Η Ελλάδα απειλείται από τυχόν αποσύνθεση της δυτικής ισχύος, αλλά η αποτροπή αυτού του ενδεχομένου δεν εγγυάται την ελληνική ασφάλεια.
Ένας από τους παράγοντες του ζητήματος είναι η διπλή κριτική από πλευράς της ελληνικής παράδοσης τόσο της Δύσης ως γερμανολατινικού χριστιανικού Μεσαίωνα, όσο και ως νεωτερικότητας.
Τούτη η διάκριση έχει σημασία διότι το πρώτο σκέλος αποτελεί αντιπαράθεση πολιτισμών και κοινωνιών εντοπισμένων σε συγκεκριμένο χώρο και ιστορικό πλαίσιο, ενώ το δεύτερο αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ίδιας της δυτικής σκέψης αναστοχαζόμενης. Με την αποικιοκρατία και την παγκοσμιοποίηση, η δυτική νεωτερικότητα κατέκλυσε όλον τον κόσμο, αλλάζοντας ριζικά τους άλλους πολιτισμούς, οι οποίοι αντιστάθηκαν ή/και προσαρμόστηκαν με διαφορετικούς τρόπους. Συνεπώς, η κριτική της δυτικής νεωτερικότητας (όπως την εξέφρασε ο Νίτσε, οι χριστιανοί συντηρητικοί, οι παραδοσιοκράτες του μεσοπολέμου, οι μεταμοντέρνοι κ.ο.κ.) έχει πανανθρώπινο ενδιαφέρον.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι Έλληνες, που υπερασπίστηκαν την «ιδιοπροσωπία» του ημετέρου πολιτισμού έναντι της Δύσης, και κάλεσαν σε αντίσταση στην αφομοίωση, είχαν πολύ βαθιά δυτική-ευρωπαϊκή παιδεία, σπουδές στο εξωτερικό κ.α. Αυτό ισχύει για τις γενιές του ’30 και του ‘60, φιλοσόφους, καλλιτέχνες, ποιητές (Σεφέρης, Κόντογλου, Λορεντζάτος κ.ο.κ.). Η στροφή στην παράδοση δεν υπήρξε απόρροια φοβικής άμυνας μίας κοινωνίας αποκομμένης και απολιθωμένης. Αντίθετα, βαπτισμένοι στα ύδατα της δυτικής νεωτερικότητας, οι στοχαστές αυτοί είδαν κάποια σημαντικά αδιέξοδα και στράφηκαν, υστερόχρονα, στις απαντήσεις που προτείνει ο ελληνικός «τρόπος» και η ορθόδοξη πνευματικότητα. Από αντίστοιχα αδιέξοδα πολλοί Δυτικοί άνθρωποι σπεύδουν στη σοφία του Ντοστογιέφσκι ή στη θρησκευτικότητα του βουδισμού, ακόμη και του ισλάμ. Ορισμένοι, όπως ο Φίλιππος Σέρραρντ και ο Λαυρέντιος Γκεμερέυ, βρήκαν αυτό το καταφύγιο στον ορθόδοξο Ελληνισμό.
Η φθορά της Δύσης
Τούτες οι διανοητικές ζυμώσεις συνέβαιναν σε μία εποχή που η Δύση ναι μεν ταλανιζόταν από κρίσεις, παρέμενε όμως στην κορυφή των ιστορικών εξελίξεων. Σήμερα όμως η κατάσταση διαφέρει από το 1930 ή το 1990. Οι οικονομικές, δημογραφικές και πολιτικές εξελίξεις δείχνουν τον δρόμο για έναν πλανήτη πολυκεντρικό, στον οποίο η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική όχι απλώς δεν θα ηγεμονεύουν, αλλά σταδιακά θα υποχωρούν υπό τον ανταγωνισμό άλλων δυνάμεων και σχηματισμών.
Κάποτε η Ευρώπη εξήγαγε το πληθυσμιακό της πλεόνασμα αποικίζοντας ολόκληρες ηπείρους, τώρα συμβαίνει το αντίθετο. Δεν υπάρχει πια το σαρωτικό τεχνολογικό πλεονέκτημα του 19ου και του 20ού αιώνα. Παρά τη συνεχιζόμενη τεχνοεπιστημονική συσσώρευση – η οποία όμως αποτελεί πλέον παγκόσμια υπόθεση – ο δυτικός κόσμος δείχνει έντονα σημάδια πνευματικής κόπωσης, παραπατώντας από κρίση σε κρίση. Η υποχώρηση είναι αργή και σταδιακή, δεν γίνεται υπό την απειλή κάποιας μεγάλης τρίτης δύναμης, δεν έχει χαρακτηριστικά κατάρρευσης. Είναι όμως σταθερή. Στο εσωτερικό, ο κατακερματισμός των κοινωνιών, η αποξένωση, η αυξανόμενη ανισότητα, η υπογενητικότητα, η αξιακή σύγχυση και η αποτελμάτωση της διανόησης δεν φανερώνουν ζωντάνια ή έστω ελεγχόμενη διαχείριση.
Η οικονομική κρίση και τώρα η πανδημία έδρασαν ως ισχυροί καταλύτες στα υπάρχοντα προβλήματα. Πάνω και πέρα από αυτά, το οξυνόμενο περιβαλλοντικό πρόβλημα και οι παρενέργειες της τεχνολογικής υπερανάπτυξης στις ελευθερίες, την ψυχολογία και την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση, γεννούν σε πολλούς ανθρώπους την εικόνα ενός δυστοπικού μέλλοντος. Δεν είναι τυχαίο ότι, με εξαίρεση τους θεράποντες της μετανθρώπινης τεχνοθεολογίας, οι δυτικές κοινωνίες παράγουν σκέψεις, θεωρίες και έργα τέχνης γύρω από το τέλος του κόσμου ή άλλες καταστροφές, όταν πριν από κάποιες δεκαετίες ευελπιστούσαν στην κομμουνιστική ουτοπία, το «τέλος της ιστορίας», ή τα θαύματα της «διαστημικής εποχής».
Οι τάσεις αυτές έχουν και γεωπολιτικές επιπτώσεις. Η Ελλάδα, ευρισκόμενη σε ένα από τα σημαντικότερα στρατηγικά σημεία του πλανήτη, ποτέ δεν μπορούσε να παρακολουθεί τον κόσμο από την ένοπλη ασφάλεια μίας Αγγλίας ή την εθελοντική απομόνωση μίας Ιαπωνίας. Το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα, η αναδιαμόρφωση δηλαδή της τάξης της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Ευρώπης μετά την παρακμή των Οθωμανών, διαιωνίζεται στα πλαίσια του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, του ανταγωνισμού στον μετασοβιετικό χώρο, του τουρκικού επεκτατισμού, των ερευνών για υδρογονάνθρακες στη Μεσόγειο, της πάλης σουνιτών σιιτών κ.ο.κ. Η Ελλάδα, σταθερά τοποθετημένη στους ευρωατλαντικούς θεσμούς (ΕΕ, ΝΑΤΟ), βρίσκεται διαρκώς απέναντι στις νεοθωμανικές λόγχες δίχως την αξιόπιστη ασπίδα των συμμάχων της. Από την άλλη, δεν έχει σοβαρές προοπτικές αλλαγής προσανατολισμού, καθώς κανένας άλλος πλανητικός παίκτης (Ρωσία, Κίνα) δεν ενδιαφέρεται να ανατρέψει το καθεστώς της Γιάλτας, ακόμη και εάν η Αθήνα το ζητούσε. Τούτη είναι η ελληνική τραγωδία: η Ελλάδα απειλείται πολύ σοβαρά από τυχόν αποσύνθεση της δυτικής ισχύος, αλλά η αποτροπή αυτού του ενδεχομένου δεν εγγυάται αφ’ εαυτή την ελληνική ασφάλεια.
Οι κύριοι του κόσμου τούτου, βέβαια, δεν είναι τυφλοί μπροστά στις κρίσεις. Η πλήρης αποκοπή τους όμως από το κοινωνικό σώμα και την ιδέα της εθνικής κοινότητας τούς οδηγεί σε οράματα απαλοιφής των λαών, των κρατών και των πολιτισμών, όπως επιτάσσουν οι ανάγκες της ακώλυτης μεταφοράς αγαθών, υπηρεσιών και εργαζομένων, της διάλυσης των συλλογικοτήτων προ του απομονωμένου ατόμου-καταναλωτή-υπηκόου. Οι φωνές αντίδρασης, μέσα από τον εθνικισμό, λαϊκισμό κ.α. ορίζονται περισσότερο από την αντίθεσή τους σε κάτι και όχι από εσωτερική ωριμότητα για αλλαγή παραδείγματος (paradigm).
Ενδιαφέρον έχει η περίπτωση του Γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν, ανθρώπου του κατεστημένου, ο οποίος όμως διαβλέπει τους κινδύνους για τη διάρρηξη της εσωτερικής ενότητας από τον θρησκευτικό σεκταρισμό και εξτρεμισμό. Ο αγώνας του κατά του φονταμενταλισμού με όπλο τη φιλελεύθερη γαλλική και ευρωπαϊκή παράδοση, τον Διαφωτισμό και την κοσμικότητα, περιορίζεται αναγκαστικά από την κόπωση και τα αδιέξοδα του νεωτερικού τρόπου. Ακόμη και εάν δεν υπήρχε, όμως, το μεταναστευτικό ζήτημα ή η τρομοκρατία, η δυτική παρακμή δεν θα εξαφανιζόταν.
Ενώπιον του «Δυτικού Ζητήματος;»
Προσπαθώντας να αποσαφηνίσουμε την σχέση της Ελλάδας με τη Δύση, είναι πιθανό μεσοπρόθεσμα να βρεθούμε ενώπιον ενός Δυτικού Ζητήματος*, τμήματος μίας άνευ προηγουμένου παγκόσμιας αναδιάταξης και προκλήσεων όχι απλώς εθνικών, αλλά ανθρωπολογικών. Η περίσκεψη για όλα τα συναφή θέματα γίνεται επείγουσα και επιβάλλεται να δώσει πρακτικές απαντήσεις καθημερινού τρόπου ζωής. Η αναθεώρηση των εν μέρει απαρχαιωμένων σχημάτων εκσυγχρονιστών-παραδοσιοκρατών της δεκαετίας του 1990 θα μπορούσε να είναι ένα καλό πρώτο βήμα.
Επειδή μέσα από ένα άρθρο πολλά μπορούν να προταθούν, είναι καλό να υπομνησθεί, ως υστερόγραφο, η σχετικότητα των ημετέρων δυνατοτήτων. Ακόμη και εάν οι Έλληνες ιθύνοντες αντιλαμβάνονταν την κρισιμότητα των συνθηκών, θα μεριμνούσαν για την ελληνική άμυνα, την παραγωγική ανασυγκρότηση, την αναγέννηση της παιδείας. Πολλές διαδικασίες όμως είναι έξω από τις δυνάμεις της μικρής Ελλάδας – κάποιες είναι πολύ μεγάλες και απρόβλεπτες ακόμα και για τους ποικιλόμορφους πλανητάρχες. Οπότε ένα μέρος της προετοιμασίας ανθρώπων, οικογενειών, κοινοτήτων και του κράτους στο τέλος, είναι η προετοιμασία για όσα επίκεινται και δεν μπορούν να αποφευχθούν.
Εφημερίδα Ρήξη φ. 166, Μάρτιος 2021
*τον όρο δανείζεται ο γράφων από το άρθρο του Γεωργίου Χ. Τορνικάντη. “Το Δυτικό Ζήτημα και οι Μεγάλες Ελληνικές Δυνάμεις“