ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Νέα Πολιτική 27-5-2015
Η σχέση Βυζαντίου και Ορθοδοξίας ήταν, πέρα από άρρηκτη, αμφίδρομη. Από τη μία, η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν το προστατευμένο και με υψηλό πολιτιστικό επίπεδο περιβάλλον όπου διαμορφώθηκε και επικράτησε ο ελληνόφωνος χαλκηδόνιος χριστιανισμός, τον οποίο στήριξε, διέδωσε και ενστερνίστηκε περιπαθώς μέχρι τέλους. Από την άλλη, η Ορθοδοξία ήταν, μαζί με την ελληνική γλώσσα και τη ρωμαϊκή πολιτική, ένας από τους τρεις πυλώνες του βυζαντινού πολιτισμού. Από όλους αυτούς, εκείνη ήταν που είχε περισσότερο διαποτίσει την ψυχή των υπηκόων. Εκεί που η ρωμαϊκή κληρονομιά ξεθώριαζε και η αυτοκρατορική αρχή αμφισβητείτο, βασικό ενοποιητικό στοιχείο των λαών του Βυζαντίου ήταν η πίστη. Θεοφρούρητο το κράτος, υπό την Υπέρμαχο Στρατηγό και τον Παντοκράτορα, θεοστεφής ο βασιλέας και Νέο Ισραήλ οι Βυζαντινοί.
Πώς να μην ανθίσει ο Χριστιανισμός στη γη που γεννήθηκε; Εκεί έλαβαν χώρα τα περισσότερα ταξίδια των Αποστόλων, εκεί συστάθηκαν τέσσερα (Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ) από τα πέντε πατριαρχεία και εκεί συγκλήθηκαν οι οικουμενικές σύνοδοι. Από την ελληνόφωνη Ρωμαϊκή Ανατολή προήλθαν οι περισσότεροι και λαμπρότεροι Πατέρες της Εκκλησίας. Το Βυζάντιο λοιπόν, αφού γέννησε την Ορθοδοξία, την προίκισε και μερίμνησε για τη διάδοση της από τα όρη τον Αίμο και τον Καύκασο ως τις απέραντες ρωσσικές στέπες. Η πίστη ήταν ο κυριότερος συνδετικός κρίκος μεταξύ των μελών της «βυζαντινής κοινοπολιτείας», των ανατολικών κρατών, εθνών και κοινοτήτων που έβλεπαν την Κωνσταντινούπολη ως πνευματικό, πολιτιστικό και συχνά πολιτικό κέντρο. Διασάλευση της Ορθοδοξίας σήμαινε απώλεια της εσωτερικής συνοχής και της εξωτερικής επιρροής, συνεπώς καταστροφή. Στο Βυζάντιο δεν υπήρχε Ιερά Εξέταση: ήταν οι κοσμικές δικαστικές και διωκτικές αρχές που, για την ασφάλεια του κράτους, έκριναν αν έπρεπε οι ετερόδοξοι να αντιμετωπισθούν με ποιμαντική βακτηρία ή ράβδο σιδηρά.
Στην υπανάπτυκτη και πολυδιασπασμένη μεσαιωνική Δύση η Καθολική Εκκλησία είχε ρόλο διαιτητή και προϊσταμένου των βασιλέων, ιδίως μετά την επικράτηση της επί του Γερμανού αυτοκράτορος στη «διαμάχη της περιβολής». Ταυτόχρονα ήλεγχε το σύνολο των δομών προνοίας, υγείας και εκπαίδευσης, ενώ κληρικοί στελέχωναν τις κρατικές υπηρεσίες. Στη Βυζαντινή αυτοκρατορία τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Πρώτα απ’ όλα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ποτέ δεν αξίωσε πρωτεία επί του αυτοκράτορος. Παρ’ ότι πατριάρχες εκμεταλλεύτηκαν κατά καιρούς απείρους ή αβούλους βασιλείς για να ασκήσουν πολιτική επιρροή, γενικά η Εκκλησία βρισκόταν υπό την κηδεμονία του στέμματος. Ήταν όμως αρκετά ισχυρή για να κατατροπώσει όλες τις δογματικές παρεμβάσεις του κράτους (Εικονομαχία κ.α.). Δεύτερον, η κοσμική εξουσία κάλυπτε σε μεγάλο βαθμό εκείνη τις μορφωτικές και προνοιακές ανάγκες του λαού, ήταν δε αυτάρκης γραφειοκράτες και αξιωματούχους. Το δίκτυο νοσοκομείων, ορφανοτροφείων και σχολείων της Εκκλησίας συμπλήρωνε, δεν υποκαθιστούσε το κράτος. Η ανώτατη εκπαίδευση ήταν κοσμική, αυτό όμως δεν εμπόδισε την Εκκλησία να προσφέρει στην αυτοκρατορία λαμπρούς επιστήμονες και φιλοσόφους, όπως ο Μέγας Φώτιος, ο Λέων ο Μαθηματικός, ο Ιωάννης Ξιφλίνος και άλλοι.
Στην ιστορία έχει επικρατήσει το δίπολο Εκκλησία και κοσμικότητα. Βλέπουμε στο δυτικό μεσαίωνα την Εκκλησία να επιβάλλεται επί των κρατών και να ελέγχει τα πάντα, και στη σύγχρονη εποχή να υποτάσσεται στο κράτος και η πίστη να περιθωριοποιείται χάριν της λογικής. Το Βυζάντιο μας προσφέρει μία τρίτη οδό. Μία Εκκλησία παράλληλη αλλά διακριτή από το κράτος, και ένας πολιτισμός στον οποίο η Αθήνα (λόγος) και Ιερουσαλήμ (Λόγος) συνταιριάζονται, δεν αντιπαρατίθενται.