Μάριος Νοβακόπουλος
Τα πράγματα δεν ορίζονται μόνον από τις ιδιότητές του, από αυτό που είναι. Η ίδια η λέξη ορίζω παραπέμπει στην χάραξη ορίων, την υπακοή σε όρους, αντιμετωπίζει άρα κάτι το διαφορετικό και ξένο, το οποίο όταν δεν απορρίπτεται ρητώς, απλώς διακρίνεται ως κάτι το άσχετο και αδιάφορο. Από τη στιγμή μάλιστα που ο Περικλής Γιαννόπουλος στα γραπτά του κάνει πολεμική, είναι αυτονόητο πως θα περιγράψει – και θα επιτεθεί μανιασμένα – σε ό,τι αντιστρέφει τις αρχές της ελληνικής φύσης, του χρώματος και της γραμμής που πλάθουν τον Έλληνα άνθρωπο. Η Ελλάδα στο γύρισμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα ήταν μία χώρα ραγδαίας εξευρωπαϊζόμενη. Η αρχιτεκτονική φτιάχνει νεοκλασικά και άλλα σύγχρονα κτήρια, η ζωγραφική ακολουθεί την σχολή του Μονάχου, οι άνθρωποι ακολουθούν την ευρωπαϊκή, αγγλική και γαλλική μόδα στο ντύσιμο. Η λαϊκή τέχνη, η μουσική, η ενδυμασία υποχωρούν και χάνονται, χλευάζονται και περιφρονούνται. Ο Γιαννόπουλος τονίζει τις φυσικές και αισθητικές διαφορές για να τεκμηριώσει την ελληνική ανωτερότητα, και να αποκόψει τις ιθαγενείς τέχνες από τον πιθηκισμό. Το πνευματικό «πιστεύω» του κινείται σε οξύτατα δίπολα: Ελληνισμός και ξένοι, ελληνική και ευρωπαϊκή γραμμή, φως και σκότος, πολιτισμός και βαρβαρότητα, φυσικό και ανθρωπογενές (τεχνικό-αστικό) περιβάλλον.[1] Η ελληνική γραμμή αμύνεται και ανθίσταται στην εισβολή της ευρωπαϊκής: «Ἡμεῖς δὲν ἠρχίσαμεν νὰ αἰσθανώμεθα διόλου, δὲν ἐννοοῦμεν διόλου τὴν γραμμὴν· ἀπόδειξις ἡ βαρβαρογραφία τῆς τωρινῆς ἀρχιτεκτονικῆς γραμμῆς· ἡ νεκρικὴ ἀκαμψία τῆς γλυπτικῆς γραμμῆς· ἡ παχύτης καὶ ξηρότης ἢ παραλυσία τῆς ζωγραφικῆς γραμμῆς […] χονδροειδῆ ἀπομιμήματα τῆς Εὐρωπαϊκῆς αἰσθητικῆς. Τῶν ἁπαξαπάντων βάσις εἶναι ἡ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΓΡΑΜΜΗ».[2]
Τα οικοδομήματα της Αθήνας, ειδικά τα πιο δημόσια και επιβλητικά, προέκυψαν την περίοδο της βαυαρικής δυναστείας κάτω από τα σχέδια και την αισθητική του γερμανικού κλασικισμού. Πρότυπο της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής είναι η αρχαία Ελλάδα και η Ρώμη, με κίονες και κιονόκρανα, αετώματα και ζωφόρους.[3] Απορρίπτοντας την αρχιτεκτονική παράδοση των ανερχόμενων ελληνικών τάξεων της εποχής της εθνικής αναγέννησης (18ος αι.),[4] το ανεγεννημένο ελληνικό κράτος και οι Γερμανοί κηδεμόνες του επέλεξαν την άμεση σύνδεση με το αρχαίο κλέος, παρακάμπτοντας τις ενδιάμεσες χιλιετηρίδες του βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού ως ανάξιες ή αδιάφορες. Η Αθήνα κτίσθηκε νεοκλασικά ως απόδειξη της ευρωπαϊκότητας, αλλά και της δικής της ελληνικότητας.[5] Όμως τα τελικά δημιουργήματα, συχνά θηριώδη σε όγκο, δεν είναι παρά μιμήσεις, ουσιαστικά κάτι νέο το οποίο όσο και να διεκδικεί τον ρόλο του αναβιωτή, αντιτίθεται στην αισθητική και την κοσμοθεωρία της αρχαιότητας. Ο Γιαννόπουλος κατακρίνει «τὸ Γερμανοελληνοειδὲς Πανεπιστήμιον καὶ τὸ κάθε ἄγαλμα ὅλον καὶ τὸ κάθε ζωγράφημα ὅλον καὶ τὸ κάθε τί μας ὁλόκληρον, ἕως τὴν τελευταίαν πτύχωσιν τοῦ κάθε παραπετάσματος καὶ τῶν κουρελικῶν πανιῶν τῶν νεκροφόρων, ἀπὸ τὰ μαρμαρόσπιτα ποὺ ζῶμεν ἡμίνεκροι ἕως τὰ μαρμαρόσπιτα ποὺ τρυπώνομεν νεκροί».
Η ασυμβατότητα ελληνικής και ευρωπαϊκής φύσης επιτάσσει η ευρωπαϊκή γραμμή να μην ακολουθείται στην Ελλάδα: «εἶναι ξένη καὶ δὲν ἔχει καμμίαν θέσιν ἐδῶ, καὶ δὲν στέκεται καὶ δὲν χωνεύεται ἐδῶ, διότι εἶναι: βάρβαρος […] ὅ,τι δι᾿ αὐτοὺς (τους Ευρωπαίους) εἶναι λεπτόν, δι᾿ ἡμᾶς εἶναι χονδρόν, τὸ κάθε τί των δι᾿ ἡμᾶς εἶναι βαρβαρότης […] Διότι ὁ Εὐρωπαῖος εἶναι φύσει βάρβαρος. Συνεπῶς βάρβαροι καὶ ὅλαι του αἱ ἐκδηλώσεις».[6] Γιατί όμως όλα αυτά, τα τόσο απόλυτα και προσβλητικά;[7] Το πρόβλημα της ευρωπαϊκής γραμμής προέρχεται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία, όπως κι εκείνα της ελληνικής, προκύπτουν από την φύση.
«Ἡ Εὐρωπαϊκὴ φύσις εἶναι ἀγρία. Συνεπῶς ἄγριοι φύσει καὶ ὅλοι της οἱ λαοί. Οἱ Εὐρωπαϊκοὶ λαοί, ἀγρίων φύσεων γεννήματα καὶ ἐξαισίους ἀγῶνας καταβάλλοντες καὶ ἂν πηδήσουν εἰς τὸν οὐρανόν, δὲν ἡμερώνουν καὶ δὲν ἐξευγενίζονται εἰς 5 αἰῶνας, ὅπως δὲν ἐξευγενίζεται ἕνας χωριάτης - ἀναλογία ἀκριβὴς- εἰς 5 ἡμέρας. Καὶ εἰς τὰ ἐξαιρετικὰ ἀκόμη ἄτομα -τὰς μεγαλοφυΐας- τὰς φωτολουομένας εἰς τὴν Ἰταλίαν καὶ βυθιζομένας εἰς τὸ παλαιὸν Ἑλληνικὸν φῶς, διακρίνονται καθαρώτατα γραμμένα εἰς τὰ ἔργα των, ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἀγρίου, τοῦ βαρβάρου, τοῦ Δαντείου, Σαικσπηρείου, Μιχαηλαγγελείου θυμοῦ, τοῦ ἀρχοντοχωριατισμοῦ, τοῦ πλήθους, τοῦ ὄγκου, τοῦ φόρτου, τοῦ παραζαλισμοῦ».[8]
Ας παραβλέψουμε την ισοπεδωτική μομφή προς τον Δάντη και τον Μιχαήλ Άγγελο, και ας δοθεί προσοχή στην σχέση του εδάφους, του κλίματος, της φύσης με τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του. Η ευρωπαϊκή γη είναι «μαύρη, γῆ βρεγμένη, παχεῖα, βαρεῖα». Ο καιρός είναι δυσάρεστος, μουντός, σκοτεινός και υγρός. Τα βουνά δεν έχουν τίποτε από την χάρη και την ελαφρότητα των ελληνικών, είναι άγριοι και θηριώδεις όγκοι. Ενώ το ελληνικό δάσος είναι αρκετά αραιό και ήπιο ώστε να ξεχωρίζουν ως προσωπικότητες τα δένδρα και τα ζώα του, τα ευρωπαϊκά είναι απέραντα και πολύ πυκνά, σκοτεινά και απέραντα. Όλα τα στοιχεία της φύσης δεν είναι σε αρμονία, συνύπαρξη και συνεννόηση, κάτω από την ευλογία του ήπιου κλίματος και του φωτοβόλου ήλιου. Αντίθετα, όλα συγκρούονται και αντιμάχονται μεταξύ τους, συνθλίβονται, σπαράσσονται με βία. Αυτό δημιουργεί έννα άνθρωπο δυνατό, αλλά σκληρό και χοντροκομμένο: «κάθε σπίτι κλεισμένον, κάθε σῶμα τυλιγμένον. Κάθε σπίτι καίει κόκ, κάθε σῶμα καίει ἀλκόλ». Άνθρωποι, ζώα και φυσικά στοιχεία αγωνίζονται με μανία και ένταση, κραυγάζουν «θέλω νὰ ζήσω», έχουν «τὴν ὑπερέντασιν τῆς ἀντοχῆς, τὴν θέλησιν τῆς ζωῆς».[9] Το πνεύμα των ανθρώπων συνεπώς διαμορφώνεται σκληρό, άχαρο και ταραγμένο, ανήσυχο. Όπως και στην Ελλάδα, και της Ευρώπης η ψυχή κρύβεται στην πολύ καλή γνώση του περιβάλλοντός της: «ὁ δυνάμενος νὰ μελετήσῃ, ἀναλύσῃ, γεωλογικῶς, φυτικῶς, αἰσθητικῶς, νὰ ζωγραφίσῃ τὰς Ἀλπεις καὶ νὰ δώσῃ τὴν χαρακτηριστικὴν εἰκόνα των […] θὰ ἔδιδε συγχρόνως τὴν χαρακτηριστικὴν εἰκόνα τῆς ψυχῆς τοῦ Εὐρωπαίου». Ακόμη και η τόσο φωτεινή Ιταλία, η τόσο ηλιόλουστη και μεσογειακή, μπολιασμένη με αίμα ελληνικό, δεν μπορεί εν τέλει να αποτελέσει εξαίρεση.[10]
Σε οικείο κεφάλαιο θα εκτιμηθούν οι νεωτερικές επιρροές στην βιοκλιματική θεωρία του Περικλή Γιαννόπουλου. Εδώ αξίζει να επισημανθεί ότι, ιστορικά μιλώντας, η σύνδεση του κλίματος και του χαρακτήρα των εθνών είναι αρχαιότατη. Στα Πολιτικά του, ο Αριστοτέλης ισχυριζόταν ότι η εύκρατη κλιματολογική θέση της Ελλάδας καθιστούσε τους Έλληνες ισορροπημένους στις αρετές. Αντίθετα, τα έθνη της Ευρώπης που ζουν σε μέρη ψυχρά, «θυμοῦ μέν ἐστι πλήρη, διανοίας δὲ ἐνδεέστερα καὶ τέχνης, διόπερ ἐλεύθερα μὲν διατελεῖ μᾶλλον, ἀπολίτευτα δὲ καὶ τῶν πλησίον ἄρχειν οὐ δυνάμενα», δηλαδή είναι ανδρεία και ψυχωμένα, αλλά κατώτερα διανοητικά, ενώ ο ελεύθερος τρόπος βίου εμποδίζει την πολιτική οργάνωση. Οι Ασιάτες δε χαρακτηρίζονται από έθνη «διανοητικὰ μὲν καὶ τεχνικὰ τὴν ψυχήν, ἄθυμα δέ, διόπερ ἀρχόμενα καὶ δουλεύοντα διατελεῖ», υπερτερούν δηλαδή κατά το νου και τις τέχνες-τεχνικές, αλλά υστερούν σε ανδρεία και ελευθερία. Μόνον το «τῶν Ἑλλήνων γένος, ὥσπερ μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους, οὕτως ἀμφοῖν μετέχει. καὶ γὰρ ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν: διόπερ ἐλεύθερόν τε διατελεῖ καὶ βέλτιστα πολιτευόμενον καὶ δυνάμενον ἄρχειν πάντων, μιᾶς τυγχάνον πολιτείας».[11] Νωρίτερα, ο Ηρόδοτος έλεγε πως η Ελλάδα έχει τις καλύτερες εποχές και την καλύτερη κράση των κλιμάτων: «ἡ Ἑλλὰς τὰς ὥρας πολλόν τι κάλλιστα κεκρημένας ἔλαχε».[12] Στον διάλογο Τίμαιος, ο Πλάτων αποδίδει τα πολλά πλεονεκτήματα και την δόξα της Αθήνας στην θεία επιλογή της τοποθεσίας της, που προσφέρει «τὴν εὐκρασίαν τῶν ὡρῶν».[13] Ο Ιπποκράτης όριζε την μαλθακότητα, ανελευθερία και ανανδρία των Ασιατών έναντι των Ευρωπαίων, και πάλι ένεκα του κλίματος, διότι δεν υπάρχουν μεγάλες εναλλαγές από εποχή σε εποχή, οι οποίες προκαλούν μία ενεργητικότητα στο σώμα: «οὐ μεγάλας τὰς μεταβολὰς ποιεύμεναι οὔτε ἐπὶ τὸ θερμὸν οὔτε ἐπὶ τὸ ψυχρόν, ἀλλὰ παραπλησίως. οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος, ἀφ᾽ ὅτων εἰκὸς τὴν ὀργὴν ἀγριοῦσθαί τε καὶ τοῦ ἀγνώμονος καὶ θυμοειδέος μετέχειν μᾶλλον ἢ ἐν τῷ αὐτῷ αἰεὶ ἐόντα. αἱ γὰρ μεταβολαί εἰσι τῶν πάντων αἱ ἐπεγείρουσαι τὴν γνώμην τῶν ἀνθρώπων καὶ οὐκ ἐῶσαι ἀτρεμίζειν».[14]
Αυτήν την μεσότητα ως τεκμήριο της ελληνικής ανωτερότητας επικαλείται και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας της Νίκαιας, ο λογιότατος και ελληνολάτρης Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις (1254-1258). Σε αντιρρητικό λόγο του κατά των Λατίνων, χρησιμοποιεί την αντίθεση μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων ως επιχείρημα για τις θεολογικές διαφορές (κάτι που δεόντως θα εκτιμούσε ο Γιαννόπουλος, με την ιδιόμορφη παγαν-ορθόδοξη θρησκευτικότητά του), και επικαλείται τις αρχαιοελληνικές αντιλήψεις για την μεσότητα του χώρου και την ευκρασία του ελληνικού κλίματος για να τεκμηριώσει την φυλετική συνέχεια αρχαίων και Βυζαντινών: «Εἰ βούλει, δράμε πρὸς τὴν σχολὴν καὶ γνῶθι ὅτι τῶν Ἑλλήνων ἐστὶ τὸ φιλοσοφεῖν, κα]ὅτι ἐν τῇ τῶν κλιμάτων ἀρχῆθεν τάξει, μέσα μοῖρα, καὶ ὅτι οἱ ἐπιστήμονες, ἐξ ἡμῶν καὶ ὅτι αἱ τούτων Ἐπιστῆμαι, ἡμῖν· καὶ ὅτι ὁ ἐν τῷ τότε ἀὴρ καὶ νῦν ἐν ἡμῖῖν· καὶ ὅτι τῆς ἑλληνικῆς διαλέκτου ἡμεῖς»[15]
Η ασυμβατότητα λοιπόν των φύσεων θεμελιώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στην ελληνική και την ευρωπαϊκή γραμμή, τον ωραίο πάνθηρα και την… καμήλα. Ο Έλληνας αυτομάτως θα αντιληφθεί το χάσμα αυτό, όταν αποβάλει την επίκτητη περιφρόνηση προς κάθε τι το ελληνικό, και μπορέσει να εξετάσει την γη και το περιβάλλον ελεύθερα και φυσικά: «σεῖς οἱ ἴδιοι, καρποὶ φυσικοὶ αὐτῆς, εἶσθε οἱ λεπτοφυέστατοι τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ ὅτι μελετῶντες τὴν φύσιν σας καὶ τηροῦντες καὶ λατρεύοντες καὶ πιστεύοντες τὴν φυσικήν σας ὑπεροχήν, ἀφίνοντες τὴν ψυχήν σας ἐλευθέραν νὰ δημιουργηθῇ ὅ,τι χαρίεν καὶ λεπτὸν βλέπετε, εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ δημιουργήσετε ὡραίας Τέχνας».[16] Η ελληνική γραμμή, που είναι στολίδια της «ἡ διαυγεστάτη γραφὴ καὶ ἡ ὑπερτάτη ἁπλότης, ἁπαλότης», μόνο από Έλληνες μπορεί να εκφραστεί και να γίνει τέχνη. Στην Σελήνη μπορεί μια μέρα να πάνε άλλοι, λαοί, αλλά το βαρβαρικό χέρι πάντα θα φαίνεται από την γραμμή που χαράσσει. Η ατομική ή κοινωνική διαφοροποίηση δεν έχει πολλές ελπίδες πάνω στην συνήθεια της φύσης και την «κληρονομικότητα του εδάφους: «Ἔχω μάλιστα τόσην πεποίθησιν ὥστε δανειζόμενος ἀπὸ τὸν Heine τὸ πεῦκον του -πεῦκον ἦτο τὸ δένδρον ποὺ ἐξερρίζωσε; θὰ τὸ ἐβουτοῦσα εἰς τὸ στῆθος τοῦ Πεντελικοῦ καὶ θὰ τὸ ἔγραφα μὲ μαρμαρόχρωμα εἰς τὸν Ἀττικὸν οὐρανόν, ἢ μᾶλλον ἐπειδὴ μὲ τὸ γερμανικόν του πεῦκον τὰ γράμματα θὰ ἐγίνοντο Γοτθικά, θὰ ἐπροτίμων νὰ κόψω ἕνα λιγυρὸν κυπαρίσσι καὶ ὑγραίνων τὴν αἰχμήν του εἰς τὸν ἄργυρον τοῦ Σαρωνικοῦ νὰ ἀργυροχαράξω εἰς τὸν σμαράγδινον θόλον: Ἡ Γραμμὴ εἶναι Ἑλληνίς».[17]
Ως προς τις τέχνες ο Γιαννόπουλος δίνει ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα, από την παραμελημένη αλλά σημαντική άλλοτε καλλιγραφία. Σήμερα λέγεται συχνά ότι ο γραφικός χαρακτήρας του ανθρώπου αποκαλύπτει ιδιότητες της ψυχής του. Η καλλιγραφία βέβαια δεν γίνεται αυθόρμητα και χρηστικά όπως η καθημερινή γραφή, αλλά βάσει κανόνων, μίμησης και εξαιρετικά χρονοβόρας αφοσίωσης. Κι αν όμως οι μορφές της κάτι αποκαλύπτουν για τον πολιτισμό που την δίνει, και πίσω από αυτόν την φύση του; Καλεί λοιπόν ο Περικλής Γιαννόπουλος τον αναγνώστη, να επισκεφθεί την Εθνική Βιβλιοθήκη και να εξετάσει ένα βυζαντινό και ένα γοτθικό, δυτικό μεσαιωνικό χειρόγραφο. «Θὰ ἰδῆτε ζωντανώτατα ὅλην τὴν ἀπόστασιν χιλιάδων λευγῶν τῆς λεπτοτάτης καὶ εὐγενεστάτης φύ-σεώς μας ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴν καὶ κάθε ἄλλην θηριωδίαν, ποία διαφορὰ ὑπάρχει μεταξύ τῆς ἀργυ-ροχρύσου αἰθεριογραφίας μας καὶ τῆς διὰ σπασμένων ποδιῶν καρεκλῶν Γοτθογραφίας». Οι σκληρές και απότομες γραμμές, οι οξείες και διακεκομμένες, δεν έχουν καμία σχέση με τη βυζαντινή γραμμή, δηλαδή την προαιώνια ελληνικά, την «μητέρα τῶν ζαλιστικῶν ἀραβουργημάτων», που είναι η αυτή στην περγαμηνή και τους τοίχους των εκκλησιών, και στη νεοελληνική ζωγραφική του Ράλλη και του Γύζη: «Εἶναι, ἡ μία εὐγενεστάτη ἀνθρωπίνη γραφή, τῶν ἀρχαίων μας μαιάνδρων εἰς τὸ παραδείσιον ἡμῶν φῶς».[18]
Αποτέλεσμα του μιμητισμού της ευρωπαϊκής γραμμής,
τέκνου ευρωπαϊκής φύσης της έντασης και του σκότους, είναι να χάνει η ελληνική
δημιουργία και πολιτισμός τον ίδιο τον φυσικό χαρακτήρα του. «Και όταν η ΕΛΛΑΣ σιγά παύει κάθε
ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ. Και όταν ο ΈΛΛΗΝ σιγά καταργείται ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Και όταν ο ΕΛΛΗΝ
μιμήται ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ αυτοκτονεί και ουκ έστιν επί Γης ΕΛ-ΛΗΝ. Και ουκ έστιν επί
Γης ΦΥΣΙΣ. Και ουκ έστιν ΠΝΕΥΜΑ. Και ουκ έστιν ΩΡΑΙΟΝ».[19]
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Έφη Γαζή, Άγνωστη Χώρα: Ελλάδα και Δύση στις αρχές του 20ου αιώνα, Πόλις, Αθήνα 2020, σελ. 138.
[2] Περικλή Γιαννόπουλου Άπαντα, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 1988, σελ. 104-105.
[3] Δημήτριος Σ. Μάρτος, Αθήνα, Πρωτεύουσα του νέου Ελληνικού
Κράτους: Πολιτική, ιδεολογία και χώρος, διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ,
Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 113-115.
[4] Ο.π., σελ. 28-40.
[5] Ο.π., σελ. 256 κ.εξ., 436. Ιωάννης
Ε. Κωτούλας, Η Ευρωπαϊκή νεογοτθική
παράδοση και η αρχιτεκτονική του ελλαδικού χώρου (1830-1897), διδακτορική
διακτριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2017, σελ. 50-52, 55-58.
[6] Άπαντα, σελ. 105.
[7] Πολύ συχνή κριτική προς τον
Περικλή Γιαννόπουλο, τότε και τώρα, είναι η πολύ σκληρή στάση του έναντι της
αντίθετης άποψης και η ολοσχερής απόρριψη του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Τούτη η
στάση κατά κανόνα διαχωρίζεται από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του έργου του,
π.χ. τα αισθητικά. Παράδειγμα: «Αρετή του
Γιαννόπουλου, αρετή που τον κάνει να γίνεται καμμιά φορά λογοτέχνης… είναι η
αγάπη του κ’ η κατανόηση της ελληνικής φύσης… Αλλά τον κυρίεψε κι αυτόν η μανία
του δασκαλισμού και τη δημοκοπίας, θέλησε να επιβάλει δόγματα… φτάνει στο
σημείο να διακηρύττει ότι οι Ευρωπαίοι είναι Βάρβαροι», Γιώργος Θεοτοκάς,
“Γύρω στον Περικλή Γιαννόπουλο”, Νεοελληνικά Γράμματα τεύχος 77, 01/05/1938,
σελ. 5. «Θέλω να πω με τούτο πως το έργο του Γιαννόπουλου είναι μια χρήσιμη
αφετηρία· αξίζει περισσότερο σαν πρόθεση παρά σαν πραγματοποίηση… ολόκληρος δεν
μπορεί να μας ωφελήσει, καθώς δεν ωφελούν όλοι οι μισαλλόδοξοι», Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος,
“Ο Περικλής Γιαννόπουλος και η νεοελληνική πραγματικότης”, ο.π.
[8] Άπαντα, σελ. 105-106.
[9] Ο.π., σελ. 106.
[10] Ο.π., σελ. 107
[11] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 7.1327b.
[12] Ηρόδοτος, Ἱστορίαι, 3.106.1.
[13] Πλάτων, Τίμαιος, 24c.
[14] Ιπποκράτης, Περὶ ἀέρων, ὑδάτων, τόπων, 16.
[15] Θεοδώρου Β´ Λασκάρεως περὶ χριστιανικῆς θεολογίας λόγοι (επ. Χ.
Θ.
Κρικώνης),
University Studio press, Αθήνα
1990, VII, 142.178–83· Dimiter Angelov, The
Byzantine Hellene: the life of emperor Theodore Laskaris and Byzantium in the
thirteenth century, Cambridge University Press, 2019, σελ. 208.
[16] Άπαντα, σελ. 109-110.
[17] Ο.π., σελ. 110-111.
[18] Ο.π., σελ. 111.
[19] Ο.π., σελ. 150-151.
Εικόνα; Caspar David Friedrich. Das Eismeer, 1823-1824. Αίθουσα Τέχνης Αμβούργου.