Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Φυσικά σύνορα του Βυζαντίου: Α' μέρος (Βαλκάνια)

      Το Βυζάντιο του 10ου αι. Εκδοτική Αθηνών.

Οι οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες έχουν εδαφικό αποτύπωμα, και με την κατάλληλη συγκρότηση διεκδικούν την εξάπλωσή τους στον χώρο. Από την άποψη αυτή τα όριά τους δεν είναι φυσικά, είναι ανθρώπινα. Όποτε χρησιμοποιείται η έννοια του φυσικού συνόρου, τούτο θέλει να αποτυπώσει τη σύμπτωση ενός ιδιαίτερου γεωφυσικού στοιχείου, όπως ένα ποτάμι ή μία οροσειρά, με την τεχνητή γραμμή πάνω στον χάρτη (ο Δούναβης μεταξύ Βουλγαρίας και Ρουμανίας ή τα Πυρηναία μεταξύ Γαλλίας και ισπανίας). 

Μάριος Νοβακόπουλος

Μπορεί να έχει βέβαια και μια δεοντολογική διάσταση, όταν ισχυρίζεται κανείς πως η τάδε οντότητα πρέπει να έχει το δείνα φυσικό σύνορο, καθώς αυτό συντελεί στην άμυνα ή την οικονομικη της ζωή (π.χ. η Γαλλία στον Ρήνο). Η οικονομική γεωγραφία υποδεικνύει τις προσφορότερες εμπορικές οδούς ή τα αναγκαία λιμάνια, ή την εξαρτημένη αγροτική ενδοχώρα μίας αστικής μητρόπολης. Από εκεί και πέρα η διοίκηση χρησιμοποιεί τα φυσικά ή τα φυσικώς επηρεαζόμενα ανθρώπινα όρια για να σχηματίσει περιφέρειες - ή να ζητήσει πρόσβαση στις περιφέρειες των γειτόνων της. Μαζί λοιπόν με το ποτάμι-μεθόριο, υπάρχει π.χ. η αναγκαία διατροφική ενδοχώρα ή η γεωστρατηγική προβολή για την εξάπλωση μίας μεγάλης δύναμης, η οποία θα επικαλεστεί την “φύση” για να δικαιολογήσει τον επεκτατισμό της.

Σε κάθε περίπτωση όμως, ένα σύνορο το οποίο δεν αποτελεί μία αυθαίρετη γραμμή στην άμμο, αλλά στηρίζεται στο φυσικό ανάγλυφο, έχει πολλά πλεονεκτήματα. Το πρωταρχικό είναι αμυντικής χροιάς: τα ποτάμια, τα βουνά και οι στενοί ισθμοί έχουν συγκεκριμένα περάσματα και μπορούν να φρουρηθούν ευκολότερα. Αντίθετα η επέκταση πέρα από αυτά εξουδετερώνει το πλεονέκτημα, θέτει δε στην ημέτερη πλευρά τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε με τις επικοινωνίες και τον εφοδιασμό του ο εισβολέας. Τα φυσικά περάσματα δρουν ευεργετικά και ως προς την δεύτερη λειτουργία του συνόρου, να μη δρα μόνον ως φραγμός μα και ως σημείο επαφής και ανταλλαγών. Η γεωγραφία επηρεάζει και τον βαθμό στον οποίο το κέντρο μπορεί να ασκεί άμεσο και σταθερό έλεγχο επί μίας περιφέρειας. Όσο πιο μακριά είναι, όσο πιο δύσκολο το ανάγλυφό της και όσο πιο δυσχερής η πρόσβαση, τόσο η δύναμη της πρωτεύουσας εξασθενεί. Το φυσικό όριο δρα και ως τελικό σημείο προέλασης μίας ανερχόμενης δύναμης, η οποία συνειδητοποιεί τα όρια της ισχύος της και δεν προχωρά παρακάτω, είτε επειδή συναντά αυξημένη αντίσταση είτε επειδή συνειδητοποιεί ότι όσο περισσότερο απομακρύνεται από την βάση της, τόσο μειώνεται η σχέση κόστους-οφ΄λους πρόσκτησης νέων εδαφών.

Τα φυσικά σύνορα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της επιμονής τους στον χρόνο. Μπορεί να έλθουν και να παρέλθουν χιλιάδες χρόνια, οι λαοί ένθεν κακείθεν να εξαφανιστούν, όμως ο ίδιος ισθμός θα λειτουργεί ως στρατηγικό πέρασμα, ο ίδιος πορθμός θα ελέγχει τις θαλάσσιες μεταφορές, τα ίδια βουνά αψηφούν τον έλεγχο των πεδιάδων. Για αυτόν τον λόγο μπορεί να δει κανείς τον χάρτη στην διάρκεια αιώνων, και να εντοπίσει παρόμοιες περιοχές-πυρήνες, παρόμοια σύνορα και τους αυτούς άξονες μετανάστευσης και εισβολής.

Χαρακτηριστικά του βυζαντινού συνόρου

Ερχόμενοι στο Βυζάντιο, θα συναντήσουμε διαδοχικά σημεία όπου “στάθηκαν” τα εξωτερικά σύνορα κατά την μακραίωνη πορεία του. Αν επικεντρωθούμε στις κυριότερες ανατολικές περιφέρειες - δίχως να προσμετρήσουμε δηλαδή τα διαστήματα όπου υπήρχε ακόμη η αδιαίρετη αυτοκρατορία ως τον Ατλαντικό ωκεανό, ή την εφήμερη ιουστινιάνεια ανάκτηση της δυτικής Μεσογείου, μπορούμε να εντοπίσουμε τέσσερις κύριες μεταβολές: α) η αρχική ρωμαϊκή κληρονομιά. Το βυζαντινό κράτος στον Δούναβη, τον Ευφράτη και τις συριακές και αιγυπτιακές ερήμους. β) η πρώτη συστολή του 7-10ου αιώνος, με την απώλεια της ανατολικής περιφέρειας και του βορείου τμήματος της χερσονήσου του Αίμου. Η ευρωπαϊκή πτέρυγα κυμαίνεται μεταξύ Ροδόπης και Αίμου, η δε μικρασιατική στην διαφιλονικούμενη ζώνη του ταύρου. γ) η επέκταση των Μακεδόνων τον 10-11ο αιώνα, οι οποίοι επιστρέφουν στο Δούναβη, τη Συρία και την Υπερκαυκασία. δ) η δεύτερη συστολή. Τον 11ο αιώνα οι Τούρκοι εισβάλλουν στη Μικρά Ασία και έπειτα από μία σύντομη έξοδο στο Αιγαίο απωθούνται στο εσωτερικό οροπέδιο. Οι Σέρβοι και έπειτα οι Βούλγαροι ανεξαρτητοποιούνται (τέλη 12ου αι.). Τους επόμενους αιώνες το Βυζάντιο και τα διάδοχα ελληνικά κράτη συμπιέζονται μεταξύ της σλαβικής προώθησης από τον βορρά, της τουρκομουσολυμανικής από την ανατολή και της φραγκοϊταλικής από το νότο και τη δύση. Η πτώση της Μικράς Ασίας στα τουρκομανικά εμιράτα περί το 1300 και της βορειοδυτικής Ελλάδος στους Σέρβους λίγες δεκαετίες μετά, ενταφιάζουν το Βυζάντιο ως άξια λόγου εδαφική δύναμη, ως την τελική του εκπνοή το 1453.

Μεταβολές της βυζαντινής επικράτειας. daviddarling.info


Πρέπει πριν ξεκινήσει η γεωγραφική επισκόπηση, να σημειωθεί μία σημαντική διαφορά των κρατών και συνόρων εκείνης της εποχής σε σχέση με τα σημερινά. Η ακριβής σχεδίαση ορίων πάνω στον χάρτη, από την μία πλευρά των οποίων βρίσκεται η μία χώρα και από την άλλη η δεύτερη, με την κάθε μία να ασκεί πλήρη και αποκλειστική κυριαρχία στο έδαφός της, είναι μάλλον νεωτερικό φαινόμενο. Τα αρχαία και μεσαιωνικά κράτη είχαν πιο ασαφή σύνορα, ένθεν κακείθεν των οποίων εκτεινόταν συνήθως μία “γκρίζα” ζώνη, όπου εντοπίζονταν αυτόνομες περιφερειακές οντότητες, μειονότητες, ληστές, επιδρομείς κλπ. Τα σύνορα ακόμη ήταν διαπερατά από νομαδικούς πληθυσμούς. Και εντός του κράτους, η κυριαρχία και ο βαθμός επιβολής της κυμαινόταν ανάλογα με την εθνική σύσταση του πληθυσμού, την αστικοποίηση και το ανάγλυφο - συγκεκριμένες περιοχές ή ομάδες εντός των συνόρων μπορεί να ζούσαν και να δρούσαν σχεδόν ανεξάρτητα, με ασθενείς ή τυπικούς μόνον δεσμούς με το κέντρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι Ίσαυροι της νότιας-κεντρικής Μικράς Ασίας, ένας λαός ο οποίος ευρισκόταν υπό αιώνες κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία, μέχρι όμως τον 5ο αιώνα ήταν ουσιαστικά ατίθασος, βαρβαρικός, ξενόγλωσσος και πολεμικός. Οι σχετικά ρευστές συνθήκες της βυζαντινής κυριαρχίας και των εσωτερικών-εξωτερικών ορίων της αποδόθηκε με τον επιτυχή χαρακτηρισμό “αυτοκρατορία μεταβλητής γεωμετρίας”. [1]


L’Empire byzantin sous la première dynastie macédonienne (IXe-Xe s.). « Atlas Historica », Éd. Place des Victoires, 2010 ; original allemand : 2009. Instagram: CARTESDHISTOIRE

Βόρειο σύνορο: Ο Δούναβης

Ξεκινώντας από τον βορρά, ο ποταμός Δούναβης χώριζε (μαζί με τον Ρήνο στη Δύση) την πολιτισμένη ελληνορωμαϊκή οικουμένη από την σκυθική ερημία της έσω Ευρώπης και της ποντικής στέπας. Ο Τραϊανός επεκτάθηκε βορειότερα υποτάσσοντας την Δακία (106 μ.Χ.), ο Αυρηλιανός όμως απέσυρε τις δυνάμεις του από εκεί, καθώς η υπεράσπισή της γινόταν όλο και πιο δύσκολη (270-275). Από τον 4ο ως τον 7ο αιώνα η ρωμαϊκή limes (μεθόριος) διέτρεχε τη νότια όχθη του Δούναβη ως τις εκβολές του στον Εύξεινο Πόντο. Τον ποταμό κάλυπτε μία σειρά κάστρων και οχυρωμένων πόλεων, όπως το Σίρμιο και η Σιγγιδών, ενώ ο στόλος περιπολούσε εντός του ποταμού. Παρά τους φυσικούς και ανθρώπινους φραγμούς, οι εισβολές και μεταναστεύσεις της πρωτοβυζαντινής εποχής έφθασαν την αυτοκρατορική άμυνα στα όριά της. Κατά τα τέλη του 4ου αιώνα οι Γότθοι έγιναν αρχικά δεκτοί ως υπόσπονδοι φοιδεράτοι εντός βυζαντινού εδάφους, μέχρι να εξεγερθούν και να καταστρέψουν το ρωμαϊκό στρατό στη μάχη της Αδριανούπολης, όπου βρήκε το θάνατο και ο αυτοκράτορας Ουάλης. Οι Ούννοι του Αττίλα σάρωσαν και εκείνοι τα Βαλκάνια τον 5ο αιώνα, φθάνοντας στα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης. Και οι δύο βαρβαρικές φυλές στράφηκαν τελικά στη Δύση, απαλλάσσοντας το Βυζάντιο από την απειλή.

Από τα μέσα του 6ου αιώνα οι Ούννοι, οι Σλάβοι και οι Άβαροι ξεκίνησαν νέες επιδρομές, εισδύοντας στο νότο και αποσαθρώνοντας το στρατιωτικό και πολιτικό δίκτυο της βόρειας και κεντρικής χερσονήσου του Αίμου. Οι Σλάβοι δεν ήταν οργανωμένοι ή ιδιαίτερα απειλητικοί στρατιωτικά, όμως ήταν εξαιρετικά πολυάριθμοι. Όσο λοιπόν η μεγάλη στρατιωτική ισχύς των Αβάρων απασχολούσε την αυτοκρατορία, μικρές σλαβικές ομάδες ακολούθησαν τις Δειναρικές Άλπεις και την Πίνδο ως την Πελοπόννησο, συγκροτώντας αυτοτελείς κοινότητες που υπέσκαπταν το αρχαίο εθνοπολιτισμικό και θρησκευτικό καθεστώς. Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος μπόρεσε να ωθήσει τους εισβολείς πέρα από το Δούναβη, όμως η φειδωλότητά του στα οικονομικά και η επιμονή να διαχειμάσει ο στρατός βόρεια του ποταμού, προκάλεσε στάση. Η ανατροπή του Μαυρικίου από τον Φωκά (602) οδήγησε σε αμυντική διάλυση την αυτοκρατορία. Ο Ηράκλειος (610-641) είχε να απωθήσει τους Πέρσες στην ανατολή, όπως και τη νεφόρμηση των Αβάρων κατά της Κωνσταντινούπολης. Η αραβομουσουλμανική πλημμυρίδα μετά την δεκαετία του 630 ακρωτηρίασε αμετάκλητα τις ασιατικές επαρχίες και απείλησε την ίδια την ύπαρξη του Βυζαντίου. Χειρότερη εξέλιξη όμως ήταν η βουλγαρική εισβολή στο δέλτα του Δούναβη το 680, η οποία εξελίχθηκε στην εδραίωση ενός πολύ ισχυρού κράτους σε μικρή απόσταση από τη Βασιλεύουσα, που θα ταλαιπωρούσε το ρωμαϊκό κράτος επί αιώνες.

Χρειάστηκαν μακροί αγώνες για να αποκατασταθεί η βυζαντινή άμυνα στη Μακεδονία και τη Θράκη, να υποταγούν, αφομοιωθούν ή καταστραφούν οι σλαβικοί πυρήνες στο νότο, και να αποκρουσθούν οι ολοένα και πιο επικίνδυνες επιδρομές των Βουλγάρων (Κρούμος, Συμεών, Σαμουήλ). Πρώτα ο Ιωάννης Τσιμισκής, έπειτα από την απόκρουση της ρωσικής εισβολής, και τελικά ο Βασίλειος Β’ μπόρεσε να καθυποτάξει τους Βουλγάρους και να ξαναφέρει το αυτοκρατορικό σύνορο στο Δούναβη. Δυτικότερα, οι σερβικές και κροατικές ηγεμονίες βρίσκονταν σε καθεστώς υποτέλειας. Όμως τόσοι αιώνες είχαν αλλάξει ανεπανόρθωτα την χερσόνησο. Η λατινοφωνία και η ελληνοφωνία είχαν εκλείψει σχεδόν στα βόρεια της Μακεδονίας, ενώ ο χριστιανισμός είχε εξαφανιστεί. Οι Σλάβοι εκχριστιανίσθηκαν τον 9ο αιώνα, σε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της βυζαντινής στρατηγικής και πολιτιστικής διπλωματίας, όμως η ριζική εθνική ετερότητα της βόρειας και κεντρικής χερσονήσου του Αίμου θα έθεταν τη βυζαντινή κυριαρχία σε ένα εξ αρχής επισφαλές περιβάλλον.

Η βυζαντινή επιστροφή στον Δούναβη έφερε τα δικά της προβλήματα. Λαοί στα βόρεια του ποταμού, που ως τότε χρησιμοποιούνταν από την βασιλική διπλωματία για να πλήττουν τους Βουλγάρους, πλέον γίνονταν γείτονες. Οι Ούγγροι, οι Πετσενέγκοι, οι Ούζοι και οι Κουμάνοι επέδραμαν πλέον σε βυζαντινό έδαφος, κάποτε προκαλώντας πολύ μεγάλη κρίση στην αυτοκρατορία. Οι Κομνηνοί βασιλείς έδωσαν τραχείς και πάντοτε νικηφόρους αγώνες σε αυτό το μέτωπο. Ο Αλέξιος Α’ και ο Ιωάννης Β’ συνέτριψαν τους Πετσενέγκους μέχρι εξοντώσεως, ενώ η Ουγγαρία ηττήθηκε επανειλημμένα από τον Μανουήλ Α’ και βρέθηκε υποτελής στο βυζαντινό κράτος, παραχωρώντας τις επαρχίες της Κροατίας και του Σιρμίου. Οι Σέρβοι εξεγείρονταν διαρκώς, όμως κάθε φορά καταστέλλονταν από τα βυζαντινά όπλα - μία σοβαρή βουλγαρική εξέγερση είχε ήδη ηττηθεί την δεκαετία του 1040 από τον Μιχαήλ Δ’ τον Παφλαγόνα. Μετά τον θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού το 1180 όλο αυτό το εντυπωσιακό οικοδόμημα κατέρρευσε. Η Σερβία ανεξαρτητοποιήθηκε, η Ουγγαρία επανέλαβε τις επιθέσεις, ενώ η βασιλεία του Ισαακίου Β’ Αγγέλου είδε την επιτυχή έγερση των Βουλγάρων και των Βλάχων, οι οποίοι ανασυγκρότησαν την β’ Βουλγαρική αυτοκρατορία. Η απώθηση των Βυζαντινών από τον Δούναβη υπήρξε αυτήν τη φορά οριστική.

Η βυζαντινή Ευρώπη πριν την ανάκτηση της Βουλγαρίας. macedonian-heritage.gr


Αίμος και Ροδόπη

Τι θα επιβραδύνει την κάθοδο των εισβολέων μετά την διάβαση του Δούναβη; Άλλος ποταμός να αναλάβει τέτοιον ρόλο φραγμού δεν υπάρχει, υπάρχει όμως η οροσειρά του Αίμου. “Οριζόντια” στον χάρτη, πάνω στον άξονα ανατολής - δύσης, η οροσειρά υπήρξε ο πρώτος “σταθμός” της βουλγαρικής προς νότον επέκτασης και βόρειο σύνορο της βυζαντινής Θράκης. Τα δύσβατα και δασώδη βουνά του Αίμου αφήνουν συγκεκριμένες διόδους εισόδου και εξόδου για τις εκστρατεύουσες δυνάμεις. Κάθε φορά που ένας αυτοκράτορας ή στρατηγός περνούσε τον Αίμο, έπρεπε να κάνει χρήση αυτών των επικίνδυνων στενωπών, με διαρκές το ενδεχόμενο να δεχθεί επίθεση στην προέλαση ή την επιστροφή του, ή ακόμη να αποκλειστεί σε εχθρικά εδάφη. Ο Κωνσταντίνος ΣΤ’, ο Βασίλειος Β’ και ο Αλέξιος Κομνηνός υπέστησαν πολύ σοβαρές ήττες βορείως του Αίμου ή στις ορεινές διαβάσεις, στην ιστορία όμως έχει μείνει κυρίως η πανωλεθρία του αυτοκράτορος Νικηφόρου Α’, ο οποίος το 811 έπεσε σε ενέδρα του χάνου Κρούμου και φονεύθηκε μαζί με όλο του το στράτευμα.

Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να εξασφαλίσουν τη Θράκη (άμεση ενδοχώρα της Κωνσταντινούπολης και απολύτως ζωτική για τον ανεφοδιασμό της με σιτηρά) επεκτείνοντας το θεματικό σύστημα (θέμα Μακεδονίας, Θρακώον) και εποικίζοντας πολεμικούς πληθυσμούς από την ανατολή στα σύνορα (Σύροι, Αρμένιοι Παυλικιανοί). Στην πεδιάδα νοτίως του Αίμου, στην βόρεια και ανατολικής Θράκη, δέσποζαν σημαντικές οχυρές πόλεις, όπως η Αδριανούπολη, η Φιλιππούπολη και η Μοσυνόπολη, οι οποίες λειτουργούσαν ως φραγμοί (αλλά και δελεαστικοί στόχοι) για τον από βορράν εχθρό, και εκστρατευτικές βάσεις του αυτοκρατορικού στρατού. Στις παρευξείνιες ακτές οι Βυζαντινοί αγωνίζονταν για την διατήρηση των πόλεων λιμένων της Αγχιάλου, της Μεσημβρίας και της Σωζοπόλεως. Δυτικότερα, τα όρη της Ροδόπης και του Ορβήλου προσέφεραν άλλον έναν φραγμό, ενώ η ίδρυση του θέματος Στρυμώνος προσπαθούσε να παρέχει προστασία στην Εγνατία οδό και τις χερσαίες συγκοινωνίες της Κωνσταντινούπολης με τη συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη. Όταν οι Βούλγαροι (επί Συμεών, Σαμουήλ και Ιωαννίτζη) επεκτείνονταν στο νότο, το Βυζάντιο πιεζόταν προς τις ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης, και η  Θεσσαλονίκη απειλείτο με πολιορκία.

Η Λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντουπόλεως. ΟΕΔΒ.

Μετά την άλωση του 1204, το βλαχοβουλγαρικό κράτος, οι Λατίνοι της Κωνσταντινούπολης και οι Έλληνες της Νικαίας και της Ηπείρου αγωνίστηκαν για την κυριαρχία στη Μακεδονία και τη Θράκη. Οι Φράγκοι μπόρεσαν αρχικά να κρατήσουν σε ένα σχήμα που θυμίζει την Ελλάδα των Σεβρών (μαζί με την ανατολική Θράκη), όμως η ήττα τους από τους Βουλγάρους στην Αδριανούπολη το 1205 έθεσε τέλος σε κάθε ελπίδα εδραίωσης μίας βιώσιμης σταυροφορικής αυτοκρατορίας. Τελικώς οι Λασκαρίδες και οι πρώτοι Παλαιολόγοι μπόρεσαν να επικρατήσουν και να σταθεροποιήσουν την βυζαντινή κυριαρχία στην κεντρική χερσόνησο του Αίμου. Ακόμη και τον χαοτικό και καταστροφικό 14ο αιώνα, που είδε την απώλεια της Μακεδονίας και της κεντρικής Ελλάδος στους Σέρβους, το Βυζάντιο είχε ακόμη τη δύναμη να ανταγωνίζεται τη Βουλγαρία για την κατοχή των παρευξεινίων πόλεων. Ο εμφύλιος πόλεμος Καντακουζηνών και Παλαιολόγων είδε την ολοκληρωτική καταστροφή της Θράκης από τους στρατούς των εμπολέμων (και ιδίως του τούρκους μισθοφόρους αμφοτέρων των παρατάξεων), καθώς και την απώλεια της Φιλιππούπολης στους Βουλγάρους. Τελικός νικητής στάθηκαν, βέβαια, οι Oθωμανοί Τούρκοι, οι οποίοι από το 1354 αποβιβάστηκαν στην Καλλίπολη και σε πολύ λίγες δεκαετίες σάρωσαν τους Βυζαντινούς, τους Βουλγάρους και το ελληνοσερβικό δεσποτάτο των Σερρών.

L' empire byzantin du XIIIe au XVe s. Grand atlas historique Editions du Livre de Paris 1969 Instagram: CARTESDHISTOIRE

Ενδιαφέρον έχει η εξέταση της διαχρονικότητος του Αίμου ως συνόρου. πέραν της βυζαντινής εποχής. Πριν από αυτήν, καθόρισε την προς βορράν επέκταση του μακεδονικού βασιλείου υπό τον Φίλιππο Β’. Από τα σημεία εκείνα περίπου διέρχεται η λεγόμενη γραμμή Jirecek, η οποία ορίζει τις zώνες της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας στα προ-σλαβικά Βαλκάνια. Μεταγενέστερα, τα μακεδονικά σύνορα και εκείνα του Βυζαντίου επί Μιχαήλ Η’ ή του Ανδρονίκου Γ’ έχουν ομοιότητα με εκείνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1878, έπειτα από την αναγνώριση της βουλγαρικής αυτονομίας κάτω από την πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η Ανατολική Ρωμυλία, στην ενδιάμεση ζώνη μεταξύ Αίμου και Ροδόπης, υπήρξε εθνολογικά και πολιτικά διαφιλονικούμενη ως την προσάρτησή της από τους Βουλγάρους το 1885.

Η Μακεδονία του Φιλίππου Β'. Wikipedia

Η Οθωμανική αυτοκρατορία στην Ευρώπη, μεταξύ 1878 και 1912. etc.usf.edu/maps/index.htm

Η γραμμή Jirecek. Wikipedia.


Όταν πλέον συστάθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος τον 19ο αιώνα και αποκρυσταλλώθηκε η Μεγάλη Ιδέα, το εθνολογικό τοπίο είχε αλλάξει αρκετά από τους βυζαντινούς χρόνους, με την έντονη παρουσία σλαβικών και μουσουλμανικών πληθυσμών στην περιοχή. Καθώς όμως η λεπτή ζώνη της ελληνικής Μακεδονίας και Θράκης ήταν πολύ δύσκολα υπερασπίσιμη σε περίπτωση επίθεσης,[2] η Ελλάδα αναζητούσε την βέλτιστη προς βορράν επέκταση. Αυτό φαίνεται τόσο σε χάρτες διεκδικήσεων κατά το συνέδριο του Βερολίνου το 1878, όσο και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε δεν συνέτρεχαν οι πρότεροι εθνοτικοί όροι (είχε μεσολαβήσει η ανταλλαγή πληθυσμών του 1919), όμως υπήρχε το γεωπολιτικό και το επισιτιστικό επιχείρημα (στρατιωτική εξασφάλιση βόρειας ελλάδος και αξιοποίηση των πεδιάδων της βόρειας Θράκης). Οι συντηρητικότερες ζητούσαν μία εδαφική διόρθωση στην Ροδόπη ή τον Όρβηλο, αλλά κάποιες έφθαναν ως τον Αίμο.


Ελληνικές διεκδικήσεις στο συνέδριο του Βερολίνου (1878). Wikipedia.

Προς βορράν ελληνικές διεκδικήσεις μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. militaire.gr
Αρχείο Φιλίππου Δραγούμη, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Φάκ.64: Υφυπουργός Εξωτερικών (κυβ. Γ. 
Παπανδρέου) Εθνικές Διεκδικήσεις (1910–1945), Υποφ. 64.1, «Σημείωμά μου περί εθνικών 
διεκδικήσεων σταλέν εις Κάιρον τον Δεκέμβριο 1943».
Στυλιανός Δ. Τραϊκόπουλος, Η Αναβίωση του Μεγαλοϊδεατισμού στην Ελλάδα κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2020, σελ. 137.


Πίνδος και Δειναρικές Άλπεις

Αν με την πτώση του Δούναβη το ανατολικό μέτωπο της Ευρώπης μετακινείτο στον Αίμο και την Ροδόπη, το δυτικό στηριζόταν στις νότιες ορεινές απολήξεις των Δειναρικών Άλπεων, τον Σκάρδο και την βόρειο Πίνδο. Η μακρά αλυσίδα βουνών, που ξεκινά από την βορειοανατολική Ιταλία και καταλήγει στην Πελοπόννησο, δρα ταυτόχρονα ως φραγμός και ως δίοδος. Δυσχεραίνει την έξοδο των ηπειρωτικών δυνάμεων από το εσωτερικό της κεντρικής Ευρώπης και της χερσονήσου του Αίμου στο Αδριατικό πέλαγος, και έτσι η αυτοκρατορία μπόρεσε να διατηρήσει επί μεγαλύτερο διάστημα τον έλεγχο των δαλματικών ακτών και νήσων, όπου βρίσκονταν σημαντικές ναυτικές πόλεις. Στην ίδια γεωγραφία βασίστηκε η δαλματική επέκταση της Βενετίας στον ύστερο Μεσαίωνα, το στρατιωτικό σύνορο των Αψβούργων έναντι των Οθωμανών, όπως και τα σημερινά ιδιόμορφα σύνορα της Κροατίας. Από τον 11ο ως τα τέλη του 12ου αιώνα τα βυζαντινά όπλα πολλές φορές επέβαλαν την κυριαρχία τους στην Διόκλεια, την Ράσκα ή την Κροατία, συνήθως όμως η Κωνσταντινούπολη αρκείτο στην υποτέλεια των τοπικών αρχόντων και όχι στην κατάλυση των κρατιδίων τους - μέχρι τουλάχιστον τον επόμενο γύρο αποστασιών. Ακολουθώντας τα βουνά, οι Σλάβοι έφθασαν μέχρι τον ελλαδικό χώρο, καταλήγοντας στην Πελοπόννησο και τον Ταΰγετο.

Η εξάπλωση των Βουλγάρων προς τα δυτικά, στα εδάφη των σημερινών Σκοπίων και της δυτικής Μακεδονίας, υπήρξε σημαντική εξέλιξη από τα μέσα του 9ου αιώνα και επέκτεινε το πεδίο δράσης των επιδρομών τους σε μία περιοχή εξαιρετικά ορεινή και δυσχερή προς δειξαγωγή επιχειρήσεων, αλλά και κομβική για την ασφάλεια της Θεσσαλονίκης και της κεντρικής Ελλάδος. Η Πίνδος αποτελεί ως σήμερα την βασική γεωφυσική έδρα της Ελλάδος, και μαζί με την φυσική της προέκταση στην Πελοπόννησο συνιστά την σπονδυλική στήλη του κράτους (της οποίας ευάλωτη προέκταση είναι η Μακεδονία και η Θράκη). Το φυσικό οχυρό της Πίνδου έγινε πεδίο τρομακτικών μαχών κατά τον πόλεμο του τσάρου Σαμουήλ (με έδρα τα Σκόπια και την Πρέσπα) και του Βασιλείου Β’. Από εκεί ο τσάρος εφορμούσε μέχρι την Πελοπόννησο, καταλαμβάνοντας την Λάρισα αλλά και ηττώμενος στον Σπερχειό ποταμό. Τα κάστρα της περιοχής άλλαξαν διαδοχικά χέρια, ώσπου η μεθοδική εκστρατεία του αυτοκράτορα να εξουθενώσει και να κατακτήσει ολοσχερώς το βουλγαρικό κράτος. Η περιοχή του θέματος Βουλγαρίας (μία εξαιρετικά εκτεταμένη έκταση που έφθανε από την ΒΔ Ελλάδα μέχρι τον Δούναβη) υπήρξε πεδίο εξεγέρσεων και αποσχιστικών ενεργειών τις δεκαετίες του 1040 και του 1070.

Ο κεντρικός-βορειοδυτικός Ελλαδικός χώρος και η σημερινή Αλβανία υπήρξαν βασικό θέατρο των δύο νορμανδικών εισβολών (1081-85 και 1107-8), ειδικά εκείνης του Ροβέρτου Γυισκάρδου. Αφού νίκησαν τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ μπροστά στα τείχη του Δυρραχίου και κατέλαβαν την πόλη, οι Νορμανδοί προχώρησαν προς τα Ιωάννινα, την Καστοριά και την Λάρισα, από όπου όμως ο Αλέξιος μπόρεσε να τους διώξει. Για την απόκρουση της νορμανδικής εισβολής, ο Αλέξιος Κομνηνός επεστράτευσε την βενετική συνδρομή, καθώς δεν συνέφερε την Γαληνοτάτη να ελέγχονται αμφότερες οι πλευρές των στενών του Οτράντο από την αυτή δύναμη. Ενώ όμως βοήθησε τους Βυζαντινούς κατά την ακτογραμμή της σημερινής Αλβανίας και Ηπείρου, η Βενετία ένιωσε απειλή όταν ο Μανουήλ Κομνηνός προσπάθησε (άνευ επιτυχίας) να παλινορθώσει τα βυζαντινά προγεφυρώματα στην Απουλία. Μεταγενέστερα, η Αλβανία ειδικά υπήρξε προπύργιο των Βενετών και των Ανδεγαυών της Σικελίας. Οι παραλληλισμοί με την ελληνοϊταλική διένεξη γύρω από την Βόρειο Ήπειρο είναι αρκετά εμφανείς.

Η πτώση των Κομνηνών είδε την αναζωπύρωσης της βουλγαρικής και σερβικής πίεσης, ειδικά μετά το κενό ισχύος που άφησε η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Στις δυτικά της Πίνδου χώρες, από την βόρειο Αλβανία ως τη Ναύπακτο, συστάθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Ο Μιχαήλ Αγγέλος Κομνηνός Δούκας και οι διάδοχοί του στράφηκαν αμέσως στον αγώνα κατά των Φράγκων και των Βουλγάρων, με έπαθλο την Θεσσαλία (1212) και την Θεσσαλονίκη (1224). Το 1230 όμως ο δεσπότης Θεόδωρος, ο οποίος είχε ήδη ανακηρυχθεί αυτοκράτορας, ηττήθηκε από τους Βουλγάρους και η δύναμη της Ηπείρου παρήκμασε, ανοίγοντας τον δρόμο στην ανάκτηση της Πόλης από τις ελληνικές δυνάμεις της Νικαίας το 1261.

Ανάπτυξη του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Wikipedia.

Η πρωτο-ελληνική κοιτίδα. Wikipedia.

Η οροσειρά της Πίνδου προσέφερε μία φυσική οχύρωση στο δεσποτάτο, δυσχεραίνοντας τις επιθετικές ενέργειες των εχθρών, ενώ οι Ηπειρώτες μπορούσαν να επιτίθενται, να κατακτούν και να λεηλατούν την Μακεδονία, την Θεσσαλία, την Βοιωτία, ακόμη και την Πελοπόννησο. Η Άρτα και η Ναύπακτος αναπτύχθηκαν σε πολύ σημαντικά οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα της εποχής. Από πλευράς γεωπολιτικής, το δεσποτάτο της Ηπείρου υπήρξε το πρώτο ελλαδικό κράτος από την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης. Ήταν εντοπισμένο μάλιστα στην «καρδιακή» περιοχή της Ηπειροθεσσαλίας, από όπου ξεκίνησε η εξάπλωση των πρωιμότερων ελληνικών φύλων κατά την προϊστορία.  Στην προσπάθειά του να εκπληρώσει την βυζαντινή «Μεγάλη Ιδέα», ο στρατός της Ηπείρου ξεκίνησε την βορειοανατολική πορεία προς την Μακεδονία, την Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν οι σύγχρονοι Έλληνες μετά την ανεξαρτησία τους και ιδίως στους Βαλκανικούς πολέμους και έπειτα. Πρόβλημα κοινό, πως ενώ ο ανατολικός αντίπαλος υποχωρεί, η προέλαση κατά μήκος της Εγνατίας και της βόρειας ακτής του Αιγαίου πελάγους εξασφαλίζει μία δύσκολα υπερασπίσιμη εδαφική λωρίδα, η οποία είναι ευάλωτη στις από βορράν επιθέσεις. Μακραίωνος αντίμαχος του Ελληνισμού με την δική του «ορμή προς νότον» και την «Άσπρη θάλασσα», οι Βούλγαροι κατατρόπωσαν την Ήπειρο και μπόρεσαν να καταλάβουν μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης, χωρίς ποτέ όμως να εκπορθήσουν την Θεσσαλονίκη.

Τον 14ο αιώνα η Πίνδος εξακολούθησε να λειτουργεί ς δίοδος εισβολέων, με τις αλβανικές μεταναστεύσεις προς την Ελλάδα και τις εφήμερες σερβικές κατακτήσεις του Στεφάνου Δουσάν ως τον Κορινθιακό κόλπο, αλλά και ως καταφύγιο. Από τον 11ο άλλωστε αιώνα οι λατινόγλωσσοι Βλάχοι ζούσαν σε καθεστώς αυτονομίας στα ορεινά. Οι τελευταίες εστίες του παλαιού δεσποτάτου, πλέον διασπασμένου και υπό ελληνοϊταλική (κάποτε και σερβική) ηγεσία, έπεσαν στους Τούρκους μόλις το 1475 (Βόνιτσα).

Τραϊκόπουλος σελ. 102.



ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1]  Jonathan Shepard, “The Byzantine Phenomenon”, στο Revisiting the Byzantine Commonwealth: Nodes, Networks, and Spheres (επ. Jonathan Shepard, Peter Sarris), Oxford Studies in Byzantium, Oxford University Press, Οξφόρδη 2025, σελ. 4-5.
[2] Γ. Σ. Αλεξιάδης, Γεωοικονομία και γεωπολιτική των ελληνικών χωρών: Οι εθνικές μας διεκδικήσεις, Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Αθήνα 1945-46, σελ. 23-33 [από: Ιωάννης Ε. Κωτούλας, Ιστορία της Ελληνικής γεωπολιτικής: Από τον 19ο αιώνα έως την συστημική γεωπολιτική ανάλυση, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2020, σελ. 696-699]



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Πόσο ελληνική ήταν η βυζαντινή Μικρά Ασία; Εθνογραφική ανάλυση

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασια...