Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος
Η ανακίνηση του Μακεδονικού ζητήματος από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας αναστάτωσε έντονα την ελληνική κοινωνία. Η χονδροειδής χάλκευση της ιστορίας από πλευράς Σκοπίων, ειδικά σε σχέση με την αρχαία Μακεδονία και την καταγωγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δημιούργησε αισθήματα αγανάκτησης. Την αγανάκτηση αυτή μετέβαλε σε πικρία η αδιάφορη στάση του ελληνικού πολιτικού συστήματος – με τη γνωστή κατάληξη.
Ως αντίδραση, λοιπόν, η ζωή και τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου πήραν πρώτη θέση στη δημόσια ιστορία. Αυτό αποτελεί συνέχεια του ήδη μεγάλου κύρους του Μακεδόνα κατακτητή. Ο Αλέξανδρος δεν χρειάζεται συστάσεις: τι να πρωτοαναφέρει κανείς, τη στρατιωτική του ιδιοφυία, την πολιτική του οξυδέρκεια, την ευγένειά του προς τους ηττημένους εχθρούς, το οικουμενικό του όραμα; Οι μάχες του Γρανικού, της Ισσού, των Γαυγαμήλων στέκουν πυρακτωμένες, αιμάτινες σφραγίδες πάνω στις σελίδες της ιστορίας, ορόσημα που άλλαξαν για πάντα τις τύχες του κόσμου. Από την αλεξανδρινή αυτοκρατορία ξεπήδησε «ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας», ελληνικά κράτη και πολιτισμοί που κυριάρχησαν σε αχανείς εκτάσεις. Δίχως καμία υπερβολή ο Κωνσταντίνος Καβάφης καυχιέται πως «την Κοινήν Ελληνική Λαλιά ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς». Πάνω σε αυτό το πλούσιο υπόστρωμα εδραίωσε την κοσμοκρατορία της η Ρώμη και το Βυζάντιο, διαδόθηκε ο χριστιανισμός, επηρεάστηκε ο Ιουδαϊσμός, ο Βουδισμός, το Ισλάμ.
Όμως αυτή η εκτίμηση, λαϊκή και επιστημονική, μολονότι στρέφεται σε μία από τις πιο φημισμένες στιγμές του αρχαίου παρελθόντος, λειτουργεί και σαν ασυνέχεια στη διαχρονική ελληνική παράδοση. Εξηγούμαι: η μνήμη του Αλεξάνδρου δεν υπήρξε ποτέ αμιγώς ιστορική υπόθεση. Αναπόφευκτα, η ιστορία του έγινε θρύλος και παραμύθι, διαδόθηκε από στόμα σε στόμα από τους αρκτικούς ωκεανούς μέχρι τη νοτιοανατολική Ασία. Κάθε λαός έκανε θεό, ήρωα και προστάτη, άλλαξε τις αφηγήσεις της ζωής του και προσέθεσε νέες. Κυριότερη πηγή του παγκόσμιου αλεξανδρινού θρύλου ήταν μυθιστόρημα του Ψευδοκαλλισθένη, με καταγωγή από την πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Αντλώντας από την λαϊκή αιγυπτιακή παράδοση, περιγράφει τον Αλέξανδρο ως γιο της Ολυμπιάδας και του Αιγυπτίου μάγου Νεκτανεβώ, ο οποίο ενώθηκε μαζί της με τη μορφή του θεού Άμμωνος. Το μυθιστόρημα γνώρισε εκπληκτική δημοφιλία στο Βυζάντιο, από όπου προέρχονται και ο περισσότερες παραλλαγές του. Ο Αλέξανδρος εκχριστιανίζεται, συνδέεται με προφητείες, κατακτά τη Ρώμη, προσκυνά στα Ιεροσόλυμα. Πολεμά τέρατα και θηρία πέρα από τα σύνορα της οικουμένης, λαμβάνει προφητείες από μαγικά δέντρα, συζητά με Ινδούς γιόγκι, αναζητά το αθάνατο νερό, σφραγίζει τα βαρβαρικά γένη πίσω από τις πύλες του βορρά. Εξερευνά τον βυθό της θάλασσας και πετά στους ουρανούς με ένα άρμα που το σέρνουν γρύπες. Είναι το πρότυπο των αυτοκρατόρων, πρόγονος της Βυζαντινής οικουμένης και τεκμήριο πολιτισμικής και πολεμικής ανωτερότητας έναντι ανατολής και δύσης.
Αυτός ο μυθολογικός Αλέξανδρος, που αγαπήθηκε στο Βυζάντιο από λογίους και λαό, είναι και η μόνη συντροφιά και παρηγοριά του Ελληνισμού τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Μέσα σε διάστημα τριών αιώνων, και σε εποχές ένδειας και αγραμματοσύνης, η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου γνώρισε 61 εκδόσεις σε 60.000 αντίτυπα. Όσο στους τοίχους των εκκλησιών ο ασκητής Σισώης οδύρεται μπροστά στον σκελετό του Μακεδόνα βασιλιά, σκεπτόμενος το μάταιο της ζωής, οι Έλληνες βλέπουν στις νίκες του κατά των Περσών, τη μελλοντική τους απελευθέρωση από τους Τούρκους. Οι ναυτικοί βλέπουν την αδελφή του την γοργόνα στις τρικυμίες, να τους ρωτάει επιτακτικά: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος»; Ο Έλληνας λόγιος Ιωάννης Πρίγκος, βλέποντας μία βασιλική πομπή στο Άμστερνταμ, ζηλεύει και προσεύχεται: «Διότι ούλοι να έχουν τα βασίλειά τους και οι Ρωμαίοι να είναι σκλάβοι του Τούρκου;… Μεγάλο κακό έπαθαν οι Ρωμαίοι ορθόδοξοι χριστιανοί!… Ασήκωσε, Θεέ μου, έναν άλλον Αλέξανδρον, ως πότε εκείνος τους Πέρσας έδιωξε από την Ελλάδα, έτζι και αυτόν τον τύραννο να τον διώξει, να λάμψει πάλε η χριστιανοσύνη στους τόπους της Ελλάδος καθώς και πρώτα». Ο Κανάρης κλαίει, διαβάζοντας ως νεαρός ναύτης την Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, ενώ με το ίδιο πνεύμα γαλουχημένος, ο Νικηταράς φωνάζει στους Τούρκους ενώ υποχωρούν: «Σταθείτε Περσιάνοι, να πολεμήσουμε!». Οι ίδιες αφηγήσεις, δεμένες με τον θρύλο του Μαρμαρωμένου βασιλιά και τη Μεγάλη Ιδέα, θα κυριαρχήσουν στην λαϊκή φαντασία ως τις αρχές του 20ού αιώνα.
Μοναδικό υπόλειμμά τους η παράσταση του Καραγκιόζη «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι». Αλλά η αποξένωση από την παράδοση είναι τόσο ισχυρή, που το κοινό παραξενεύεται: τι δουλειά έχει ο Μεγαλέξανδρος με σταυρό στο δόρυ του, να προσεύχεται στον Χριστό και την Παναγία; Κι όμως, αυτή η εικόνα δεν πρέπει να ξενίζει. Δεν υπάρχει μόνο ο Αλέξανδρος της κλασσικής φιλολογίας. Υπάρχει και ο Αλέξανδρος μίας αδιάσπαστης ελληνικής λαλιάς, ο οποίος εδώ και 2.300 χρόνια «ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει».
Αυτός λοιπόν ο Αλέξανδρος, ο οποίος «ενσωματώνει την ουσία της Ρωμιοσύνης» (Richard Stoneman, The Book of Alexander the Great, σελ. viii), αποτελεί το ιδανικό σημείο αναφοράς για την άρση της ταυτοτικής μας σχιζοφρένειας. Αν η μονομερής αρχαιολατρεία αναγάγει τον Ελληνισμό σε μουσειακό είδος, η αλεξανδρινή παράδοση ενώνει την αρχαιότητα με το Βυζάντιο και το σήμερα. Σε μία εποχή γενικευμένης (και όχι μόνον ελληνικής) σύγχυσης και παρακμής, ο Αλέξανδρος του θρύλου μπορεί να γίνει σύμβολο μίας μυθοποιητικής διαδικασίας καθαρά νεοελληνικής. Ο μύθος δεν αντικαθιστά, βεβαίως, την έρευνα ούτε τον ιστορικό Αλέξανδρο, μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της ιστορίας. Ο ρόλος του είναι να συνάγει τα διάσπαρτα δεδομένα της πραγματικότητας σε ένα όλο που έχει και προσδίδει νόημα. Στο σημερινό αναστοχασμό λοιπόν, ο Έλληνας μπορεί να βρει στο πλευρό του τον Αλέξανδρο του παραμυθιού, παλιό συνοδοιπόρο σε συμφορές και περιπέτειες, να του θυμίζει το καθήκον όχι μόνο προς την ιστορία, αλλά και ως φύλακα της ίδιας της τάξης του κόσμου. Και έτσι, με αυτοπεποίθηση και ρεαλισμό, να πλάσει, όπως κήρυξε ο Λίνος Καρζής, το νέο του μύθο…
Εφημερίδα Ρήξη, Οκτώβριος 2021, φ. 172