Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος
Ως γεωγραφικός και πολιτικός σχηματισμός στην «καθ’ ημάς Ανατολή», το Βυζάντιο αποτελεί διάδοχο μορφή της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, των ελληνιστικών βασιλείων και των ανατολικών επαρχιών της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αντίθετα με τις περισσότερες πολιτικές οντότητες, ακόμη και η χρονολογία της ίδρυσής του είναι ασαφής, ακριβώς λόγω της αδιάσπαστης συνέχειάς του με την ύστερη Ρώμη. Η μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου το 324, τα εγκαίνια της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινούπολης το 330 και η διαίρεση του κράτους σε ανατολικά και δυτικά τμήματα με το θάνατο του Μεγάλου Θεοδοσίου το 395 αποτελούν τα πιο δημοφιλή ορόσημα. Τον 4ο αιώνα λοιπόν το Βυζάντιο φύεται έτοιμο, ώριμο και πλήρως ανεπτυγμένο πολιτικά και εδαφικά, όπως η Αθηνά ξεπήδησε πάνοπλη από την κεφαλή του Διός. Ο Αυστριακός βυζαντινολόγος Johannes Koder ορθώς παρατηρεί ότι «δεν θα βρούμε για παράδειγμα την επέκταση ενός αρχικά μικρού (λ.χ. φυλετικά οργανωμένου) οικιστικού κυττάρου εν μέσω φυσικών τοπίων, αλλά μια σταδιακή, εν μέρει μόνο συνειδητή, μεταμόρφωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Η αναζήτηση λοιπόν ενός κάποιου πυρήνα δεν μπορεί να ακολουθήσει την πορεία από τη γένεση στην επέκταση.
Η πρώτη διαμόρφωση
Η αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου ξεκίνησε από τη Μακεδονία, όπως την είχε επεκτείνει ο Φίλιππος, και σκόπευε να κάνει πρωτεύουσά του την Βαβυλώνα, στο κέντρο της Ασίας. Η αυτοκρατορία της Ρώμης ξεκίνησε από το Λάτιο και κυριάρχησε σε όλην την λεκάνη της Μεσογείου. Ποιος όμως ήταν ο πυρήνας του Βυζαντίου; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα χρειάζεται η γεωγραφική εποπτεία της αυτοκρατορίας και του πολιτικού της κέντρου, που δεν ήταν άλλο από την πολυθρύλητη Κωνσταντινούπολη. Κατά την αρχή Roma mobilis, Ρώμη είναι εκεί που βρίσκεται ο Ρωμαίος αυτοκράτορας. Προφανώς, η ίδια η Αιώνια Πόλη της Ρώμης ήταν το διοικητικό και συμβολικό κέντρο της μείζονος ευρωμεσογειακής οικουμένης, ούσα επιπλέον στο κέντρο μεταξύ δυτικής και Ανατολικής Μεσογείου και στο μέσον της ιταλικής χερσονήσου. Καθώς όμως ο ρωμαϊκός κόσμος εισερχόταν σε κρίση και το κράτος εξασθενούσε, η απόκρουση των βαρβαρικών επιδρομών καθίστατο όλο και πιο επείγουσα. Φαινόταν παράλληλα το υπερεκτεταμένο των αυτοκρατορικών συνόρων, με τις περιφερειακές επαρχίες να εμφανίζουν από τον 3ο αιώνα τάσεις αυτονόμησης. Οι αυτοκρατορίες της Παλμύρας και της Γαλατίας υπήρξαν βέβαια εφήμερες, και υπό τους Αυρηλιανό και Διοκλητιανό η Ρώμη ανασυντάσσεται έπειτα από δεκαετίες αναρχίας. Όμως ο ρωμαϊκός συγκεντρωτισμός δεν μπορούσε πλέον να καλύψει τις στρατιωτικές και διοικητικές ανάγκες της οικουμένης.
Ο Διοκλητιανός καθιέρωσε το σύστημα της τακτικής διαίρεσης της επικράτειας στα δύο και έπειτα στα τέσσερα (Τετραρχία των Ιλλυριών), με δύο αυγούστους και δύο καίσαρες να διευθύνουν έκαστος μία περιφέρεια της αυτοκρατορίας. Ενδεικτικό των τάσεων είναι πως κανείς τους δεν έδρευε στην Ρώμη. Πόλεις όπως οι Τρεβήροι της Γαλατίας, τα Μεδιόλανα της Ιταλίας, το Σίρμιο στον μέσο Δούναβη και η Νικομήδεια στη Βιθυνία λάμβαναν πλέον τον ρόλο της πρωτεύουσας. Ο ίδιος ο Διοκλητιανός επέλεξε ως έδρα του τη Νικομήδεια και ως επικράτεια την Μικρά Ασία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο. Ήταν οι μακράν πλουσιότερες και πολυανθρωπότερες επαρχίες της αυτοκρατορίας, ενώ βρίσκονταν υπό τη διαρκή απειλή της δυναμικής Περσίας των Σασσανιδών. Ήταν παράλληλα, και αυτού η σημασία θα φανεί αργότερα, περιοχές γλωσσικά και πολιτισμικά ελληνίζουσες και με αυξημένο χριστιανικό πληθυσμό.
Η Τετραρχία κατέρρευσε εν μέσω εμφυλίων πολέμων. Τελικά ο Κωνσταντίνος ο Μέγας, υιός του καίσαρα της Γαλατίας-Βρετανίας, Κωνστάντιου του Χλωρού, νίκησε όλους τους αντιπάλους του και έγινε μονοκράτορας (324). Η δημιουργία μίας νέας πρωτεύουσας τον απασχόλησε ευθύς αμέσως, και δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι πιθανές τοποθεσίες (Τροία, Θεσσαλονίκη) βρίσκονταν στην ανατολή. Τελικά επέλεξε την πόλη του Βυζαντίου, την οποία επεξέτεινε, τείχισε και προίκισε ασύγκριτα. Η Νέα Ρώμη, που σύντομα θα λάμβανε το όνομα Κωνσταντινούπολη, εγκαινιάστηκε το έτος 330. Η εγκαθίδρυσή της αποτελεί μείζονα σταθμό της παγκόσμιας ιστορίας και αυτή από μόνη της δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του Κωνσταντίνου ως Μεγάλου. Η πόλη καλυπτόταν σε τρεις μεριές από θάλασσα (Προποντίδα, Βόσπορος, Κεράτιος κόλπος), από τη δε ξηρά με ισχυρότατο τείχος. Αργότερα, επί της βασιλείας του Θεοδοσίου Β’, ο έπαρχος Ανθέμιος έκτισε νέο και ισχυρότερο τείχος για να καλύψει την επέκταση της πόλης προς την θρακική πεδιάδα, ενώ ο Αναστάσιος Α’ οικοδόμησε τα μακρά τείχη της Θράκης, από την Προποντίδα ως τον Εύξεινο Πόντο. Τα θαλάσσια ρεύματα εμπόδιζαν την προσέγγιση εχθρικού στόλου παρά από τον ασφαλή, επιμήκη Κεράτιο κόλπο, ο οποίος σε καιρό πολιορκίας αποκλειόταν με μια βαριά αλυσίδα.
Η ενότητα της αυτοκρατορίας υπό τον Κωνσταντίνο δεν έμελε να μακροημερεύσει. Οι διάδοχοί του κατά περίσταση μοιράζονταν την αυτοκρατορία ή την επανένωναν, ανάλογα με τις πολιτικές συνθήκες. Ο τελευταίος αύγουστος που κυριάρχησε από τη Βρετανία ως την Αραβία ήταν ο Θεοδόσιος ο Μέγας, ο οποίος πεθαίνοντας το 395 μοίρασε την αυτοκρατορία μεταξύ των υιών του. Ο Αρκάδιος έλαβε το ανατολικό τμήμα, με τη χερσόνησο του Αίμου, τη Μικρά Ασία, την Συρία και την Αίγυπτο, ενώ ο Ονώριος από την δύση κυβερνούσε την Ιταλία, το βόρειο Ιλλυρικό με την Παννονία, την Γαλατία, την Ιβηρική, την Βρετανία και την Αφρική από την Τριπολίτιδα μέχρι τον Ατλαντικό ωκεανό. Ο ίδιος ο Θεοδόσιος κυβερνούσε το κράτος από τα Μεδιόλανα ή την Κωνσταντινούπολη, η οποία βρισκόταν σε ιδανική απόσταση από τα απειλούμενα σύνορα του Κάτω Δούναβη (το 378 ο αυτοκράτορας Ουάλης σκοτώθηκε από τους Γότθους στην Αδριανούπολη) και του Ευφράτη (όπου το 363 ο Ιουλιανός έπεσε πολεμώντας τους Πέρσες).
Τυπικώς η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία παρέμενε μία και αδιαίρετη, οι δε αυτοκράτορες της ανατολής και της δύσης εξέδιδαν ομού τους νόμους, οι οποίοι ίσχυαν στο σύνολο της επικράτειας. Όμως η ιστορία τελικώς χώρισε τα δύο τμήματα, καθώς η «μεγάλη μετανάστευση» των βαρβαρικών φυλών κατέκλυσε τον μεσογειακό κόσμο. Αξιοποιώντας κυρίως την διπλωματία και αφειδείς χρηματικές δωρεές, η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης μπόρεσε να στρέψει διαδοχικά τους Βησιγότθους, τους Ούνους και τους Οστρογότθους προς την Ιταλία. Η δυτική αυτοκρατορία διαλύθηκε, και στην θέση της ιδρύθηκαν βασίλεια των γερμανικών φυλών, τη Φράγκων και των Βουργουνδών στην Γαλατία, των Βησιγότθων στην Ιβηρική, των Βανδάλων στην Αφρική. Ο Οδόακρος, ηγέτης των Ερούλων εκθρόνισε τον τελευταίο αυτοκράτορα, Ρωμύλο Αυγουστύλο, το 476 και έστειλε το στέμμα του στον αυτοκράτορα της ανατολής, Ζήνωνα, τυπικά ως υποτελής του. Κάποιες αυτόνομες ρωμαϊκές διοικήσεις στη βόρειο Γαλατία και την Δαλματία έπεσαν λίγο αργότερα. Υπό την καθοδήγηση της Κωνσταντινούπολης, ο Θευδέριχος, αρχηγός των Οστρογότθων, ανέτρεψε τον Οδόακρο και έγινε κύριος της Ιταλίας.
Η Ρώμη είχε πέσει, και ό,τι είχε απομείνει από την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν περιελάμβανε καν την Ιταλία. Η ίδια η λατινική γλώσσα ελάχιστα ομιλείτο στην ανατολή και σύντομα θα εξέλιπε. Με εξαίρεση την περίοδο των ανακτήσεων του Ιουστινιανού, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία θα ήταν πλέον ένα χριστιανικό ελληνορωμαϊκό κράτος, με αξιοσημείωτη θεσμική συνέχεια αλλά και ριζικά διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά και στρατηγικό προσανατολισμό. Το αμυντικό κέντρο βάρος είχε προ πολλού άλλωστε μεταφερθεί από την Ιταλία και την μεθόριο Ρήνου – άνω Δούναβη προς τον κάτω Δούναβη, την Θράκη και τον Ευφράτη. Η trasnlatio imperii, η μεταφορά της αυτοκρατορίας είχε ολοκληρωθεί, όμως η γεωπολιτική ωρίμανση της μορφής που έλαβε το όνομα «Βυζάντιο» αργούσε ακόμη. Από κάθε άποψη, η πρωτοβυζαντινή περίοδος παρεμένει μία μεταβατική συνέχεια της ύστερης Αρχαιότητας.
Θάλασσες
Το Βυζάντιο ξεκίνησε τον βίο του αγκαλιάζοντας την ανατολική Μεσόγειο θάλασσα από το έδαφος τριών ηπείρων: της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Αυτό το ηπειρωτικό σύμπλεγμα ο Βρετανός γεωγράφος Halford Mackinder ονόμασε Πλανητική Νήσο, καθώς αποτελεί μία ενιαία χερσαία μάζα την οποία περιβάλλουν ωκεανοί. Η Ευρασία είναι, ως γνωστόν, μία και μόνη ήπειρος από γεωφυσική άποψη, η δε διάκριση της Ευρωπαϊκής χερσονήσου γίνεται για ιστορικούς και πολιτισμικούς κυρίως λόγους. Η Μεσόγειος, όπως εύστοχα προδίδει το όνομά της, είναι η εσωτερική θάλασσα της Πλανητικής Νήσου, στις ακτές τις οποίες συναντώνται και επικοινωνούν οι τρεις ήπειροι. Ο Εύξεινος Πόντος, τα Στενά του Βοσπόρου και της Προποντίδας, η Μικρά Ασία και το Αιγαίο, η Αίγυπτος και η Ερυθρά θάλασσα είναι τα κομβικότερα σημεία επαφής, και όλα αποτελούσαν τμήμα του Βυζαντίου. Η ίδια η πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, από την θέση της στον Βόσπορο, μπορεί δίχως υπερβολή να θεωρηθεί ως ο ομφαλός του Παλαιού (προς της εποχής των εξερευνήσεων) Κόσμου. Όπως και η Κίνα, το Βυζάντιο ήταν η «αυτοκρατορία του κέντρου», το μέσο κράτος της Γης.
Ως μία περίμετρος χωρίς φυσικό κέντρο και εδαφική συνέχεια, η βυζαντινή επικράτεια συνδεόταν χάρη στην θάλασσα. Από τον καιρό της διαίρεσης των δυτικών και ανατολικών τμημάτων της αυτοκρατορίας μέχρι την αραβική κατάκτηση της Μέση Ανατολής, το Βυζάντιο δεν γνώρισε σοβαρές απειλές ή ανταγωνισμό στο ναυτικό πεδίο – οι Βάνδαλοι της βορειοδυτικής Αφρικής ήταν δεινοί πειρατές και μπόρεσαν να ελέγξουν μεγάλο τμήμα της δυτικής Μεσογείου, αλλά δεν αποτελούσαν άμεσο κίνδυνο για την αυτοκρατορία. Μόνο με τη δημιουργία του Χαλιφάτου εχθρικοί στόλοι ξεκίνησαν συστηματικές επιδρομές κατά των νησιωτικών και παράκτιων επαρχιών της αυτοκρατορίας, καταλήγοντας στις δύο πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης (674-678, 717-718) και την αφαίρεση της Κύπρου, της Ρόδου, της Κρήτης και της Σικελίας. Ειδικά η δημιουργία του πειρατικού εμιράτου της Κρήτης (827) οδήγησε σε παράλυση το ίδιο το Αιγαίο, το οποίου πάντοτε λειτουργούσε ως εσωτερική βυζαντινή θάλασσα και προθάλαμος της Κωνσταντινούπολης. Η πτώση της Σικελίας από την άλλη απείλησε σοβαρά την ηπειρωτική Ιταλία (αναγκάζοντας Βυζαντινούς και Φράγκους σε σύμπραξη) και το Αδριατικό πέλαγος. Χρειάστηκαν μακροί και αιματηροί αγώνες, ώσπου το βυζαντινό ναυτικό να παλινορθώσει την θαλασσοκρατία του στην ανατολική Μεσόγειο. Το εκ νέου «άνοιγμα» των θαλασσών διευκόλυνε το εξωτερικό εμπόριο και τα ταξίδια (διπλωματών, προσκυνητών), ιδίως προς την Ιταλία και την ευρύτερη Δύση.
Σε στρατηγικό επίπεδο, η Κρήτη λειτουργούσε ως ο «φρουρός» του Αιγαίου, και η Κύπρος αποτελούσε βασική προκεχωρημένη βάση προς την Κιλικία και την Συρία. Τα ναυτικά θέματα Σάμου και Κεφαλληνίας προστάτευαν την Ιωνία και το Ιόνιο Πέλαγος (μεταξύ Επτανήσων και Ιταλίας) αντίστοιχα. Στη νότιο μικρασιατική ακτή είχε από νωρίς εγκαθιδρυθεί το θέμα Καραβησιάνων – Κιβυραιωτών, απέναντι από τις φωλιές των Σαρακηνών στην Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Η αμυντική γραμμή Κύπρος – Παμφυλία/Λυκία – Ρόδος – Κρήτη αποτελούσε τον φραγμό της ανατολικής (αραβικής) ναυτικής επιβουλής προς την αυτοκρατορία. Προς τις δυτικές απειλές ορθωνόταν η περίμετρος Δυρράχιο – Αυλώνας – Κέρκυρα – Επτάνησα.
Στον Εύξεινο Πόντο η κατάσταση ήταν σταθερότερη, αφού στις ακτές του που δεν βρίσκονταν υπό βυζαντινό έλεγχο (βόρειες – ανατολικές) δεν υφίσταντο οργανωμένα κράτη με ναυτικές δυνατότητες, αλλά νομαδικές ή ορεινές (στον Καύκασο) δυνάμεις με υποτυπώδη πολιτική συγκρότηση. Από τη νότια Ταυρική (γνωστή σήμερα με το ταταρικό όνομα Κριμαία), το θέμα Χερσώνος λειτουργούσε ως εμπορικός και διπλωματικός κόμβος από και προς την ευρασιατική στέπα και την βορειοανατολική ενδοχώρα της Ευρώπης. Η Χερσώνα και η νότια γραμμή της Ταυρικής (Κλίματα), κατάστικτη με αρχαίες ελληνικές πόλεις, προστατευόταν από βουνά, τα οποία ακολουθούσε στέπα μέχρι τον στενό ισθμό που ενώνει την χερσόνησο με την σημερινή ουκρανική πεδιάδα. Η μόνη άξια λόγου θαλάσσια απειλή στον Εύξεινο Πόντο προερχόταν από τους Σκανδιναβούς Ρώσους του Κιέβου, οι οποίοι μετέφεραν από το Δνείπερο τα φημισμένα dragaar και επιτέθηκαν επανειλημμένα στην Κωνσταντινούπολη (9-11ος αι.). Πάντοτε όμως ο βυζαντινός στόλος και το υγρόν πυρ τους απέκρουε. Μετά την άλωση του 1204, Βενετοί και Γενουάτες δημιούργησαν βάσεις στην Κριμαία, απειλώντας παράλληλα και την αυτοκρατορία της Τραπεζούντος στα νοτιοανατολικά.
Η εμφάνιση των Νορμανδών και η ισχυροποίηση των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών στα τέλη του 11ου αιώνα, σε συνδυασμό με την προϊούσα βυζαντινή παρακμή, οδήγησαν στην ανατροπή των εμπορικών και στρατιωτικών ισορροπιών κατά θάλασσαν, με αποκορύφωμα την σχεδόν ανενόχλητη έφοδο του βενετικού στόλου και των Σταυροφόρων κατά της Βασιλεύουσας το 1204. Από εκεί και έπειτα, παρά τις προσπάθειες της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, ο βυζαντινός στόλος εκλείπει, αφήνοντας το Αιγαίο έρμαιο των Βενετών, των Γενουατών και τελικά των Τούρκων.
Καθώς ο βυζαντινός έλεγχος στην Ιταλία υπήρξε τοπικά και χρονικά περιορισμένος, οι δε νοτιοανατολικές επαρχίες της Συρίας και της Αιγύπτου χάθηκαν τον 7ο αιώνα, η χερσόνησος του Αίμου και η Μικρά Ασία ήταν οι δύο σταθερότερες περιοχές της αυτοκρατορίας, οι ευρωπαϊκές και ασιατικές συνιστώσες της. Κάθε περιοχή προσφέρει κάποια γεωφυσικά χαρακτηριστικά, τα οποία εν πολλοίς καθορίζουν δεσμευτικά τις οδούς επικοινωνίας, τις αμυντικές δυνατότητες και αδυναμίες, τον βαθμό αμέσου ελέγχου από το κέντρο και τις επαφές με την εκτός συνόρων περιφέρεια της αυτοκρατορίας.
Μικρά Ασία
Η Μικρά Ασία είχε κεντρικό ρόλο, οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτιστικό, καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας. Ειδικά μετά την πτώση της ανατολής στους Πέρσες και τους Άραβες, καθώς και κατά την περίοδο μερικής απώλειας ελέγχου επί των ευρωπαϊκών επαρχιών (7-9ος αι.), ήταν η σημαντικότερη βάση ισχύος, από την οποία οι κυβερνήσεις της Κωνσταντινουπόλεως αντλούσαν πόρους και στρατιώτες. Η Μικρά Ασία είθισται να διαιρείται σε δύο γεωπολιτισμικούς τομείς, έναν δυτικό – παράλιο και έναν ανατολικό – εσωτερικό. Ο πρώτος χαρακτηριζόταν από υψηλότερη αστικοποίηση και μία έντονη εμπορική και ναυτιλιακή οικονομία, ενώ έφερε τα βαθιά σημάδια των ελληνικών αποικισμών και ενός πρώιμου εξελληνισμού. Ξεχωρίζουν σημαντικά λιμάνια όπως η Έφεσος, η Μίλητος, η Σμύρνη και η Φώκαια στο Αιγαίο, η Αττάλεια στις νότιες ακτές και η Τραπεζούντα στον Εύξεινο Πόντο, όπως και οι ηπειρωτικές πόλεις της Νίκαιας (έδρα δύο οικουμενικών υσνόδων), της Προύσας και της Φιλαδέλφειας. Ο χριστιανισμός βρήκε εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος στη δυτική Μικρά Ασία – ενδεικτικά αναφέρονται οι επτά εκκλησίες της Αποκαλύψεως, στις οποίες απευθυνόταν από την Πάτμο ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης (Έφεσος, Σμύρνη, Πέργαμος, Θυάτειρα, Σάρδεις, Φιλαδέλφεια, Λαοδίκεια). Το εσωτερικό της κεντρικής και ανατολικής Μικράς Ασίας, από την άλλη, χαρακτηριζόμενο από βουνά, οροπέδια και τραχύτερο κλίμα, είχε περισσότερο αγροτικό χαρακτήρα. Εκεί ο εξελληνισμός των γηγενών και η ίδρυση ελληνικών πόλεων ξεκίνησε την ελληνιστική περίοδο, εδραιώθηκε δε από τους ρωμαϊκούς χρόνους και έπειτα, με την προοδευτική εξαφάνιση των παλαιομικρασιατικών γλωσσών ως την πρωτοχριστιανική περίοδο. Και εδώ ο χριστιανισμός ρίζωσε πρώιμα και γόνιμα – η Καππαδοκία διακρίθηκε ως αγιοτόκος και μείζον μοναστικό κέντρο. Παράλληλα όμως η ανατολική Μικρά Ασία υπήρξε φυτώριο διαφόρων αιρέσεων, οι οποίες τροφοδότησαν φυγόκεντρες πολιτικές τάσεις. Σημανυικότερα αστικά κέντρα ήταν το Ικόνιο, το Αμόριο, η Σεβάστεια, η Καισάρεια κ.α.
Από πλευράς γεωφυσικής, η Μικρά Ασία αποτελεί ένα ευρύ οροπέδιο, το οποίο ανοίγεται προς τα δυτικά και τα νότια σε μικρές πεδιάδες και κοιλάδες, οι οποίες καταλήγουν στο Αιγαίο και το Κιλίκιο πέλαγος. Στο εσωτερικό, από την Φρυγία και έπειτα, επικρατεί περιβάλλον ημιερημικό και στεπώδες, το οποίο διακόπτεται από μεγάλες οροσειρές, οι οποίες καθορίζουν το κλίμα αλλά και τον τρόπο ζωής. Η νομαδική κτηνοτροφία συντηρείτο στην μικρασιατική ενδοχώρα μέχρι τον 20ο αιώνα. Μοναδικό φυσικό όριο της Μικράς Ασίας προς τα νοτιοανατολικά είναι οι οροσειρές του Ταύρου και του Αντίταυρου. Πίσω από εκεί καλύφθηκε το Βυζάντιο την εποχή των μεγάλων αραβικών επιθέσεων, και οι κλεισούρες τους στάθηκαν πεδία αδιάκοπων και φονικών μαχών. Προς τα βορειοανατολικά το κεντρικό μικρασιατικό οροπέδιο συναντά τα υψίπεδα της Αρμενίας προς την Υπερκαυκασία, των οποίων η εδαφική πολυδιάσπαση αποτελούσε τροχοπέδη στην ενιαία συγκεντρωτική διοίκηση. Στον παρευξείνιο τομέα, οι Ποντιακές Άλπεις προσέφεραν μία ορεινή «ασπίδα» προς τις ελληνικές παράκτιες πόλεις, την οποία αξιοποίησε για την επιβίωσή της η αυτοκρατορία της Τραπεζούντος και ο υπό τουρκική κυριαρχία ποντιακός Ελληνισμός ως το 1919.
Στο εσωτερικό της χερσονήσου λοιπόν, δεν υπάρχει κάποιο σαφές εμπόδιο μέχρι το Αιγαίο. Από τη στιγμή που το εξωτερικό σύνορο του Ταύρου-Αντίταυρου και των βουνών της Αρμενίας παραβιαζόταν, όπως έγινε με τους Σελτζούκους Τούρκους το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, η βυζαντινή αντίσταση έγινε πολύ δύσκολη. Αν και ο αναγνώστης μπορεί να έχει συνηθίσει την εικόνα μίας πολιτικά ενιαίας Μικράς Ασίας (όπως επί ρωμαϊκής, βυζαντινής, οθωμανικής και της σύγχρονης τουρκικής εποχής), το φυσικό της ανάγλυφο δεν προδιαθέτει σε κάτι τέτοιο. Πέρασε άλλωστε και μεγάλα τμήματα της ιστορίας της διασπασμένη, όπως τον καιρό πριν την περσική κατάκτηση, την εποχή των ελληνιστικών βασιλείων, καθώς και μεταξύ της μάχης του Μαντζικέρτ και της τελικής επιβολής των Οθωμανών – με αποκορύφωμα την περίοδο των αντιμαχόμενων τουρκομανικών εμιράτων (14ος αι.). Ούτε οι Αχαιμενίδες, ούτε ο Μέγας Αλέξανδρος ασκούσαν ολοκληρωτικό έλεγχο επί της Μικράς Ασίας, κι ας ήλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της. Για τους Βυζαντινούς, η πολιτική κυριαρχία πάνω στην τόσο ζωτικής για αυτούς χερσόνησο βασιζόταν, πέραν της διατήρησης της ανατολικής μεθορίου, στην κατοχή ορισμένων πόλεων – κλειδιών, από άποψη συγκοινωνιακή και στρατιωτική. Τέτοιες ήταν το Δορύλαιο, η Άγκυρα, το Ικόνιο, η Αμάσεια, και η Σεβάστεια. Οι οδικές αρτηρίες της βυζαντινής εποχής, με αρχή την Κωνσταντινούπολη και τη Νίκαια στα βορειοδυτικά, ακολουθούσαν διεύθυνση προς τα ανατολικά (Νίκαια – Δορύλαιο – Άγκυρα – Σεβάστεια - Αρμενία, Νικομήδεια – Αμάσεια – Νεοκαισάρεια - βόρεια Αρμενία, Νικομήδεια/Νίκαια – Άγκυρα – Καισάρεια – Αραβισσός – Μελιτηνή - νότια Αρμενία) ή τα νοτιοανατολικά (Νίκαια – Φιλομήλιο – Δορύλαιο – Ικόνιο - Αντιόχεια, Νίκαια – Άγκυρα – Ταρσός - Συρία, Λαοδίκεια – Αμόριο – Ικόνιο - Ταρσός) και είχαν σαφή στρατιωτική σημασία.
Υπερκαυκασία
Στα ανατολικά της Μικράς Ασίας απλωνόταν η ιστορική Αρμενία και γενικότερα η περιφέρεια της Υπερκαυκασίας. Από την αρχαιότητα Ρωμαίοι και Πέρσες πολεμούσαν αδιάκοπα για τον έλεγχο αυτής της ενδιάμεσης ζώνης, τραζείας και ορεινής αλλά με τεράστια στρατηγική σημασία. Ο έλεγχός της άνοιγε τον δρόμο για τις τρεις βασικές περιφέρειες της πρόσω Ανατολής, την Μικρά Ασία, την Μεσοποταμία και το ιρανικό οροπέδιο. Όποια δύναμη λοιπόν την κατείχε αποκτούσε πολύ μεγάλο πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου της. Την ρωμαϊκή πάλη με τους Πάρθους και τους Σασσανίδες κληρονόμησαν οι Βυζαντινοί. Ο Ηράκλειος μπόρεσε να ανατρέψει την τραγική για την αυτοκρατορία κατάσταση, στην οποία την είχαν οδηγήσει οι σαρωτικές περσικές νίκες στις αρχές του 7ου αιώνα, χρησιμοποιώντας ως βάση την υπερκαυκασία και προσεταιριζόμενος τις τοπικές ηγεμονίες. Με την άνοδο του αραβικού ισλαμικού Χαλιφάτου, το Βυζάντιο εκδιώχθηκε από τα καυκάσια – αρμενικά εδάφη, επανήλθε όμως την περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας. Σταδιακά, οι περισσότερες αρμενικές και ιβηρικές (γεωργιανές) αρχοντίες κατέστησαν υποτελείς ή και προσαρτήθηκαν στο Βυζάντιο, ειδικά επί Βασιλείου Β’ και των διαδόχων του. Μέσω ιεραποστολών και διπλωματίας οι Βυζαντινοί μπόρεσαν να εντάξουν στην σφαίρα επιρροής τους περισσότερους λαούς της περιοχής, όπως τους Αβασγούς (Αμπχαζία) και τους Αλανούς (Οσσετία). Οι Αρμένιοι ηγεμόνες αποζημιώθηκαν με εκτεταμένες γαίες στην κεντρική και νοτιοανατολική Μικρά Ασία, όπου μετανάστευσαν μαζί με μάζες υπηκόων τους. Η θρησκευτική διαφοροποίηση όμως της πλειονότητας των Αρμενίων, καθώς ακολουθούσαν το μονοφυσιτικό δόγμα, εμπόδιζε την πλήρη αφομοίωση και ταύτισή τους με το βυζαντινό καθεστώς. Η επέλαση των Σελτζούκων οδήγησε στην εκπαραθύρωση του Βυζαντίου από την Υπερκαυκασία και έπειτα από μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ οι Αρμένιοι αναδείχθηκαν σε ανεξάρτητους δρώντες (Κιλικία, περιοχές Καππαδοκίας, Συρίας, Μεσοποταμίας) συνήθως εχθρικούς προς το Βυζάντιο.
Η χερσόνησος του Αίμου
Από την ευρωπαϊκή πλευρά, το Βυζάντιο ξεκίνησε τον ιστορικό του βίο ελέγχοντας ολόκληρη την χερσόνησο του Αίμου (τουρκιστί Βαλκάνια) μέχρι τον ποταμό Δούναβη, ο οποίος αποτελούσε φυσικό όριο προς την κεντρική Ευρώπη και την ευρασιατική στέπα, η οποία φθάνει μέχρι την σημερινή Ουγγαρία και Ρουμανία. Την διέσχιζαν τρεις κύριες οδοί: η Εγνατία οδός (η οποία ξεκινούσε από την Κωνσταντινούπολη, ακολουθούσε τα θρακικά και μακεδονικά παράλια ως τη Θεσσαλονίκη, «ανερχόταν» στην Αχρίδα και από εκεί διακλαδιζόταν σε Αυλώνα και Δυρράχιο), η βασιλική λεγόμενη οδός, εξαιρετικής στρατιωτικής σημασίας (από τα νοτιοανατολικά προς τα βορειοδυτικά, Κωνσταντινούπολη – Αδριανούπολη – Φιλιππούπολη – Σερδική – Ναΐσσός - Μοράβας) και ο «κάθετος» άξονας Θεσσαλονίκης – Αξιού - Μοράβα προς βορράν. Αν και στην γεωγραφική αυτή ενότητα ανήκει τύποις και η ίδια η Κωνσταντινούπολη, ευρισκόμενη στην θρακική άκρη του Βοσπόρου, η χερσόνησος του Αίμου συνήθως δεν είχε πρωτεύοντα ρόλο στην βυζαντινή πολιτική και οικονομία. Σε επίπεδο πληθυσμών και είσπραξης φόρων, ήταν κατά πολύ υποδεέστερη από την Μικρά Ασία ή την Αίγυπτο. Την κρίσιμη μάλιστα περίοδο του 7-9ου αιώνα, το χειμαζόμενο Βυζάντιο στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις δυνάμεις της Μικράς Ασίας, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου του Αίμου είχε κατακλυστεί από τις επιδρομές και τις μεταναστεύσεις των Αβάρων και των Σλάβων, και το νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος του κάτω Δούναβη απειλούσε ευθέως την Θράκη και την ίδια την Βασιλεύουσα. Μόνο μετά την έξωση των Βυζαντινών από την Μικρά Ασία το 1071-81, έγιναν οι ευρωπαϊκές επαρχίες βασικό στήριγμα του κράτους, από το οποίο οι Κομνηνοί κυρίως αυτοκράτορες εφορμούσαν για να ανακτήσουν τα χαμένα εδάφη της ανατολής.
Η ίδια η γεωγραφία της χερσονήσου του Αίμου προσφέρει μεγάλες προκλήσεις για τον ενιαίο αυτοκρατορικό έλεγχο. Είναι πολύ μεγάλη σε έκταση, από τον ποταμό Δούναβη ως την Πελοπόνησο και τις δαλματικές ακτές ως την Θράκη, ενώ περικλείεται από πυκνές συστάδες νήσων (Αιγαίο, Ιόνιο, Αδριατική). Στα ανατολικά, οι ανοικτές πεδιάδες της Θράκης και της Μοισίας αφήνουν ανοικτή δίοδο στους εισβολείς της στέπας να κατηφορίσουν προς την Κωνσταντινούπολη χωρίς σημαντικά φυσικά εμπόδια. Κιαν η παρευξείνια ακτή ήταν πεδινή, στο εσωτερικό οι κλεισούρες της Ροδόπης και του Αίμου ήταν εξαιρετικά επίφοβες για κάθε διαβαίνοντα στρατό. Σε αυτά τα στενά οι Βυζαντινοί υπέστησαν πολλές και οδυνηρές ήττες, με αποκορύφωμα την παγίδευση και καταστροφή του στρατού του Νικηφόρου Α’ το 811, όπου ο αυτοκράτορας φονεύθηκε και η επάργυρη κεφαλή του έγινε μακάβριο τρόπαιο του Βουλγάρου χάνου Κρούμου. Αντίστροφα όμως, στην κλεισούρα του Κλειδίου το 1014 ο Βασίλειος Β’ και ο στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας περικύκλωσαν και συνέθλιψαν τις δυνάμεις του τσάρου Σαμουήλ, με γνωστή κατάληξη την αιχμαλωσία και τύφλωση χιλιάδων Βουλγάρων αιχμαλώτων. Ως προς το δυτικό μέρος, το οποίο αντιστοιχεί κατά βάση στη σύγχρονη πρώην Γιουγκοσλαβία, το ορεινό ανάγλυφο δυσχέραινε τη δημιουργία συγκεντρωτικής διοίκησης, με αποτέλεσμα η βυζαντινή επιστασία επί των σερβοκροατικών φυλών να είναι σχεδόν πάντοτε έμμεση. Αντίθετα οι Δαλματικές Άλπεις κάλυπταν τις παράκτιες πόλεις (της σημερινής Κροατίας, Μαυροβουνίου) από τις σλαβικές επιδρομές, με αποτέλεσμα τον ισχυρότερο και δια θαλάσσης έλεγχο των Βυζαντινών. Αυτό το λεπτό χερσαίο νήμα ξεκινούσε από το Δυρράχιο και έφθανε σχεδόν μέχρι την Βενετία, η οποία ως τον 11ο αιώνα ήταν πιστή σύμμαχος και υποτελής της αυτοκρατορίας.
Η δυτική χερσόνησος του Αίμου επικοινωνούσε με την Ιταλία και την φραγκική κεντρική Ευρώπη (έπειτα από τις κατακτήσεις του Καρλομάγνου), από τον 10ο δε αιώνα και με το νέο βασίλειο της Ουγγαρίας, το οποίο παλινδρομούσε μεταξύ υποτελούς και αντιπάλου του Βυζαντίου ως τον 12ο αιώνα. Η βενετική επέκταση στις αδριατικές ακτές και η ισχυροποίηση του σερβικού βασιλείου μετά την πτώση της δυναστείας των Κομνηνών άνοιξε το δρόμο για την υποχώρηση της βυζαντινής ισχύος από την περιοχή, με αποκορύφωμα την θηριώδη σερβική επικράτεια του Στεφάνου Δουσάν στα μέσα του 14ου αιώνος, η οποία έφθανε ως τον Κορινθιακό κόλπο. Η ανατολική χερσόνησος κυριαρχείτο από την θανάσιμη διελκυστίνδα Βυζαντινών και Βουλγάρων επί της Θράκης και της Μακεδονίας, μέχρι την καθολική υποταγή της Βουλγαρίας από τον Βασίλειο Β’ το 1018. Οι Βούλγαροι, με την βοήθεια των Βλάχων και των Κουμάνων, ανεσύστησαν το βασίλειό την περίοδο των Αγγέλων και επωφελήθηκαν ιδιαίτερα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 και τον ανταγωνισμό μεταξύ Λατίνων, Νίκαιας και Ηπείρου στα ευρωπαϊκά εδάφη, παρότι εν τέλει αναχαιτίστηκαν από τους Λασκάρηδες βασιλείς.
Την κεντρική και νότια χερσόνησο καταλαμβάνει κατά κύριο λόγο η σημερινή Ελλάδα μαζί με την τουρκική ανατολική Θράκη και την Αλβανία. Βασικός «κορμός» του βυζαντινού ελέγχου ήταν ο άξονας της Εγνατίας οδού, με κεντρικό σημείο την Θεσσαλονίκη. Ο κατακλυσμός της περιοχής από τους Σλάβους, οι οποίοι κατήλθαν ως την Πελοπόννησο, προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στη βυζαντινή διοίκηση, καθώς ουσιαστικά διασπούσαν τις χερσαίες συγκοινωνίες του ελλαδικού χώρου. Το γεγονός πως η περίοδος αυτή συνέπεσε με την αραβική κατάκτηση της Κρήτης και τις συνεχείς επιδρομές στα παράλια του Αιγαίου (αποκορύφωμα η συνεργασία Σλάβων και Σαρακηνών κατά της Πάτρας το 805 και η οικτρή άλωση της Θεσσαλονίκης το 904) σήμαινε πως ο ίδια η ύπαρξη της βυζαντινής Ευρώπης τέθηκε επ’ αμφιβόλω. Από την άλλη, πρέπει να επισημανθεί ότι κατά καιρούς παρουσιάστηκαν πολύ διογκωμένες ερμηνείες σχετικά με την ερήμωση των επαρχιών, την εγκατάλειψη των πόλεων και την επικράτηση του σλαβικού στοιχείου στη νότια χερσόνησο του Αίμου, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η εκ νέου στερέωση πάντως του βυζαντινού ελέγχου, ένας συνδυασμός στοχευμένων μετακινήσεων πληθυσμών, ιεραποστολών και στρατιωτικών εκστρατειών, υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της βυζαντινής εποχής. Απόρθητο κάστρο έναντι της από βορράν απειλής, η Θεσσαλονίκη αντιστάθηκε ξανά και ξανά στις σλαβικές και βουλγαρικές επιθέσεις, και έγινε ο πυρήνας του εξελληνισμού και εκχριστιανισμού των νεηλύδων, όπως και της σταδιακής παλινόρθωσης της βυζαντινής εξουσίας. Η επέκταση του θεματικού συστήματος από την Ασία στην Ευρώπη και η δημιουργία νέων θεμάτων στη βόρεια Ελλάδα τον 9ο αιώνα, αποτελεί τεκμήριο για το σταδιακό άνοιγμα της Εγνατίας οδού και της τιθάσευσης των σλαβικών φυλών. Η Θεσσαλονίκη επάξια χαρακτηρίζεται ως «συμβασιλεύουσα», καθώς έγινε σύντομα το δεύτερο σημαντικότερο κέντρο της αυτοκρατορίας (με την απώλεια της Αντιοχείας, της Αλεξάνδρειας κλπ.), με μεγάλη εμπορική κίνηση και καλλιτεχνική δημιουργία. Στην ύστερη περίοδο, με τον γενικό κατακερματισμό του κράτους, η Θεσσαλονίκη στάθηκε αυτόνομο πολιτικό και – ειδικά – πολιτισμικό κέντρο, με πολύ σημαντικές επιδόσεις στα γράμματα και τις τέχνες. Στην κοντινή Χαλκιδική, από το 964 η χερσόνησος του Άθω, το σεβάσμιο Άγιον Όρος, εξελίχθηκε στο σημαντικότερο μοναστηριακό σύμπλεγμα όχι μόνο του Βυζαντίου, αλλά τελικώς ολόκληρης της ανατολικής Χριστιανοσύνης.
Ο νοτιότερος ελλαδικός χώρος μοιάζει παραγκωνισμένος από τις μεγάλες εξελίξεις της βυζαντινής ιστορίας. Αυτό συμβαίνει επειδή υστερούσε σε δημογραφική, οικονομική και στρατιωτική βαρύτητα από ότι π.χ. η Μικρά Ασία και η Θράκη, ενώ το γεγονός πως δεν συνόρευε άμεσα με κάποιο χερσαίο γείτονα (και δυνητικό εισβολέα) τον αφήνει συνήθως στο περιθώριο της πολιτικής και στρατιωτικής ιστορίας. Η Κόρινθος, η Θήβα, η Θεσσαλία και η Αθήνα υπήρξαν σημαντικά οικονομικά και εκκλησιαστικά κέντρα, με ιδιαίτερες επιδόσεις στην βιοτεχνία. Παρότι δέχθηκε την σλαβική εισβολή και μετανάστευση, η κυρίως Ελλάδα δε γνώρισε μόνιμους κατακτητές. Οι Βούλγαροι βέβαια προωθήθηκαν προσωρινά μέχρι την Λάρισα, ενώ οι Νορμανδικές επιδρομές έπληξαν σοβαρά την Θεσσαλία και την Ήπειρο, αργότερα δε και νοτιότερες περιοχές. Σποραδικές βουλγαρικές και ουγγρικές κάθοδοι ως την Στερεά Ελλάδα δεν είχαν μόνιμα αποτελέσματα.
Η κατάσταση άλλαξε άρδην μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, οπότε ο ελλαδικός χώρος έγινε το μήλον της έριδος μεταξύ Φράγκων, Ιταλών, Βουργουνδών, Καταλανών, Ελλήνων της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, για να σαρωθεί τον 14ο αιώνα από τους Σέρβους και τους Αλβανούς που τους ακολούθησαν. Από το 1262 πάντως, με την παράδοση τριών κάστρων της Πελοποννήσου από τον αιχμάλωτο Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο στους Βυζαντινούς, δημιουργήθηκε ο πυρήνας του δεσποτάτου του Μωρέως. Εκεί, με έδρα το Μυστρά, ο βυζαντινός Ελληνισμός γνώρισε μία τελευταία αναλαμπή στην τέχνη και τον πολιτισμό, αλλά και μία πρόσκαιρη πολιτική ανόρθωση, με την σταδιακή έξωση των Λατίνων από την Πελοπόννησο και την επέκταση της βυζαντινής επιρροής βορείως του Ισθμού.
Η Εγγύς Ανατολή
Καθώς απωλέσθηκαν σχετικά νωρίς από τον βυζαντινό έλεγχο, οι ανατολικότερες επαρχίες της αυτοκρατορίας λίγη προσοχή κερδίζουν από ερευνητές και αναγνώστες, εκτός και εάν ειδικεύονται στην πρωτοβυζαντινή εποχή. Και όμως έχουν πολύ μεγάλη σημασία στην γεωπολιτική εποπτεία του Βυζαντίου, καθώς είναι εκείνες που το καθιστούσαν μεσανατολική και μεσογειακή δύναμη, ενώ λειτουργούσαν και ως προγεφυρώματα για το εσωτερικό της Αφρικής και της Ασίας. Η Αίγυπτος, η Συρία – Παλαιστίνη και η Μεσοποταμία αποτελούν την λεγόμενη εύφορη ημισέληνο, όπου πολύ νωρίς εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε η γεωργία και η ανάπτυξη πόλεων. Από τον καιρό των φαραώ και των αυτοκρατοριών της Ασσυρίας και της Βαβυλώνας, εκεί άνθισαν παλαιότατοι και εκλεπτυσμένοι πολιτισμοί, γνωστοί για τα καλλιτεχνικά αλλά και επιστημονικά τους επιτεύγματα. Όσο και εάν σχηματικά όλο το ανατολικό κομμάτι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καλείται ως ελληνική Ανατολή, οι Σύριοι και οι Αιγύπτιοι (Κόπτες) ποτέ δεν εξελληνίστηκαν πλήρως ούτε άφησαν την ελληνική γλώσσα να οδηγήσει τις δικές τους σε μαρασμό. Ο συριακός και ο αιγυπτιακός χριστιανισμός άφησαν πλήθος έργων γραμματείας, ενώ η πολιτισμική διαφοροποίηση και οι διακριτές τοπικές ταυτότητες σίγουρα υπήρξαν παράγοντας της δογματικής διαφοροποίησης των ανατολικών επαρχιών, που τόσο ταλάνισε το Βυζάντιο τους πρώτους αιώνες της ύπαρξής του.
Η Συρία ήταν μία επαρχία εξαιρετικά πλούσια και πολυάνθρωπη, με σημαντικό ρόλο στην ελληνιστική εποχή ως κοιτίδα του βασιλείου των Σελευκιδών. Χωριζόταν σε τρεις ζώνες: στα δυτικά παράλια επί της Μεσογείου, όπου ζούσαν κυρίως ελληνικοί και ελληνόφωνοι πληθυσμοί, σε μία κεντρική αγορτική ζώνη με πεδιάδες και οροπέδια, με κυρίως αραμαϊκό-συριακό πληθυσμό, και στην ανατολική έρημο όπου επικρατούσαν Άραβες ημινομάδες. Είχε σημαντικές πόλεις όπως η Έμεσα, η Απάμεια, η Βέροια, η Λαοδίκεια, η Τρίπολη και η Βυρηττός (έδρα νομικής σχολής). Η Αντιόχεια του Ορόντου, η πόλη όπου για πρώτη φορά οι ακόλουθοι του Ευαγγελίου ονομάστηκαν χριστιανοί, ήταν από τα βασικότερα θρησκευτικά κέντρα της αυτοκρατορίας, με σημαίνοντα ρόλο στην θεολογική εξέλιξη αλλά και τις οξύτατες διαμάχες της Ύστερης Αρχαιότητας. Η πόλη καταστράφηκε από τους Πέρσες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού και ο πληθυσμός της μεταφέρθηκε στην ανατολή (540), ενώ συχνά υπέφερε και από σεισμούς (526). Ύστερα από τους Πέρσες, οι οποίοι επέστρεψαν πρόσκαιρα την εποχή του Φωκά και του Ηρακλείου, οι Άραβες κατέλαβαν την πόλη το 637. Η έδρα του Χαλιφάτου τοποθετήθηκε στη Δαμασκό. Η Αντιόχεια υπήρξε το τελευταίο τρόπαιο του Νικηφόρου Β’ Φωκά πριν τον θάνατό του (969), και προπύργιο για την περαιτέρω επέκταση του Βυζαντίου προς την παράκτια Συρία και Φοινίκη, με αποκορύφωμα την κάθοδο του Ιωάννη Τσιμισκή μέχρι τη Ναζαρέτ. Το εμιράτο των Χαμδανιδών του Χαλεπίου (αρχαία Βέροια), σημαντικός αντίπαλος των Βυζαντινών τα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας, αναγκάστηκε να εκπέσει σε υποτελή δορυφόρο της αυτοκρατορίας.
Η κατάσταση άλλαξε με την έλευση των Σελτζούκων Τούρκων. Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, η Αντιόχεια βρέθηκε στο στόχαστρο του Αρμένιου στρατηγού Φιλάρετου Βραχάμιου, ο οποίος είχε αποστατήσει από την κεντρική κυβέρνηση ύστερα από την ανατροπή του Ρωμανού Διογένη και ίδρυσε αυτόνομη ηγεμονία στην Κιλικία και την νότια Καππαδοκία. Παρά τις προσπάθειες του Ισαάκιου Κομνηνού του νεότερου να ελέγξει την κατάσταση, ο λαός και η εκκλησιαστική ηγεσία προέβαλαν αντίσταση. Το 1078 ο Βραχάμιος ήλεγξε την πόλη, ως το 1084 που την κατέλαβαν οι Τούρκοι. Οι δυνάμεις της Α’ Σταυροφορίας εκπόρθησαν την Αντιόχεια και ο Νορμανδός πρίγκηπας Βοημούνδος ίδρυσε αυτόνομη ηγεμονία. Οι Κομνηνοί αυτοκράτορες, Αλέξιος, Ιωάννης και Μανουήλ, κατέβαλαν άοκνες προσπάθειες για να επαναφέρουν την πόλη υπό αυτοκρατορικό έλεγχο, όμως αντιμετώπιζαν την εχθρότητα των Λατίνων κυρίων της, οι οποίοι μόνο υπό την απειλή βίας και προσωρινά προσκυνούσαν το βυζαντινό στέμμα. Η εμμονή αυτή σε μία σχετικά απομακρυσμένη περιοχή, την στιγμή που δεν είχε ολοκληρωθεί η ανάκτηση της Μικράς Ασίας ίσως μοιάζει υπερβολική. Πέρα όμως από το γόητρο, η στρατηγική της σημασία δεν ήταν διόλου αμελητέα. Χάρη στην επίκαιρη θέση της, η Αντιόχεια βρίσκεται ακριβώς στο σημείο συνάντησης της Μικράς Ασίας, της Μεσοποταμίας και της Συρίας, αποτελεί σημείο εκκίνησης για τους Αγίους Τόπους, ενώ η περιφέρειά της βρισκόταν «στα νώτα» των Τούρκων που είχαν προωθηθεί δυτικά. Η παρακμή του Βυζαντίου μετά τον θάνατο του Μανουήλ Α’ Κομνηνού, η προώθηση των Σελτζούκων στη νότια Μικρά Ασία και η τελική ανεξαρτησία της Αρμενικής Κιλικίας έδωσε τέλος στα βυζαντινά όνειρα προς την ανατολή.
Η Παλαιστίνη συνδύαζε ένα πυκνό δίκτυο ελληνορωμαϊκών πόλεων με σημαντικά κέντρα μάθησης (Καισάρεια, Γάζα), τα οποία συνέβαλαν στην ανάπτυξη των κοσμικών και ιερών γραμμάτων, με την θέση της ως κοιτίδας του Χριστιανισμού. Η Ιερουσαλήμ και οι άλλοι ιεροί τόποι έγιναν πόλος έλξης προσκυνητών από όλον τον χριστιανικό κόσμο. Αντίστοιχη ανάπτυξη γνώρισε και ο μοναχισμός. Στην περιοχή ζούσαν και μεγάλες κοινότητες Εβραίων και Σαμαρειτών, οι οποίες δεν αντιμετωπίζονταν πάντα με ανοχή από την κεντρική κυβέρνηση. Οι Εβραίοι συνέπραξαν με τους Πέρσες στην άλωση και δήωση της Ιερουσαλήμ το 614, η οποία σημαδεύτηκε από την αφαίρεση του Τιμίου Σταυρού, τον οποίο είχε ανακαλύψει η Ελένη, μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο νικητής Ηράκλειος αποκατέστησε τον Σταυρό στην Αγία Πόλη το 628, όμως οι αραβικές εισβολές που ακολούθησαν σχεδόν αμέσως και η ήττα των Βυζαντινών στην μάχη του Ιερομύακα το 636 επισφράγισε την επιβολή του Ισλάμ. Η Ιερουσαλήμ παραδόθηκε το 638. Οι Βυζαντινοί δεν θα επέστρεφαν ποτέ στους Αγίους τόπους, με εξαίρεση την πολύ σύντομη εκστρατεία του Τσιμισκή το 975. Το 1099 η Ιερουσαλήμ αλώθηκε από τις δυνάμεις της Α’ Σταυροφορία, οι οποίες εγκαθίδρυσαν βασίλειο. Υπό το βασίλειο της Ιερουσαλήμ τέθηκαν οι άλλες λατινικές αρχοντίες της περιοχής, όπως η κομητεία της Τρίπολης στην Φοινίκη, η κομητεία της Έδεσσας στην Άνω Μεσοποταμία και το Πριγκηπάτο της Αντιοχείας. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός μπόρεσε να επιβληθεί στα σταυροφορικά κράτη και να αναγνωριστεί ως επικυρίαρχος του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, όμως η επιτυχία του εξανεμίστηκε με το θάνατό του.
Μεταξύ της Συρίας και της Παλαιστίνης βρισκόταν η βόρεια αραβική έρημος. Πόλεις όπως η Πέτρα και η Παλμύρα (λαμπρά κέντρα της αρχαιότητας) αποτελούσαν πύλες εμπορικών οδών προς την Αραβία και την Ανατολή. Οι Άραβες δεν αποτελούσαν σοβαρή απειλή για τη βυζαντινή κυριαρχία, όμως οι ληστρικές επιδρομές τους μπορούσαν να απειλήσουν σοβαρά την οικονομική ζωή των συνόρων, ενώ ο ευέλικτος τρόπος πολέμου τους καθιστούσε δύσκολους αντιπάλους. Πέρσες και Βυζαντινοί ανταγωνίζονταν σφοδρά για τον έλεγχο της ανατολής, και ο ενδιάμεσος χώρος της Αραβίας προσφερόταν για ένα συνδυασμό διπλωματίας και στρατιωτικών επιχειρήσεων. Οι Βυζαντινοί κατέστησαν υποτελές κράτος το αραβικό βασίλειο των Γασσανιδών, στη βορειοδυτική Αραβία επί των συριακών συνόρων, το οποίο ακολουθούσε το μονοφυσιτικό δόγμα του χριστιανισμού. Από την άλλη, οι Πέρσες υποστήριζαν τη δυναστεία των Λαχμιδών στα νότια της Μεσοποταμίας, η οποία πρέσβευε το νεστοριανισμό, χριστιανικό δόγμα εξαιρετικά δημοφιλές στην Περσία και την ασιατική ενδοχώρα. Όλο αυτό το πολιτικό σύστημα φυσικά διαλύθηκε με την έλευση του Ισλάμ.
Αίγυπτος
Η Αίγυπτος έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς ήταν το (σχεδόν ξεχασμένο σήμερα) «πετράδι του στέμματος» της αυτοκρατορίας. Προσέφερε το εν τρίτο των συνολικών φορολογικών εσόδων και τεράστιες ποσότητες σιτηρών (μαζί με την Σικελία) για την τροφοδοσία της Κωνσταντινούπολης. Η παραγωγική κοιλάδα του Νείλου επέτρεπε την συντήρηση ενός πολύ μεγάλου πληθυσμού και την ανάπτυξη πολλών πόλεων. Σημαντικότερη όλων ήταν φυσικά η Αλεξάνδρεια, έδρα ενός πολύ ισχυρού πατριαρχείου το οποίο ανταγωνίστηκε ευθέως και με αξιώσεις την Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη για την πρωτοκαθεδρία τον 5ο αιώνα. Ο μοναχισμός γνώρισε στην Αίγυπτο μία χρυσή εποχή, η οποία ανέδειξε μεγάλους αγίους και ακόμη συγκινεί και καθοδηγεί τη σύγχρονη ορθόδοξη πνευματικότητα. Ο πληθυσμός ήταν μεικτός, μεταξύ γηγενών Αιγυπτίων (Κοπτών), Ελλήνων, Εβραίων και λαών από την Αφρική και την ανατολή. Η γεωγραφία βοηθούσε στην άμυνα της Αιγύπτου, καθώς στα δυτικά της απλωνόταν η λιβυκή έρημος, στα δε ανατολικά η αραβική έρημος και η Ερυθρά θάλασσα. Οι λαοί που κατοικούσαν στο νότιο ρου του Νείλου μόνο με σποραδικές επιδρομές μπορούσαν να ενοχλήσουν τη βυζαντινή διοίκηση. Το στενό πέρασμα από την Αίγυπτο στην χερσόνησο του Σινά ήταν από την απώτερη αρχαιότητα δίαυλος εισβολών (Υκσώς, Ασσύριοι, Πέρσες, Έλληνες) και έτσι παρέμεινε και στη συνέχεια. Οι Πέρσες κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια το 621. Η νίκη του Ηρακλείου ανέτρεψε την κατάσταση υπέρ του Βυζαντίου, όμως το 639 ήταν σειρά των Αράβων επιβληθούν, αυτήν τη φορά οριστικά. Τους επόμενους αιώνες οι Βυζαντινοί επέστρεψαν στην Αίγυπτο μόνον ως επιδρομείς, αλώνοντας την Δαμιέττα τρεις συνεχόμενες χρονιές, μεταξύ 853 και 855. Στα πλαίσια της συνεργασίας του με τα σταυροφορικά κράτη, ο Μανουήλ Κομνηνός έστειλε στρατό για την κατάκτηση της Αιγύπτου, η κωλυσιεργία όμως των Λατίνων συμμάχων οδήγησε στην εγκατάλειψη της αποστολής.
Όσο το Βυζάντιο κατείχε την Αίγυπτο, είχε τη δυνατότητα να ασκήσει πολιτική ως αφρικανική και αραβική δύναμη, με έξοδο στην Ερυθρά θάλασσα και από εκεί στον Ινδικό ωκεανό. Το Βυζάντιο άσκησε ιεραποστολικό έργο στα νότια της Αιγύπτου, ενώ κρατούσε στενές και φιλικές σχέσεις με το χριστιανικό βασίλειο της Αιθιοπίας. Ο Ιουστινιανός χρησιμοποίησε τους Αιθίοπες για να επιβάλει φιλικές, χριστιανικές δυνάμεις στο κράτος των Ομηριτών της Υεμένης, ενώ προσπάθησε να αναθέσει σε Αιθίοπες εμπόρους να παρακάμψουν την Περσία και να αποκτήσουν άμεση (και φθηνότερη) πρόσβαση στο κινεζικό μετάξι από τα ινδικά λιμάνια. Ο μοναχός Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης, στο έργο του Χριστιανική τοπογραφία αφήνει πολύτιμες πληροφορίες για τη γεωγραφία και την εμπορική κίνηση του Ινδικού ωκεανού εκείνη την εποχή.
Η απώλεια της Αιγύπτου, μείζονος οικονομικής αλλά και πολιτισμικής μονάδας, από το Βυζάντιο, τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και τον Χριστιανισμό προς όφελος των Αράβων και του Ισλάμ υπήρξε μεγάλη καταστροφή με μακροπρόθεσμες συνέπειες. Για το Βυζάντιο, πέραν των άμεσων οικονομικών απωλειών και προβλημάτων στον εφοδιασμό της Κωνσταντινούπολης με τρόφιμα, αποτελούσε σοβαρή μετάπτωση από «πλανητική» σε περιφερειακή δύναμη, τουλάχιστον στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η Αίγυπτος παρέμεινε μεγάλη δύναμη υπό τις δυναστείες των Φατιμιδών και των Μαμελούκων, ενώ υπήρξε σημαντικό έπαθλο για τους Οθωμανούς και τους Βρετανούς αργότερα. Θα ήταν ενδιαφέρον για την έρευνα της γενικότερης ιστορίας του Ελληνισμού, και ειδικά για την μακροχρόνια υποβάθμισή του από μείζονα οικουμενική μορφή σε περιχαρακωμένο έθνος κράτος, να εξεταστούν οι ευρύτερες γεωπολιτικές και πολιτισμικές συνέπειες της απώλειας της Αιγύπτου, κατά το ανάλογο τρόπο με τον οποίο η απώλεια της Μικράς Ασίας θεωρείται κομβική για την πτώση του Βυζαντίου (1071) και τον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας (1922).
Ιταλία
Η Ιταλία είχε πάντοτε πολύ μεγάλη ιδεολογική σημασία για την αυτοκρατορία, καθώς εκεί βρισκόταν η πρεσβυτέρα Ρώμη, ιστορική caput mundi και καθέδρα της Δυτικής Εκκλησίας. Παρά τις ποικίλες εξελίξεις της συλλογικής ταυτότητας και την εγκατάλειψη της λατινικής γλώσσας, οι Βυζαντινοί ποτέ δεν έπαυσαν να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι. Ειδικά την πρωτοβυζαντινή περίοδο η αίσθηση της απώλειας, τουλάχιστον σε πεδίο συμβολισμού, θα έπρεπε να είναι έντονη στη βυζαντινή πολιτική. Όταν αυτοκράτορας Ιουστινιανός εξαπέλυσε το περίφημο κύμα εκστρατειών για την ανάκτηση της Δύσης (renovation imperii, reconquista), η Ιταλία ήταν βασικός στόχος. Οι στρατηγοί Βελισάριος και Ναρσής πολέμησαν έναν αγριότατο και αμφίρροπο πόλεμο, μέχρι να καταστρέψουν ολοσχερώς το βασίλειο των Οστρογότθων (535-554). Όμως η Ιταλία εξήλθε από αυτόν τον πόλεμο κατεστραμμένη και δίχως τη δυνατότητα να υποστηρίξει την άμυνά της οικονομικά. Το 568, τρία μόλις έτη μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού, η γερμανική φυλή των Λογγοβάρδων, διωκόμενη από τους Αβάρους, εισέβαλε στην βόρεια Ιταλία. Παρακάμπτοντας τις βυζαντινές πόλεις που δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν (Ρώμη, Ραβέννα, νότιες περιοχές), οι Λογγοβάρδοι εισχώρησαν στο σύνολο της χερσονήσου, παραλύοντας τη βυζαντινή εξουσία. Η αδυναμία των Βυζαντινών να ελέγξουν την απειλή, καθώς και η σύγκρουσή τους με τη Δυτική Εκκλησία πάνω στο ζήτημα της Εικονομαχίας έκανε την παποσύνη να στραφεί προς τους Φράγκους (754). Ο Πεπίνος και έπειτα ο υιός του Καρλομάγνος συνέτριψαν τους Λογγοβάρδους και απέδωσαν τα εδάφη που είχαν κατακτήσει στην κεντρική Ιταλία όχι πίσω στο Βυζάντιο, αλλά στον πάπα για να αποκτήσει δικό του κράτος, ως κοσμικός πλέον άρχοντας. Οι προϋπάρχουσες θεολογικές διαφορές και διαμάχες πάνω σε θέματα εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας διογκώθηκαν, και τον 9ο αιώνα οι εκκλησίες της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης βρέθηκαν αντιμέτωπες στο από τους δυτικούς λεγόμενο «Φωτειανό Σχίσμα». Η τελική (όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε) ρήξη ήρθε το 1054, όταν οι παπικοί απεσταλμένοι αναθεμάτισαν στον οικουμενικό πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο.
Οι Λογγοβάρδοι ή οι Φράγκοι αποψίλωσαν τη βυζαντινή Ιταλία, ενώ οι Άραβες κατέλαβαν τον σιτοβολώνα της Σικελίας. Οι κατά βάση ελληνόφωνες περιφέρειες της νότιας Ιταλίας (Καλαβρία, Απουλία) βρέθηκαν υπό ασφυκτική πίεση. Τόσο οι Καρολίγγειοι Φράγκοι όσο και οι Οθωνίδες Γερμανοί κινούνταν προς το νότο, ζητώντας τον πλήρη έλεγχο της Ιταλίας. Οι αραβικές επιδρομές παράλληλα απειλούσαν σοβαρά την ηπειρωτική Ιταλία, ως και την ίδια τη Ρώμη. Η βυζαντινή διοίκηση της νότιας Ιταλίας ενισχύθηκε και επεκτάθηκε επί Μακεδονικής δυναστείας, ενώ πρόσκαιρα ανακτήθηκε και η ανατολική Σικελία. Τη χαριστική βολή στην βυζαντινή Magna Graecia θα έδιναν οι Νορμανδοί, οι οποίοι από μισθοφόροι που ήταν εξεγέρθηκαν κατά των Λογγοβάρδων, Αράβων και Βυζαντινών εργοδοτών τους και μέσα σε είκοσι περίπου έτη επιβλήθηκαν στην περιοχή. Το 1071 έπεσε η Βάρη, τελευταία βυζαντινή κτήση. Θα την ακολουθούσε δύο έτη μετά ο υπό αραβική κυριαρχία Πάνορμος (Παλέρμο) της Σικελίας. Από την Απουλία, οι Νορμανδοί εξαπέλυσαν επανειλημμένα επιδρομές κατά του ελλαδικού χώρου, χρησιμοποιώντας ως «σκάλα» την Κέρκυρα και τα Ιόνια νησιά, έπειτα δε τις ακτές της σημερινής Αλβανίας και της Ηπείρου. Το 1185 κατόρθωσαν να αλώσουν την Θεσσαλονίκη. Η εκπαραθύρωση των Βυζαντινών από την περιοχή οδήγησε στην κατάρρευση ενός προγεφυρώματος ασφαλείας που εξέθεσε σε επικίνδυνες επιθέσεις το δυτικό πλευρό της αυτοκρατορίας. Η εξέλιξη αυτή «άνοιξε», ακόμη, το θέμα ελέγχου της Αδριατικής, περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο την ασφάλεια του δυτικού συνόρου.
Για να αντιμετωπίσει τη νορμανδική απειλή, το Βυζάντιο κατέφυγε στη βοήθεια της Βενετίας, η οποία την προσέφερε αφού απέσπασε εκτεταμένα εμπορικά προνόμια και ατέλειες. Όσο οι Βυζαντινοί έλεγχαν και τις δύο ακτές του στενού του Υδρούντα (Οτράντο), τότε η Βενετία θέλοντας και μη έμενε πιστή υποτελής του Βυζαντίου. Όταν όμως στην δυτική πλευρά φάνηκαν οι Νορμανδοί, οι βενετοί έγιναν ρυθμιστής της περιοχής και αύξησαν τη δύναμή τους. Ήταν προς το συμφέρον τους να μην ελέγξει ξανά μία μόνο δύναμη αμφότερες τις ακτές του στενού. Έτσι βοήθησε το Βυζάντιο, όταν οι Νορμανδοί θέλησαν να αποβιβαστούν στην Ήπειρο και τα Επτάνησα. Παράλληλα όμως αντιτάχθηκαν στην ύστατη βυζαντινή προσπάθεια ανάκτησης της Ιταλίας, που έκανε ο Μανουήλ Κομνηνός (1153-55). Από τη νότια Ιταλία εξυφάνθηκαν τα όνειρα των Γερμανών αυτοκρατόρων να κατακτήσουν το Βυζάντιο στα τέλη του 12ου αιώνα (Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα, Ερρίκος ΣΤ’), όπως και τα σχέδια του γαλλικής καταγωγής βασιλιά της Σικελίας, Καρόλου του Ανδεγαυού, τα οποία ματαίωσαν οι διάσημοι Σικελικοί Εσπερινοί, η λαϊκή εξέγερση που τροφοδότησε η βυζαντινή διπλωματία του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου.
Ευρύτερες περιφέρειες
Παράλληλα με τις άμεσες κτήσεις του, το Βυζάντιο ασκούσε ποικίλες μορφές επιρροής και έξω από τα σύνορά του. Ως η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και το κατ’ εξοχήν χριστιανικό και πολιτισμένο κράτος, διεκδικούσε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την παγκόσμια κυριαρχία επί όλων των εθνών. Καρποί της δραστήριας ιεραποστολής των Βυζαντινών ήταν η ίδρυση Εκκλησιών στον περίγυρο της αυτοκρατορίας, οι οποίες ανεγνώριζαν την πνευματική πατρότητα του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και ακολουθούσαν τα βυζαντινά δόγματα, το λειτουργικό τυπικό κλπ. Σε πολιτικό επίπεδο, ο αυτοκράτορας αναγνωριζόταν ως επικυρίαρχος των αρχόντων και φυλάρχων των πέριξ εθνών, οι οποίοι λάμβαναν αξιώματα και εντάσσονταν την αυλική ιεραρχία. Τα έθνη αυτά ακολουθούσαν το Βυζάντιο στην θρησκεία, το δίκαιο και τους πολιτικούς θεσμούς, επηρεάζονταν στις τέχνες και τα γράμματα, ενώ στην περίπτωση των Σλάβων έλαβαν από αυτό το αλφάβητο και τις πρώτες ρίζες της δικής τους φιλολογίας (γλαγολιτικό αλφάβητο των αδελφών αποστόλων Αγίου Κωνσταντίνου – Κυρίλλου και Μεθοδίου, κυριλλικό αλφάβητο των μαθητών τους). Το δίκτυο αυτό ο Dimitri Obolensky ονόμασε Βυζαντινή κοινοπολιτεία. Περιελάμβανε τις αρμενικές και γεωργιανές ηγεμονίες της Υπερκαυκασίας, τα σλαβικά φύλα της χερσονήσου του Αίμου και της Ανατολικής Ευρώπης (Βουλγαρία, Σερβία, Μοραβία), τους Σκανδιναβούς Ρως του Κιέβου, τις βλαχικές παραδουνάβιες ηγεμονίες (αργότερα), καθώς και πόλεις και αρχοντίες της Ιταλίας. Οι διάφοροι αρχηγοί, όσο και εάν γοητεύονταν από τον Βυζαντινό πολιτισμό, επεδίωκαν τη μέγιστη πολιτική τους αυτονομία από την Κωνσταντινούπολη, και την αναγνώριση αυτοκέφαλων εκκλησιών. Η ίδια γοητεία, ακόμη, ωθούσε κάποιες δυνάμεις να θέλουν να υποκαταστήσουν το Βυζάντιο στην θέση της παγκόσμιας αυτοκρατορίας, κατακτώντας το. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Βουλγάρων επί Συμεών, και αργότερα των Σέρβων επί Στεφάνου Δουσάν.
Ευρισκόμενο, τέλος, το Βυζάντιο στο σημείο όπου κατέληγε η μεγάλη στέπα της Ευρασίας, και έχοντας μέγιστα ενδιαφέροντα για τον περίγυρό της (Εύξεινος Πόντος, Υπερκαυκασία), ανέπτυξε διπλωματική και ιεραποστολική δραστηριότητα και σε εκείνες τις περιοχές. Με αφορμή πολέμους ή αλλαγές στο περιβάλλον, η μία φυλή της στέπας ωθούσε την άλλη προς δυσμάς, σε ένα «ντόμινο» που ξεκινούσε από την Κίνα και τη Σιβηρία και κατέληγε στον Δούναβη και την κεντρική Ευρώπη, με την ανοικτή πεδιάδα της Θράκης να οδηγεί Ούννους, Αβάρους, Βουλγάρους, Πετσενέγκους, Ούζους και Κουμάνους μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Με τα προκεχωρημένα παρατηρητήριά του στην Ταυρική και τον Καύκασο, το Βυζάντιο ερχόταν σε εμπορικές συναλλαγές και πολιτικές διαπραγματεύσεις με τους νομάδες, επεδίωκε τον εκχριστιανισμό τους, και αξιοποιούσε τη δύναμή τους κατά των αντιπάλων του. Οι Χάζαροι για παράδειγμα, σημαντική δύναμη στον Καύκασο και την στέπα κατά τον 7ο-9ο αιώνα, προσέφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες εμποδίζοντας την προς βορράν προέλαση των Αράβων, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπερφαλάγγιση του Βυζαντίου από το ευρωπαϊκό μέτωπο. Κατά το δόγμα «διαίρει και βασίλευε», οι Βυζαντινοί έστρεφαν τη μία δύναμη εναντίον της άλλης, όπως π.χ. τους Ούγγρους και τους Πετσενέγκους κατά των Βουλγάρων ή τους Κουμάνους κατά των Πετσενέγκων, για να εξασφαλίσουν τα σύνορά τους. Η θέση των λαών της στέπας ως μεσαζόντων στον Δρόμο του Μεταξιού, οδήγησε την αυτοκρατορία σε μία πρώιμη (6-7ος αι.) επαφή με την αυτοκρατορία των Τούρκων της κεντρικής Ασίας, με στόχο την υπερφαλάγγιση των Περσών, αλλά και τη δημιουργία μιας εναλλακτικής οδού για τη φθηνότερη εισαγωγή μεταξωτών υφασμάτων. Είναι γνωστή άλλωστε η ιστορία πως δύο Νεστοριανοί μοναχοί έφεραν τους πρώτους μεταξοσκώληκες από την Κίνα στο Βυζάντιο, κρυμμένους στα κούφια μπαστούνια τους. Η Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής (Νεστοριανοί) είχε γνωρίσει πολύ μεγάλη διάδοση στην Περσία, την Ινδία και τις τουρκικές – μογγολικές φυλές της κεντρικής Ασίας, φθάνοντας ως την Κίνα. Η ταυτόχρονη όμως διπλωματία του Βυζαντίου με τους Αβάρους, εχθρούς των Τούρκων, οδήγησε στην καταγγελία της συμμαχίας.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Βρυώνης, Σ., Η Παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η Διαδικασία του Εξισλαμισμού 11ος-15ος αιώνας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2008.
- Ο Βυζαντινός κόσμος, τόμος Α': Η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (330-641) (επ. Morrisson, C.), Πόλις, Αθήνα 2014.
- Dagron, G., Η Γέννηση μιας Πρωτεύουσας: Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000.
- Guillou, A., Βυζαντινός πολιτισμός: Τόμος Α’, εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2017.
- Γκουμιλιώφ, Λ., “Το Βυζάντιο, ο Νεστοριανισμός και η Ευρασία μέχρι τον 13ο αιώνα”, Νέος Ερμής ο Λόγιος, τεύχος 13, Άνοιξη 2016, σελ. 104-116.
- Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε., Γιατί το Βυζάντιο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2012.
- Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε., “Το Βυζάντιο και οι Γείτονές του”, Ευρωπαϊκή Aκριτική Παράδοση: από τον Μεγαλέξαντρο στον Διγενή Ακρίτα, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Aκαδημίας Aθηνών, Αθήνα 2004, σελ. 17-28.
- Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε., “Η Ήπειρος, ακραίος αμυντικός χώρος του Βυζαντίου”, Ευρωπαϊκή Aκριτική Παράδοση: από τον Μεγαλέξαντρο στον Διγενή Ακρίτα, ό.π., σελ. 213-222.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, επετειακή έκδοση 2021.
- Ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις Δομή, Αθήνα 2005.
- Καραμπελιάς, Γ., 1204-1922: Η Διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού, τ. 1, 1204: Η Γένεση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011
- Καργάκος, Σ. Ι., Μεσόγειος, το υγρό μέλλον της Ελλάδος και της Ευρώπης: Ιστορική και γεωπολιτική μελέτη, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2007.
- Koder, J., Το Βυζάντιο ως χώρος: Εισαγωγή στην ιστορική γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου στη Βυζαντινή Εποχή, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2005.
- Κορδώσης, Μ., Ιστορικογεωγραφικά Πρωτοβυζαντινών και εν γένει Παλαιοχριστιανικών χρόνων, Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών 264, Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα 1996.
- Κορδώσης, Σ., Διπλωματία και στρατηγική στον ευρασιατικό χώρο, από τα μέσα του 6ου έως τα μέσα του 7ου αι. μ.Χ. (552-657): δυτικοί Τούρκοι, Χάζαροι και Πέρσες από την Κίνα ως τη Μεσόγειο, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Ρόδος 2007.
- Κωτούλας, Ι. Ε., Ιστορία της Ελληνικής Γεωπολιτικής: από τον 19ο αιώνα έως την συστημική γεωπολιτική ανάλυση, Διδακτορική Διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2020.
- Λεβενιώτης, Γ. Α., Η πολιτική κατάρρευση του Βυζαντίου στην Ανατολή: Το ανατολικό συνορο και η κεντρική Μικρά Ασία κατά το Β΄ ήμισυ του 11ου αι., διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη 2007.
- Mackinder, H. J., Δημοκρατικά ιδεώδη και πραγματικότητα και άλλες τρεις εισηγήσεις, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2006.
- Μεργιαλή-Σαχά, Σ., Το Βυζάντιο στο θέατρο της οικουμένης τον ύστερο Μεσαίωνα, 1261-1453, Κανάκης, Αθήνα 2024.
- Νοβακόπουλος, Μ., Η γεωπολιτική ιστορία της Μεσαιωνική αυτοκρατορίας: Βυζαντινή και δυτική τάξη πραγμάτων υπό τις θεωρίες του Carl Schmitt, Αθήνα 2018. (link)
- Νοβακόπουλος, Μ., Μεσαιωνικές διεθνείς σχέσεις, Βυζαντινό και Δυτικό σύστημα 1054-1180, πτυχιακή εργασία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ΙΝΣΠΟΛ 28/Β/17, Αθήνα 2017. (link)
- Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μ., Γεωπολιτική και Πολιτισμός στα Μεσαιωνικά Βαλκάνια: Το Βυζαντινό Πρότυπο, Λειμών, Αθήνα 2021.
- Obolensky, D., Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία: Η Ανατολική Ευρώπη 500-1453, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2022.
- Ostrogorsky, G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978.
- Παπασωτηρίου, Χ., Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική 6ος-11ος αιώνας, εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2011.
- Σαββίδης, Α. Γ. Κ., Το Βυζάντιο και οι Σελτζούκοι Τούρκοι τον 11ο αιώνα, Βιβλιοπωλείο των Βιβλιοφίλων, Αθήνα 1988.
- Σαββίδης, Α. Γ. Κ., Οι Τούρκοι και το Βυζάντιο. Α’ Προ-οθωμανικά φύλα στην Ασία και τα Βαλκάνια, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2006.
- Σκαλιέρης, Γ. Κ., Λαοί και Φυλαί της Μικράς Ασίας μετά πινάκων και χαρτών, εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2002.
- Thual, F., Η Κληρονομιά του Βυζαντίου - Γεωπολιτική της Ορθοδοξίας, Ροές, Αθήνα 2000.