Είναι βασική αρχή των διεθνών σχέσεων, αλλά και της ανθρώπινης φύσης. Η μεγάλη δύναμη πάντοτε επιθυμεί να μεγαλώσει κι άλλο. Αποζητά να εμπλακεί σε περισσότερα πολιτικά πεδία, να επεκτείνει την επιρροή της, να μεγιστοποιήσει τα οικονομικά της οφέλη, να αποκτήσει επιπλέον πόρους, να κατακτήσει και άλλα εδάφη. Ιδίως οι αυτοκρατορίες, που εκ φύσεως δε γνωρίζουν όρια στην ανάπτυξη τους, αποδεικνύονται πραγματικά αδηφάγες. Η αυτοκρατορική ιδεολογία τις περιβάλλει με ένα μανδύα παγκοσμιότητας, ένα πεπρωμένο ολοκληρωτικής κυριαρχίας και αέναης επέκτασης. «Πεπρωμένο της Αυστρίας είναι να κυριαρχήσει στον κόσμο» έλεγαν οι Αψβούργοι, plus ultra (πιο μπροστά, πιο πέρα) το σύνθημα της θαλασσοκράτειρας Ισπανίας. Έτσι και στο Βυζάντιο, λαός και εξουσία θεωρούσαν αυτονόητο πως ο καθήμενος στο ρωμαϊκό θρόνο είναι βασιλεύς βασιλέων και βασιλεύων βασιλευόντων. Κάθε θάλασσα πλωτή και κάθε ξηρά βατή του ανήκε, αξίωνε απερίφραστα το dominium mundi. Και φυσικά κατά καιρούς, οι βασιλείς προσπαθούσαν να κάνουν πράξη αυτό το όραμα, κυρίως εκστρατεύοντας προς ανάκτηση χαμένων ρωμαϊκών εδαφών.
Όταν όμως η αυτοκρατορία μεγαλώνει και εμπλέκεται σε νέα μέτωπα, ελλοχεύει ο κίνδυνος της στρατηγικής υπερεξάπλωσης. Πολυπραγμοσύνη σημαίνει διασπορά δυνάμεων, εξάντληση των ταμείων, επιμήκυνση των γραμμών επικοινωνιών, αλληλεπίδραση με πολλούς εξωτερικούς δρώντες και συνεπώς εύθραυστη διπλωματία. Η μεγάλη δύναμη αδυνατεί να βρει κέντρο βάρους, και αναγκαστικά παραμελεί κάποιους τομείς. Η υπερεπέκταση γίνεται συχνά αρχή καταστροφής και αιτία κατασπατάλησης ευκαιριών. Αυτό ακριβώς συνέβη με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία του Μανουήλ Α” Κομνηνού, στα μέσα τους 12ου αιώνα.
Οι προκάτοχοι του Μανουήλ, Αλέξιος Α” και Ιωάννης Β”, είχαν καταφέρει να ανορθώσουν ως περιφερειακή δύναμη την αυτοκρατορία, η οποία μετά το 1071 βρισκόταν ένα βήμα προς την καταστροφή. Με διαρκείς πολέμους, ευφυή διπλωματία και προσεκτική δημοσιονομική πολιτική, το Βυζάντιο κατάφερε να κατατροπώσει ή να αποκρούσει τους εχθρούς του, να αποκαταστήσει την οικονομική του ευρωστία και να καταστεί εκ νέου υπολογίσιμος και αξιόμαχος παράγων στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.
Ο Μανουήλ υπήρξε μία δυναμική προσωπικότητα, ένας αποφασιστικός και οραματιστής αυτοκράτωρ. Η προσωπική του ανδρεία τον έκανε να μη διστάζει να καταφύγει σε πόλεμο. Το πρόβλημα ήταν η υπέρμετρη φιλοδοξία του. Είχε πάρει τη ρωμαϊκή πρωτοκαθεδρία, για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω, πολύ σοβαρά. Ήθελε να εξαπλώσει προς κάθε κατεύθυνση την αυτοκρατορία και να την καταστήσει αληθινά οικουμενική. Έτρεφε δε μεγάλο θαυμασμό για τη δυτική Ευρώπη, τον συνάρπαζε το ιπποτικό ιδεώδες και επιθυμούσε να γίνει εργάτης συνένωσης των δύο αυτών κόσμων, να ανασυστήσει τη Ρωμαϊκή Δύση όπως ο Ιουστινιανός.
Οι απόλυτες στρατηγικές προτεραιότητες του Βυζαντίου ήταν η εκπαραθύρωση των Τούρκων από τη Μικρά Ασία και η υπεράσπιση των Βαλκανίων από τις εκ βορρά και δύσης απειλές. Ο Μανουήλ υπήρξε συνεπείς σε αυτές. Εργάστηκε εντατικά για την αναχαίτιση των Σελτζούκων και διεξήγαγε αρκετές εκστρατείες εναντίον τους, φθάνοντας ως τις πύλες του Ικονίου, ενώ στα Βαλκάνια ολοκλήρωσε την υποταγή των φιλοτάραχων Σέρβων και συνέτριψε τους Ούγγρους, οδηγώντας ρωμαϊκά στρατεύματα βορείως του Δουνάβεως για πρώτη φορά μετά από πολλούς αιώνες.
Υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες της αυτοκρατορίας, ο Μανουήλ κοίταξε προς άλλα μέτωπα και αποφάσισε να εμπλακεί με αξιώσεις σε περιοχές πέραν των βυζαντινών συνόρων. Επρόκειτο για μέγα ολίσθημα. Το Βυζάντιο δεν ήταν πια μια εδραιωμένη υπερδύναμη με την πολυτέλεια να επεμβαίνει και να εκστρατεύει προς πάσα κατεύθυνση. Ο δυτικός κόσμος είχε δραματικά αναβαθμιστεί στρατιωτικά και πολιτικά, ενώ όσο οι Τούρκοι παρέμεναν οχυρωμένοι στα όρη της Γαλατίας και της Καππαδοκίας, τα μικρασιατικά παράλια δεν ήταν ασφαλή.
Έτσι ο Μανουήλ εισέβαλε στην Ιταλία, θέλοντας να καταστρέψει το ενοχλητικό βασίλειο των Νορμανδών. Παρά κάποιες πρόσκαιρες επιτυχίες, η επιχείρηση απέτυχε οικτρά και οι Βυζαντινοί εκδιώχθηκαν. Αργότερα, παρασύρθηκε από τους Σταυροφόρους να εκστρατεύσει στην Αίγυπτο. Οι επιχειρήσεις εξελίχθηκαν σε φιάσκο, ενώ μεγάλο τμήμα του βυζαντινού στόλου χάθηκε σε τρικυμία. Έντονη υπήρξε η διπλωματική δραστηριότητα προς τη Ρωσία και την Ιταλία. Στη δεύτερη οι περισσότερες πόλεις της κεντρικής και βόρειας Ιταλίας κατέστησαν συμμαχικά ή υποτελή κράτη, και ο Μανουήλ αφειδώς τις χρηματοδότησε για να αντιμετωπίσουν την επιθετικότητα του Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα.
Ως γνωστό το 1176 ο στρατός του Μανουήλ παγιδεύτηκε στα στενά του Μυριοκεφάλου της Φρυγίας από τους Τούρκους και καταστράφηκε. Οι απώλειες ήταν σοβαρές και οι Βυζαντινοί έχασαν οριστικά την πρωτοβουλία των κινήσεων στο μικρασιατικό μέτωπο. Τα επόμενα χρόνια οι επιδρομές των Σελτζούκων έφθασαν ως το Αιγαίο. Παρατηρείται όμως κάτι. Ακόμη και μετά την καταστροφή αυτή, η ατονία της αυτοκρατορίας οφειλόταν κυρίως στην ψυχολογική κατάρρευση του Μανουήλ, ο οποίας πέρασε τα χρόνια μετά τη μάχη σε κατάθλιψη, για να γίνει μάλιστα μοναχός λίγο πριν πεθάνει. Όταν οι βυζαντινές δυνάμεις δραστηριοποιήθηκαν κατήγαγαν σημαντικές νίκες, την περίοδο 1178-1179. Ευλόγως σκέπτεται κανείς τις δυνατότητες που θα υπήρχαν αν η εξωτερική πολιτική ήταν πιο χρηστή και συνεσταλμένη, αν αντί να εξαπολύει στρατιές στην Αίγυπτο και την Ιταλία προς πραγμάτωση φαντασιώσεων, ο Μανουήλ επένδυε στα στοιχειώδη. Με συστηματικό και διαρκές σφυροκόπημα, το οποίο θα διακοπτόταν μόνο όταν εμφανιζόταν άλλη άμεση απειλή, είναι βέβαιο πως το Σουλτανάτου του Ικονίου θα κατέρρεε. Ο Μανουήλ είχε εξαιρετικές ικανότητες και ο στρατός του ήταν πολύ ισχυρός.
Αν δε χάνονταν τόσες δεκαετίες σε χρόνο, τόσοι γενναίοι και εμπειροπόλεμοι άνδρες σε άσκοπες μάχες και τόσα δυσαναπλήρωτα χρήματα από το όχι και τόσο γεμάτο βασιλικό θησαυροφυλάκιο, ίσως η ιστορία του Ελληνισμού να ήταν διαφορετική. Και αποδεικνύεται για ακόμη μία φορά στην ιστορία πως ακόμη και ενός ικανοτάτου ηγέτη το έργο μπορεί να ανατραπεί από τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του. Οι διάδοχοι του δεν είχαν τις ικανότητες του, και η υπερεπέκταση και κατασπατάληση των πόρων που τους κληρονόμησε επιδείνωσε την κατάσταση. Το 1204 η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων. Η ελληνορωμαϊκή οικουμένη καταλύθηκε, και έκτοτε ποτέ δεν ανασυστάθηκε.
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Νέα Πολιτική 25-11-2015