Γιατί διαφέρει τόσο η σχέση θρησκείας και κράτους από χώρα σε χώρα, και γιατί η κατανόηση του πολιτικού Ισλάμ είναι τόσο δύσκολη για τους Δυτικούς; Η απάντηση βρίσκεται στις θεολογικές διαφορές κάθε πίστης, που διεμόρφωναν και διαμορφώνουν πολιτισμούς για αιώνες. Στο πρώτο μέρος αυτής της σειράς άρθρων εξετάζεται η διαπλοκή εξουσίας και πίστεως από το αρχαίο Ισραήλ ως τον ευρωπαϊκό και ρωμαϊκό Μεσαίωνα.
Πολλές θρησκείες, περισσότερες πολιτικές
Αλλού παρακμάζει, αλλού αναγεννιέται, κάπου επιστρέφει δυναμικά και συχνά αλλάζει. Η θρησκεία παραμένει σημαντικός παράγων διαμόρφωσης του παγκοσμίου πολιτισμού και άμεσης ή έμμεσης επιρροής στην πολιτική, την ηθική, τα κοινωνικά πρότυπα και το δημόσιο και ιδιωτικό βίο δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Η κατανόηση και η μελέτη της δεν ωφελούν μόνο στην ερμηνεία και εμπέδωση θρησκευτικών ή θρησκειογενών καταστάσεων: ακόμη και εκεί που η πίστη μοιάζει άσχετη με το θέμα (όπως η γεννητικότητα, η οικονομική ελευθερία και ο πόλεμος), το υπόστρωμα των κοινωνικών αντιλήψεων και συνθηκών σχεδόν πάντοτε είναι θρησκευτικό ή με έντονη θρησκευτική χροιά.
Από το πολυθρησκευτικό Λονδίνο και την έντονα κοσμική Σουηδία ως την βαθιά πιστή Νότιο Ιταλία και την θεοκρατική Σαουδική Αραβία, οι θρησκευτικές διδασκαλίες -ή ο αποϊεροποιημένος απόχηος τους που έχει ενσωματωθεί ασυνείδητα στη συλλογική ηθική και ταυτότητα- ερμηνεύουν πάρα πολλά κοινωνικά φαινόμενα και την αντίδραση σε αυτά.
Η σχέση του ιερού και του κοσμικού, της Εκκλησίας και του ιερατείου της με το κράτος και τη διαχείριση των εγκοσμίων, διαφέρει πολύ από χώρα σε χώρα. Η θρησκευτική ιστορία κάθε χώρας, η θεολογία της επικρατούσας πίστης και η συμπαράταξη ή αντίθεση προς αυτήν εξηγούν σε μεγάλο βαθμό το νομικό και πολιτικό καθεστώς Εκκλησίας και κράτους εκεί. Το πώς εμπλέκεται ο πιστός με την κοινωνία αλλά και με ποιον τρόπο το οργανωμένο θρησκευτικό σώμα ταυτίζεται, διαχωρίζεται ή αντιτίθεται προς τις εξουσιαστικές αρχές του τόπου δεν αποτέλεσε απλά θέμα συζήτησης φιλοσόφων και διανοητών, αλλά και ζήτημα θεολογικού αναστοχασμού και ερμηνείας των ιερών κειμένων για γενιές πιστών.
Ισραήλ, Χριστός και Ρώμη
Στην Παλαιά Διαθήκη, αρχικώς ο Θεός επικοινωνεί απευθείας με τον λαό του. Μετά τον Μωυσή και τον Ααρών δημιουργείται συγκροτημένο ιερατείο αλλά όχι μόνιμη βασιλεία με τη μορφή που είχαν τα περισσότερα έθνη: ο Θεός και οι ιερείς και προφήτες του υποδεικνύουν Κριτές που οδηγούν το Ισραήλ στη μάχη και την πολιτική συγκρότηση του απέναντι στα Έθνη. Ο Θεός εξουσιοδοτεί τον προφήτη Σαμουήλ να χρίσει βασιλέα το Σαούλ ύστερα από σφοδρή λαϊκή απαίτηση, προειδοποιεί όμως για τα δεινά της απολύτου εξουσίας. Το Σαούλ ακολουθούν οι προφητάνακτες Δαβίδ και Σολομών. Ύστερα το Ισραήλ διασπάται σε δύο αντιμαχόμενα βασίλεια, ακολουθεί η υποταγή σε Ασσυρίους και Βαβυλωνίους, η αιχμαλωσία και η επιστροφή στη Γη της Επαγγελίας επί Περσών και βασιλέως Κύρου. Ποτέ ξανά δεν θα εγκαθιδρυόταν θρησκευτικό εβραϊκό κράτος.
Το εάν οι Εβραίοι έπρεπε να υπακούουν ή όχι στην εξουσία των κατακτητών τους προκάλεσε μεγάλες διαμάχες. Όπως γνωρίζουμε και από την Καινή Διαθήκη, το Μέγα Συνέδριο των αρχιερέων είχε κάποιες κοσμικές εξουσίες, όμως οι Εβραίοι όφειλαν υπακοή στον καίσαρα και τη στρατιωτική και φοροσυλλεκτική εξουσία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Ιησούς Χριστός στη διδασκαλία του έθεσε το πρωτείο της μεταφυσικής ζωής απέναντι στα κοσμικά πράγματα, κηρύσσοντας ότι η Βασιλεία του δεν είναι «του κόσμου τούτου». Φυσικά ο Ιησούς Χριστός ως Υιός του Θεού και Θεός κατέχει κάθε εξουσία και σε αυτόν υπόκεινται τα πάντα, μπροστά του «παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων». Συγκεντρώνει την αρχιερατική, την προφητική και τη βασιλική ιδιότητα, καθώς είναι «κύριος κυρίων» και «βασιλεύς βασιλέων», όμως δε ζητά ούτε ασκεί ποτέ κοσμική εξουσία. Διδάσκει στο λαό να πληρώνει τους φόρους του αποδίδοντας «τα του καίσαρος τω καισάρει» και παρ’ ότι μπαίνει στα Ιεροσόλυμα με συμβολισμό παραπέμποντα στη δαβιδική βασιλεία, δεν υπερασπίζεται κάτι τέτοιο ενώπιον του Πιλάτου. Παραδίδεται στις εβραϊκές και ύστερα ρωμαϊκές αρχές, δικάζεται, καταδικάζεται και εκτελείται. Αργότερα, ο απόστολος Πέτρος παρακινεί τους χριστιανούς: «τον Θεόν φοβείσθε, τον βασιλέα τιμάτε». Ο δε Παύλος ζητά υποταγή στους νόμους και το κράτος, καθώς «αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού ταγμέναι εισίν».
Όμως η υπακοή στο Θεό είναι σημαντικότερη. Όταν ουράνιες και εγκόσμιες επιταγές συγκρούονται, ο πιστός οφείλει να ακολουθήσει τις πρώτες με κάθε κόστος. Η άρνηση θυσίας στο θεοποιημένο αυτοκράτορα (κριτήριο πολιτικής νομιμοφροσύνης) οδήγησε χιλιάδες χριστιανούς στο μαρτύριο. Για την ενίσχυση των δοκιμαζομένων χριστιανών και την έμφαση της ανωτερότητας του Χριστού από κάθε κοσμική αρχή, η Αποκάλυψη του Ιωάννου δίνει μεγάλη έμφαση στις βασιλικές και εξουσιαστικές ιδιότητες του Χριστού. Ενώ τα Ευαγγέλια διαλαλούν την ταπεινότητα και υποταγή του Θεανθρώπου, ο συγγραφέας της Πάτμου κηρύσσει ένα Χριστό παντοδύναμο και οργισμένο. Μετά τις δοκιμασίες της Γης και τα ανοσιουργήματα του Θηρίου (απεικόνιση του Ρωμαίου καίσαρος) και της Βαβυλώνος (απεικόνιση της παγανιστικής Ρώμης), ο Χριστός κατέρχεται με βασιλική περιβολή σε λευκό ίππο, με δίκοπο ξίφος να βγαίνει από το στόμα του και ουράνια στρατεύματα να ακολουθούν, για να συντρίψει τις αντίθεες δυνάμεις και τους υποστηρικτές τους (κεφ. 19).
Η Εκκλησία στην εκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία
Με την άρση των διωγμών από το Μέγα Κωνσταντίνο, η ως τότε διωκόμενη Εκκλησία μπαίνει σε ένα νέο κεφάλαιο του βίου της. Θέλοντας να αξιοποιήσει το Χριστιανισμό για να αποκαταστήσει την κοινωνική συνοχή της αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος συγκαλεί και προεδρεύει της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας. Τα αποτελέσματα των θεολογικών ερίδων πλέον απασχολούν τα ανάκτορα και η ανάπτυξη αιρέσεων γίνεται από πρόβλημα μεταφυσικής αληθείας και εκκλησιαστικής αρμονίας, ζήτημα κρατικής σταθερότητας και πατάσσεται από την κοσμική έννομη τάξη. Ο Θεοδόσιος θα καταστήσει τον ορθόδοξο Χριστιανισμό της Νικαίας επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Οι θρησκευτικές διδασκαλίες γίνονται νόμος, οι αμαρτίες εγκλήματα, ενώ κοινωνικές συμβάσεις αιώνων αλλάζουν.
Στην παγανιστική εποχή, ο καίσαρας ήταν ταυτόχρονα μέγιστος αρχιερεύς, pontifex maximus των Εθνικών. Στη νέα, εκχριστιανισμένη εποχή του ρωμαϊκού imperium θρησκεία και βασιλεία διαπλέκονται, δημιουργώντας μία άβολη ισορροπία. Καθώς η Αιώνια Πόλη υποτάσσεται στους βαρβάρους και η εσπερινή πτέρυγα της αυτοκρατορίας καταλύεται, η Ανατολική και η Δυτική Εκκλησία θα αναπτύξουν διαφορετικές θεωρίες. Βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο είναι το πολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου αναπτύσσονται: τα τέσσερα πατριαρχεία της Ανατολής (Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ), δρούσαν εντός των ορίων της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του διοικητικού, νομικού και εξουσιαστικού συστήματος της. Η Κωνσταντινούπολη και όλη η αυτοκρατορία θεωρήθηκαν θεοφρούρητες και η ύπαρξη τους ακατάλυτη-μόνο στους εσχάτους καιρούς ο Αντίχριστος θα τις συνέτριβε, πριν έλθει η συντέλεια του κόσμου. Η επισκοπή Ρώμης από την άλλη βρέθηκε αιχμάλωτη βαρβάρων, με τα εδάφη της ποιμαντικής της δικαιοδοσίας να νέμονται αιρετικοί και παγανιστές ηγεμόνες. Αυτονόητο ήταν να δοθούν διαφορετικές απαντήσεις στο ερώτημα «ποια είναι η σχέση βασιλείας και Εκκλησίας; Ποιά υπερέχει και ποια υποτάσσεται;».
Η Ανατολική Εκκλησία αναπτύσσεται υπό βασιλική προστασία
Στην Ανατολή, λόγω της επάρκειας της αυτοκρατορικής διοίκησης, η Εκκλησία δε χρειάστηκε να εμπλακεί πολύ σε κοσμικά ζητήματα. Ασχολείτο με τις πνευματικές ανάγκες του λαού και παρείχε μέρος μόνον της εκπαίδευσης (σε μεγάλο βαθμό θρησκευτική κατήχηση με στοιχεία κλασσικής παιδείας) και της κοινωνικής προνοίας. Μόνο ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου είχε διοικητικές αρμοδιότητες, που δικαιολογούσαν τη χρήση αυτοκρατορικών συμβόλων (σκήπτρο, πορφύρα). Ο βασιλεύς από την άλλη ήταν η αδιαμφισβήτητη κεφαλή κάθε πτυχής του ανατολικορωμαϊκού imperium. Είχε την υψηλή αποστολή να υπερασπίζεται την Εκκλησία από βαρβάρους και αιρετικούς και να παίρνει πρωτοβουλίες για την εξασφάλιση των συμφερόντων της. Η αίρεση θεωρείτο έγκλημα καθοσιώσεως και διωκόταν από τις κρατικές αρχές, αν και εν τοις πράγμασι μόνο δόγματα συνδεδεμένα με περιφερειακές αποσχιστικές κινήσεις (π.χ. Παυλικιανοί) ή φέροντα ανατρεπτική κοινωνική διδασκαλία (π.χ. Βογόμιλοι) δέχθηκαν συστηματικές επιθέσεις.
Παρ’ ό,τι δεν ήταν ιερέας ή θείο πρόσωπο με τη στενή έννοια, όπως ο αρχαίος Ρωμαίος προκάτοχος του ή ο Αιγύπτιος Φαραώ, ο βασιλεύς θεωρείτο ισαπόστολος και τοποτηρητής του Θεού στη Γη, με την τάξη πραγμάτων της αυτοκρατορίας να αντανακλά αυτήν της Βασιλείας των Ουρανών. Στις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις εμφανιζόταν με φωτοστέφανο να ευλογείται από το Χριστό ή τη Θεοτόκο. Παρά την αρμοδιότητα να συγκαλούν οικουμενικές συνόδους και τη δυνατότητα να ελέγχουν παρασκηνιακά την εκλογή πατριαρχών και παπών, όποτε οι αυτοκράτορες προσπάθησαν να αλλάξουν την πίστη γνώρισαν οικτρές αποτυχίες (Μονοθελητισμός, Εικονομαχία, Ενωτισμός). Ο δεσμός Εκκλησίας και ευσεβούς λαού ήταν πολύ βαθύς και ισχυρός για να υποταγεί στις πολιτικές αναγκαιότητες του κράτους ή τις θεολογικές ανησυχίες του μονάρχη. Η ιδεατή σχέση κράτους και κλήρου περιγραφόταν με τον όρο «συναλληλία»: δύο δομές ενωμένες και σε μόνιμη συνεργασία για την πρόοδο αμφοτέρων, αλλά με διαφορετικούς ρόλους. Όπως έγραφε ο πατριάρχης Φώτιος, αποστολή του αυτοκράτορος είναι η σωτηρία των σωμάτων και της Εκκλησίας η σωτηρία των ψυχών. Αλλά όπως πάντοτε συμβαίνει με τα ιδεατά πράγματα, η αρχή αυτή δεν έβρισκε πάντα εφαρμογή. Ισχυροί αυτοκράτορες άλλαζαν πατριάρχες κατά το δοκούν παρακάμπτοντας το κανονικό δίκαιο, ενώ φιλόδοξοι πατριάρχες επωφελούντο της απειρίας ή μωρίας ορισμένων βασιλέων για να κινούν τα νήματα της πολιτικής.
Ο Αυγουστίνος οικοδομεί το δυτικό παράδειγμα
Η πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αποτέλεσε όχι απλά το βίαιο τέλος μίας εξουσιαστικής οντότητας, αλλά την κατάρρευση ενός αιωνοβίου κοσμοσυστήματος με τεράστια αίγλη και πολιτιστική σημασία. Με τις βαρβαρικές επιδρομές να προκαλούν, εκτός από τον θάνατο και άλλα δεινά στον πληθυσμό, πολιτικό κατακερματισμό και κοινωνικό χάος, ένα αίσθημα απελπισίας και τρόμου κατέλαβε τον πιστό λαό. Το τέλος του imperium σκόρπισε μεταφυσικό πανικό-αφού η Αιώνια Πόλη και η πανίσχυρη βασιλεία της έπεσαν και όλη η Οικουμένη έχει κατακλυστεί από ασεβείς, αιρετικούς και ειδωλολάτρες βαρβάρους, η ημέρα της κρίσεως πλησιάζει.
Την αντίληψη αυτή ήλθε να ανατρέψει ο Άγιος Αυγουστίνος, επίσκοπος Ιππώνος και από τις βασικότερες μορφές του χριστιανικού πνεύματος και της δυτικής φιλοσοφίας. Ο Αυγουστίνος, προσπαθώντας να διαλύσει τους αποκαλυπτικούς φόβους και να κάνει τους χριστιανούς να ξεχωρίσουν τη μοίρα της Εκκλησίας από αυτήν της αυτοκρατορίας, έγραψε το μνημειώδες έργω De Civitate Dei, «Περί της Πολιτείας του Θεού». Αφού ασκήσει κριτική στην αρχαία θρησκεία και φιλοσοφία, χωρίζει την ύπαρξη σε δύο πολιτείες, δύο τάξεις πραγμάτων. Η Πολιτεία των Ανθρώπων αποτελείται από τις ανθρώπινες κοινωνίες, τα κράτη, τα βασίλεια και τους ανθρώπους που ασχολούνται κατά κύριο λόγο με τα εγκόσμια. Το εξουσιαστικό κράτος, όπως η εργασία, ο θάνατος και η δουλεία, είναι συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος και της πτώσης των πρωτοπλάστων, συνεπώς εκτός του αρχικού σχεδίου του Θεού. Η Πολιτεία του Θεού από την άλλη είναι η Εκκλησία (μαζί με το προχριστιανικό Ισραήλ) και οι πιστοί που μεριμνούν κατά προτεραιότητα για την ψυχή τους. Ο Αυγουστίνος τονίζει τις ευαγγελικές διδαχές πως ο άνθρωπος είναι στη Γη περαστικός και εξόριστος και αληθινή σημασία έχει μόνο η Ουράνια Πατρίδα, η Νέα Ιερουσαλήμ. Η θεία πρόνοια ορίζει την ιστορία των ανθρώπων στα πλαίσια της οικονομίας της σωτηρίας. Οι κοσμικές κυβερνήσεις που ασπάζονται την πίστη της Εκκλησίας μετέχουν επίσης στην Πολιτεία του Θεού και με την καθοδήγηση της οφείλουν να αντιπαλεύουν και να μάχονται τις αιρετικές και ειδωλολατρικές, εκείνες δηλαδή που άγει η δύναμη και η πλάνη του Διαβόλου. Έχουν ακόμη καθήκον τη δικαιοσύνη: «αν λοιπόν λείψει η δικαιοσύνη, τι είναι τα βασίλεια παρά μεγάλες ληστείες; Γιατί τι άλλο είναι οι ληστείες, παρά μικρά βασίλεια;».
Το έργο του Αγίου Αυγουστίνου υπήρξε σημείο τομής ανατολικής και δυτικής θεολογίας για πολλούς περισσότερους λόγους από την πολιτική θεολογία της «Πολιτείας». Όμως το έργο υπήρξε το θεμελιώδες κείμενο (όπως αιώνες αργότερα το «Κεφάλαιο» του Μαρξ για τον κομμουνισμό και ο «Λεβιάθαν» του Χομπς για τον ρεαλισμό) αυτού που ονομάστηκε «πολιτικός αυγουστινισμός», της ιδεολογία της χριστιανικής ελέω Θεού βασιλείας. Οι βασιλείς που υπερασπίζονται την Εκκλησία και θέτουν στην κορυφή της πολιτικής τους την εξάπλωση και στερέωση της οικουμενικής πίστης επί των ασεβών τίθενται υπό τη σκέπη του Υψίστου. Η Νέα Ιερουσαλήμ από μεταϊστορική απεικόνιση της κοινωνίας των σεσωσμένων γίνεται εγκόσμια ordo rerum και ο Διάβολος από πνευματικός εχθρός και διαφθορέας προσωπικών συνειδήσεων, δύναμη πάνω στη Γη που προσωποποιείται πάνω σε αμαρτωλούς και αιρετικούς. Ο αόρατος πόλεμος του Ταξιάρχη Μιχαήλ με τον Δράκοντα (μαρτυρούμενος από τις γραφές και την ασκητική παράδοση) γίνεται εξαιρετικά ορατός και υλικός, και το οπλοστάσιο της Εκκλησίας «αναβαθμίζεται» από την προσευχή στο ξίφος.
Ο Χρήστος Γιανναράς φθάνει στο σημείο να ονομάσει την πολιτική σκέψη του Αυγουστίνου «θεοκρατικό ολοκληρωτισμό». Όμως η «Πολιτεία», με όλη τη ροπή της σε ερμηνείες θρησκευτικής απολυτότητας και διαρκείς αναζητήσεις εχθρών, έκανε ένα μεγάλο καλό στο Δυτικό πολιτισμό. Παρ’ ότι γράφθηκε στο μεταίχμιο μεταξύ Ύστερης Αρχαιότητας και Μεσαίωνα, έχοντας πίσω τις χιλιετίες παράδοσης ταύτισης του ηγεμόνα με τον ιερέα, κάνει μία συστηματική φιλοσοφική διάκριση των δύο. Η Πολιτεία του Θεού είναι κάτι το πλήρως διακριτό με αυτήν των Ανθρώπων και του Διαβόλου. Φυσικά στον αγώνα κατά του Διαβόλου και των συνεργών του το ευσεβές κράτος και η Εκκλησία ενώνονται, αλλά παραμένουν δύο δομές διακριτές. Αυτή η διάκριση έσωσε το χριστιανικό κόσμο από τη σύγχιση μεταξύ των δύο και υπήρξε η βάση για τις μεταρρυθμίσεις της νεώτερης εποχής.
Είναι άγνωστο το εάν ο ταπεινός, ασκητικός και φιλόπτωχος επίσκοπος είχε φανταστεί το πώς θα ερμηνεύονταν και θα πραγματώνονταν τα συμπεράσματα του. Πάντως πολύ γρήγορα η Έδρα του Αγίου Πέτρου αλλά και μία νέα δυτική αυτοκρατορία θα τα αξιοποιούσαν, προς δυσάρεστη έκπληξη της Κωνσταντινουπόλεως.