Μάριος Νοβακόπουλος (διεθνολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Βυζαντινής ιστορίας)
Το κέντρο βάρους ή ο πυρήνας μίας πολιτικής εδαφικής οντότητας μπορεί να εννοεί το σημείο από όπου ξεκίνησε την επέκτασή της, ή το σημείο του οποίου ο έλεγχος είναι καθοριστικός για την ύπαρξη και την ισχύ της, καθώς ισαπέχει από τα σύνορα, περιέχει την πρωτεύουσα, είναι ιδιαίτερα οχυρός και απρόσβλητος κλπ.
Συχνά οι διαφορετικές αυτές σημασίες συμπίπτουν. Έτσι, γεωπολιτικός πυρήνας για την Ισπανία είναι η Καστίλλη, η οποία απλώνεται στο κεντρικό οροπέδιο της χώρας. Ευρίσκεται ακριβώς στο μέσον της Ιβηρικής χερσονήσου, περιέχει την πρωτεύουσα Μαδρίτη, ενώ με βάση την Καστίλλη προωθήθηκε η έξωση των Μαυριτανών από την Ιβηρική και η ένωση των ισπανικών βασιλείων σε μία συγκεντρωτική επικράτεια. Για την Γαλλία, χώρα πρωτοπόρο στη γένεση του συγκεντρωτικού νεοτερικού κράτους στην Ευρώπη, πυρήνας είναι η περιοχή γύρω από το Παρίσι, και γενικά ο βορράς, από όπου έγινε η επέκταση των Φράγκων στην υπόλοιπη Γαλατία, και του οποίου η γλώσσα τελικώς επιβλήθηκε (langue d’ oil, έναντι της langue d’ oc του νότου).
Στην μεγάλη επέκταση των αυτοκρατοριών όμως, συμβαίνει ο πυρήνας να μετατοπίζεται ή να δημιουργούνται περισσότεροι του ενός, ειδικά αν εξασθενίσει η συγκεντρωτική αρχή. Οι Οθωμανοί ξεκίνησαν από τη Βιθυνία, με έδρα την Προύσα, μετέφεραν την πρωτεύουσά τους στην Αδριανούπολη μόλις πέρασαν στην Ευρώπη, ενώ έπειτα από την άλωση του 1453 ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, χάρη στην στρατηγική της θέση και το συμβολικό της κλέος. Αυτό συνιστά μία μετατόπιση ενδιαφέροντος από την Ασία και τις τουρκομανικές φυλές, προς την Ευρώπη και την Μεσόγειο των εξισλαμισμένων χριστιανών/πρώην Βυζαντινών. Ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε από την Πέλλα της Μακεδονίας, όμως αφού κατέκτησε την Ασία ως τις Ινδίες, όρισε κέντρο του την Βαβυλώνα, μεγάλη και ιστορική πόλη, ευρισκόμενη στο κέντρο της ευφόρου Μεσοποταμίας και σε ισορροπημένη απόσταση μεταξύ Μεσογείου, Αιγύπτου και Περσίας. Όταν αργότερα η αυτοκρατορία του διασπάστηκε, η Μακεδονία ναι μεν υπήρξε κεντρική δύναμη του ελλαδικού χώρου, όμως πολύ λιγότερη σημασία είχε ενώπιον των μειζόνων ελληνιστικών βασιλείων της Αιγύπτου, της Συρίας και της Βακτρίας – Ινδικής.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση της Ρώμης, η οποία ξεκίνησε από ευνοϊκή θέση στο μέσον της Ιταλίας και με επαρκή χώρο για να αναπτύξει πολυάνθρωπο πληθυσμό, κυριάρχησε στο σύνολο της Μεσογειακής λεκάνης και της ηπειρωτικής Ευρώπης ως το όριο Ρήνου – Δούναβη, όμως στο καιρό της παρακμής ξεκίνησε να παρουσιάζει φυγόκεντρες κινήσεις. Πέρα από τις αποσχιστικές κινήσεις της Βρετανίας και την Παλμύρας, οι οποίες υπήρξαν βραχύβιες, από τα τέλη του 3ου αιώνα και τη βασιλεία του Διοκλητιανού επιβάλλεται η κατάτμηση της αρχής (τετραρχία), με διαφορετικές πρωτεύουσες. Η Νικομήδεια, η Θεσσαλονίκη, η Σερδική, το Λουγούνδο, οι Τρεβήροι και τα Μεδιόλανα υπήρξαν κατά καιρούς πρωτεύουσες των περιφερειακών αυγούστων και καισάρων, με την Ρώμη να μένει εκτός του νυμφώνος. Η κτίση της Κωνσταντινούπολης από τον Μέγα Κωνσταντίνο το 330 και η οριστική διαίρεση του ανατολικού και του δυτικού τμήματος το 395 οριστικοποίησαν τον παραγκωνισμό της Ρώμης, αφού και το δυτικό τμήμα επέλεξε την γεωφυσικά περισσότερο προστατευμένη Ραβέννα για πρωτεύουσα, ιδίως μετά την άλωση της Αιωνίας Πόλεως από τους Βησιγότθους το 410 (τους οποίους ακολούθησαν οι Βάνδαλοι το 450).
Για την αλλαγή κέντρου βάρους μίας χώρας υπάρχουν δύο ενδιαφέροντα σύγχρονα παραδείγματα, της Ρωσίας και της Τουρκίας. Μεσαιωνικό κέντρο της Ρωσίας, ύστερα από την άλωση του Κιέβου από τους Μογγόλους, ήταν το μεγάλο δουκάτο της Μοσχοβίας. Η Μόσχα έγινε συσπειρωτικός πόλος των ανατολικοσλαβικών ηγεμονιών και από τον 15ο αιώνα αποτίναξε τον ταταρικό ζυγό και επεκτάθηκε προς τον Καύκασο και τη Σιβηρία. Με τη βασιλεία του Μεγάλου Πέτρου η Ρωσία άρχισε να οδεύει προς το καθεστώς της μεγάλης δύναμης, συντρίβοντας τον μεγάλο βόρειο ανταγωνιστή της, την Σουηδία των Καρολιδών. Η εκδίωξη των Σουηδών από τον Φιννικό κόλπο επέτρεψε την οικοδόμηση μίας νέας πρωτεύουσας, σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Η Αγία Πετρούπολη έδειχνε την επιθυμία του Πέτρου να εκσυγχρονίσει τη χώρα του επί το ευρωπαϊκότερο, καθώς και να διασπάσει την ευρασιατική απομόνωση προς την θάλασσα. Η Αγία Πετρούπολη έγινε κέντρο του νεοτερικού ευρωπαϊκού πολιτισμού και της γαλλικής γλώσσας, ενώ η Μόσχα κράτησε στην λαϊκή φαντασία τα ιεροπρεπή σκήπτρα της κοιτίδας του μεσαιωνικού, ευσεβούς Ρως, αλλά και της διαδόχου του Βυζαντίου, Τρίτης Ρώμης. Με την ήττα της Ρωσίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την απόσχιση περιφερειακών επαρχιών (Φινλανδία, Καύκασος, Πολωνία, Βαλτική, πρόσκαιρα Ουκρανία) και την επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων κατά της Ρωσικής επανάστασης από κάθε κατεύθυνση, οι Μπολσεβίκοι μετέφεραν την πρωτεύουσα στη Μόσχα, η οποία βρίσκεται βαθύτερα και ασφαλέστερα στην ενδοχώρα, καθώς και σε κεντρική θέση ως προς το όλον της – σημαντικά μικρότερης – ευρωπαϊκής Ρωσίας. Με την απώλεια των δυτικότερων επαρχιών, την ιδεολογική σύγκρουση με την Ευρώπη αλλά και την ευάλωτη θαλάσσια θέση της, η Αγία Πετρούπολη δεν μπορούσε να εκπληρώσει πλέον τον ρόλο του κέντρου της ρωσικής κυβέρνησης. Η επιστροφή της Ρωσίας από τη δύση προς την ανατολή διά της Μόσχας αποκτά ιδιαίτερη συμβολική σημασία στη σημερινή περίσταση απόλυτης αποξένωσης με την Εσπερία, ένεκα του ουκρανικού πολέμου.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία από την άλλη, το 18-19ο αιώνα βρέθηκε να χάνει διαδοχικά τις ευρωπαϊκές της επαρχίες, από την Ουγγαρία και τη νότιο Ελλάδα ως τα νησιά του Αιγαίου, τη Μακεδονία και τη Βουλγαρία. Το φάσμα της πολυδιάσπασης των τουρκικών επαρχιών της Ευρώπης έπειτα από το συνέδριο του Αγίου Στεφάνου (με τη Μεγάλη Βουλγαρία να απομονώνει την τουρκοκρατούμενη Αλβανία και Θεσσαλονίκη από τη Θράκη), διαδέχθηκαν οι λιγότερο οδυνηρές διατάξεις του Βερολίνου (1878), με μία οθωμανική λωρίδα γης από την Αδριατική ως τη Θράκη (σαν το Βυζάντιο του ύστερου 13ου αιώνα) να πιέζεται από το μεν βορρά από τη Βουλγαρία και τη Σερβία, από το δε νότο από την Ελλάδα. Με τους Βαλκανικούς πολέμους η Ευρωπαϊκή Τουρκία τεμαχίστηκε από τους συμμάχους, οι δε Βούλγαροι βρέθηκαν στα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης. Η αντεπίθεση των Τούρκων στο Β’ Βαλκανικό πόλεμο έφερε τα σύνορά τους στον Έβρο (1913), δίνοντας μία μικρή ανάσα ασφαλείας στην πρωτεύουσα, όμως και πάλι το ευρωπαϊκό προγεφύρωμα της αυτοκρατορίας φαινόταν πολύ ευάλωτο. Η Ιταλική επίθεση στα Δαρδανέλλια το 1912, η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και η διπλή συντριβή του οθωμανικού στόλου όταν επιχείρησε να εξέλθει των Στενών (ναυμαχίες Έλλης και Λήμνου), και εν τέλει η γιγάντια επιχείρηση της Αντάντ στην Καλλίπολη το 1915, έδειξαν πόσο επισφαλής ήταν η θέση της Κωνσταντινούπολης, η οποία έμοιαζε να βρισκόταν υπό μόνιμη πολιορκία. Όταν πλέον η Οθωμανική αυτοκρατορία ηττήθηκε στον πόλεμο, οι Έλληνες κατέλαβαν τη Θράκη, οι σύμμαχοι την Κωνσταντινούπολη και ο σουλτάνος έγινε όμηρός τους, το εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ ανασυγκροτήθηκε στην Άγκυρα, η οποία βρισκόταν στο κέντρο της Μικράς Ασίας και σε ασφαλή απόσταση από τις ακτές. Η αποτυχία της ελληνικής εκστρατείας στα πρόθυρα της αρχαίας Γαλατίας επιβεβαιώνει το ορθό της επιλογής.
Το νέο αυτό κέντρο εγκαινίαζε μία νέα εποχή εθνικισμού, εκκοσμίκευσης και εξευρωπαϊσμού, με την οικοδόμηση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Η Κωνσταντινούπολη όμως παρέμενε η μεγαλύτερη και οικονομικά σημαντικότερη πόλη. Έχει ενδιαφέρον ότι η ισλαμική-νεοθωμανική παλινόρθωση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ενώ διετήρησε την Άγκυρα ως πρωτεύουσα, έδωσε ανανεωμένη σημασία την Κωνσταντινούπολη και επέστρεψε στο οθωμανικό ιστορικό παρελθόν με ανοίγματα σε Μέση Ανατολή και Βαλκάνια. Η πολιτική του στηρίχθηκε στον πληθυσμιακό όγκο των παραγκωνισμένων, «μαύρων Τούρκων» της Μικράς Ασίας και τον ανερχόμενο πλούτο των «τίγρεων της Ανατολίας», ώστε να επιβληθεί στους κοσμικούς, κεμαλικούς «λευκούς Τούρκους» των αιγαιακών παραλίων και της παλιάς αστικής τάξης της Κωνσταντινούπολης.