Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2025

Ψηλαφώντας τον χώρο και το πνεύμα της βυζαντινής Μικράς Ασίας

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος

Εάν η κατανόηση του αρχαιοελληνικού και νεοελληνικού χαρακτήρα απαιτεί γνώση του φυσικού περιβάλλοντος και του πως αυτό επιδρά στην συμπεριφορά, τις δομές, την πολιτική, την οικονομία και την τέχνη του, αυτό θα πρέπει να γίνει και με τον ενδιάμεσο κρίκο των δύο, το Βυζάντιο.

Στο βαθμό που αναφερόμαστε στα Στενά και την Αιγηίδα, τις δύο ακτές του Αιγαίου όπου διαχρονικά έθαλλε ο Ελληνισμός, δε χρειάζεται μεγάλη διαφοροποίηση ειδικά για το Βυζάντιο. Τι συμβαίνει όμως με τα παλαιοελλαδικά ενδότερα της Πίνδου και της έσω Πελοποννήσου; Αλλά ακόμη περισσότερο, τι συμβαίνει με την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας;

Ας σκεφθούμε για αυτό το θεωρητικό πείραμα, την χώρα για την οποία μιλάμε. Την απρόσιτη Ισαυρία με τους ημιβαρβάρους και πολεμοχαρείς κατοίκους. Την αλμυρά έρημο και την ανελέητη στέπα της Φρυγίας. Τα οροπέδια της Καππαδοκίας. Πόσο διαφέρουν από τα χαρούμενα ιωνικά παράλια, τους κολπίσκους της Καρίας, τον κατάσπαρτο από ελληνίδες πόλεις Εύξεινο Πόντο; Επί Βυζαντίου όλοι οι αρχαίοι μικρασιατικοί λαοί είχαν εξαφανιστεί. Είχαν γίνει όλοι Βυζαντινοί, Ρωμαίοι, Έλληνες – όπως νοηματοδοτεί κανείς τους όρους αυτούς. Υπήρχαν όμως οι ακτές, όπου σε πανάρχαιες πόλεις ζούσαν απόγονοι των Ελλήνων αποίκων ή εντοπίων που είχαν από αμνημονεύτων χρόνων εξελληνισθεί. Στο εσωτερικό ήταν οι πόλεις που ίδρυσαν οι Ατταλίδες και οι Σελευκίδες βασιλείς, στα πρότυπα του Αλεξάνδρου, για να εγκαταστήσουν Έλληνες επήλυδες και να διαδώσουν τον ελληνικό πολιτισμό στους ντόπιους. Και στο άλλο άκρο, απομονωμένοι, περιφερειακοί πληθυσμοί, ιδίως του μη αστικοποιημένου εσωτερικού, οι οποίοι ελάχιστη σχέση είχαν με τον ελληνιστικό κόσμο και τρόπο ζωή, οι οποίοι τελικώς εξελληνίζονται γλωσσικά τον 3ο, τον 4ο ή τον5ο αιώνα μ.Χ., υπό την επίδραση της χριστιανικής Εκκλησίας. Μεταξύ των πρώτων Ελλήνων και των τελευταίων Ελληνιζόντων, μεσολαβούν αιώνες – ίσως και 1.500 χρόνια, από την πρώτη παρουσία των Μυκηναίων στην αιγαιακή και τη μεσογειακή ακτή.

Στην βυζαντινή ιστορία γενικώς δεν ανιχνεύονται εθνοτικές διαφορές μεταξύ όλων αυτών, όμως μπορούμε δίχως πολλή φαντασία ή αυθαιρεσία να υποθέσουμε ότι όλη αυτή η μάζα των ορθοδόξων Ρωμαίων είχε πελώριες κοινωνιολογικές και λαογραφικές διαφοροποιήσεις. Οι ιστορικοί έχουν αναζητήσει στοιχεία διάκρισης ή και σύγκρουσης του ελληνικού και του ανατολικού-ασιατικού στοιχείου στα πολυποίκιλα αιρετικά στοιχεία π.χ. της Φρυγίας. Και πάλι όμως οι ερμηνείες αυτές μένουν σε ένα κάπως διαισθητικό επίπεδο, και η εθνολογική προσέγγιση των θρησκευτικών αποκλίσεων μόνο σχετική μπορεί να αποδειχθεί ( η μακρινή Καππαδοκία π.χ. υπήρξε μείζον ελληνορθόδοξο προπύργιο).

Γεγονός είναι ότι η μεγάλη μικρασιατική μάζα, ανεξαρτήτως της εθνοφυλετικής γενεαλογίας κάθε περιφέρειας, εξισλαμίστηκε μεταξύ 11ου και 16ου αιώνος, παράλληλα με το κύμα τουρκικών εισβολών και μετοικήσεων από τα βάθη της κασπιακής Καρδιογαίας. Άρα αυτοί οι λαοί έχουν εκ νέου μεταβληθεί και απορροφηθεί από έναν άλλον κόσμο – από τον ελληνιστικό και τον ελληνορθόδοξο, στον τουρκομουσουλμανικό. Δεδομένης της εξαιρετικά μακροχρόνιας συνέχειας των εθίμων και του προφορικού πολιτισμού στους αγροτικούς, προνεωτερικούς πολιτισμούς, ίσως λαογραφικά ίχνη να επιβιώνουν ως σήμερα (ή τον 18-19ο αιώνα, οπότε ίσως να τα είχαν συλλάβει περιηγητές), με πόση ασφάλεια όμως θα μπορούσε να τα προσδιορίσει κανείς. Είναι άλλωστε τόσο λίγα αυτά που γνωρίζουμε για την προελληνική Μικρά Ασία, σπαράγματα από την αρχαιολογία και τους Έλληνες ιστορικούς ή γεωγράφους. Θεωρητικά μιλώντας, ίσως αυτό το μακροϊστορικό εγχείρημα να ήταν περισσότερο βατό με την εξέταση των εκ Μικράς Ασίας Ρωμιών που ζουν στην Ελλάδα ή απομένουν στον Πόντο, καθώς εκεί έχει διανυθεί ένα αλλοτριωτικό «βήμα» λιγότερο.

Πως ήτανε λοιπόν ο γενναίος Καππαδόκης ακρίτας; Ο Λυκάων; Ο Γαλάτης στα πέριξ της Άγκυρας; Ο Ίσαυρος του 10ου ή του 11ου αιώνα, πεντακόσια χρόνια μετά την «εξημέρωσή» του; Τι βιοσοφία διακατείχε εκείνους που τροφοδότησαν τον ανατολικό μοναχισμό και τα θεματικά στρατεύματα; Αυτούς που τραγούδησσαν το ακριτικό έπος; Πως αλληλεπιδρούσαν με τον «καθαρά» ελληνικό κόσμο της Αιγηίδας και του Πόντου; Πως συνυπήρχε η πόλη με την ύπαιθρο, οι οποίες μπορεί να είχαν «διαφορά φάσης» στον εξελληνισμό τέσσερις-πέντε αιώνες;

Στόχος είναι βέβαια, να βρεθούν στοιχεία για συγκεκριμένες απαντήσες, όχι για γοητευτικές μεν, αλλά υπερεκτεταμένες και δαιδαλώδεις μακροϊστορικές «θεωρίες των πάντων». Το ερώτημα στην ολότητά του ανήκει στην κοινωνικό-πολιτισμική σφαίρα, αλλά δεν σταματά εκεί. Η γεωγραφική, εθνοφυλετική, θρησκευτική ιδιαιτερότητα της έσω ανατολικής Μικράς Ασίας επηρεάζει πολύ όχι μόνο την ανάπτυξη του Βυζαντίου,* της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της σημερινής Τουρκίας.**

*Μοντανιστές, Αθίγγανοι, Εικονομαχία, στάση Θωμά του Σλάβου, άμυνα έναντι Αράβων, αντίσταση και ενσωμάτωση μετά το Μαντζικέρτ.
**ιδιόρρυθμος, ετερόδοξος εξισλαμισμός μέσω των αδελφοτήτων (tarikat), Κιζηλμπάσηδες και επαφές με Περσία, Αλεβίτες, κουρδικό ζήτημα, τουρκόφωνοι Έλληνες της Καραμανίας, επανισλαμοποίηση της Τουρκίας ύστερα από την παρακμή του κεμαλισμού, σύγκρουση Λευκών και Μαύρων Τούρκων, άνοδος Ερντογάν).

Για να γυρίσουμε στην γεωγραφία από όπου ξεκινήσαμε, στο βιβλίο του Byzantium and the Emergence of Muslim-Turkish Anatolia, ca. 1040-1130, o Alexander Daniel Beihammer επισημαίνει το μη-ενιαίο της χερσονήσου, καθω΄ς αποτλείται από πολύ διαφορετικές περιφέρειες, ο έλεγχος των οποίων απαιτεί την κατοχή κάποιων πόλεων-κλειδιών σε επίκαιρα σημεία. Χρειάζεται παραπάνω έρευνα για αυτήν ακριβώς τη διάρθρωση της ρωμαϊκής, βυζαντινής και οθωμανικής εξουσίας, καθώς και εξέταση των κατά καιρούς κρατών της αρχαίας και μεσαιωνικής Μικράς Ασίας, μαζί με τις διαδικασίες ενοποίησής της από τους Πέρσες, τον Αλέξανδρο, τους Ρωμαίους, τους Οθωμανούς και τον Μουσταφά Κεμάλ – όπως και το πώς το ενιαίο σχήμα «έσπασε» το 323 π.Χ., το 1071, το 1243 και το 1918. Για παράδειγμα, μετά το Μαντζικέρτ οι οχυρές πόλεις του Βυζαντίου άντεξαν αρκετά, όπως και περιοχές με αυτόνομους Αρμενίους ή Έλληνες άρχοντες (ή τον Νορμανδό Ουρσέλιο). Πολλές χάθηκαν με προδοσία ή τη συνεργασία διεκδικητών του θρόνου, που χάρισαν αμαχητί σχεδόν την ανατολή στον εισβολέα, τη ζοφερή δεκαετία 1071-1081.

Τι «Δαιμόνια της Φρυγίας» (για να θυμηθούμε το κατοχικό διήγημα τρόμου του Φώτη Κόντογλου)  κατατρέχουν τον Ελληνισμό από τον κυρ Μανουήλ Κομνηνό και το Μυριοκέφαλο του 1176 ως τον Κωνσταντίνο ΙΒ’ και τον μοιραίο Σαγγάριο του 1922;



Εικόνα: Map showing places where inscriptions in the ancient Phrygian language have been found. Data source: Bartomeu Obrador Cursach, Lexicon of the Phrygian inscriptions (doctoral dissertation, Barcelona, 2018). Hans van Deukeren 4 Nov 2021. Wikipedia.



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Πόσο ελληνική ήταν η βυζαντινή Μικρά Ασία; Εθνογραφική ανάλυση

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασια...