Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

Emile Durkheim: θρησκεία, ανομία, αυτοκτονία


Προτού αναλυθεί το εάν η αποχριστιανοποίηση αποτελεί παράγοντα της κρίσης του δυτικού πολιτισμού, είναι σημαντικό να ερευνηθεί αν έχουν υπάρξει προειδοποιήσεις περί αυτού από διανοητές που έζησαν και στοχάστηκαν την περίοδο του εκείνη ξεκινούσε.  Η αξία των προειδοποιήσεων αυτών είναι ακόμη μεγαλύτερη, όταν εκφέρονται από ανθρώπους όχι οπαδούς της παλαιάς χριστιανικής τάξης πραγμάτων.
Σχέσεις θρησκείας και κοινωνίας
Ο Αιμίλιος Ντύρκεμ (Emile Durkheim, Γαλλία 1858-1917) συστηματοποίησε και ανέπτυξε την κοινωνιολογία και παράλληλα με τους περίπου συγχρόνους του Μαρξ και Βέμπερ την καθιέρωσε ως πλήρη επιστήμη.  Μεγάλο μέρος της δραστηριότητας και κοινωνιολογικής έρευνας του Ντύρκεμ προσανατολίστηκε στη μετάβαση από την προνεωτερικότητα τη νεωτερικότητα, και πως οι σύγχρονες κοινωνίες ανταποκρίνονται στην έκλειψη των ηθών και των δομών των παραδοσιακών προκατόχων τους.  Στα πλαίσια αυτά, η αποδυνάμωση της θρησκείας και η επίδραση της στην κοινωνική σταθερότητα και την ατομική ψυχολογία αναλύονται εκτενώς.  Ο Ντύρκεμ γεννήθηκε και ανατράφηκε σε πιστή εβραϊκή οικογένεια, προοριζόταν δε να γίνει ραβίνος όπως οι πρόγονοι του.  Στην πορεία απέρριψε την πίστη, χωρίς όμως η αθεΐα του να τον οδηγήσει σε εχθρότητα προς τη θρησκεία.

Ο Ντύρκεμ εκτιμούσε πολύ την κοινωνική πτυχή της θρησκείας, το πώς δημιουργούσε στους ανθρώπους αισθήματα αλληλεγγύης, συντροφικότητας και ενότητας.  Στο έργο του «Στοιχειώδεις Μορφές της Θρησκευτικής Ζωής» ορίζει τη θρησκεία ως σύστημα πίστης και συμπεριφοράς που ορίζει τα ιερά και τα απαγορευμένα, βιούμενη ως συλλογικότητα με κοινή ηθική.  Αναζητώντας τα κοινά στοιχεία των ανά τον κόσμο διαφόρων θρησκειών, διακρίνει τρεις έννοιες.  Πρώτον, η έννοια του ιερού, εκείνου που δεν μπορεί να εξηγηθεί λογικά παρά μόνο να προσεγγισθεί με την πίστη και το βίωμα, το οποίο αντιμετωπίζεται με τιμή και δέος.  Δεύτερον η πίστη και οι πρακτικές της (τελετές), η οποία κάνει ευρεία χρήση του συμβολισμού και προκαλεί στους μετέχοντες μεγάλη συναισθηματική φόρτιση (που ο Ντύρκεμ ονομάζει «συλλογικό αναβρασμό»).  Τέλος, η κοινότητα ηθικής, δηλαδή μία ομάδα ανθρώπων που διέπεται από την ίδια αντίληψη και τους ίδιους κανόνες για το τι συνιστά την αγαθή συμπεριφορά, σκέψη και προαίρεση, και τι την κακή.
O Ντύρκεμ θεωρούσε τη θρησκεία ως τον πρωτεύοντα «θεσμό» του ανθρωπίνου πολιτισμού.  Η θρησκεία παρέχει την ισχυρότερη μορφή συνείδησης, αφοσίωσης και ενότητας, ενώ από εκείνη εξελίχθηκαν οι λοιπές κοινωνικές δομές [1].  Η πίστη και η λατρεία διαπερνούν κοινωνικούς και ταξικούς διαχωρισμούς, ακόμη και έθνη και φυλές.  Με δικά του λόγια, «υπάρχει κάτι αιώνιο στη θρησκεία το οποίο πέπρωται να επιβιώσει της διαδοχής των συγκεκριμένων συμβόλων τα οποία έχει ενδυθεί η θρησκευτική σκέψη», διατυπώνει δηλαδή την πεποίθηση για τη μονιμότητα του θρησκευτικού φαινομένου στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξαρτήτως της ανόδου, αντικαταστάσεως και εκλείψεως των επί μέρους θρησκειών.  Ο Ντύρκεμ αναγνώριζε την παρακμή της θρησκευτικής επιρροής στη βιομηχανική κοινωνία ένεκα της επιστημονικής εξέλιξης και της ανόδου του ατομισμού, όμως δεν προμήνυε κανένα τέλος της θρησκείας, ούτε έβλεπε απαραιτήτως θετικά την φθορά αυτή.  Στην έρευνα του για τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής ο Ντύρκεμ έβρισκε ενώπιον του τις αρνητικές συνέπειες της εκκοσμίκευσης.
«Αυτοκτονία» και «Ανομία»
Ένα από τα γνωστότερα έργα του Ντύρκεμ ήταν η «Αυτοκτονία» (1897), όπου εξετάζει τις αιτίες που στις βιομηχανικές, αστικές κοινωνίες η αυτοκτονία είναι συχνότερη από τις παραδοσιακές ομόλογες τους.  Οι παράγοντες ήταν αρκετοί, τόσο στη διαφοροποίηση του επιπέδου αυτοκτονιών (περισσότεροι μεσοαστοί παρά φτωχοί, μορφωμένοι παρά ανεκπαίδευτοι, άγαμοι παρά έγγαμοι κ.α.) όσο και στις βαθύτερες αιτίες τους (σε σχέση κυρίως με στρεβλώσεις της σύγχρονης καπιταλιστικής και βιομηχανικής κοινωνίας, όπως η υπερβολικές προσδοκίες, ο ατομισμός, η αποδυνάμωση της οικογένειας κ.α.), με τη θρησκεία να προσφέρει μερικές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.  Ο Χριστιανισμός βεβαίως απαγορεύει αυστηρά την αυτοκτονία και προβάλει την ελπίδα της Σωτηρίας και της Ανάστασης.  Όμως η σύνδεση των δύο πηγαίνει μακρύτερα από αυτήν τη γενική αρχή.  Ο Ντύρκεμ παρατήρησε πως ανάμεσα στους Καθολικούς και τις καθολικές χώρες οι αυτοκτονίες ήταν πολύ σπανιότερες σε σχέση με τους Προτεστάντες και τις προτεσταντικές χώρες [2].  Αναγνώρισε πως στις καθολικές κοινωνίες υπάρχει εντονότερο κοινοτικό και λιγότερο ατομοκεντρικό πνεύμα, που οδηγεί σε περισσότερο κοινωνικό έλεγχο αλλά και ισχυρότερες, πιο δεμένες οικογένειες.  Αυτό αποθαρρύνει την αυτοκτονία και παρέχει μεγαλύτερη ψυχολογική στήριξη και υψηλότερη αίσθηση του ανήκειν, άρα βαθύτερη νοηματοδότηση της ζωής που αποθαρρύνει τάσεις για αυτοτερματισμό της.
Η θρησκεία ξεκίνησε να παρακμάζει ακριβώς τη στιγμή που ο άνθρωπος της βιομηχανικής εποχής τον χρειαζόταν για να διαχειριστεί και νοηματοδοτήσει νέες κοινωνικές καταστάσεις και μεταβολές πρωτόγνωρες σε είδος και ταχύτητα για την ανθρώπινη ιστορία.  Στο περιβάλλον της νέας, κοσμικής και ατομοκεντρικής κοινωνίας αναπτύχθηκε μία κατάσταση στην οποία ο Ντύρκεμ έδωσε το ελληνικό όνομα «Ανομία» (Anomie).  Η Ανομία είναι ένα είδος υπερβολικής ελευθερίας, όπου το άτομο, αποδεσμευμένο από την επιρροή της οικογένειας, της θρησκείας και της κοινωνικής θέσης, ναι μεν απελευθερώνεται και έχει μεγαλύτερη ευχέρεια επιλογών, ταυτόχρονα όμως αφήνεται μόνο του, χωρίς ρίζες, κοινότητα, νόημα και πνευματική και ηθική καθοδήγηση σε έναν κόσμο απρόσωπο και ψυχρό, με αποτέλεσμα την αποξένωση, την έλλειψη συλλογικής συνείδησης και συχνά εν τέλει την κατάθλιψη, κάτι που οδήγησε σε αύξηση των αυτοκτονιών.  Η Ανομία είχε ποικίλες αιτίες, αλλά η απώλεια της θρησκευτικότητας ήταν πολύ σημαντική στην ανάπτυξη της.  Η θρησκεία, με την τελετουργία της που βοηθά στην απόδοση νοήματος και τάξη στη ζωή και τον κόσμο, τα ηθικά της προτάγματα, την παρηγοριά και την ελπίδα που δίνει, την προσδοκία για τη Σωτηρία που θα δώσει τέλος στις δυσκολίες και τον πόνο της ζωής, ήταν κομβικής σημασίας για το χαμηλό βαθμό αυτοκτονιών στις παλαιότερες κοινωνίες και γενικά για την εμπέδωση αισθήματος καρτερικότητας και γαλήνης στην ανθρώπινη ψυχολογία.
Η σύγχρονη εποχή (που για τον ίδιο ήταν καιρός ηθικής μετριότητας), με τον υλισμό, τον καταναλωτισμό και την μαζοποίηση της δεν είχε τίποτα να αντικαταστήσει τη θρησκεία και αντίθετα με τον Κοντ ο Ντύρκεμ δεν πίστευε πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει με ανθρωπιστική ορθολογική θρησκειοφάνεια.
Σημειώσεις
[1]  Αντίληψη που αργότερα καλλιέργησε ο Σμιτ στην «Πολιτική Θεολογία» του, θεωρώντας όλες τις δομές και έννοιες τις πολιτικής ως εκκοσμικευμένους θρησκευτικούς όρους.
[2]  Ο προτεσταντισμός βεβαίως είναι θρησκεία όπως οι λοιπές, με όλα τα χαρακτηριστικά της ηθικής καθοδήγησης, κοσμοθεωρητικής νοηματοδότησης, αίσθησης του ανήκειν και παραμυθίας που καθιστούν μία θρησκεία λυσιτελή για την κοινωνική ευρυθμία.  Όμως ορισμένα χαρακτηριστικά του, όπως η έμφαση στην προσωπική σχέση του ανθρώπου με το θεό, η ιδιωτική ερμηνεία της Βίβλου, η καθολική ιεροσύνη των πιστών που οδηγεί στην απουσία κλήρου, το πνεύμα αμφισβήτησης και διαρκούς μεταρρύθμισης το διαχωρίζουν σε σχέση με τον καθολικισμό, ο οποίος είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό συμβατός με αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί παραδοσιακή θρησκεία (ισχυρότατο μυστηριακό στοιχείο κ.α.).  Η Μεταρρύθμιση αποτέλεσε εν πολλοίς την πρώτη κίνηση από την προνεωτερικότητα στη νεωτερικότητα και στη θεολογία της βρίσκονται τα σπέρματα που θα γεννήσουν τον ατομισμό και την απόρριψη της αυθεντίας και της ιεραρχίας που πρέσβευε ο Διαφωτισμός.  Είναι λοιπόν μία θρησκεία πολύ ανθρωποκεντρική, μεταβατική ίσως μεταξύ των δύο κόσμων.  Αυτό την καθιστά αφ’ ενός ευπροσάρμοστη και σφριγηλή ακόμη και σήμερα (ραγδαία ανάπτυξη του ευαγγελικού καλβινισμού σε Λατινική Αμερική, Αφρική, Ασία, ισχυρή παρουσία στις ΗΠΑ), αφ’ ετέρου ο νεωτερικός, σχεδόν απομαγευμένος χαρακτήρας της, της στερεί κάποιες άλλες ιδιότητες κοινωνικής συσπείρωσης και ψυχολογικής επαφής με το υπέκεινα, τομείς που υπερέχουν πιο μυστηριοκεντρικά, «προνεωτερικά» θρησκεύματα.
Το κείμενο αυτό είναι το τρίτο μίας σειράς άρθρων που στόχο έχουν να αναλύσουν την παρακμή του θρησκευτικού φαινομένου στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ και να εξετάσουν τυχόν συμβολή της υποχώρησης της παραδοσιακής θρησκευτικότητας με την πολύπλευρη κρίση που διέρχεται ο δυτικός πολιτισμός.
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  ΙΝΣΠΟΛ 17-9-2016
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Πόσο ελληνική ήταν η βυζαντινή Μικρά Ασία; Εθνογραφική ανάλυση

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασια...