Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Η Ρωμαϊκή μεταμόρφωση από την Αρχαιότητα στο Μεσαίωνα: μια σύντομη ιστορία



Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*

Μεσαίωνας και η ιδέα της αυτοκρατορίας

Την Αρχαιότητα διαδέχεται ο λεγόμενος Μεσαίωνας, ο οποίος οριοθετείται ενδεικτικά μεταξύ της πτώσεως της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 476 και της Ανατολικής το 1453.  Η μακρότατη αυτή εποχή θα αποτελέσει τον καιρό τελικής διαμορφώσεως του Ευρωπαϊκού και Μεσανατολικού κόσμου με τη σημερινή περίπου μορφή τους.  Ο κόσμος της αρχαιότητος είτε θα διαλυθεί βιαίως είτε θα μετασχηματιστεί ριζικά από επείγουσες ανάγκες και καινοφανείς ιδέες.  Η ενότητα της ελληνορωμαϊκής Μεσογείου θα διασπαστεί από τις γερμανικές εισβολές στα βορειοδυτικά (5ος αι.) και την αραβική εξάπλωση στα νότια (7ος αι.).  Η απώλεια της Ανατολής και Αφρικής παράλληλα με τον εκχριστιανισμό και εκλατινισμό των νέων κοινωνιών της Εσπερίας θα ταυτίσει εν πολλοίς τον κόσμο της Χριστιανοσύνης με τη γεωγραφία της Γηραιάς Ηπείρου.  Εκεί θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για την ανάπτυξη της έννοιας της «Ευρώπης».


Η είσοδος του Μεσαίωνα γίνεται με την κατάρρευση ενός συστήματος οικουμενικής εξουσίας, της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.  Η Ρώμη αξίωνε την πολιτική κυριαρχία ολόκληρης της υφηλίου στο όνομα του Αυγούστου.  Το imperium περιελάμβανε πλήθος λαών, θρησκειών και κοινωνικών συστημάτων, στα οποία ευαγγελιζόταν την τάξη, την ασφάλεια και την ανάπτυξη υψηλού υλικού και πνευματικού πολιτισμού, τα αγαθά της Ρωμαϊκής Ειρήνης (pax romana).  Δεν υπήρχαν διακρίσεις καταγωγής, ιδίως μετά το διάταγμα του Καρακάλλα το 212 μ.Χ. που απέδωσε σε όλους τους ελευθέρους υπηκόους την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη.  Η ενότητα διασφαλιζόταν από την υπακοή στο ρωμαϊκό νόμο και τη λατρεία του θεοποιημένου αυτοκράτορος, που υπερέβαινε την παραδοσιακή ανεξιθρησκία ως δήλωση νομιμοφροσύνης.  Η άρνηση των χριστιανών να προβούν σε αυτήν την ιεροτελεστία ήταν βασική αφορμή για τη δίωξη τους.

Η αυτοκρατορία δεν ήταν απλώς ένα κράτος πολύ μεγάλης εκτάσεως.  Ήταν μία ολοκληρωμένη τάξη πραγμάτων (ordo rerum) που λόγιζε εαυτόν ως έννοια ταυτισμένη με τον πολιτισμό και την προηγμένη ανθρωπότητα.  Σε μία εποχή που δεν υπήρχε η σύγχρονη έννοια του κράτους και της κυριαρχίας (θα χρειαστούν οι ζυμώσεις πολλών αιώνων για να προκύψουν), το πρωτοφανές της έκτασης, της ισχύος και της μακροβιότητας του Ρωμαϊκού κράτους έκανε το αφήγημα αυτό εξαιρετικά πειστικό.  Η έννοια της κορυφαίας των εθνών αυτοκρατορίας πήγαζε από τη Μέση Ανατολή, όπου μία σειρά λαών οικοδόμησαν κράτη με αξιώσεις οικουμενικής παντοδυναμίας, με προφανέστερο παράδειγμα την Περσία του «μεγάλου βασιλέως».  Αυτά τα πρότυπα επηρέασαν έντονα την πολιτική των ελληνιστικών βασιλείων, τα οποία παρ’ ότι με ρίζες στη μακεδονική φυλετική μοναρχία υιοθέτησαν πολλά ανατολικά στοιχεία.  Η Ρώμη απομακρύνθηκε τις τελευταίες προ Χριστού δεκαετίες από το σύστημα της πολιτείας (res publica) και της μεικτής αριστοκρατικής-δημοκρατικής διακυβερνήσεως προς μία συγκεκαλυμμένη μοναρχία, όταν ο Οκταβιανός Αύγουστος συγκέντρωσε όλους τους πολιτειακούς τίτλους στο πρόσωπο του και κυβέρνησε ως «πρώτος πολίτης» (princeps, 27 π.Χ.).  Αυτό το καθεστώς (principatus) διατηρήθηκε ως τα τέλη του 3ου αιώνος οπότε ο Διοκλητιανός, στα πλαίσια μεγάλων μεταρρυθμίσεων, αύξησε τις αυτοκρατορικές εξουσίες και εισήγαγε ανατολικά-περσικά στοιχεία στο τελετουργικό και την απεικόνιση του μονάρχη, ο οποίο από πρώτος πολίτης μετατράπηκε σε απόλυτο κύριο της πολιτείας (dominus-dominatus, 284 μ.Χ.).

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω ο Χριστιανισμός αμφισβήτησε τη ρωμαϊκή εξουσία και το δικαίωμα της να επιβάλει τη θρησκευτική λατρεία του αυτοκράτορα.  Οι απηνείς διωγμοί έλαβαν τέλος μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 (Κωνσταντίνος ο Μέγας, Λικίνιος), ενώ το 380 ο ορθόδοξος χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία από το Θεοδόσιο Α’.  Οι χριστιανοί εναγκαλίζονται το καθεστώς που μέχρι πρότινος τους κατέτρεχε.  Άλλωστε η έννοια της οικουμενικής αυτοκρατορίας στη χριστιανική σκέψη ήταν πολύ αρχαιότερη.  Σε αρκετά βιβλία της Γραφής, όπως η Αποκάλυψη του Ιωάννου και το βιβλίο του Προφήτου Δανιήλ, η αντίληψη της ιστορίας συνίσταται σε έναν κύκλο αυτοκρατοριών, όπου τελευταία φερόταν να είναι η Ρωμαϊκή.  Μετά την πτώση αυτής δεν αναμενόταν απλώς η μεταβολή της πολιτικής καταστάσεως αλλά η Ημέρα της Κρίσεως.

Το τέλος της αρχαιότητος και ο νέος κόσμος

Τον 3ο και 4ο αιώνα η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία πέρασε μεγάλες κρίσεις, ως αποτέλεσμα πολιτικής αστάθειας, οικονομικής υφέσεως και ξένων εισβολών.  Ο Διοκλητιανός επιχείρησε να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές απειλές διαιρώντας την αυτοκρατορία σε τμήματα, στο καθένα εκ των οποίων ένας ξεχωριστός κυβερνήτης (Αύγουστος ή Καίσαρας) θα αναλάμβανε την άμυνα κατά των βαρβάρων και την τοπική διοίκηση.  Το σύστημα της Τετραρχίας, όπως ονομάστηκε, δεν διήρκεσε για πολύ, καθώς μετά την απόσυρση του ιδίου του Διοκλητιανού οι διάδοχοι του ενεπλάκησαν σε μία σειρά εμφυλίων πολέμων.  Νικητής σε αυτές τις συγκρούσεις αναδείχθηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος, ενώνοντας ξανά την αυτοκρατορία υπό μία εξουσία.  Όμως αυτό δεν άλλαζε τη διαπίστωση πως η αυτοκρατορία ήταν πολύ μεγάλη για να κυβερνηθεί ενιαία, ιδίως υπό το φως νέων προκλήσεων όπως οι μεταναστεύσεις γερμανικών φύλων στο βορρά και η περσική επιθετικότητα στην ανατολή.  Ο Κωνσταντίνος έκρινε πως η Ρώμη ήταν ακατάλληλη για πρωτεύουσα και έτσι ίδρυσε μία νέα πόλη, η οποία θα ελάμβανε το όνομα του, στην τοποθεσία του αρχαίου Βυζαντίου.  Τις επόμενες δεκαετίες η αυτοκρατορία θα διαιρεθεί και θα επανενωθεί ξανά.  Το έτος ορόσημο όμως για το μέλλον του ρωμαϊκού imperium ήταν το 395.  Πεθαίνοντας, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος διαίρεσε το κράτος σου σε δύο τμήματα, παραδίδοντας ένα σε κάθε υιό του.  Η ανατολή με κέντρο τη Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη πέρασε στον Αρκάδιο ενώ η δύση με έδρα τη Ρώμη (αργότερα τη Ραβέννα) στον Ονώριο.

Τα δύο τμήματα, παρ’ ότι συνυπήρχαν ως ρωμαϊκές επαρχίες επί αιώνες, είχαν μεγάλες διαφορές.  Η Ανατολική αυτοκρατορία ήταν πιο εύρωστη οικονομικά, με μεγάλες πόλεις, κέντρα μαθήσεως και εμπορίου (Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια κ.α.).  Εκεί επικρατούσε η ελληνική γλώσσα και πολιτισμός, ενώ η διείσδυση του Χριστιανισμού ήταν εντονότερη:  στα εδάφη της είχαν λάβει και θα ελάμβαναν χώρα όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι, ανθούσε ο μοναχισμός και είχαν δράσει οι περισσότεροι και επιφανέστεροι Πατέρες της Εκκλησίας.  Η Δυτική από την άλλη ήταν λιγότερο ανεπτυγμένη, με δευτερεύοντα αστικά κέντρα και με νεαρές και πιο σποραδικές ακόμη χριστιανικές κοινότητες.  Κοινή γλώσσα ήταν η λατινική, κληρονομιά των αρχαίων κατακτήσεων.

Και οι δύο αυτοκρατορίες βρέθηκαν στη δίνη των βαρβαρικών εισβολών.  Είτε ειρηνικά είτε διά της βίας πληθώρα λαών εισχώρησαν στην αυτοκρατορική επικράτεια.  Η δημογραφική αλλαγή, η διείσδυση τους στο ρωμαϊκό στράτευμα, η αδυναμία αφομοιώσεως και η ουσιαστική απώλεια ελέγχου όλο και περισσοτέρων επαρχιών οδήγησε στην κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα.  Συντετριμμένο από τις επιδρομές των Ούννων και ακρωτηριασμένο από τα γερμανικά φύλα που μέσα στα εδάφη του σχημάτιζαν ανεξάρτητα βασίλεια, το δυτικό μισό του imperium έσβησε το 476, αφού πρώτα είδε την πρωτεύουσα του Ρώμη να λεηλατείται (410).  Πλέον στα ερείπια της Ρωμαϊκής Ειρήνης σχηματίζεται ο νέος κόσμος των Γερμανών:  οι Αγγλοσάξονες στη Βρετανία, οι Φράγκοι και οι Βουργούνδιοι στη Γαλατία, οι Οστρογότθοι στην Ιταλία και οι Βησιγότθοι στην Ισπανία.  Αντιθέτως η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε πιο επιτυχημένα τις εισβολές.  Με τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως να αποτελούν την ακαταμάχητη γραμμή εσχάτου αμύνης, οι Ανατολικοί μπόρεσαν να αποκρούσουν τις βαρβαρικές εισβολές ή με διπλωματικά μέσα να τις εκτρέψουν προς δυσμάς.  Η εισχώρηση Γότθων στη διοίκηση και το στρατό υπήρξε περιορισμένη και όταν απείλησε να γίνει επικίνδυνη κατεπνίγη αιματηρά ύστερα από λαϊκή αντίδραση.  Έτσι μετά το 476 έμεινε μόνο μία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με μόνον έναν Αύγουστο. 

Ενώ η εκχριστιανισμένη ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα συνέχισε το βίο της μέσα στη βασιλεία της Κωνσταντινουπόλεως, που θα γίνει γνωστή ως Βυζάντιο, ένας νέο κόσμος γεννιόταν στη Δύση.  Μέσα από το χάος του πρωίμου Μεσαίωνος θα αναδυθεί μία νέα τάξη και ένας καινούριος πολιτισμός.

Από τους βαρβάρους στον Καρλομάγνο

Τα νέα κράτη της δυτικής Ευρώπης είχαν προκύψει μεν από την κατάλυση της ρωμαϊκής εξουσίας, όμως αντιλαμβάνονταν εαυτούς ως μετόχους της.  Ο ρωμαϊκός κόσμος είχε μόλις σβήσει και η αίγλη του ήταν ακόμη ισχυρή.  Μέσα στις νέες γερμανικές γλώσσες και τα φυλετικά νομικά συστήματα διασώθηκε η λατινική ως γλώσσα της διοικήσεως και των γραμμάτων και το ρωμαϊκό δίκαιο για να ρυθμίζει τις ανάγκες της διακυβερνήσεως.  Με έδρα τη Ρώμη η Δυτική Εκκλησία εξαπλωνόταν, εκτοπίζοντας τον παγανισμό και τις αιρέσεις.  Τα μοναστήρια έγιναν κυψέλες μορφώσεως, ενώ επίσκοποι αναλάμβαναν τη δημόσια διοίκηση και κοινωνική πρόνοια.  Επισήμως τα γερμανικά βασίλεια υφίσταντο την προϊστασία του αυτοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως.  Εκείνος τους έχριε «αντιβασιλείς», ενώ εκείνοι εξέδιδαν νόμους εξ ονόματος του και έκοβαν νομίσματα με τη μορφή του.  Ήταν η πρώτη μορφή του Βυζαντινού συστήματος:  αφού η αυτοκρατορία δεν ήλεγχε άμεσα τις δυτικές επαρχίες, δημιουργήθηκε ένα δίκτυο όπου ασκούσε τυπική επικυριαρχία.

Αυτό το καθεστώς που έδινε στο Βυζάντιο τον τελευταίο λόγο για τα τεκταινόμενα των βαρβαρικών βασιλείων θα εκμεταλλευτεί ο Ιουστινιανός (527-565), τελευταίος λατινόφωνος αυτοκράτορας της Ανατολής.  Το μεγάλο του όραμα για αποκατάσταση (renovatio) της δυτικής αυτοκρατορίας τέθηκε σε εφαρμογή χρησιμοποιώντας αφορμές προερχόμενες από δυναστικές διαμάχες στα γερμανικά κράτη.  Μέσα σε μία εικοσαετία οι βυζαντινοί στρατοί και στόλοι διέλυσαν τα κράτη των Οστρογότθων στην Ιταλία και των Βανδάλων στην Αφρική, ενώ απέκοψαν τη νότιο Ισπανία από το βησιγοτθικό έλεγχο.  Το νέο καθεστώς όμως αποδείχθηκε εύθραυστο.

Στο σημείο αυτό εισέρχεται η Εκκλησία της Ρώμης με τον επίσκοπο της, τον πάπα.  Η παποσύνη είχε ήδη από την εποχή των πρώτων συνόδων αναγνωριστεί ως η κορυφαία εκκλησιαστική αρχή της Χριστιανοσύνης, χωρίς όμως να έχει «μοναρχικές» εξουσίες:  τη διακυβέρνηση της Εκκλησίας ασκούσε η Πενταρχία των Πατριαρχείων (Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ).  Στη δύση όμως είχε την απόλυτη δικαιοδοσία και καθώς η αυτοκρατορία βρισκόταν μακριά, ο πάπας έπρεπε να δρα αυτοβούλως.  Καθώς ο χριστιανισμός διαδιδόταν και η επιρροή της Εκκλησίας στις βαρβαρικές κοινωνίες εδραιωνόταν, η παποσύνη έγινε η βασική ενοποιούσα αρχή της δυτικής Ευρώπης, πρώτα πνευματικά και ύστερα πολιτικά.  Με την ανάκτηση του Ιουστινιανού η Εκκλησία της Ρώμης βρέθηκε ξανά υπό άμεση αυτοκρατορική κυριαρχία.  Εκείνη την περίοδο ελληνόφωνα και ελληνογενή στοιχεία κυριαρχούσαν στο θρόνο του Αγίου Πέτρου.

Προς τα τέλη του 6ου αιώνος το βυζαντινό καθεστώς στην Ιταλία άρχισε να αποδυναμώνεται.  Η κακοδιοίκηση οδήγησε στην αποξένωση του πληθυσμού και την πτώση μεγάλων τμημάτων της χώρας στη φυλή των Λογγοβάρδων.  Τον 7ο αιώνα η κατάσταση επιδεινώθηκε, καθώς σφυροκοπούμενο από τη Σασσανιδική Περσία αρχικά και το Ισλαμικό Χαλιφάτο αργότερα το Βυζάντιο δεν μπορούσε να μεριμνήσει για την άμυνα των δυτικών κτήσεων.  Ακόμη χειρότερα, το 726 ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ Ίσαυρος εγκαινίασε την εικονομαχική του πολιτική δημιουργώντας πάθη και ρήγματα στην Εκκλησία.  Ο πάπας Γρηγόριος Β’ αναθεμάτισε τον αυτοκράτορα, ενώ τα στρατεύματα της Ιταλίας και της νοτίου Ελλάδος εξεγέρθηκαν και προσπάθησαν να ανατρέψουν τον Λέοντα.  Μετά την καταναυμάχηση όμως του στόλου τον ορθοδόξων (727) η στάση κατεπνίγη.  Ο πάπας Γρηγόριος Γ’ (ο τελευταίος που για την εκλογή του ζητήθηκε η έγκριση βυζαντινού διοικητού) επανέλαβε τον αφορισμό του Λέοντος, και εκείνος ως αντίποινα απέσπασε την εξαρχία του Ιλλυρικού (Ελλάδα και Δυτικά Βαλκάνια) και τη Νότιο Ιταλία από τη Ρώμη και την έθεσε υπό τη δικαιοδοσία του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (740).

Το 752 ο πάπας Στέφανος Β’, απελπισμένος από την προέλαση των Λογγοβάρδων και την οριστική κατάρρευση της βυζαντινής διοίκησης στην Ιταλία, πέρασε τις Άλπεις και πήγε στη Γαλατία, όπου ικέτευσε τον Πεπίνο το Βραχύ, βασιλέα των Φράγκων (το μόνο ισχυρό δυτικό βασίλειο υπό την πνευματική επιρροή της Ρώμης) να σπεύσει προς βοήθεια του.  Έδωσε μάλιστα σε αυτόν και τους γιους του τον τίτλο του «πατρικίου των Ρωμαίων».  Ο Πεπίνος εξεστράτευσε στην Ιταλία και συνέτριψε τους Λογγοβάρδους.  Τα εδάφη που ανακατέλαβε στην κεντρική Ιταλία τα παρέδωσε στον πάπα να τα κυβερνά ο ίδιος.  Αυτή η απόσπαση πρώην βυζαντινών κτήσεων για τη δημιουργία του πρώτου παπικού κράτους και η αναβάθμιση του επισκόπου Ρώμης από ιεράρχη σε κοσμικό κυβερνήτη υπήρξαν κομβικά σημεία για την άνοδο του γοήτρου και της πολιτικής ισχύος του.  Ο διάδοχος του Πεπίνου Καρλομάγνος κατατρόπωσε οριστικά τους Λογγοβάρδους και τα Χριστούγεννα του 800 στέφθηκε Ρωμαίος αυτοκράτορας, με τη δικαιολογία πως στον ανατολικό θρόνο βρισκόταν μία γυναίκα (Ειρήνη η Αθηναία).

Η στέψη του Καρλομάγνου υπήρξε η στιγμή γέννησης του δυτικού συστήματος, καθώς ο φιλόδοξος μονάρχης θέλησε να αναστηλώσει την παλαιά αυτοκρατορία σε νέα μορφή, έναν κόσμο με ρωμαϊκή βάση, χριστιανική πίστη και φραγκική πολιτική εξουσία.  Η ιστορία βρέθηκε ενώπιον «δύο εναλλακτικών ειδών σχέσεων αυτοκρατορίας και Εκκλησίας, με δύο αυτοκρατορικές γραμμές καταγωγής από τη Ρώμη».  Βλέποντας αυτό ως σφετερισμό του ρωμαϊκού ονόματος και του αυτοκρατορικού τίτλου αλλά και ως υπέρβαση καθηκόντων από πλευράς του πάπα, το Βυζάντιο αντέδρασε με οργή.  Η σύγκρουση εκφράστηκε ως στρατιωτικός ανταγωνισμός στη Βενετία, τις δαλματικές ακτές και την κάτω Ιταλία (ακόμη υπό βυζαντινό έλεγχο).  Το 812 θα βρεθεί κάποιος συμβιβασμός, με τον Μιχαήλ Α’ να αναγνωρίζει στον Καρλομάγνο τον τίτλο του αυτοκράτορος (imperator), αλλά όχι των Ρωμαίων και με δικαιοδοσία μόνο στη Δύση.  Βέβαια, η ύπαρξη δύο χριστιανικών αυτοκρατοριών-κοσμοκρατοριών (και δη ρωμαϊκών)  αποτελεί οντολογική ανωμαλία:  για αυτό άλλωστε αυτή η αναγνώριση ποτέ δεν έγινε πραγματικά παραδεκτή από τη βυζαντινή εξουσία και κοινωνία.  Διεκδικώντας την ίδια κληρονομιά και την ίδια ταυτότητα, οι δύο κόσμοι θα βρίσκονταν έκτοτε σε μόνιμη κατάσταση καχυποψίας.  Την ίδια περίοδο διεφάνησαν και οι πρώτες θεολογικές διαφωνίες, που θα εκτεθούν στο κύριο μέρος του πονήματος.

Μετά τον Καρλομάγνο η αυτοκρατορία του διασπάστηκε και παρήκμασε, ο δε ρωμαϊκός τίτλος έπεσε σε αχρηστία μετά το 924.  Αντιστρόφως εκείνη περίοδος συνέπεσε με τη μεγάλη ανάκαμψη του Βυζαντίου, την αντεπίθεση κατά των Αράβων και τη μεγάλη ακμή της Μακεδονικής δυναστείας.  Το 962 ο Όθων ο Μέγας απέκρουσε τις εισβολές των Μαγυάρων (Ούγγρων) και ένωσε ξανά το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας (Γερμανία-Ιταλία) υπό μία ενιαία αρχή, στεφόμενος από τον πάπα ηγεμόνας της «Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας».  Η νέα δύναμη επιδίωξε να έρθει σε συνεννόηση με το Βυζάντιο, την ίδια όμως στιγμή που εισέβαλε στα ιταλικά του εδάφη.  Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β’ Φωκάς επεφύλαξε σκληρή υποδοχή στον απεσταλμένο του Όθωνος Λιουτπράνδο και οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν, καθώς οι Γερμανοί δεν τον αναγνώριζαν παρά ως «imperator Graecorum», αυτοκράτορα των Ελλήνων.  Επί του διαδόχου του Ιωάννη Α’ Τσιμισκή επετεύχθη συμβιβασμός όσον αφορά τους αυτοκρατορικούς τίτλους αλλά και την κατανομή των σφαιρών επιρροής στην Ιταλία.  Στο διάστημα μέχρι το σχίσμα οι σχέσεις των δύο αυτοκρατοριών θα περάσουν σε δεύτερο επίπεδο, ενώ το Βυζάντιο ανέρχεται στο αποκορύφωμα της ισχύος του, την οποία θα διαδεχθεί η αργή φθορά (μέσα 11ου αιώνος).

*φοιτηής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Πόσο ελληνική ήταν η βυζαντινή Μικρά Ασία; Εθνογραφική ανάλυση

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασια...