Η Δ’ Σταυροφορία του 1204 οδήγησε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης και την κατάληψη του ελλαδικού χώρου και των νησιών από τους Σταυροφόρους και τους Βενετούς συμμάχους τους. Σε τρεις όμως εστίες, οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί, υπό την ηγεσία της αριστοκρατίας, μπόρεσαν να αντιτάξουν αποτελεσματική αντίσταση.
Μάριος Νοβακόπουλος* – 21/05/2024 – SLPRESS
Και τα τρία κράτη που προέκυψαν από την διάλυση του 1204, της Νίκαιας, της Ηπείρου και της Τραπεζούντος, διεκδίκησαν την θέση του νομίμου διαδόχου του Βυζαντίου και τον αυτοκρατορικό τίτλο για τους ηγέτες τους. Το καθένα με τον τρόπο του διαφύλαξε τις παραδόσεις και τους πυρηνικούς πληθυσμούς του βυζαντινού κόσμου από την υποταγή, τον διασκορπισμό και την εξαφάνιση. Ειδικά η Ήπειρος και η Νίκαια έθεσαν αμέσως σχεδόν την σταυροφορική αυτοκρατορία της Ρωμανίας μεταξύ σφύρας και άκμονος, και εν τέλει την συνέθλιψαν. Όμως η διάσπαση της βυζαντινής ενότητος οδήγησε σε εμφύλιες συγκρούσεις
Το κράτος της Ηπείρου ονομάστηκε από τους σύγχρονους ιστορικούς ως «δεσποτάτο», από τον τίτλο των αρχόντων του. Η Ήπειρος και γενικά οι δυτικώς της Πίνδου χώρες (Αιτωλοακαρνανία, Αλβανία) είχαν, σύμφωνα με τους όρους διαμελισμού του Βυζαντίου (Partitio Romaniae), καταλογιστεί στους Βενετούς. Όμως εκεί ήταν η βάση του Μιχαήλ Αγγέλου Κομνηνού Δούκα, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος μεγάλος αντίπαλος της λατινικής κυριαρχίας στην Ελλάδα. Τα ονόματα του Μιχαήλ και του αδελφού του Θεοδώρου εμφανίζονται στις προσπάθειες αντίστασης των Βυζαντινών κατά των Σταυροφόρων στην Πελοπόννησο, η οποία αντίθετα με την Μακεδονία και την Θεσσαλία προέβαλε κατά τόπους σθεναρή αντίσταση στους εισβολείς. Αρχικώς, ο Μιχαήλ φάνηκε να αποδέχεται την κυριαρχία των Φράγκων, ειδικώς του ισχυρού αυτοκράτορα Ερρίκου. Για αυτό προχώρησε σε συμμαχία δια συνοικεσίου, προσφέροντας το χέρι της κόρης του στον αδελφό του Ερρίκου, Ευστάθιο. Συγχρόνως αναγνώρισε και την επικυριαρχία της Βενετίας επί των εδαφών του (1209-10). Σχεδόν αμέσως όμως, μόλις οι συνθήκες το επέτρεψαν, ο Μιχαήλ επιτέθηκε και έδιωξε τους Λομβαρδούς από την Θεσσαλία (1212) και τους Βενετούς από το Δυρράχιο και την Κέρκυρα. Ύστερα από την αναπάντεχη δολοφονία του το 1215, τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Θεόδωρος, ο ισχυρότερος από τους δεσπότες της Ηπείρου. Προέλασε βορειοανατολικά προς την Μακεδονία, διώχνοντας τους Βουλγάρους από την Πρίλαπο και την Αχρίδα. Το 1217 πέτυχε την μεγαλύτερη ως τότε επιτυχία των Βυζαντινών κατά των Φράγκων, καθώς στις ορεινές στενωπούς της Αλβανίας αιφνιδίασε και αιχμαλώτισε τον διάδοχο του λατινικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης, Πέτρο ντε Κουρτεναί. Τα επόμενα χρόνια η προέλασή του συνεχίστηκε ως την Βέροια, τις Σέρρες και την Λαμία. Το 1224 η Θεσσαλονίκη, συμβασιλεύουσα της βυζαντινής Ευρώπης, άνοιξε τις πύλες της στον Θεόδωρο, ο οποίος στέφθηκε αυτοκράτορας από τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος. Η ενέργεια αυτή βρήκε αντίθετο το κράτος της Νίκαιας, όπου ήδη από το 1208 ο Θεόδωρος Λάσκαρης είχε χρισθεί Ρωμαίος αυτοκράτωρ. Το γεγονός ότι τον Θεόδωρο έστεψε ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, δηλαδή Βουλγαρίας, θεωρήθηκε από τους λογίους της Νίκαιας ως τεκμήριο της κατωτερότητας και του σφετεριστικού χαρακτήρα της στέψης του.
Σημασία έχει πως, είκοσι έτη μετά την άλωση, η σταυροφορική αυτοκρατορία της Ρωμανίας είχε χάσει τα περισσότερα εδάφη της και βρισκόταν σε πολύ ευάλωτη θέση. Προτού όμως καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο Θεόδωρος θέλησε να εξουδετερώσει πρώτα την Βουλγαρία, με την οποία είχε πρόσφατα συνάψει συμφωνία. Ο τσάρος Ιωάννης Β’ Ασάν, για να καταγγείλει την παρασπονδία του Θεοδώρου εκστράτευσε εναντίον του φέροντας το έγγραφο της καταπατημένης συνθήκης αναρτημένο πάνω σε ένα δόρυ, για να φανερωθεί σε όλους η ανεντιμότητα του εχθρού του. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στην Κλοκότνιτζα, μεταξύ Αδριανούπολης και Φιλιππούπολης, το 1230. Ο στρατός της Ηπείρου συνετρίβη και ο Θεόδωρος αιχμαλωτίσθηκε και τυφλώθηκε. Την θέση του στην αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης πήρε ο αδελφός του Μανουήλ. Όταν το 1237 ο Θεόδωρος απελευθερώθηκε, μπόρεσε να διώξει τον Μανουήλ από την Θεσσαλονίκη και να τοποθετήσει εκεί τον υιό του Ιωάννη. Ο ίδιος ο Θεόδωρος περιορίστηκε στην ηγεμονία της Έδεσσας, ενώ ο Μανουήλ κατέφυγε στην Μικρά Ασία, από όπου επέστρεψε το 1239 και κατέλαβε την Θεσσαλία εξ ονόματος του κυρίου της Νίκαιας, αυτοκράτορα Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατάτζη. Στην Ήπειρο όμως, και την παλαιά πρωτεύουσά της την Άρτα, κυριάρχησε ο νόθος υιός του πρώτη δεσπότη Μιχαήλ, Μιχαήλ Β’, τον οποίο ο Θεόδωρος είχε παλιότερα εξορίσει στην Πελοπόννησο. Υπό την ηγεσία του Μιχαήλ Β’ η Ήπειρος γνώρισε μία ανανέωση της ισχύος της, η οποία στράφηκε εναντίον των Φράγκων της νότιας Ελλάδας αλλά κυρίως κατά της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Το 1241 ο Μανουήλ πέθανε και ο Μιχαήλ Β’ προσάρτησε την Θεσσαλία, το 1246 όμως οι δυνάμεις του Ιωάννη Βατάτζη κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη. Ο Μιχαήλ ήρθε τότε σε συνεννόηση με τον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο της Αχαΐας και τον Μαμφρέδο, Γερμανό βασιλιά της Σικελίας, για κοινό αγώνα κατά των Νικαέων. Ο ισχυρός αλλά ετερόκλητος ελληνο-λατινικός στρατός συνάντησε τις δυνάμεις της Νίκαιας, την οποία πλέον κυβερνούσε ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, στην πεδιάδα της Πελαγονίας, κοντά στο σημερινό Μοναστήρι (1259). Διαμάχες μεταξύ των συμμάχων οδήγησαν στην αποχώρηση των Ηπειρωτών, με τους Γάλλους και Γερμανούς ιππότες να συντρίβονται από τους Νικαείς. Δύο χρόνια αργότερα ο Παλαιολόγος εισήλθε πανηγυρικά στην απελευθερωμένη Βασιλεύουσα.
Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Β’ το 1267, το δεσποτάτο της Ηπείρου εισήλθε σε περίοδο παρακμής, καθώς πιεζόταν από όλα τα μέτωπα. Όπως ο Μαμφρέδος νωρίτερα, έτσι και ο νέος ηγεμόνας της Σικελίας, ο εκ Γαλλίας Κάρολος ο Ανδεγαυός, διεκδικούσε την Ήπειρο ως προγεφύρωμα για τις αυτοκρατορικές του βλέψεις προς την Κωνσταντινούπολη. Στο βορρά, οι αλβανικές φυλές είχαν ανεξαρτητοποιηθεί, ενώ οι Σέρβοι επεκτείνονταν προς το νότο. Η ανασυσταθείσα Βυζαντινή αυτοκρατορία προσπαθούσε με κάθε μέσο να υποτάξει την Ήπειρο και την Θεσσαλία ώστε να μείνει η μόνη ελληνική δύναμη. Το 1315 οι Βυζαντινοί κατέλαβαν τα Ιωάννινα, ενώ το 1318 η ηγεμονία της Άρτας πέρασε στους Ορσίνι, Ιταλούς κόμητες της Κεφαλληνίας. Το 1335, επί Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου, οι αυτοκρατορικές δυνάμεις μπόρεσαν να καθυποτάξουν πλήρως την Ήπειρο, όμως το επίτευγμά τους υπήρξε εξαιρετικά βραχύβιο. Ενώ το Βυζάντιο συνταρασσόταν από τον εμφύλιο πόλεμο Καντακουζηνών και Παλαιολόγων, οι Σέρβοι υπό τον Στέφανο Δ΄ Δουσάν κατέκτησαν μεγάλο μέρος του Ελλαδικού χώρου, μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο και την Στερεά Ελλάδα. Και εκείνου όμως η κυριαρχία αποσυντέθηκε μετά τον θάνατό του το 1355. Τις επόμενες δεκαετίες στην Ήπειρο εναλάσσονταν ελληνικές, σερβικές, αλβανικές και ιταλικές ηγεμονίες, μέχρι την τελική επικράτηση των Οθωμανών. Τα Ιωάννινα έπεσαν το 1430, η Άρτα το 1449 και η Βόνιτσα το 1475. Η πεδινή Θεσσαλία είχε ήδη υποκύψει από τα τέλη του 14ου αιώνα.
Το κράτος της Ηπείρου, περιορισμένο πίσω ξανά στην Ήπειρο και την Θεσσαλία, από όπου προσπάθησε να εμποδίσει την υποταγή του στην παλινορθωμένη αυτοκρατορία της ΚωνσταντινούποληςΤο κράτος της Ηπείρου υπήρξε ο δεύτερος μονομάχος της διεκδίκησης της βυζαντινής διαδοχής, μέχρι που επισκιάστηκε από την άνοδο της Νίκαιας. Ξεκίνησε σε θέση πιο απομακρυσμένη από την Κωνσταντινούπολη σχετικά με τη Νίκαια, όμως η θέση του αυτή, η οποία άλλωστε βρισκόταν στην Ευρώπη συνεπώς δεν χρειαζόταν τη διάβαση των Στενών, του έδωσε πλεονεκτήματα για την πρώιμη ανάπτυξή του. Η οροσειρά της Πίνδου προσέφερε μία φυσική οχύρωση, δυσχεραίνοντας τις επιθετικές ενέργειες των εχθρών, ενώ οι Ηπειρώτες μπορούσαν να επιτίθενται, να κατακτούν και να λεηλατούν την Μακεδονία, την Θεσσαλία, την Βοιωτία, ακόμη και την Πελοπόννησο. Η Άρτα και η Ναύπακτος αναπτύχθηκαν σε πολύ σημαντικά οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα της εποχής.
Από πλευράς γεωπολιτικής, το δεσποτάτο της Ηπείρου υπήρξε το πρώτο ελλαδικό κράτος από την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης. Ήταν εντοπισμένο μάλιστα στην «καρδιακή» περιοχή της Ηπειροθεσσαλίας, από όπου ξεκίνησε η εξάπλωση των πρωιμότερων ελληνικών φύλων κατά την προϊστορία. Στην προσπάθειά του να εκπληρώσει την βυζαντινή «Μεγάλη Ιδέα», ο στρατός της Ηπείρου ξεκίνησε την βορειοανατολική πορεία προς την Μακεδονία, την Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν οι σύγχρονοι Έλληνες μετά την ανεξαρτησία τους και ιδίως στους Βαλκανικούς πολέμους και έπειτα. Πρόβλημα κοινό, πως ενώ ο ανατολικός αντίπαλος υποχωρεί, η προέλαση κατά μήκος της Εγνατίας και της βόρειας ακτής του Αιγαίου πελάγους εξασφαλίζει μία δύσκολα υπερασπίσιμη εδαφική λωρίδα, η οποία είναι ευάλωτη στις από βορράν επιθέσεις. Μακραίωνος αντίμαχος του Ελληνισμού με την δική του «ορμή προς νότον» και την «Άσπρη θάλασσα», οι Βούλγαροι κατατρόπωσαν την Ήπειρο και μπόρεσαν να καταλάβουν μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης, χωρίς ποτέ όμως να εκπορθήσουν την Θεσσαλονίκη.
*διεθνολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Βυζαντινής Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, επετειακή έκδοση 2021, τ. 21.
- Ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις Δομή, Αθήνα 2005, τ. 8.
- Michael Angold, “Byzantium in Exile”, στο The New Cambridge Medieval History, Cambridge University Press 1999, τ. 5: 1198 – 1300 (επ. Abulafìa, D.), σελ. 543-568.
- Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1974, τ. Α’: Αρχές και διαμόρφωσή του.
- Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2012
- Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978, τ. Γ’.