Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Οι νέες δυνάμεις που αντικατέστησαν τη ρωμαϊκή εξουσία στη Δύση σε καμία περίπτωση δε συνιστούσαν οργανωμένα κράτη με γραφειοκρατική δομή. Επρόκειτο για φυλετικά βασίλεια με βάση έναν αρχηγό και πολεμιστές οι οποίοι του όφειλαν πίστη. Οι γερμανικές φυλές που αποίκισαν περιοχές από τη Βρετανία μέχρι την Καρχηδόνα είχαν στοιχειωδέστατη εμπειρία σταθερής διακυβερνήσεως, για αυτό και στηρίχθηκαν στην παλαιά ρωμαϊκή αριστοκρατία ή την Εκκλησία για να αναλάβουν αρμοδιότητες όπως η δημοσιονομική διαχείριση, η τήρηση αρχείων και η παιδεία. Αυτή η κατάσταση, μαζί με την οικονομική οπισθοδρόμηση, την κατάρρευση του μορφωτικού επιπέδου και τις δύσκολες συγκοινωνίες καθιστούσαν τη συγκεντρωτική διακυβέρνηση αδύνατη.
Κάθε τοπικός πολέμαρχος, διοικητής ή επίσκοπος έπρεπε να αντιμετωπίζει εκ των ενόντων τις απειλές και ανάγκες στην περιφέρεια του. Η κατάσταση ήταν ακόμη πιο χαώδης σε «διεθνές» επίπεδο: αντί της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας υπήρχαν πολλά μικρά βασίλεια σε διαρκή διαπάλη αναμεταξύ τους και χωρίς δεσμούς ενότητος ή ένα κοινό σημείο αναφοράς. Η επικυριαρχία της Κωνσταντινουπόλεως δεν αναγνωριζόταν από όλους και λαμβανόταν σοβαρά υπ’ όψιν από ακόμη λιγότερους.
Η άνοδος των Φράγκων, με αποκορύφωμα την Καρολίγγειο αυτοκρατορία, έδωσε στη δυτική Ευρώπη ξανά κάποια στοιχεία πολιτικής ενότητος και ιδεολογικής συνοχής, μέσω της κατά κάποιον τρόπο αναστηλώσεως του ρωμαϊκού παρελθόντος. Ταυτοχρόνως πήρε συγκεκριμένη μορφή η σχέση κέντρου-περιφερείας. Ο Καρλομάγνος σχημάτισε στις συνοριακές επαρχίες τις «μάρκες», εδαφικές μονάδες πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας υπό τον έλεγχο ενός μαρκησίου. Οι μαρκήσιοι και άλλοι ισχυροί γαιοκτήμονες ως αντάλλαγμα της εξουσίας τους συντηρούσαν στρατεύματα τα οποία έθεταν στη διάθεση του αυτοκράτορος όποτε ανέκυπτε ανάγκη. Το σύστημα αυτό αναπτύχθηκε εντονότερα μετά το θάνατο του Καρλομάγνου. Η ενότητα του κράτους διασπάστηκε μέσα από τους πολέμους των εγγονών του, ενώ οι καταστροφικές επιδρομές των Βίκινγκς ώθησαν τις στρατιωτικές δυνάμεις των Φράγκων στα άκρα. Πλέον η εξουσία των βασιλέων άρχισε να εξασθενεί, καθώς οι αμυντικές ανάγκες επέβαλαν ολοένα και μεγαλύτερη αποκέντρωση της εξουσίας. Οι πολεμικές υπηρεσίες ανταμείβοντο σε γη, με αποτέλεσμα ολοένα και λιγότερα εδάφη να μένουν υπό άμεσο βασιλικό έλεγχο. Αυτός ο εκφυλισμός οδήγησε στην εδραίωση ενός καθεστώτος που ονομάστηκε της φεουδαρχίας.
Το φεουδαρχικό σύστημα βασίζεται στο δεσμό μεταξύ του αφέντη και του υποτελή (βασσάλος, λίζιος). Ο βασιλέας εμπιστευόταν ένα τμήμα γης (φέουδο) σε έναν από τους υπηκόους του. Ο υπήκοος αυτός, γινόμενος μέλος της ισχυρής στρατιωτικής αριστοκρατίας μπορούσε να εκμεταλλευτεί οικονομικά την περιοχή αυτή, υπό τον όρο να αποδίδει τμήμα των φόρων στο βασιλέα του και να συντηρεί στρατεύματα τα οποία θα του διαθέτει εν καιρώ πολέμου. Αυτοί οι ευγενείς είχαν με τη σειρά τους δικούς τους υποτελείς, οι οποίο αντιστοίχως ελάμβαναν τμήμα του φεούδου με αντάλλαγμα πολεμικές υπηρεσίες και ούτω καθ’ εξής, δημιουργώντας μία περίπλοκη ιεραρχία από τον υψηλόβαθμο δούκα μέχρι τον ταπεινό ιππότη. Ο τρόπος του πολέμου κατέστησε τους φεουδάρχες πολύ ισχυρούς, καθώς οι μάζες των πρόχειρα εξοπλισμένων χωρικών αντικαταστάθηκαν από τους στρατούς βαριά (και ακριβά) θωρακισμένων ιππέων με τους ακολούθους τους. Ταυτόχρονα οι κατοικίες και τα στρατόπεδα των ευγενών εξελίχθηκαν στα λίθινα, πελώρια κάστρα που σώζονται σήμερα. Χωρίς αντίστοιχη εξέλιξη στη βαλλιστική και πολιορκητική τεχνολογία, ο ιππότης έγινε ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του πεδίου της μάχης και το κάστρο αποσπέλαστο εμπόδιο σε κάθε βασιλιά που ήθελε να ελέγχει πιο στενά τους υποτελείς του. Στο κατώτερο σημείο τη ιεραρχία βρίσκονταν οι εξαρτημένοι αγρότες (δουλοπάροικοι), οι οποίοι εργάζονταν για τον τοπικό αφέντη με αντάλλαγμα εκείνος να τους προστατεύει από ληστές, επιδρομείς κ.α. Έτσι συμπληρωνόταν η τριμερής διαίρεση της κοινωνίας, υπόδειγμα τυπικά φεουδαλικό-μεσαιωνικό αλλά ταυτοχρόνως επαναλαμβανόμενο στους ινδοευρωπαϊκούς πολιτισμούς: πολεμιστές (ευγενείς, ιππότες), εργαζόμενοι (κυρίως αγρότες αλλά και οι επαγγελματίες των πόλεων, που όμως τότε είχαν πολύ λίγο αναπτυχθεί) και ιερωμένοι.
Η φεουδαρχική σχέση επικυρωνόταν με επίσημη τελετή, όπου ο υποτελής ορκιζόταν υποταγή και πίστη στον άρχοντα του, και με τη σειρά του ο τελευταίος τον ασπαζόταν και τον ανακήρυττε φεουδάρχη. Τη φεουδαρχική κοινωνία διέτρεχε η θεμελιώδης αρχή της πίστεως (fidelitas). Η ιεραρχική εξουσία βασιζόταν στην ιερότητα του όρκου, την ακεραιότητα του «λόγου της τιμής» και την «καλή τη πίστει» προσωπική ανθρώπινη προσέγγιση. Η θεμελιώδης σημασία της προσωπικής τιμής αλλά και η επιφύλαξη θείας καταδίκης για τον επίορκο αποτελούσαν ισχυρές, αλλά όχι άτρωτες εγγυήσεις για την ευρυθμία του συστήματος. Αυτή η μέθεξη της αρχαίας αφοσίωσης του πολεμιστή στον αρχηγό του μαζί με τις χριστιανικές αρετές σφυρηλάτησε τον κώδικα ηθικής της ιπποσύνης (chevalerie). Στο πρόσωπο του ιππότου, του χαμηλοβάθμου φεουδάρχου και συνήθως νεαρού πολεμιστή αποτυπώθηκαν τα ιδανικά της μεσαιωνικής κοινωνίας όπως η ανδρεία, η πίστη στον αφέντη και την Εκκλησία, η προστασία των αδυνάμων και η αυτοθυσία. Από εκεί αναπτύχθηκε το πρότυπο του χριστιανού στρατιώτου, όπως θα φανεί στις Σταυροφορίες.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)