Ο Λυκούργος ο Αθηναίος, ένας από τους δέκα Αττικούς ρήτορες, έζησε στην Αθήνα του 4ου αιώνα (μεταξύ 390 και 324 π.Χ.) και συντάχθηκε με την αντιμακεδονική παράταξη του Δημοσθένη. Πατέρας του ήταν ο Λυκόφρων, ιερέας από αριστοκρατικό γένος. Ο παππούς του, επίσης Λυκούργος, εκτελέστηκε από το καθεστώς των Τριάκοντα. Ο νεαρός Λυκούργος μαθήτευσε στον Πλάτωνα και τον Ισοκράτη, και ακολούθησε το ιερατικό λειτούργημα του πατρός του. Ασχολήθηκε παράλληλα με την πολιτική.
Μάριος Νοβακόπουλος – 17/12/2024 – SLPRESS
Η πολιτική του δράση συνδέθηκε με την ανάκαμψη της Αθήνας έπειτα από την ήττα της στην Χαιρώνεια, το 338 π.Χ. Ο Λυκούργος, ως υπεύθυνος του θεωρικού ταμείου επί δώδεκα έτη, διπλασίασε τα δημόσια έσοδα. Έφτιαξε καινούριους νεώσοικους, χώρους ασφάλισης δηλαδή των πλοίων, και αποθήκες όπου χωρούσε πλήρης εξοπλισμός για 1.000 πλοία. Επί των ημερών του ο στόλος των Αθηνών έφθασε τα 400 σκάφη. Ολοκλήρωσε το θέατρο του Διονύσου, όπου έστησε τις προτομές των τριών τραγικών ποιητών, Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη. Φρόντισε μάλιστα να καταγραφούν επίσημες εκδόσεις των έργων των μεγάλων δραματουργών, για να μην υποστούν αλλοίωση.
Στην προσωπική του ζωή ήταν ασκητικός. Όταν η ίδια του η γυναίκα παραβίασε έναν από τους νόμους που είχε προτείνει, να μην παρίστανται οι γυναίκες στα Ελευσίνια μυστήρια πάνω σε άρματα για να μην κάνουν επίδειξη, πλήρωσε ευχαρίστως το βαρύ πρόστιμο. Όταν οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον χλεύασαν γι’ αυτό, εκείνος απάντησε: «ἀλλ’ οὖν ἐγὼ διδoύς, οὐ λαμβάνων ἐώραμαι», με βλέπετε λοιπόν να δίνω αλλά όχι να παίρνω.
Από το ευρύτατο έργο του, σώζεται μόνο ένας λόγος, ο Κατά Λεωκράτους. Από τις πηγές όμως φιλοτεχνείται η εικόνα ενός ακατάβλητου μαχητή της δικαιοσύνης και των παραδοσιακών αξιών. Ο Λυκούργος ήταν «τῶν ἀγαθῶν θαυμαστὴς καὶ τῶν φαύλων κολαστής». Όπου οσφραινόταν διαφθορά γινόταν αμείλικτος διώκτης. Τις περισσότερες δίκες τις κέρδιζε ο Λυκούργος και συνηθέστερη ποινή ήταν ο θάνατος. Γι’ αυτό οι Αθηναίοι έλεγαν πως ο Λυκούργος δεν βουτάει το καλάμι του στο μελάνι για να γράψει, αλλά στον θάνατο.
Ο Κατά Λεωκράτους λόγος
Ο Λεωκράτης λοιπόν, ήταν ένας πλούσιος Αθηναίος, ο οποίος την επαύριον της μάχης της Χαιρώνειας διέφυγε από την Αθήνα και κατέφυγε στη Ρόδο. Εκεί μάλιστα άρχισε να διαδίδει ψεύδη πως η Αθήνα έπεσε στους Μακεδόνες, με αποτέλεσμα οι Ρόδιοι να κατάσχουν τα σιταγωγά πλοία που έπλεαν προς τον Πειραιά. Αργότερα ο Λεωκράτης πήγε στα Μέγαρα, και περί το 331 ένιωσε πλέον ασφαλής να γυρίσει στην Αθήνα. Η αδιάντροπη εμφάνισή του γέμισε με οργή τον Λυκούργο, ο οποίος τον παρέπεμψε σε δίκη στην Ηλιαία. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως το διάταγμα που απαγόρευσε την έξοδο από την πόλη εκδόθηκε μετά την φυγή του Λεωκράτη. Η δημηγορία λοιπόν του Λυκούργου στηρίχθηκε περισσότερο σε ηθικά επιχειρήματα.
Ξεκινώντας τον λόγο του, ο Λυκούργος διαβεβαίωσε πως η δίκη ήταν αποτέλεσμα πατριωτισμού και όχι φιλοδικίας, διότι ο καλός πολίτης έχει ως προσωπικούς εχθρούς τους εχθρούς της πατρίδας. Αντιπαρέρχεται το νομικό κενό της κατηγορίας, λέγοντας πως η απουσία συγκεκριμένου νόμου οφειλόταν επειδή οι νομοθέτες δεν μπορούσαν να διανοηθούν έγκλημα σαν αυτό του Λεωκράτη! Ο Λεωκράτης δεν ντράπηκε τα λιμάνια, τα τείχη και τους ναούς που εγκατέλειπε. Δεν σεβάστηκε το καλό όνομα της Αθήνας, η οποία είχε τόσο δοξαστεί υπερασπίζοντας την Ελλάδα από τους βαρβάρους. Ο Λυκούργος θρηνεί το κατάντημα των Αθηνών: κάποτε ζητούσαν τη βοήθειά τους οι Σπαρτιάτες και οι Έλληνες της Ασίας, ενώ τώρα οι Αθηναίοι ικετεύουν βοήθεια από την Άνδρο και την Κέα.
Ο Λεωκράτης δεν παρακολούθησε την κηδεία των ηρωικών νεκρών της Χαιρώνειας, αλλά οκτώ χρόνια μετά επέστρεψε και είχε το θράσος να μετέχει και σε τελετές. Οι πεσόντες, αντίθετα, έκαναν την ανδρεία τους φρουρά της Αθήνας καλύτερη από τα πέτρινα τείχη. Παρά την ήττα τους έμειναν νικητές, γιατί υπεράσπισαν την ελευθερία τους χωρίς φόβο, νομίζοντας τον θάνατο προτιμότερο από την δουλεία. Γι’ αυτό η Αθήνα τιμά τους γενναίους πιο πολύ από κάθε πόλη και έχει αγάλματα όχι αθλητών όπως οι άλλες πόλεις, μα τυραννοκτόνων και στρατηγών.
Ο Λυκούργος μαίνεται, μπροστά στον ισχυρισμό κάποιων, πως η λιποταξία του Λεωκράτη είναι ανάλογη με την φυγή των Αθηναίων στην Σαλαμίνα κατά την εισβολή του Ξέρξη. Πώς να συγκριθεί ο δειλός φυγάς με τους ήρωες που έσωσαν όλη την Ελλάδα; Αν ζούσαν και τα άκουγαν αυτά οι Σαλαμινομάχοι, θα τον λιθοβολούσαν. Με αυτό το ανδρείο πνεύμα οι Αθηναίοι έγιναν ηγεμόνες των Ελλήνων για 70 χρόνια, «Φοινίκην δὲ καὶ Κιλικίαν ἐπόρθησαν», «ἐπ᾽ Εὐρυμέδοντι δὲ καὶ πεζομαχοῦντες καὶ ναυμαχοῦντες ἐνίκησαν, ἑκατὸν δὲ τριήρεις τῶν βαρβάρων αἰχμαλώτους ἔλαβον», και δεν άφησαν να κυκλοφορεί περσικό πλοίο από τον Βόσπορο μέχρι την Λυκία.
Ο Λεωκράτης με την φυγή του παρέβη τον περίφημο όρκο των Αθηναίων εφήβων: «Οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερὰ, οὐδ’ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην ὅτῳ ἂν στοιχήσω∙ ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὁσίων καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν…». Ο κατηγορούμενος παραβίασε κάθε στίχο του όρκου. Ποια όσια και ιερά, εκείνος που δεν μπήκε στη μάχη; Ποιος θα άφηνε μεγαλύτερη την πατρίδα, που, όσο του αναλογούσε, την παρέδωσε στον εχθρό; Σε ένα σημαντικό μάθημα πολιτικής φιλοσοφίας, ο Λυκούργος διατρανώνει πως «τὸ συνέχον τὴν δημοκρατίαν ὅρκος ἐστί». Η εμπιστοσύνη των πολιτών δημιουργεί κοινότητα, αυτό ενώνει τα τρία μόρια της Πολιτείας, τον άρχοντα, τον δικαστή και τον ιδιώτη. Πολλοί ξέφυγαν από τις ποινές, όχι όμως από την οργή των θεών, αν όχι απευθείας στον άδικο και επίορκο, στα παιδιά και την γενιά του.
Ο ρήτορας καταφεύγει στην αθηναϊκή ιστορία. Θυμίζει τον βασιλιά Κόδρο, που όταν έμαθε ότι ο χρησμός προέβλεπε πως αν εκείνος πέθαινε, η Αθήνα θα σωζόταν, επεδίωξε τον θάνατό του από τους Πελοποννησίους. Θυμίζει τις κόρες του Ερεχθέα, που πρόθυμα πήγαν στη θυσία, όταν ο χρησμός απαίτησε τον θάνατό τους για να σωθεί η Αθήνα. Ο Λυκούργος επικαλείται τον Όμηρο, και την φιλοπατρία του Έκτορα. Οι ποιητές διδάσκουν στον λαό την αρετή, γι’ αυτό ορίστηκε η απαγγελία ποιημάτων να καταλαμβάνει το ένα πέμπτο των εκδηλώσεων στα Παναθήναια.
Οι Αθηναίοι ήρωες στον Μαραθώνα, αλλά και οι Σπαρτιάτες στις Θερμοπύλες, θυμίζουν και διδάσκουν την ανδρεία και την φιλοπατρία που αρμόζει σε ελεύθερους ανθρώπους. Ακόμη και τα πουλιά, που θα μπορούσαν να πετάξουν μακριά από τον κίνδυνο, υπερασπίζονται μέχρι θανάτου την φωλιά τους. Ο ίδιος ο πατέρας του Λεωκράτη, αν από τον Άδη μάθαινε τι έκανε ο υιός του, θα ήταν πιο σκληρός απέναντί του, γιατί άφησε τον χάλκινο αδριάντα του στο ναό του Διός Σωτήρος να καταστραφεί από τους εχθρούς. Ο πατέρας του Λεωκράτη ήταν ήρωας!
Κάπως έτσι καταλήγει ο λόγος. Για την ιστορία, να σημειωθεί ότι ο Λεωκράτης αθωώθηκε για μία ψήφο.
Ο Λυκούργος ως αιώνιο πρότυπο
Ο “Κατά Λεωκράτους λόγος” δεν είναι τυχαίο ότι θεωρήθηκε ιδανικό διδακτικό έργο της φιλοπατρίας. Γι’ αυτό τον εξέδωσε μεσούσης της Ελληνικής Επανάστασης ο Αδαμάντιος Κοραής. Ο Σαράντος Καργάκος γράφει πως «διδασκόταν πάντα στη Μέση Εκπαίδευση ως υπέροχο φρονηματιστικό ανάγνωσμα. Αλλ’ επελθών ο μεταρρυθμιστικός Αρμαγεδδών, πάντα ταύτα ηφάνισται».
Ο Λυκούργος, μέσα από αυτόν τον λόγο δεν φαίνεται απλά ένας υπερασπιστής της πόλης-κράτους εναντίον της μακεδονικής ηγεμονίας του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Ο αξιακός του κώδικας έρχεται απευθείας από την ένδοξη εποχή των Περσικών πολέμων. Σα να μη μεσολάβησε η διαφθορά του 5ου αιώνα, η αθεΐα και ο χρησιμοθηρικός ατομικισμός των σοφιστών, οι διαδοχικές πολιτικές κρίσεις, ο εξευτελισμός του πολιτεύματος, οι διαδοχικές ήττες. Ο αθηναϊκός πατριωτισμός είναι ακόμη αθώος, σχεδόν αφελής, ωσάν στην πρώτη νιότη του.
Στο σύμπαν του Λυκούργου οι θεοί και οι πρόγονοι είναι ολοζώντανοι και αυστηροί, καλώντας τον πολίτη σε απόλυτη αφοσίωση στην πόλη, τα ιερά, τα τείχη και τα πλοία της. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι ο άνθρωπος που είχε μία τέτοια αρχαϊκή ιδεολογία, φάνηκε τόσο ανιδιοτελής και αποτελεσματικός κυβερνήτης της Αθήνας για πάνω από μία δεκαετία. Κι αν ήταν, αυτός και ο Δημοσθένης, εκτός εποχής, άφησε πίσω τον ένα επιζώντα λόγο του, ευαγγέλιο για τις πολιτείες του μέλλοντος.