Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

Γεώργιος Πισίδης: Ένας Βυζαντινός Όμηρος για τα έπη του Ηρακλείου


Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος – μεταπτυχιακός φοιτητής Βυζαντινής ιστορίας
Οι αναφορές στην «βυζαντινή» ποίηση αναπόφευκτα θα φέρουν στο μυαλό την εκκλησιαστική υμνογραφία, η οποία όχι μόνο καλλιεργήθηκε εντατικά και από μεγάλους μάστορες της τέχνης, αλλά και ως τώρα συνοδεύει κάθε Ορθόδοξη ακολουθία.  Επισκιασμένη μεν, αξιοσημείωτη δε μένει η κοσμική ποίηση, στην οποία επιδόθηκαν πολλοί Ανατολικοί Ρωμαίοι λογοτέχνες.  Ακολουθώντας τα πρότυπα της κλασσικής και ελληνιστικής παραδόσεως, οι ποιητές αυτοί συνέχισαν καθ’ όλον τον βίον του ανατολικού κράτους να συνθέτουν έργα λυρικά και επικά, με ποικίλη θεματολογία.  Από αυτές τις βάσεις θα προκύψει, τους ύστερους της αυτοκρατορίας αιώνες, το μυθιστόρημα και η δημώδης ποίηση, ανοίγοντας δρόμο για την πραγματικά νεοελληνική λογοτεχνία.
Σε μία σειρά αφιερωμένη στους «Βυζαντινούς» ιστοριογράφους και χρονογράφους η αναφορά στην ποίηση μοιάζει με παρέκβαση.  Αυτό προκύπτει από την διαφορετική αντίληψη που έχουμε σήμερα για την ποίηση.  Εκείνη την εποχή ο έμμετρος λόγος δεν περιοριζόταν στην αναψυχή ή την γραμματεία του φανταστικού.  Αντιθέτως χρησιμοποιείτο για την δημιουργία έργων περιγραφικών, ή που επρόκειτο να απαγγελθούν ενώπιον του αυτοκράτορος και εκλεκτού κοινού.  Το κοινό αυτό, έχει ειπωθεί, ενίοτε έδινε μεγαλύτερη βάση στο ύφος, το όμορφο μέτρο και την εξεζητημένη γλώσσα (δείγμα ανωτέρας μορφώσεως και άρα κοινωνικό διακριτικό) παρά στο περιεχόμενο ή την ευκολία κατανοήσεως αυτού.  Αυτή η τάση επηρέαζε και τους πεζογράφους, οι οποίοι πρόσεχαν το μέτρο και τον ρυθμό στα γραπτά τους, ακολουθώντας τις συμβουλές της αρχαίας ποιητικής και ρητορικής.

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Μία επίκαιρη ομιλία για την τουρκική απειλή: Δημήτριος Κυδώνης “Καλλιπόλεως συμβουλευτικός”


Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος – μεταπτυχιακός φοιτητής Βυζαντινής ιστορίας
Ο Δημήτριος Κυδώνης, όσο και εάν είναι άγνωστος σήμερα, υπήρξε από τις πολιτικές και διανοητικές προσωπικότητες που σημάδευσαν την ύστερη «βυζαντινή» ιστορία. Υπηρετώντας ως μεσάζων (ένα είδος πρωθυπουργού) τους Ρωμαίους βασιλείς Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό και Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο, πρωταγωνίστησε στην πολιτική σκηνή της αυτοκρατορίας στα μέσα του 14ου αιώνος. Ερχόμενος σε επαφή με την λατινική γλώσσα και το θεολογικό έργο του Θωμά Ακινάτη, δραστηριοποιήθηκε για την προσέγγιση της Ανατολικής με την Δυτική Εκκλησία και συγκρούστηκε με τους ησυχαστές. Η θρησκευτική μεταστροφή του στον καθολικισμό τον ώθησε σε μία πολιτική που στήριξε την απεγνωσμένη προσπάθεια της Ρωμανίας για επιβίωση στην εξασφάλιση παπικής βοηθείας, σε μία εποχή που η Μικρά Ασία είχε ολοσχερώς χαθεί και οι Οθωμανοί Τούρκοι περνούσαν και εδραιώνονταν στην Ευρώπη.
Καθώς η δυτική Εκκλησία σπαρασσόταν από σχίσματα, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις βρίσκονταν σε πόλεμο και οι κοινωνίες δεν είχαν ακόμη συνέλθει από τον κατακλυσμό της πανώλους, οι ελπίδες του Δημήτρη Κυδώνη απεδείχθησαν φρούδες. Η πολιτική του οδήγησε σε διαδοχικές απογοητεύσεις, με μεγαλύτερη το ταξίδι του μαζί με τον βασιλέα Ιωάννη Ε’ στην Ρώμη το 1369-71. Η προσωπική ομολογία πίστεως του βασιλέως ενώπιον του πάπα δεν απαντήθηκε με απτή βοήθεια κατά των Τούρκων.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

Πασχάλιον Χρονικόν: Ένα έργο σταθμός της Βυζαντινής χρονογραφίας


Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος – μεταπτυχιακός φοιτητής Βυζαντινής ιστορίας
Το Πασχάλιον Χρονικόν αποτελεί σημαντικό κείμενο της πρώιμης ανατολικορωμαϊκής χρονογραφίας.  Σώζεται σήμερα σε ένα χειρόγραφο του 10ου αιώνος, στον ελληνικό κώδικα του Βατικανού υπ’αριθμόν 1941.  Δεν φέρει όνομα συγγραφέως, ενώ έχουν χαθεί τα πρώτα και τελευταία φύλλα, μαζί με ένα τετράδιο από τη μέση.  Ο τίτλος που φέρει το χειρόγραφο είναι «Ἐπιτομὴ χρόνων τῶν ἀπὸ τοῦ πρωτοπλάστου ἀνθρώπου ἔως κ’ ἔτους τῆς βασιλείας Ἡρακλείου τοῦ εὐσεβεστάτου καὶ μετὰ ὑπατείαν ἔτους ιθ’ και ιη’ ἔτους τῆς βασιλείας Ἡρακλείου νέου Κωνσταντίνου του αυτοῦ υἰοῦ ἰνδικτιῶνος γ’».  Όπως προκύπτει, η εξιστόρηση ξεκινά από κτίσεως κόσμου, κατά την προσφιλή πρακτική των χρονικών, καταλήγει δε ως το 628-30, μεσούσης της βασιλείας του Ηρακλείου και ακριβώς στην λήξη του πολέμου αυτού με τους Πέρσες.
Η ονομασία Πασχάλιον Χρονικόν προέκυψε από την εισαγωγή του χειρογράφου, η οποία πραγματεύεται όχι κάποιο ιστορικό ή κοσμολογικό θέμα, αλλά με τον ορθό υπολογισμό του χριστιανικού Πάσχα και, δι’ αυτού, την παγκόσμιο χρονολόγηση.  Προς αυτόν το σκοπό ο χρονογράφος αξιοποιεί, εκτός από τις ιερές γραφές και τα διαθέσιμα αστρονομικά δεδομένα, πλήθος πινάκων «βασιλειών, υπατειών, ινδικτιώνων, ολυμπιάδων, άλλοτε με το Αλεξανδρινό και άλλοτε με το Αντιοχικό χρονολογικό σύστημα» (Α. Καρπόζηλος).  Από εκεί προκύπτει και η ονομασία του ως «Χρονικόν Αλεξανδρείας».  Καθώς η αφήγηση, τουλάχιστον δηλαδή μετά την είσοδο της διηγήσεως στη σύγχρονη του συγγραφέως ιστορία, επικεντρώνεται στην Κωνσταντινούπολη, έχει δοθεί και ο τίτλος «Χρονικόν Κωνσταντινουπόλεως».  Ο χρονογράφος δείχνει μία κλίση προς την εκκλησιαστική θεματολογία, κάτι που έχει οδηγήσει τους ερευνητές να τον τοποθετήσουν στον πατριαρχικό κλήρο της εποχής του Ηρακλείου.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Πόσο ελληνική ήταν η βυζαντινή Μικρά Ασία; Εθνογραφική ανάλυση

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασια...