Οι οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες έχουν εδαφικό αποτύπωμα, και με την κατάλληλη συγκρότηση διεκδικούν την εξάπλωσή τους στον χώρο. Από την άποψη αυτή τα όριά τους δεν είναι φυσικά, είναι ανθρώπινα. Όποτε χρησιμοποιείται η έννοια του φυσικού συνόρου, τούτο θέλει να αποτυπώσει τη σύμπτωση ενός ιδιαίτερου γεωφυσικού στοιχείου, όπως ένα ποτάμι ή μία οροσειρά, με την τεχνητή γραμμή πάνω στον χάρτη (ο Δούναβης μεταξύ Βουλγαρίας και Ρουμανίας ή τα Πυρηναία μεταξύ Γαλλίας και ισπανίας).
Μάριος Νοβακόπουλος
Μπορεί να έχει βέβαια και μια δεοντολογική διάσταση, όταν ισχυρίζεται κανείς πως η τάδε οντότητα πρέπει να έχει το δείνα φυσικό σύνορο, καθώς αυτό συντελεί στην άμυνα ή την οικονομικη της ζωή (π.χ. η Γαλλία στον Ρήνο). Η οικονομική γεωγραφία υποδεικνύει τις προσφορότερες εμπορικές οδούς ή τα αναγκαία λιμάνια, ή την εξαρτημένη αγροτική ενδοχώρα μίας αστικής μητρόπολης. Από εκεί και πέρα η διοίκηση χρησιμοποιεί τα φυσικά ή τα φυσικώς επηρεαζόμενα ανθρώπινα όρια για να σχηματίσει περιφέρειες - ή να ζητήσει πρόσβαση στις περιφέρειες των γειτόνων της. Μαζί λοιπόν με το ποτάμι-μεθόριο, υπάρχει π.χ. η αναγκαία διατροφική ενδοχώρα ή η γεωστρατηγική προβολή για την εξάπλωση μίας μεγάλης δύναμης, η οποία θα επικαλεστεί την “φύση” για να δικαιολογήσει τον επεκτατισμό της.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ένα σύνορο το οποίο δεν αποτελεί μία αυθαίρετη γραμμή στην άμμο, αλλά στηρίζεται στο φυσικό ανάγλυφο, έχει πολλά πλεονεκτήματα. Το πρωταρχικό είναι αμυντικής χροιάς: τα ποτάμια, τα βουνά και οι στενοί ισθμοί έχουν συγκεκριμένα περάσματα και μπορούν να φρουρηθούν ευκολότερα. Αντίθετα η επέκταση πέρα από αυτά εξουδετερώνει το πλεονέκτημα, θέτει δε στην ημέτερη πλευρά τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε με τις επικοινωνίες και τον εφοδιασμό του ο εισβολέας. Τα φυσικά περάσματα δρουν ευεργετικά και ως προς την δεύτερη λειτουργία του συνόρου, να μη δρα μόνον ως φραγμός μα και ως σημείο επαφής και ανταλλαγών. Η γεωγραφία επηρεάζει και τον βαθμό στον οποίο το κέντρο μπορεί να ασκεί άμεσο και σταθερό έλεγχο επί μίας περιφέρειας. Όσο πιο μακριά είναι, όσο πιο δύσκολο το ανάγλυφό της και όσο πιο δυσχερής η πρόσβαση, τόσο η δύναμη της πρωτεύουσας εξασθενεί. Το φυσικό όριο δρα και ως τελικό σημείο προέλασης μίας ανερχόμενης δύναμης, η οποία συνειδητοποιεί τα όρια της ισχύος της και δεν προχωρά παρακάτω, είτε επειδή συναντά αυξημένη αντίσταση είτε επειδή συνειδητοποιεί ότι όσο περισσότερο απομακρύνεται από την βάση της, τόσο μειώνεται η σχέση κόστους-οφ΄λους πρόσκτησης νέων εδαφών.
Τα φυσικά σύνορα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της επιμονής τους στον χρόνο. Μπορεί να έλθουν και να παρέλθουν χιλιάδες χρόνια, οι λαοί ένθεν κακείθεν να εξαφανιστούν, όμως ο ίδιος ισθμός θα λειτουργεί ως στρατηγικό πέρασμα, ο ίδιος πορθμός θα ελέγχει τις θαλάσσιες μεταφορές, τα ίδια βουνά αψηφούν τον έλεγχο των πεδιάδων. Για αυτόν τον λόγο μπορεί να δει κανείς τον χάρτη στην διάρκεια αιώνων, και να εντοπίσει παρόμοιες περιοχές-πυρήνες, παρόμοια σύνορα και τους αυτούς άξονες μετανάστευσης και εισβολής.
Χαρακτηριστικά του βυζαντινού συνόρου
Ερχόμενοι στο Βυζάντιο, θα συναντήσουμε διαδοχικά σημεία όπου “στάθηκαν” τα εξωτερικά σύνορα κατά την μακραίωνη πορεία του. Αν επικεντρωθούμε στις κυριότερες ανατολικές περιφέρειες - δίχως να προσμετρήσουμε δηλαδή τα διαστήματα όπου υπήρχε ακόμη η αδιαίρετη αυτοκρατορία ως τον Ατλαντικό ωκεανό, ή την εφήμερη ιουστινιάνεια ανάκτηση της δυτικής Μεσογείου, μπορούμε να εντοπίσουμε τέσσερις κύριες μεταβολές: α) η αρχική ρωμαϊκή κληρονομιά. Το βυζαντινό κράτος στον Δούναβη, τον Ευφράτη και τις συριακές και αιγυπτιακές ερήμους. β) η πρώτη συστολή του 7-10ου αιώνος, με την απώλεια της ανατολικής περιφέρειας και του βορείου τμήματος της χερσονήσου του Αίμου. Η ευρωπαϊκή πτέρυγα κυμαίνεται μεταξύ Ροδόπης και Αίμου, η δε μικρασιατική στην διαφιλονικούμενη ζώνη του ταύρου. γ) η επέκταση των Μακεδόνων τον 10-11ο αιώνα, οι οποίοι επιστρέφουν στο Δούναβη, τη Συρία και την Υπερκαυκασία. δ) η δεύτερη συστολή. Τον 11ο αιώνα οι Τούρκοι εισβάλλουν στη Μικρά Ασία και έπειτα από μία σύντομη έξοδο στο Αιγαίο απωθούνται στο εσωτερικό οροπέδιο. Οι Σέρβοι και έπειτα οι Βούλγαροι ανεξαρτητοποιούνται (τέλη 12ου αι.). Τους επόμενους αιώνες το Βυζάντιο και τα διάδοχα ελληνικά κράτη συμπιέζονται μεταξύ της σλαβικής προώθησης από τον βορρά, της τουρκομουσολυμανικής από την ανατολή και της φραγκοϊταλικής από το νότο και τη δύση. Η πτώση της Μικράς Ασίας στα τουρκομανικά εμιράτα περί το 1300 και της βορειοδυτικής Ελλάδος στους Σέρβους λίγες δεκαετίες μετά, ενταφιάζουν το Βυζάντιο ως άξια λόγου εδαφική δύναμη, ως την τελική του εκπνοή το 1453.
Πρέπει πριν ξεκινήσει η γεωγραφική επισκόπηση, να σημειωθεί μία σημαντική διαφορά των κρατών και συνόρων εκείνης της εποχής σε σχέση με τα σημερινά. Η ακριβής σχεδίαση ορίων πάνω στον χάρτη, από την μία πλευρά των οποίων βρίσκεται η μία χώρα και από την άλλη η δεύτερη, με την κάθε μία να ασκεί πλήρη και αποκλειστική κυριαρχία στο έδαφός της, είναι μάλλον νεωτερικό φαινόμενο. Τα αρχαία και μεσαιωνικά κράτη είχαν πιο ασαφή σύνορα, ένθεν κακείθεν των οποίων εκτεινόταν συνήθως μία “γκρίζα” ζώνη, όπου εντοπίζονταν αυτόνομες περιφερειακές οντότητες, μειονότητες, ληστές, επιδρομείς κλπ. Τα σύνορα ακόμη ήταν διαπερατά από νομαδικούς πληθυσμούς. Και εντός του κράτους, η κυριαρχία και ο βαθμός επιβολής της κυμαινόταν ανάλογα με την εθνική σύσταση του πληθυσμού, την αστικοποίηση και το ανάγλυφο - συγκεκριμένες περιοχές ή ομάδες εντός των συνόρων μπορεί να ζούσαν και να δρούσαν σχεδόν ανεξάρτητα, με ασθενείς ή τυπικούς μόνον δεσμούς με το κέντρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι Ίσαυροι της νότιας-κεντρικής Μικράς Ασίας, ένας λαός ο οποίος ευρισκόταν υπό αιώνες κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία, μέχρι όμως τον 5ο αιώνα ήταν ουσιαστικά ατίθασος, βαρβαρικός, ξενόγλωσσος και πολεμικός. Οι σχετικά ρευστές συνθήκες της βυζαντινής κυριαρχίας και των εσωτερικών-εξωτερικών ορίων της αποδόθηκε με τον επιτυχή χαρακτηρισμό “αυτοκρατορία μεταβλητής γεωμετρίας”. [1]
Βόρειο σύνορο: Ο Δούναβης
Ξεκινώντας από τον βορρά, ο ποταμός Δούναβης χώριζε (μαζί με τον Ρήνο στη Δύση) την πολιτισμένη ελληνορωμαϊκή οικουμένη από την σκυθική ερημία της έσω Ευρώπης και της ποντικής στέπας. Ο Τραϊανός επεκτάθηκε βορειότερα υποτάσσοντας την Δακία (106 μ.Χ.), ο Αυρηλιανός όμως απέσυρε τις δυνάμεις του από εκεί, καθώς η υπεράσπισή της γινόταν όλο και πιο δύσκολη (270-275). Από τον 4ο ως τον 7ο αιώνα η ρωμαϊκή limes (μεθόριος) διέτρεχε τη νότια όχθη του Δούναβη ως τις εκβολές του στον Εύξεινο Πόντο. Τον ποταμό κάλυπτε μία σειρά κάστρων και οχυρωμένων πόλεων, όπως το Σίρμιο και η Σιγγιδών, ενώ ο στόλος περιπολούσε εντός του ποταμού. Παρά τους φυσικούς και ανθρώπινους φραγμούς, οι εισβολές και μεταναστεύσεις της πρωτοβυζαντινής εποχής έφθασαν την αυτοκρατορική άμυνα στα όριά της. Κατά τα τέλη του 4ου αιώνα οι Γότθοι έγιναν αρχικά δεκτοί ως υπόσπονδοι φοιδεράτοι εντός βυζαντινού εδάφους, μέχρι να εξεγερθούν και να καταστρέψουν το ρωμαϊκό στρατό στη μάχη της Αδριανούπολης, όπου βρήκε το θάνατο και ο αυτοκράτορας Ουάλης. Οι Ούννοι του Αττίλα σάρωσαν και εκείνοι τα Βαλκάνια τον 5ο αιώνα, φθάνοντας στα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης. Και οι δύο βαρβαρικές φυλές στράφηκαν τελικά στη Δύση, απαλλάσσοντας το Βυζάντιο από την απειλή.
Από τα μέσα του 6ου αιώνα οι Ούννοι, οι Σλάβοι και οι Άβαροι ξεκίνησαν νέες επιδρομές, εισδύοντας στο νότο και αποσαθρώνοντας το στρατιωτικό και πολιτικό δίκτυο της βόρειας και κεντρικής χερσονήσου του Αίμου. Οι Σλάβοι δεν ήταν οργανωμένοι ή ιδιαίτερα απειλητικοί στρατιωτικά, όμως ήταν εξαιρετικά πολυάριθμοι. Όσο λοιπόν η μεγάλη στρατιωτική ισχύς των Αβάρων απασχολούσε την αυτοκρατορία, μικρές σλαβικές ομάδες ακολούθησαν τις Δειναρικές Άλπεις και την Πίνδο ως την Πελοπόννησο, συγκροτώντας αυτοτελείς κοινότητες που υπέσκαπταν το αρχαίο εθνοπολιτισμικό και θρησκευτικό καθεστώς. Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος μπόρεσε να ωθήσει τους εισβολείς πέρα από το Δούναβη, όμως η φειδωλότητά του στα οικονομικά και η επιμονή να διαχειμάσει ο στρατός βόρεια του ποταμού, προκάλεσε στάση. Η ανατροπή του Μαυρικίου από τον Φωκά (602) οδήγησε σε αμυντική διάλυση την αυτοκρατορία. Ο Ηράκλειος (610-641) είχε να απωθήσει τους Πέρσες στην ανατολή, όπως και τη νεφόρμηση των Αβάρων κατά της Κωνσταντινούπολης. Η αραβομουσουλμανική πλημμυρίδα μετά την δεκαετία του 630 ακρωτηρίασε αμετάκλητα τις ασιατικές επαρχίες και απείλησε την ίδια την ύπαρξη του Βυζαντίου. Χειρότερη εξέλιξη όμως ήταν η βουλγαρική εισβολή στο δέλτα του Δούναβη το 680, η οποία εξελίχθηκε στην εδραίωση ενός πολύ ισχυρού κράτους σε μικρή απόσταση από τη Βασιλεύουσα, που θα ταλαιπωρούσε το ρωμαϊκό κράτος επί αιώνες.
Χρειάστηκαν μακροί αγώνες για να αποκατασταθεί η βυζαντινή άμυνα στη Μακεδονία και τη Θράκη, να υποταγούν, αφομοιωθούν ή καταστραφούν οι σλαβικοί πυρήνες στο νότο, και να αποκρουσθούν οι ολοένα και πιο επικίνδυνες επιδρομές των Βουλγάρων (Κρούμος, Συμεών, Σαμουήλ). Πρώτα ο Ιωάννης Τσιμισκής, έπειτα από την απόκρουση της ρωσικής εισβολής, και τελικά ο Βασίλειος Β’ μπόρεσε να καθυποτάξει τους Βουλγάρους και να ξαναφέρει το αυτοκρατορικό σύνορο στο Δούναβη. Δυτικότερα, οι σερβικές και κροατικές ηγεμονίες βρίσκονταν σε καθεστώς υποτέλειας. Όμως τόσοι αιώνες είχαν αλλάξει ανεπανόρθωτα την χερσόνησο. Η λατινοφωνία και η ελληνοφωνία είχαν εκλείψει σχεδόν στα βόρεια της Μακεδονίας, ενώ ο χριστιανισμός είχε εξαφανιστεί. Οι Σλάβοι εκχριστιανίσθηκαν τον 9ο αιώνα, σε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της βυζαντινής στρατηγικής και πολιτιστικής διπλωματίας, όμως η ριζική εθνική ετερότητα της βόρειας και κεντρικής χερσονήσου του Αίμου θα έθεταν τη βυζαντινή κυριαρχία σε ένα εξ αρχής επισφαλές περιβάλλον.
Η βυζαντινή επιστροφή στον Δούναβη έφερε τα δικά της προβλήματα. Λαοί στα βόρεια του ποταμού, που ως τότε χρησιμοποιούνταν από την βασιλική διπλωματία για να πλήττουν τους Βουλγάρους, πλέον γίνονταν γείτονες. Οι Ούγγροι, οι Πετσενέγκοι, οι Ούζοι και οι Κουμάνοι επέδραμαν πλέον σε βυζαντινό έδαφος, κάποτε προκαλώντας πολύ μεγάλη κρίση στην αυτοκρατορία. Οι Κομνηνοί βασιλείς έδωσαν τραχείς και πάντοτε νικηφόρους αγώνες σε αυτό το μέτωπο. Ο Αλέξιος Α’ και ο Ιωάννης Β’ συνέτριψαν τους Πετσενέγκους μέχρι εξοντώσεως, ενώ η Ουγγαρία ηττήθηκε επανειλημμένα από τον Μανουήλ Α’ και βρέθηκε υποτελής στο βυζαντινό κράτος, παραχωρώντας τις επαρχίες της Κροατίας και του Σιρμίου. Οι Σέρβοι εξεγείρονταν διαρκώς, όμως κάθε φορά καταστέλλονταν από τα βυζαντινά όπλα - μία σοβαρή βουλγαρική εξέγερση είχε ήδη ηττηθεί την δεκαετία του 1040 από τον Μιχαήλ Δ’ τον Παφλαγόνα. Μετά τον θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού το 1180 όλο αυτό το εντυπωσιακό οικοδόμημα κατέρρευσε. Η Σερβία ανεξαρτητοποιήθηκε, η Ουγγαρία επανέλαβε τις επιθέσεις, ενώ η βασιλεία του Ισαακίου Β’ Αγγέλου είδε την επιτυχή έγερση των Βουλγάρων και των Βλάχων, οι οποίοι ανασυγκρότησαν την β’ Βουλγαρική αυτοκρατορία. Η απώθηση των Βυζαντινών από τον Δούναβη υπήρξε αυτήν τη φορά οριστική.
Αίμος και Ροδόπη
Τι θα επιβραδύνει την κάθοδο των εισβολέων μετά την διάβαση του Δούναβη; Άλλος ποταμός να αναλάβει τέτοιον ρόλο φραγμού δεν υπάρχει, υπάρχει όμως η οροσειρά του Αίμου. “Οριζόντια” στον χάρτη, πάνω στον άξονα ανατολής - δύσης, η οροσειρά υπήρξε ο πρώτος “σταθμός” της βουλγαρικής προς νότον επέκτασης και βόρειο σύνορο της βυζαντινής Θράκης. Τα δύσβατα και δασώδη βουνά του Αίμου αφήνουν συγκεκριμένες διόδους εισόδου και εξόδου για τις εκστρατεύουσες δυνάμεις. Κάθε φορά που ένας αυτοκράτορας ή στρατηγός περνούσε τον Αίμο, έπρεπε να κάνει χρήση αυτών των επικίνδυνων στενωπών, με διαρκές το ενδεχόμενο να δεχθεί επίθεση στην προέλαση ή την επιστροφή του, ή ακόμη να αποκλειστεί σε εχθρικά εδάφη. Ο Κωνσταντίνος ΣΤ’, ο Βασίλειος Β’ και ο Αλέξιος Κομνηνός υπέστησαν πολύ σοβαρές ήττες βορείως του Αίμου ή στις ορεινές διαβάσεις, στην ιστορία όμως έχει μείνει κυρίως η πανωλεθρία του αυτοκράτορος Νικηφόρου Α’, ο οποίος το 811 έπεσε σε ενέδρα του χάνου Κρούμου και φονεύθηκε μαζί με όλο του το στράτευμα.
Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να εξασφαλίσουν τη Θράκη (άμεση ενδοχώρα της Κωνσταντινούπολης και απολύτως ζωτική για τον ανεφοδιασμό της με σιτηρά) επεκτείνοντας το θεματικό σύστημα (θέμα Μακεδονίας, Θρακώον) και εποικίζοντας πολεμικούς πληθυσμούς από την ανατολή στα σύνορα (Σύροι, Αρμένιοι Παυλικιανοί). Στην πεδιάδα νοτίως του Αίμου, στην βόρεια και ανατολικής Θράκη, δέσποζαν σημαντικές οχυρές πόλεις, όπως η Αδριανούπολη, η Φιλιππούπολη και η Μοσυνόπολη, οι οποίες λειτουργούσαν ως φραγμοί (αλλά και δελεαστικοί στόχοι) για τον από βορράν εχθρό, και εκστρατευτικές βάσεις του αυτοκρατορικού στρατού. Στις παρευξείνιες ακτές οι Βυζαντινοί αγωνίζονταν για την διατήρηση των πόλεων λιμένων της Αγχιάλου, της Μεσημβρίας και της Σωζοπόλεως. Δυτικότερα, τα όρη της Ροδόπης και του Ορβήλου προσέφεραν άλλον έναν φραγμό, ενώ η ίδρυση του θέματος Στρυμώνος προσπαθούσε να παρέχει προστασία στην Εγνατία οδό και τις χερσαίες συγκοινωνίες της Κωνσταντινούπολης με τη συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη. Όταν οι Βούλγαροι (επί Συμεών, Σαμουήλ και Ιωαννίτζη) επεκτείνονταν στο νότο, το Βυζάντιο πιεζόταν προς τις ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης, και η Θεσσαλονίκη απειλείτο με πολιορκία.
Μετά την άλωση του 1204, το βλαχοβουλγαρικό κράτος, οι Λατίνοι της Κωνσταντινούπολης και οι Έλληνες της Νικαίας και της Ηπείρου αγωνίστηκαν για την κυριαρχία στη Μακεδονία και τη Θράκη. Οι Φράγκοι μπόρεσαν αρχικά να κρατήσουν σε ένα σχήμα που θυμίζει την Ελλάδα των Σεβρών (μαζί με την ανατολική Θράκη), όμως η ήττα τους από τους Βουλγάρους στην Αδριανούπολη το 1205 έθεσε τέλος σε κάθε ελπίδα εδραίωσης μίας βιώσιμης σταυροφορικής αυτοκρατορίας. Τελικώς οι Λασκαρίδες και οι πρώτοι Παλαιολόγοι μπόρεσαν να επικρατήσουν και να σταθεροποιήσουν την βυζαντινή κυριαρχία στην κεντρική χερσόνησο του Αίμου. Ακόμη και τον χαοτικό και καταστροφικό 14ο αιώνα, που είδε την απώλεια της Μακεδονίας και της κεντρικής Ελλάδος στους Σέρβους, το Βυζάντιο είχε ακόμη τη δύναμη να ανταγωνίζεται τη Βουλγαρία για την κατοχή των παρευξεινίων πόλεων. Ο εμφύλιος πόλεμος Καντακουζηνών και Παλαιολόγων είδε την ολοκληρωτική καταστροφή της Θράκης από τους στρατούς των εμπολέμων (και ιδίως του τούρκους μισθοφόρους αμφοτέρων των παρατάξεων), καθώς και την απώλεια της Φιλιππούπολης στους Βουλγάρους. Τελικός νικητής στάθηκαν, βέβαια, οι Oθωμανοί Τούρκοι, οι οποίοι από το 1354 αποβιβάστηκαν στην Καλλίπολη και σε πολύ λίγες δεκαετίες σάρωσαν τους Βυζαντινούς, τους Βουλγάρους και το ελληνοσερβικό δεσποτάτο των Σερρών.
L' empire byzantin du XIIIe au XVe s. Grand atlas historique Editions du Livre de Paris 1969 Instagram: CARTESDHISTOIRE
Ενδιαφέρον έχει η εξέταση της διαχρονικότητος του Αίμου ως συνόρου. πέραν της βυζαντινής εποχής. Πριν από αυτήν, καθόρισε την προς βορράν επέκταση του μακεδονικού βασιλείου υπό τον Φίλιππο Β’. Από τα σημεία εκείνα περίπου διέρχεται η λεγόμενη γραμμή Jirecek, η οποία ορίζει τις zώνες της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας στα προ-σλαβικά Βαλκάνια. Μεταγενέστερα, τα μακεδονικά σύνορα και εκείνα του Βυζαντίου επί Μιχαήλ Η’ ή του Ανδρονίκου Γ’ έχουν ομοιότητα με εκείνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1878, έπειτα από την αναγνώριση της βουλγαρικής αυτονομίας κάτω από την πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η Ανατολική Ρωμυλία, στην ενδιάμεση ζώνη μεταξύ Αίμου και Ροδόπης, υπήρξε εθνολογικά και πολιτικά διαφιλονικούμενη ως την προσάρτησή της από τους Βουλγάρους το 1885.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ






.svg.png)







