοση ως ένα είδος “δημοκρατίας των νεκρών” για να την κάνει εύπεπτη στο μετ-επαναστατικό κοινό της εποχής του, έτσι και το καλύτερο που εμείς μπορούμε να υιοθετήσουμε σε αυτό το νοητικό πλαίσιο είναι η συντήρηση του φανταστικού – αυτό το είδος του απαρχαιωμένου Ρομαντισμού που μας άφηνε ικανοποιημένους με το να κοιτάμε απλά στο παρελθόν και να αναστενάζουμε. Ζούμε, έτσι κι αλλιώς, σε αυτόν τον γκρίζο και παγωμένο χειμώνα του Δυτικού πολιτισμού: το πνεύμα μας είναι σε χειμερία νάρκη, η φυλή μας κοιμάται. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα. Μία νέα ιδεολογία είναι απαραίτητη: γιατί τα παιδιά μας θα είναι φελάχοι (ΣτΜ: Στην ιστορική θεωρία του Όσβαλντ Σπένγκλερ, φελάχοι είναι οι λαοί και άνθρωποι χωρίς ρίζες και ισχυρή ταυτότητα), και θα ανθρέψουν και εκείνα παιδιά φελάχους με τη σειρά τους, σε αναρίθμητες γενεές μέχρι να θυμηθούμε γιατί κάποτε πλησιάζαμε τις ερημιές με σεβασμό και αμηχανία.
Αρχέγονα Δάση και Μεσαιωνικοί άνθρωποι
Η Δύση γεννήθηκε από το αίμα του γηρασμένου και παραλύτου κλασσικού πολιτισμού, δολοφονημένου και διαμελισμένου, όπως ο γίγαντας Υμίρ, από τις Γερμανικές φυλές που περνούσαν το Ρήνο και το Δούναβη.Στο ρόλο των βορείων θεών Όντιν, Βίλι και Βε, ο Αλάριχος των Βησιγότθων, ο πρεσβύτερος, ο Θεοδώριχος των Οστρογότθων και ο Χλωδοβίκος των Φράγκων – διανέμονρας τα λάφυρα του Ρωμαϊκού κόσμου και σχηματίζοντας με αυτά τη Δύση. Άλλοι Γερμανοί βασιλείς έστησαν μικρά βασίλεια και ηγεμονίες ανά την Ευρώπη, δανειζόμενοι από τη Ρώμη όσα μπορούσαν να κατανοήσουν και αναπτύσσοντας έναν νέο πολιτισμένο κόσμο.. Οι φόβοι και η πίστη του παλαιού πολιτισμού, παρ’ όλα αυτά, παρέμειναν – και ανάμεσα τους ήταν ο μέγας φόβος για τη δασωμένη ερημιά του Βορρά, από όπου οι γερμανικές στρατιές πρωτοεμφανίστηκαν για να συντρίψουν τον Βάρο στον Τευτοβούργιο Δρυμό περίπου 3 αιώνες πριν ο Αλάριχος δει την άλωση της Ρώμης. Η ρωμαϊκή μεθόριος (limes) στις περισσότερες περιπτώσεις συνόρευε ή και διέσχιζε το πυκνό Ερκυνιανό Δρυμό, το γιγάντιο αρχαίο δάσος που εκτείνεται από το Τευτοβούργο, νότια μέχρι τους Τρεβήρους και πέρα από το Carnutum. Καθώς οι ακριτικές πόλεις εγκαταλείφθηκαν ή κατακτήθηκαν, τα κάστρα και τα οχυρά ερειπώθηκαν, το ίδιο το δάσος έμοιαζε να ακολουθεί τις βαρβαρικές ορδές, καταπίνοντας πρώην Ρωμαϊκές πολιτείες και οικισμούς. Η μυθική ιδιότητα του κινουμένου δάσους επεβίωσε μέχρι και την εποχή του Σαίξπηρ, όπως διακηρύσσει ο περήφανος Μάκβεθ, όπως θα είχαν αναμφίβολα κάνει και οι Ρωμαίοι:
“Δεν θα φοβηθώ το θάνατο και τον όλεθρο
Μέχρι το δάσος του Μπίρναμ να φθάσει στο Ντάνσινεϊν”
Ύστερα, δύο σκηνές αργότερα, με τη διαβολική σύζυγο του νεκρή, είναι απομονωμένος στο Ντάνσινεϊν, οι στρατιές του Μακντάφ πλησιάζουν και ένας αγγελιαφόρος αναφέρει
“Καθώς ήμουν στη σκοπιά πάνω στο λόφο
Προς το Μπίρναμ κοίταξα και σύντομα, μου φάνηκε,
Το δάσος άρχισε να κινείται”
Ο Μάκβεθ, κυριευμένος με ανίερο τρόμο, πιστεύει πως το δάσος σηκώθηκε και κινήθηκε προς το φρούριο του, και στη συνέχεια αρχίζει να αμφιβάλει για τη θέση του, την οποία νόμιζε για εξασφαλισμένοι από τις μάγισσες των οποίων ο παράδοξος χαιρετισμός τον οδήγησε στο δρόμο για τα κάστρα του Κάουντορ, του Γκλάμις και εν τέλει τη βασιλεία.
Καθώς οι Γερμανικοί λαοί εγκαταστάθηκαν σε πόλεις και κώμες, και οι χριστιανοί ιερείς κυνήγησαν τους απείθαρχους Κέλτες Δρυίδες και Γερμανούς Γκόθαρ στα δάση, οι εκρωμαϊσμένοι πληθυσμοί που είχαν ως τότε φοβηθεί το σκοτάδι των δασών άρχισαν να δίνουν ονόματα στα πράγματα που φοβούντο, έχοντας έρθει σε επαφή αυτά τον καιρό που περιπλανιώνταν εκεί. Σχετίζονταν όμως με τα δάση διαφορετικά από ότι οι εκρωμαϊσμένοι Κέλτες πριν από εκείνους. Ήταν, ούτως οι άλλως, πρώην άνθρωποι των δασών – που έφεραν το παρελθόν μαζί τους στη μάχη με τη μορφή διακοσμημένων και φονικών πελέκεων, η μόνιμη παρουσία των οποίων πιστοποιεί ο Τάπητας της Μπαγιέ (ΣτΜ: υφαντό που αφηγείται την κατάκτηση της Αγγλίας από το Γουλιέλμο της Νορμανδίας), στον οποίο τους χρησιμοποιούν και οι Νορμανδοί και οι Σάξονες. Οι άνθρωποι του δάσους σχετίζονται με αυτό διαφορετικά από ότι οι άνθρωποι των πεδιάδων.
Ταξιδεύοντας βορειοανατολικά, πέρα από την παγωμένη βαλτική και τη γη στην οποία οι Τεύτονες ιππότες θα χάριζαν το όνομα της Θεοτόκου (Εσθονία, Terra Mariana), στην αρχαία ερημιά όπου τα Ουράλια αρχίζουν την υφέρπουσα άνοδο τους προς το βασίλειο του Περούν και του Τανρί, ένας άλλος, πιο νεαρός λαός έζησε ανάμεσα στα πνεύματα του δάσος τόσο άνετα που μέχρι το 19ο αιώνα οι Ρώσοι τους θεωρούσαν κομμάτι του. Τους λένε Κόμι, “οι άνθρωποι του δάσους” – μια φυλή “γυρολόγων κατοίκων των ανεστίων δασών” όπως την απεκάλεσε ο Άγγλος ποιητής Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ. Ο Ρώσος εθνογράφος Κλαύδιος Ποπόφ έγραψε για εκείνους ότι “Αν θα ήταν… δυνατόν να καταγραφεί η ιστορία των Κόμι, θα ήταν επίσης απαραίτητο να γραφεί και η ιστορία του κυνηγιού τους”, το οποίο οι προ πολλού μόνιμα εγκατεστημένοι Ρώσοι θεωρούσαν ως την πιο χαρακτηριστική ιδιότητα των Κόμι. Ο λαογράφος του 20ου αιώνος Πάβλε Λιμέροφ τους χρησιμοποιεί ως πρόλογο του έργου του για την μυθολογία των δασών, παρατηρώντας πως η χθόνια θρησκεία τους διαφέρει από την λατρεία της Θεάς Γης στις αγροτικές κοινωνίες. Παρατηρεί ο Λιμέροφ:
“[Η αγροτική] λατρεία της γονιμότητας ήταν… συνδεδεμένη με το μύθο του κοσμικού γάμου μεταξύ του Ουρανίου Πατέρας και της Γης Μητέρας: αυτό το μοτίβο ήταν τελείως άγνωστο στην κυνηγετική κοινωνία, η οποία τιμούσε όχι την ίδια τη Γη αλλά το “δέρμα” της, την “τρίχινη” επιφάνεια της, τα δάση τα οποία φύτρωναν στη Γη… Εκείνοι που λάτρευαν το δάσος πίστευαν στην κοσμική σχέση των ουρανίων όντων με τους γηίνους κατοίκους των δασών, συμπεριλαμβανομένων θεοτήτων, ανθρώπων και ζώων, δηλαδή συνελάμβαναν το δάσος το μόνο φυσικό, ζωντανό περιβάλλον και οικονομική σφαίρα, ενώ αντίθετα η Μητέρα Γη απαιτεί την ανάκτηση των μεγάλων αγρίων δασών και την κοπή τους για να γίνουν καλλιεργήσιμα εδάφη”
Αυτό δεν ήταν μοναδικό στου Κόμι των Ουραλίων: η θέση του ιερού δέντρου και άλσους ανάμεσα τους Αγγλοσάξονες και τους ηπειρωτικούς συγγενείς τους επίσης αποκαλύπτει την εγγενή ιερότητα των δασών. Η δρυς του Ντόναρ είναι μόνο το πιο διάσημο παράδειγμα της λατρείας θεών οι οποίοι, επιπροσθέτως των βασικών γνωρισμάτων τους, είναι ακόμη προστάτες των δασών – όπως, αναμφίβολα, ήταν οι αρχαίοι Γερμανοί που τους λάτρευαν εκεί. Ο Θωρ, βεβαίως, ήταν κυρίως μία αγροτική θεότητα – αλλά ακόμη και εδώ, το μοτίβο του “ουρανίου πατέρα” δεν περιλαμβάνει το δεσμό του θεού του κεραυνού με τα δάση, τα οποία, όπως τονίζει ο Λιμέροφ, είναι εμπόδια και όχι αρωγοί για την γεωργία. Αν το δάσος γύρω από την δρυ του Ντόναρ δεν καθαριζόταν… Ο βίος του Αγίου Βονιφατίου, αποστόλου των Γερμανών, το περιγράφει ως “τρομερού μεγέθους” σχετικά με τα άλλα δέντρα στο Γκάεσμερ, το δάσος όπου μεγάλωνε η δρυς. Δεν ισχύει το ίδιο με το Ιερό Δέντρο της Ουψάλα, όπου μαρτυρείται ο μόνος ναός των Γερμανικών λαών – εκεί ένα μοναδικό δέντρο (ένας ίταμος, σαν το θρυλικό Υγκντρασίλ) παρέμεινε αφιερωμένο στον Όντιν αφ’ ότου κτίστηκε ο ναός. Όπως ο Άγιος προκάτοχος του στους Σάξονες, ο Αδάμ της Βρέμης απομάκρυνε το δέντρο όταν ο ναός κάηκε τον 11ο αιώνα: τόσο πολύ το τιμούσαν οι παγανιστές της περιοχής.
Οι άνθρωποι του δάσους που στράφηκαν στην γεωργία είναι διαφορετικοί από εκείνους στους οποίους η γεωργία είναι ήδη καθιερωμένος τρόπος ζωής: ο μεσαιωνικός άνθρωπος είχε μία βαρβαρική κληρονομιά που σχημάτισε την στάση του προς τα δάση, και ήταν η απέκδυση και εμπρόθετη εγκατάλειψη αυτής της κληρονομιάς που σηματοδότησε την μετατόπιση της αντιμετώπισης των δασών. Παρομοίως, οι άνθρωποι του δάσους που μεταστράφηκαν στη γεωργία πάντα θα ζουν σε ισορροπία με τα δάση και πνεύματα που τα κατοικούν – σε μία μεσαιωνική χριστιανική κοσμολογία ένα δάσος μπορεί να είναι ιερό ή διαβολικό, και σε κάθε περίπτωση πρέπει να το αφήνει κανείς ήσυχο. Τα παραποτάμια δάση, για παράδειγμα, γνωστά για τα Will O’ Wisps (ΣτΜ: πνεύματα της κελτικής μυθολογίας) που ήταν διασκορπισμένα στους βάλτους τους, αφέθηκαν άθικτα – και αυτό δεν μπορεί να είναι επειδή η τεχνολογία αποστράγγισης υστερούσε: η γη γύρω από αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του Παρισιού (και πολύ πριν από αυτό, της Ρώμης) ήταν αποξηραμένος βαλτότοπος. Τεράστια κομμάτια δασωδών εκτάσεων τέθηκαν υπό την προστασία των βασιλέων, πολλοί εκ των οποίων συνήψαν “συμφωνίες” με τα πνεύματα (fey) αυτών των κόσμων – άλλωστε αυτή είναι και η ρίζα της λέξης forest, αυτό που είναι “έξω” (foris) από το νόμο του βασιλέως.
Με τη νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας, η οποία είχε αποψιλωθεί έντονα από τους Αγγλοσάξονες βασιλείς, οι Ανδεγαυοί και Παλνταγενέτες διάδοχοι τους αναδάσωσαν τεράστιες εκτάσεις γης και διέταξαν ακόμη και την καλλιέργεια νέων δασικών περιοχών, όπως το New Forset στο Σάσεξ. Αυτοί οι νόμοι δρούσαν σε συνεργασία με το κοινό δίκαιο των Βρετανών στην Ουαλία, της οποίας ο νομικός κώδικας Hywel Dda εγγυάτο το απαραβίαστο της άγριας φύσης και των δασών αφ’ εαυτών και όχι κατά τα περιουσιακά δικαιώματα του στέμματος, όπως οι Νορμανδοί βασιλείς. Πράγματι, οι Ουαλοί πρίγκιπες μοίραζαν γη στους ευνοουμένους της αυλής τους, αλλά το υπόλοιπο της παρθένας γης (που ήταν πάντοτε η πλειονότητα του εδάφους πριν τους νόμους της περίφραξης τον 17ο αιώνα) δεν κατοχυρωνόταν ως κτήμα των πριγκίπων, όπως στις νορμανδικές περιοχές. Σε κάθε περίπτωση υπήρχε μία κοινή αντίληψη πως τα δάση δεν ήταν για λεηλασία – τους άξιζε εκτίμηση, όχι για την υπεύθυνη διαχείριση των πόρων τους αλλά από σεβασμό προς τις δυνάμεις που ζούσαν σε αυτά.
Τούτες οι “συμμαχίες” με τον κόσμο του δάσους ύστερα από χρόνια εντόνου πολέμου είχαν περισσότερο να κάνουν με την αλλαγή των καιρών παρά της κουλτούρας – τη μεγάλη αποψίλωση που ξεκίνησε την διαδικασία κατά την οποία το Ερκυνιανό δάσος, που κάποτε απλωνόταν από το Noviomaus στην Κάτω Γερμανία μέχρι πέρα στις βορειότερες εσχατιές της Παννονίας και ανατολικά βαθιά μέσα στην κοιτίδα των Βανδάλων περί τον Όδερ ποταμό, μειώθηκε στις σύγχρονες Αρδέννες στην Γαλλία, το Schwarzwald και το Thüringerwald και το Šumava στην Τσεχία. Αυτά τα λείψανα, τμήματα του αρχαίου δάσους θα έμεναν απολύτως απομονωμένα το ένα από το άλλο στο δεύτερο κύμα αποψιλώσεων που ακολούθησε την λεγόμενη Αναγέννηση του 12ου αιώνος, καθώς οι πόλεις άρχισαν σιγά-σιγά να αντικαθιστούν τα αρχοντικά της υπαίθρους ως κέντρα κοινωνικής αλληλεπίδρασης και πολιτιστικής ανάπτυξης. Παρά ταύτα, κατά τη διάρκεια αμφοτέρων των “κυμάτων”, πρόσφατες μελέτες έχουν αποκαλύψει ότι η υλοτομία δεν ήταν ποτέ τυχαία – ή, όπως το θέτουν οι συγγραφείς, “ανοργάνωτη”. Η πρακτική της αμειψισποράς, το να αφήνεται κομμάτι δάσους επί τούτου άθικτο για να εγγυηθεί την δευτερεύουσα ανάπτυξη του – υπό την λογική πως η αποψίλωση θα ήταν πάντα προσωρινή – διακρίνει τη μεσαιωνική από την αρχαία ρωμαϊκή υλοτομία. Το αποτέλεσμα της αμειψισποράς γύρω από τα νέα χωριά σήμαινε πως όταν ο Μαύρος Θάνατος σάρωσε την Ευρώπη και αυτά τα χωριά εξαφανίστηκαν, τα δάση γρήγορα ανέκτησαν μεγάλο μέρος του χαμένου εδάφους. Το επόμενο μεγάλο κύμα αποψίλωσης όμως, στα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνος, θα ήταν πολύ πιο ανηλεές και θα άφηνε πολύ λιγότερο χώρο για να ανακτήσουν τα δάση.
Κατά την μακρά ιστορία τος λοιπόν – από τους πρώτους αιώνες των ζηλωτών, νεοφωτίστων βασιλέων και αυτοκρατόρων που πρόθυμα κυνηγούσαν την κρυφή παγανιστική λατρεία στα δάση, μέχρι τις περιόδους της ανάκαμψης και σκόπιμης καλλιέργειας τους τελευταίους αιώνες της μεθοδικής αμειψισποράς, τα δάση της Ευρώπης άνθισαν και στη γη και στη Δυτική φαντασία. Οι ιστορίες του βασιλιά Αρθούρου, για το Άγιο Δισκοπότηρο, τα ποιήματα του τροβαδούρου Κρετιέν της Τρουά, όλα ξεχειλίζουν από δασικές απεικονίσεις – πράγματι, κάποιες από τις πιο δυνατές πριν την άψυχη λατρεία των δασών κατά την Ρομαντική εποχή (περισσότερα για αυτό σε λίγο). Πριν αυτές οι ιστορίες καταγραφούν από παραμυθάδες σαν τον Κρετιέν, τον Τζόφρυ του Μόνμαουθ, τον Γκιγιώμ του Lorris, τον Ιωάννη της Meaune, τον Wolfram von Eschenbach και τους αναριθμήτους ανωνύμους μοναχούς και λαϊκούς γραφείς που μας έχουν δώσει τόσες πολλά μαγεμένα δάση. Υπάρχουν δάση όπου εμφανίζονται σε μία και μόνη ιστορία, όπως το άγριο δάσος του Τριστάνου και της Ιζόλδης και τα δάση του Πρασίνου Ιππότη που αποκεφάλισε ο Σερ Γκαγουέην, ή υπάρχουν δάση που πετάγονται επανειλημμένα, όπως το διάσημο Brocéliande της Βρετνάης, μυθική κατοικία του Μέρλιν, φυλασσόμενο από τον Κόκκινο Ιππότη.
Αυτό το τελευταίο δάσος δίνει ένα παράδειγμα των προαναφερθέντων συμφωνιών – το δάσος αναφέρεται ως φωλιά μιας αποικία νεράιδων, όπου μπορούσε κανείς να προκαλέσει βροχή πετώντας στο νερό μια πέτρα, στο ίδιο κείμενο που αναφέρονται οι ιδιοκτήτες του δάσους – οι ίδιοι οι δούκες της Νορμανδίας, των οποίων οι απόγονοι θα εισήγαγαν το δασικό νόμο στην Αγγλία. Αργότερα, στα τέλη του 1170, ο Κρετιέν της Τρουά έγραψε για αυτό το δάσος Le Chevalier au lion την ίδια στιγμή που ο Bertran de Born τραγουδούσε για το δάσος Brocéliande στον Γοδεφρείδο Β’ της Βρετάνης, εκείνη την εποχή ιδιοκτήτη του δάσους. Ο Δάντης, που αργότερα τοποθέτησε τον Bertran στον όγδοο κύκλο της κολάσεως, βρίσκει τον Βιργίλιο και την είσοδο για τον Κάτω Κόσμο σε ένα σκοτεινό δάσος. Ίσως πιο χαρακτηριστικό της μεσαιωνικής στάσης προς τα δάση είναι η υπόθεση του Λανσελότου στην αναζήτηση του Ιερού Δισκοποτήρου: με μία δέσποινα να τον ενθαρρύνει στην αναζήτηση, ακούει για το Δισκοπότηρο ως ένα ιερό θησαυρό που διεγείρεται “με ζωή και πρασινάδα σαν το δάσος”.
Έχει υπάρξει η σκόπιμη εργασία των φιλολόγων να αποκρύψουν και να παραμορφώσουν τη σχέση των ελίτ με τις παραδόσεις του λαού της Μεσαιωνικής Ευρώπης. Όπως με τα περισσότερα προβλήματα της σύγχρονης λογιοσύνης, αυτό μπορεί να αναχθεί στον Χέγκελ (ή τουλάχιστον αυτόν κατηγορεί ο Ιρλανδός ιστορικός Peter Brown και ο συγγραφέας τείνει να συμφωνήσει), και έχει εισάγει μία ανύπαρκτη ταξική πάλη και διάκριση στην ακαδημαϊκή μελέτη αυτών των θεμάτων. Πρόσφατα, λόγιοι όπως ο Brown και ο Eamon Duffy έχουν προσπαθήσει να διαλύσουν το ψέμα ότι η ανώτερη τάξη ζούσε σε μια πραγματικότητα διαφορετική, πιο σοφή και λιγότερο δεισιδαίμονα από ότι ο χωριάτης που έβλεπε παράξενα φώτα στους βάλτους και κλειδαμπάρωνε το σπίτι του για να αποφύγει τα ουρλιαχτά των banshees τις νύχτες (ΣτΜ: Ιρλανδικό αερικό, προπομπός θανάτου). Είναι καθαρή υποκρισία: η πραγματικότητα είναι και πρέπει να είναι πως κανένα άτομο δεν μπορούσε να συλλάβει έναν κόσμο στον οποίο τα γκόμπλιν και οι δράκοι στα βάθη του δάσους δεν υπήρχαν, γιατί τέτοια πράγματα δεν είχαν εξοριστεί από τον κόσμο της ύπαρξης από τον γκρίζο και άψυχο εμπειρισμό που κυριαρχεί στην Δύση τους τέσσερις τελευταίους αιώνες. Ίσως να είναι άδικο να κατηγορούμε τον Κοπέρνικο, καθώς δεν ήταν εκείνος αλλά η επόμενη γενιά που έπαθε εμμονή με τους “επιστημονικούς νόμους” του φυσικού κόσμου, που έπαιξε τον ρόλο του Μίθρα, βουτώντας τα μολυβδοκόνδυλα τους σαν λεπίδες στον λαιμό του τελευταίο άουροχς και βαπτίζοντας ολόκληρη την Δύση στο αίμα του.
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών