Είναι πλέον κανόνας και έθιμο: όποτε κάποια ψηφοφορία στο δυτικό κόσμο δεν συνάδει με το αφήγημα και τις επιθυμίες της άρχουσας τάξης, ξεκινάει η ίδια σειρά διαμαρτυριών. Έγκυρες εφημερίδες, ευυπόληπτοι τηλεοπτικοί σταθμοί, περισπούδαστοι ακαδημαϊκοί και πολύπειροι δημοσιογράφοι θα καταγγείλουν, θα κατακεραυνώσουν και θα στηλιτεύσουν τον λαϊκισμό, επιρρίπτοντας σοβαρές ευθύνες όχι μόνο στους λαοπλάνους δημαγωγούς, αλλά και στο εκλογικό σώμα. Το είδαμε στις ελληνικές εκλογές και το δημοψήφισμα, στο Brexit, τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές ή τις εκλογές των γερμανικών κρατιδίων. Οι άνθρωποι που στήριξαν τον Bernie Sanders, τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Podemos στα αριστερά ή τον Donald Trump και το AfD στα δεξιά δέχονται σφοδρές κατακρίσεις.
Βασικός άξονας της συστημικής κριτικής στην αντισυστημική ψήφο είναι η επίθεση στο διανοητικό και μορφωτικό επίπεδο των ψηφοφόρων. Είναι οι σεξιστές, ρατσιστές Λευκοί rednecks που έστειλαν τον Trump στην προεδρία των ΗΠΑ, οι καθυστερημένοι χωριάτες που ψήφισαν για την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ και οι φοβικοί μικροαστοί που ενδυναμώνουν τα εθνικιστικά κόμματα. Οι οπισθοδρομικοί, οι ανίδεοι, οι αδαείς και απληροφόρητοι, αυτοί που δεν έχουν κριτική σκέψη, που ενίοτε είναι απλώς κακοί άνθρωποι γεμάτοι μίσος.
Στον αντίποδα οι κριτές συνθέτουν ελεγείες για την μικρή, έξυπνη, μορφωμένη και κοσμοπολίτικη μειοψηφία τους, που νιώθει να ασφυκτιά μέσα σε μία θάλασσα από φανατικούς (στην ελληνική μορφή του φαινομένου συνοδεύονται από τις κλασσικές ρήσεις «Δεν περάσαμε Διαφωτισμό-Πότε θα γίνουμε επιτέλους Ευρώπη»).
Είναι αυτή η κριτική επί της αρχής και αφ’ εαυτή άδικη; Όχι. Η διαπίστωση πως ο πολύς λαός δεν έχει πάντα δίκιο, άγεται από τα πάθη του και εξαπατάται εύκολα στηρίζεται από πλείστα ιστορικά παραδείγματα. Και τώρα το βλέπουμε αυτό, στους ηλικιωμένους που ακόμη σκέπτονται πολιτικά με βάση τους διχασμούς του Εμφυλίου, τις γυναίκες που επέλεξαν Τσίπρα γιατί ήταν «γλυκό και ωραίο παιδί», εκείνους που ψήφιζαν για δεκαετίες βάσει οικογενειακής δυναστείας (Καραμανλής, Μητσοτάκης, Παπανδρέου) ή άλλους που στηρίζουν Χρυσή Αυγή μόνο και μόνο για το σαματά και την αναστάτωση που προκαλεί. Και φυσικά γνήσιοι ρατσιστές, νεοναζί και λοιποί ακραίοι αποτελούν τμήμα (έστω και μικρό) όλων των δεξιών εθνικιστικών και ευρωσκεπτικιστικών κινημάτων της εποχής μας.
Το πρόβλημα όμως είναι πώς η ελίτ τώρα αντιλήφθηκε τον λαϊκισμό και την άγνοια. Όταν επί δεκαετίες οι ίδιοι άνθρωποι στήριζαν σταθερά τα κόμματα του κατεστημένου και πίστευαν σε ό,τι έλεγαν τα ΜΜΕ, όλα έβαιναν καλώς. Επικρατούσε η νηφαλιότητα και το δημοκρατικό πνεύμα μέχρι που ξαφνικά ο κόσμος λοβοτομήθηκε και τρελάθηκε. Αυτή η «συμφορά» συνέβη τη στιγμή που η ελίτ άρχισε να νιώθει πως απειλείται η εξουσία της. Η αγανάκτηση των πεφωτισμένων «παιδαγωγών» μας ήρθε μόνο όταν οι μάζες αποφάσισαν πως δεν τους εμπιστεύονται πλέον. Έχουν άδικο για αυτήν δυσπιστία και αυτήν την αγανάκτηση; Όχι φυσικά. Επί μακρόν, την εποχή των «παχιών αγελάδων» και της μαγικής παγκοσμιοποίησης, το σύνολο σχεδόν του πολιτικού προσωπικού και των ΜΜΕ, σε στρατευμένη υπηρεσία για την προώθηση των συντεχνιακών, ταξικών και ιδεολογικών τους συμφερόντων και χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη μόρφωση και ανύψωση του λαού, πλημμύρισαν την κοινωνία με ψεύδη, μονόπλευρες αναλύσεις, προπαγάνδα, παροχολογία, τρομολαγνεία την ίδια στιγμή που απέκρυπταν ή διαστρέβλωναν σημαντικά γεγονότα. Ψέγουν τα εναλλακτικά blogs για την προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση που (όντως συχνά) κάνουν, τη στιγμή που τα ίδια τα καθεστωτικά ΜΜΕ είναι αξεπέραστοι πρωταθλητές του είδους.
Για αυτό και η κριτική τους είναι τόσο αποσπασματική και υποκριτική σήμερα. Οι Λευκοί εργάτες και αγρότες του Βορρά των ΗΠΑ (που είχαν ψηφίσει Obama το 2012-καλές εποχές) περιφρονούνται ως «white trash» και «basket of deplorables» για τη στήριξη τους στον Trump.Οι φτωχοί Μαύροι και Ισπανόφωνοι που στήριξαν Clinton είναι μήπως πιο μορφωμένοι; Οι γηγενείς Ευρωπαίοι είναι αφελείς που πιστεύουν τους αριστερούς ή ευρωσκεπτικιστές δημαγωγούς ενώ οι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς που ψηφίζουν σοσιαλδημοκρατία είναι τέρατα πολιτικής διανοίας; Φθάσαμε στο σημείο να καταγγέλλεται ο σύγχρονος εθνολαϊκισμός για την έλευση μίας «post-truth» και «post-facts» εποχής από τους ανθρώπους που είχαν κάνει την παραπληροφόρηση και τη δημαγωγία επάγγελμα. Η ίδια η δημοκρατία υμνείται μεν ως το αρτιότερο πολίτευμα αλλά μόνο όταν βγάζει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Απορρίπτονται τα δημοψηφίσματα γιατί «ο κοσμάκης δεν ξέρει» όμως όταν τα αποτελέσματα είναι υπέρ τους… ξαφνικά υμνείται το οξύ λαϊκό αισθητήριο. Διαλαλείται στερεοτυπικά και σε ατέρμονη επανάληψη το «έλλειμμα παιδείας» δίχως να αντιλαμβάνονται πόσο λαϊκίζουν: ανάμεσα στο τι θεωρεί κάθε μία κοινωνική και αξιακή ομάδα «καλή παιδεία» υπάρχει άβυσσος διαφορών και διαφωνιών. Ακόμη και η εκπαίδευση που έχει λάβει η ελίτ σε θέματα οικονομίας, πολιτικής επιστήμης και κοινωνικής δεοντολογίας δεν είναι ούτε αγνή ούτε ουδέτερη: αντιθέτως αποσκοπεί στην εμπέδωση και διάδοση συγκεκριμένων ιδεολογιών, που με τη σειρά τους αποτελούν το εποικοδόμημα ενός συγκεκριμένου συστήματος εξουσίας και κυριαρχίας.
Από το κίνημα του σύγχρονου εθνολαϊκισμού και της εναντίωσης στην παγκοσμιοποίηση δεν λείπει το ψέμα, η δημαγωγία και ο φανατισμός. Όμως οι φιλελεύθεροι αδυνατούν να καταλάβουν τα προβλήματα που οδηγούν στην εξέγερση των πολιτών και να αντιληφθούν τις ανησυχίες και τον τρόπο σκέψης της αγχωμένης, απογοητευμένης και οργισμένης μεσαίας τάξης. Την υβρίζουν σκαιά, μετά εκπλήσσονται που τους καταψηφίζει και ύστερα της επιτίθενται σκαιότερα αναμένοντας να μετανοήσει (ο ορισμός της παράνοιας είναι να κάνει κανείς το ίδιο πράγμα περιμένοντας διαφορετικό αποτέλεσμα). Ακόμα και όταν δείχνουν να συλλαμβάνουν τα βασικά σημεία της λαϊκής αγανάκτησης, απλά ζητούν από τον κόσμο …εμπιστοσύνη και κατανόηση, να αλλάξει γνώμη και να συνεχίσει να βαδίζει στο δρόμο τους, υποσχόμενοι ίσως κάποια μεταρρύθμιση. Ωσάν να μην είναι ήδη γνωστό πως ο μοναδικός τρόπος η εξουσιαστική ολιγαρχία να εξυγιανθεί είναι να νιώσει στα νώτα της την καυτή ανάσα της έξαλλης κοινωνίας.
Φυσικά θα ήταν αντίστοιχα υποκριτικό από τη μεριά του γράφοντος ενώ κατηγορεί τις γενικεύσεις και τον σνομπισμό των φιλελευθέρων, αντίστοιχα να τους κατατάσσει όλους στο ίδιο «τσουβάλι» της έπαρσης και του παρωπιδισμού. Δεν λείπουν φιλελεύθερες φωνές συγκροτημένες και σοβαρές. Όμως τα χαρακτηριστικά της έπαρσης και του «σουσουδισμού» είναι δυστυχώς πολύ έντονα και διαδεδομένα, ιδίως στο δημόσιο λόγο και τα φιλελεύθερα-προοδευτικά ΜΜΕ. Και αυτή η αδυναμία αντίληψης οφείλεται όχι μόνο σε ιδεολογική εμμονή αλλά και στις συνθήκες της ζωής. Συνήθως αυτοί οι άνθρωποι προέρχονται από τα ανώτερα στρώματα. Έχουν αρκετά καλές σχέσεις με το πολιτικό και επικοινωνιακό προσωπικό του καθεστώτος. Ζουν στα ανεπτυγμένα προάστια ή σε άλλες ευκατάστατες περιοχές (όχι ιδιαίτερα πολυπολιτισμικές), είναι συνήθως οικονομικά εξασφαλισμένοι και έχουν λάβει ανώτερη εκπαίδευση. Δεν έχουν τα ίδια βιώματα και τα ίδια κοινωνικά συμφέροντα, συνεπώς δεν μπορούν να αφουγκρασθούν και να συλλάβουν τη σκέψη των λαϊκών στρωμάτων.
Ολόκληρος ο δυτικός κόσμος βρίσκεται σε μία κρίσιμη φάση μεταβολής και σε μία σκληρή διελκυστίνδα μεταξύ παγκοσμιοποίησης και εθνικισμού. Χρειαζόμαστε φωνές σωφρόνων φιλελευθέρων, ευρωπαϊστών και προοδευτικών να επισημαίνουν την άλογη οργή και τα αισχρά ψεύδη που ενίοτε ευδοκιμούν στον αντιδραστικό χώρο και να δίνουν την προοπτική της ήπιας, δημοκρατικής προσαρμογής του κόσμου με σεβασμό στις ευαισθησίες όλων. Αυτό όμως απαιτεί ριζική αλλαγή πορείας. Αν θέλει ο χώρος αυτός να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των μαζών, πρέπει να τις σεβαστεί και να απευθυνθεί σε αυτές όχι με έπαρση και συμπλέγματα ανωτερότητας, αλλά με ταπείνωση, ειλικρίνεια και ενδιαφέρον. Αν συνεχίσει στην ίδια πορεία και εκείνος θα απαξιωθεί και το πολιτικό σύστημα θα βυθιστεί ακόμα περισσότερο στην ανυποληψία και τον εκφυλισμό.