Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος – μεταπτυχιακός φοιτητής Βυζαντινής ιστορίας
Οι αναφορές στην «βυζαντινή» ποίηση αναπόφευκτα θα φέρουν στο μυαλό την εκκλησιαστική υμνογραφία, η οποία όχι μόνο καλλιεργήθηκε εντατικά και από μεγάλους μάστορες της τέχνης, αλλά και ως τώρα συνοδεύει κάθε Ορθόδοξη ακολουθία. Επισκιασμένη μεν, αξιοσημείωτη δε μένει η κοσμική ποίηση, στην οποία επιδόθηκαν πολλοί Ανατολικοί Ρωμαίοι λογοτέχνες. Ακολουθώντας τα πρότυπα της κλασσικής και ελληνιστικής παραδόσεως, οι ποιητές αυτοί συνέχισαν καθ’ όλον τον βίον του ανατολικού κράτους να συνθέτουν έργα λυρικά και επικά, με ποικίλη θεματολογία. Από αυτές τις βάσεις θα προκύψει, τους ύστερους της αυτοκρατορίας αιώνες, το μυθιστόρημα και η δημώδης ποίηση, ανοίγοντας δρόμο για την πραγματικά νεοελληνική λογοτεχνία.
Σε μία σειρά αφιερωμένη στους «Βυζαντινούς» ιστοριογράφους και χρονογράφους η αναφορά στην ποίηση μοιάζει με παρέκβαση. Αυτό προκύπτει από την διαφορετική αντίληψη που έχουμε σήμερα για την ποίηση. Εκείνη την εποχή ο έμμετρος λόγος δεν περιοριζόταν στην αναψυχή ή την γραμματεία του φανταστικού. Αντιθέτως χρησιμοποιείτο για την δημιουργία έργων περιγραφικών, ή που επρόκειτο να απαγγελθούν ενώπιον του αυτοκράτορος και εκλεκτού κοινού. Το κοινό αυτό, έχει ειπωθεί, ενίοτε έδινε μεγαλύτερη βάση στο ύφος, το όμορφο μέτρο και την εξεζητημένη γλώσσα (δείγμα ανωτέρας μορφώσεως και άρα κοινωνικό διακριτικό) παρά στο περιεχόμενο ή την ευκολία κατανοήσεως αυτού. Αυτή η τάση επηρέαζε και τους πεζογράφους, οι οποίοι πρόσεχαν το μέτρο και τον ρυθμό στα γραπτά τους, ακολουθώντας τις συμβουλές της αρχαίας ποιητικής και ρητορικής.