Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος
Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1860. Ο πατέρας του, Παύλος Μαβίλης, ήταν δικαστικός και γιος του προξένου της Ισπανίας στο νησί. Μητέρα του ήταν η Ιωάννα Καποδίστρια-Σούφη, ανιψιά του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας. Πρώτη του λογοτεχνική επιρροή ήταν ο ποιητής Ιάκωβος Πολυλάς, ο οποίος και τον εισήγαγε στο έργο του Διονύσιου Σολωμού.
Τα ποιήματα του Μαβίλη διαπνέονται από ένα απαισιόδοξο όσο και ρομαντικό πνεύμα, στο οποίο καθφρεφτίζονται οι φιλοσοφικές του επιρροές. Αγγίζουν πολλά και διαφορετικά θέματα. Κάποια αφορούν ιστορικά γεγονότα:
Καλλιπάτειρα
Άλλα συνδιαλέγονται με τον θάνατο:
Λήθη
Πολλά άλλα εκφράζουν τους εθνικούς πόθους και τον πατριωτισμό του ποιητή:
Πλήρωμα Χρόνου
Συμμετέχει ως αντάρτης στην Κρητική επανάσταση του 1896. Ο ατυχής πόλεμος του 1897 τον βρίσκει στο μέτωπο, επικεφαλής σώματος 70 ανδρών τους οποίους συντηρεί με δικά του έξοδα. Εκεί θα τραυματιστεί ελαφρά στο χέρι.
Το 1910 εξελέγη βουλευτής και συντάχθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Από το κοινοβούλιο, ο Μυριβήλης υπερασπίστηκε την δημοτική, θεωρώντας το γλωσσικό ζήτημα κορυφαίας σημασίας για την ανάπτυξη του έθνους. Σε μία τέτοια συζήτηση είπε το περίφημο ρητό “χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο χυδαίοι άνθρωποι“, το οποίο με τόσο εσφαλμένο τρόπο έχει χρησιμοποιηθεί στις ημέρες μας.
Το 1912 ξεσπά ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος, και η Ελλάδα ορμά προς το βορρά. Ο Μαβίλης, 52 ετών, είναι πολύ μεγάλος για να καταταγεί στον στρατό. Αυτό όμως δεν τον πτοεί: παραιτείται από βουλευτής και μπαίνει στο σώμα των Γαριβαλδίνων, Ιταλών και άλλων εθελοντών που μάχονται στο πλευρό των Ελλήνων.
Ο άνθρωπος που έγραφε “Οἱ Τοῦρκοι εἶναι θεριά, δὲν εἶναι ἀνθρῶποι”, μέσα στην φρίκη του πολέμου παρατηρεί μελαγχολικά: «Κι όμως, εμείς πάμε να σκοτώσουμε ανθρώπους και να σκοτωθούμε!».
Και έτσι και έγινε. Ενώ πολεμούσε στο όρος Δρίσκο, κοντά στα Ιωάννινα, δέχθηκε σφαίρα που του διαπέρασε τα μάγουλα και του έσπασε τα δόντια. Ενώ τον μετέφεραν στα μετόπισθεν, άλλη μία τον χτύπησε στο ίδιο περίπου σημείο. Ο μεγάλος ποιητής βρήκε τον θάνατο υπηρετώντας ότι αγάπησε περισσότερο και με τον τρόπο που είχε επιλέξει να ζήσει εδώ και δεκαετίες: ενεργά, τολμηρά και στην πρώτη γραμμή. Στο πλευρό του, ο επίσης τραυματισμένος Αλέξανδρος Ρώμας, πρώην υπουργός και πρόεδρος της Βουλής, αναστενάζει: “Αγαθή η τύχη σου, λοχαγέ Μαβίλη”.
Σε τούτη την ιδιότητα του Λορέντζου Μαβίλη καλό θα ήταν να σταθούμε λίγο παραπάνω. Υπάρχει η αντίληψη ότι ο άνθρωπος του πνεύματος και ο άνθρωπος της δράσης είναι δύο διαφορετικές κατηγορίες που δεν τέμνονται. Ο διανοούμενος και ο καλλιτέχνης είναι, υποτίθεται, εύθραυστος και ευαίσθητος, ζει χαμένος μέσα στο συναίσθημα, την γνώση και τον στοχασμό – στην διεφθαρμένη δε εκδοχή του, κρύβεται στο γραφείο του και απολαμβάνει τη φήμη. Από την άλλη, ο δραστήριος παρουσιάζεται να περιφρονεί τον εσωτερικό κόσμο, καθώς δεν έχει χρόνο για πράγματα που τον απομακρύνουν από το ενεργό, συναρπαστικό παρόν. Τέτοια διχοτομία είναι παραπλανητική. Ο Μαβίλης, όπως τόσοι και τόσοι στην ιστορία, αναδείχθηκε σε οικουμενικό, ολοκληρωμένο, καλὸ κἀγαθὸ άνθρωπο. Ποιητής, φιλόλογος, σπουδαστής της φιλοσοφίας, σκακιστής, βουλευτής, πολεμιστής, δεν υπήρξε πτυχή της ζωής στην οποία να μην ριχτεί και να μην την κατακτήσει.
Στα τελευταία του χρόνια ο Λορέντζος Μαβίλης διατήρησε δεσμό με την ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου, γνωστή ως Μυρτιώτισσα. Όπως γράφει ο Αντρέας Καραντώνης στο βιβλίο του για την ζωή και το έργο της:
Αργότερα, συντετριμμένη από τον θάνατο του αγαπημένου της, η Μυρτιώτισσα θα του αφιερώσει το ακόλουθο, πολύ γνωστό ποίημα:
* Αντρέας Καραντώνης, Φυσιογνωμίες, σειρά πρώτη, εκδόσεις Δίφρος, 1959.
Links
- Λορέντζος Μαβίλης: «Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα είχα την μεγάλη τιμή να πεθάνω για την Ελλάδα»! (με πλούσια βιβλιογραφία)
- Σαν σήμερα
- Ο Μαβίλης της ποίησης, του δημοτικισμού, της θυσίας! – Κοσμάς Κέφαλος
Βίντεο