Ένας λαός που είναι οικονομικώς ισχυρός και κυριαρχεί εις τας πόλεις, εις το εμπόριο δηλαδή και εις τα τέχνας, είναι όμως αδύνατος, ή δεν έχει καμμίαν βάσιν εις την ύπαιθρον, δεν έχει καμμίαν ασφάλειαν εκεί όπου ευρίσκεται.
Αυτό το έδειξεν η τύχη του Ελληνισμού της Τουρκίας, ο οποίος ήταν πανίσχυρος εις τας πόλεις - το επέτυχεν αυτό αδυνατίζων συνεχώς εις τα χωριά - και που δι' αυτόν τον λόγον, ένα καλό πρωί τον έδιωξαν οι Τούρκοι από τον τόπο που ήταν δικός του από 3.000 χρόνια. Ενώ είχαμε πιάσει στερεά όλες τις πόλεις της Ανατολής και όλους τους γιαλούς της Ανατολικής Μεσογείου, αραιώσαμε φοβερά τας θέσεις μας στην ύπαιθρο, εστερήθημεν του γεωγραφικού βάθους, που χωρίς αυτό ούτε εθνικές απαιτήσεις δικαιολογημένες μπορεί να προβάλει ένας Λαός.
Στη Μικρασία το 1922 δεν μας ενίκησεν η τέχνη των Τούρκων στρατηγών αλλά η πίεσεις των τουρκικών αγροτικών όγκων, όπου απάνω τους έσπασε το λιγνό τόξο των αστικών ελληνικών οικισμών, πουσαν στρείδια έζωσαν από την μίαν άκρην ως την άλλη τα παράλια του Αιγαίου. Ακόμη όμως κλασσικώτερον παράδειγμα, οι εβραίοι όλου του κόσμου, που συνεχώς είναι ξένοι όπου βρίσκονται, διότι δεν έχουν κανένα δεσμό με την γην εις την οποίαν ζουν, δεσμό που αν υπήρχε θα τους εσέβοντο ή θα τους ελογάριαζαν οι άλλοι και δνα θα ήσαν αιώνες τώρα διωκόμενοι και κατατετρεγμένοι εις όλον τον κόσμον. Αυτά τα διδάγματα που δεν πρέπει να ξεχνιούνται.
[...]
Οι Έλληνες απώλσεαν την επαφήν προς την γην, απώλεσαν επίσης την προς άλληλα επαφήν τα διάφορα τμήματα του διασκορπισθέντος ελληνισμού, άτινα ή αφωμοιώθησαν βαθμιαίως υπό των πολυανθρωποτέρων και φυσικώς ισχυροτέρων αλλοεθνών στοιχείων ή, εκτοπιζόμενα διαρκώς υπό τούτων, περιωρίσθησαν εις μίαν μικράν γωνίαν της χερσονήσου του Αίμου.
Το βιβλίο του Πλουμίδη είναι αληθινός θησαυρός πληροφοριών για την συσχέτιση αγροτικού πληθυσμού και οικονομίας με την ασφάλεια και την γεωπολιτική, καθώς και την έννοια του αμυντικού βάθους. Δυστυχώς στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου τα απορρίπτει όλα συλλήβδην ως ανορθολογικά, παραβλέποντας π.χ. τους στρατιωτικούς παράγοντες ή τις απολύτως λογικές αγωνίες του Μεσοπολέμου για διατροφική επάρκεια εν όψει του 1939.
Παράθεμα από την παρουσίαση του βιβλίου, στο άρθρο "Πέντε βιβλία που διαβάσαμε το 2024" (SLpress 01/01/2025):
Η λέξη “γεωπολιτική” μπορεί να έχει γίνει προσφάτως του συρμού, όμως έχει πολύ μακρά ιστορία στην Ελλάδα. Ακολουθώντας τις εξελίξεις της διεθνούς επιστήμης και την γένεση του κλάδου σε Αγγλία και Γερμανία, εγχώριοι πολιτικοί και επιστήμονες απασχολήθηκαν με την εναρμόνιση της πολιτικής πρακτικής με τις γεωγραφικές συνθήκες, ώστε να προάγουν την ασφάλεια και την ευημερία της χώρας. Κατά τον Μεσοπόλεμο, η οικονομική κρίση και οι δύσκολες σχέσεις με τις πέριξ χώρες ώθησε την Ελλάδα σε προστατευτικές πολιτικές ώστε να εξασφαλίσει την επάρκεια σε σιτηρά (κόβοντας τις εισαγωγές από την Βουλγαρία) και να συγκρατηθούν οι αγρότες στην ύπαιθρο για να μην συσσωρευθούν στις πόλεις ως απελπισμένο προλεταριάτο. Δόθηκε έμφαση στην αγροτική πολιτική, την ηθική και ιδεολογική εξύψωση της γεωργικής ζωής, καθώς και στην αξιοποίηση περισσότερων καλλιεργήσιμων εδαφών. Αυτό βέβαια συνδέθηκε και με τη διεκδίκηση γαιών που ανήκαν σε άλλα κράτη, με τη δικαιολογία της επισιτιστικής επάρκειας. Αυτό έθρεψε τον βουλγαρικό αναθεωρητισμό που επιβουλευόταν την Μακεδονία, αλλά και τις ελληνικές διεκδικήσεις προς βορράν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το βιβλίο συγκρίνει τις δύο περιπτώσεις Ελλάδας και Βουλγαρίας, υπεισερχόμενο και σε ζητήματα συμβολικά, όπως η σύνδεση του εδάφους με τους νεκρούς που κείτονται σε αυτό, και τον ρόλο των μνημείων πεσόντων μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο έργο περιλαμβάνονται και τέσσερις πολύ ενδιαφέρουσες σελίδες για την βυζαντινή ιστορία, με την ερμηνεία νεότερων Ελλήνων συγγραφέων σχετικά με το πώς η γεωργική πολιτική επηρέασε την ευδοκίμηση του Βυζαντίου και την εθνολογική διαμόρφωση της υπαίθρου στην χερσόνησο του Αίμου και τη Μικρά Ασία. Το βιβλίο δρα συμπληρωματικά με την άλλη εργασία του Σ. Πλουμίδη, Τα Μυστήρια της Αιγηίδος, για το μικρασιατικό ζήτημα μέχρι την Καταστροφή – ο ίδιος ο όρος Αιγηίς, προέρχεται από την γερμανική γεωγραφία και γεωπολιτική – και το ογκώδες έργο του Ι. Κωτούλα, Ιστορία της Ελληνικής Γεωπολιτικής.
Μόνη ένσταση αυτού του αναγνώστη, η γενικά απαξιωτική στάση έναντι του “γεωργικού εθνικισμού” ως ανορθολογικού. Η σιτάρκεια μπορεί να μην είναι ορθολογική με αυστηρά οικονομικούς όρους, όμως έχει απόλυτη λογική όταν προετοιμάζεται πόλεμος και πρέπει να διαφυλαχθεί η τροφοδοσία, όταν οι διεθνείς ροές διακοπούν (η σύγχρονη εμπειρία με την διακοπή της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας επί κορωνοϊού και η προσπάθεια επαναπατρισμού στρατηγικών βιομηχανιών νομίζω επιβεβαιώνει αυτές τις ανησυχίες). Η εδαφική επέκταση μπορεί να μην είναι απαραίτητη για την διατροφική ασφάλεια, λόγω του εμπορίου και της αγροτικής τεχνολογίας που υπερνικά τους μαλθουσιανούς φόβους, όμως η διαπίστωση ότι η λεπτή ραχοκοκκαλιά της βορείου Ελλάδος είναι γεωφυσικά ασύστατη και άρα ευάλωτη έχει ισχύ σιδηρά, κάτι που μαρτυρείται από την γερμανική εισβολή του 1941, αλλά και την εμπειρία των βυζαντινο-βουλγαρικών πολέμων.