Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Ο γεωπολιτικός πυρήνας του Βυζαντίου



Η αναλογία του πυρήνα στη γεωπολιτική διακρίνει τις περιφέρειες ενός κράτους σε περισσότερο και λιγότερο θεμελιώδεις για την ύπαρξή του. Ο πυρήνας μπορεί να καθορίζεται από τη γεωγραφική του θέση, όπως π.χ. επειδή εκεί βρίσκεται η πρωτεύουσα, επειδή ισαπέχει από τα σύνορα ή τις άλλες περιφέρειες. 

Μάριος Νοβακόπουλος

Ιστορικά, ο πυρήνας ενός κράτους συχνά ταυτίζεται με την περιοχή από όπου ξεκίνησε η δυναστεία ή η φυλετική ομάδα, η επέκταση της οποίας κατέληξε στη δημιουργία του. Μπορεί ακόμη να προστατεύεται φυσικά από εισβολές ή να παρέχει τους πόρους για την ανάπτυξη μεγάλου πληθυσμού. Κάποτε, από τον πυρήνα απορρέει και ο κυρίαρχος πολιτισμός του κράτους, καθώς με βάση την επικρατούσα εθνότητα εξαπλώνεται η γλώσσα και ο πολιτισμός στους υποτελείς.

Το υπόδειγμα αυτό βρίσκει την τελειότερη εφαρμογή στα κράτη – έθνη της δυτικής Ευρώπης. Έτσι, ο σχηματισμός της Γαλλίας ανάγεται στις πρώτες κατακτήσεις των Φράγκων επί της ρωμαϊκής βόρειας Γαλατίας. Στην Ισπανία αντίστοιχα, ανάμεσα στα μικρά χριστιανικά βασίλεια της βόρειας Ιβηρικής, η ένωση της Καστίλλης και του Λεόν κυριάρχησε στο κεντρικό οροπέδιο, όπου βρίσκονται το Τολέδο, παλαιά καθέδρα των Βησιγότθων, και η σημερινή πρωτεύουσα Μαδρίτη. [1]


Πηγή: Gewoffrey Parker, Γεωπολιτική


Συμβαίνει κάποτε ο πυρήνας να μετατοπίζεται.  Οι Οθωμανοί ξεκίνησαν από τη Βιθυνία, με έδρα την Προύσα, μετέφεραν την πρωτεύουσά τους στην Αδριανούπολη μόλις πέρασαν στην Ευρώπη, ενώ έπειτα από την άλωση του 1453 ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη.  Με την ήττα των Οθωμανών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Τούρκοι εθνικιστές έκαναν βάση τους την Άγκυρα. Μητρόπολη της μεσαιωνικής Ρωσίας ήταν το Κίεβο, μετά την καταστροφή του όμως από τους Μογγόλους αναδείχθηκε η Μόσχα. Θέλοντας να κάνει στροφή προς την Ευρώπη, ο Μέγας Πέτρος ίδρυσε την Αγία Πετρούπολη στον μυχό της Βαλτικής. Οι Μπολσεβίκοι, πολιορκούμενοι πανταχόθεν όπως οι κεμαλικοί, επέστρεψαν στην Μόσχα, με την κεντρική της θέση και την ασφαλή απόσταση από τα σύνορα.

Όπως γίνεται κατανοητό, στις περιπτώσεις που το έθνος ή γενικότερα η πολιτισμική ενότητα προϋπάρχει του νεωτερικού κράτους (όπως μεταξύ των Ελλήνων, φερ’ ειπείν),[2] ο ερμηνευτικό αυτό σχήμα συναντά κάποια όρια. Όμως η επισκόπηση των εδαφικών οντοτήτων ανά την ιστορία πράγματι δείχνει μία σχέση ανάμεσα στην αρχική βάση και στην επέκταση, καθώς και μία ιδιαίτερη σχέση κέντρου – περιφέρειας. Σε στρατηγικό επίπεδο, ο πυρήνας μπορεί να λειτουργεί ως το άτομον του κράτους, η μονάδα που δεν μπορεί να τμηθεί ή να καταληφθεί χωρίς να καταρρεύσει. Από την ισχύ του πυρήνα, τον πληθυσμό και τους πόρους του εξαρτάται η ένταση της κεντρομόλου δύναμης που έλκει τις περιφέρειες, πολιτικά, πολιτιστικά και οικονομικά, και η δυνατότητα εξουδετέρωσης φυγόκεντρων τάσεων.

Κεντρικά και περιφερειακά εδάφη

Θέτοντας κανείς το ερώτημα σχετικά με τον γεωπολιτικό πυρήνα του Βυζαντίου, προσκρούει πάνω στην ιστορική του ιδιαιτερότητα. Αυτό διότι η αυτοκρατορία δεν προέκυψε «παραδοσιακά», ως μία μικρότερη μονάδα που κατέλαβε και αφομοίωσε τους γύρω της. Ο Αυστριακός βυζαντινολόγος Johannes Koder παρατηρεί ότι «δεν θα βρούμε για παράδειγμα την επέκταση ενός αρχικά μικρού (λ.χ. φυλετικά οργανωμένου) οικιστικού κυττάρου εν μέσω φυσικών τοπίων, αλλά μια σταδιακή, εν μέρει μόνο συνειδητή, μεταμόρφωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας».[3] Το Βυζάντιο δεν είναι παρά η επιβίωση του ανατολικού μισού του ρωμαϊκού κράτους. Ξεκινά λοιπόν τον βίο του αψηφώντας τα σχήματα επέκτασης και συστολής, εξ αρχής έτοιμο, ώριμο και πάνοπλο, όπως η Αθηνά εκ της κεφαλής του Διός.[4]

Βάση για την πρώτη προσέγγιση του ζητήματος είναι το σχήμα που εισήγαγε ο Koder, στο σημαντικό έργο του, «Το Βυζάντιο ως χώρος». Γύρω από την Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη, εκτείνονταν τρεις χώροι ενδιαφέροντος, επί των οποίων δαπανάτο το μεγαλύτερο μέρος των προσπαθειών και των πόρων της αυτοκρατορίας. Κάθε χώρος είχε έναν πυρήνα, η κατοχή του οποίου ήταν συνθήκη επιβίωσης για την αυτοκρατορία. Πρώτον, η ανατολική Μεσόγειος θάλασσα με πυρήνα το Αιγαίο πέλαγος και την Προποντίδα, δεύτερον η χερσόνησος του Αίμου, με πυρήνα περίπου την σημερινή Ελλάδα και την ανατολική Θράκη, και τρίτον η Μικρά Ασία «και τα γειτονικά τμήματα της Αρμενίας, της Γεωργίας, της Μεσοποταμίας και του Λεβάντε στα ανατολικά», με πυρήνα την δυτική της περιφέρεια και τις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές της ακτές. Οι τρεις πυρήνες των περιφερειών αποτελούν, συνενωμένες, τον τελικό πυρήνα της αυτοκρατορίας.[5]


 Πηγή: Johannes Koder, Το Βυζάντιο ως χώρος


Το σχήμα αυτό έχει πολλά πλεονεκτήματα. Και γεωφυσικά μιλώντας, το Αιγαίο και τα Στενά όντως είναι η ενδιάμεση θάλασσα η οποία συνδέει την Μικρά Ασία με την Ελλάδα. Χωρίς την ασφαλή κατοχή τους, η Κωνσταντινούπολη όχι μόνο δεν μπορούσε να παίξει τον ρόλο του παγκοσμίου κέντρου διαμετακομιστικού εμπορίου, αλλά ούτε καν να είναι ασφαλής από πολιορκία. Ενθυμείται κανείς τις καταστροφικές συνέπειες που είχε η απώλεια της Κρήτης στους Άραβες. Ο Koder επικαλείται ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον παράθεμα από τον Βυζαντινό χρονογράφο Ιωάννη Σκυλίτζη, ο οποίος παρομοιάζει την Μικρά Ασία με την κεφαλή, την χερσόνησο του Αίμου με την ουρά και τα νησιά με την μέση του κράτους:

ἁλλὰ τῶν δύο ἠπείρων, Ἀσίας φαμὲν καὶ Εὐρώπης, ἐν θυμω κυρίου οἷον τινος κεφαλῆς καὶ οὑρᾶς, […] τέλος καὶ ταῖς ταλαιπώροις νήσοις, οἷον τινα μέσην, ἵν’ ὁλόσωμος εὔη ἡ πληγή.[6]

Ο ελλαδικός χώρος, μαζί με την Μακεδονία και την Θράκη, είναι η περιφέρεια στην οποία αποσυρόταν και αμυνόταν όποτε έχανε το σύνορο του Δούναβη και την βόρεια χερσόνησο του Αίμου, ειδικά σε καιρούς επέκτασης των Βουλγάρων. Η συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη λειτουργούσε ως στρατιωτικό οχυρό αλλά και εμπορική καρδιά της νοτιοανατολικής Ευρώπης – εξ ου ο διαχρονικός πόθος των Σλάβων για την κατάληψή της, έστω και εάν δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία άλλωστε ήταν και ο πομπός του βυζαντινού πολιτισμού και της Ορθοδοξίας, από όπου ξεκίνησαν οι ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος, και από όπου διαδόθηκε ο ησυχασμός. Όσον αφορά τη δυτική Μικρά Ασία, εκεί κράτησε η βυζαντινή άμυνα κατά των Τούρκων από τα τέλη του 11ου αιώνα μέχρι το δεύτερο τέταρτο του 14ου.

Αιγηίδα

Ο Koder χρησιμοποιεί μεμονωμένα μία πολύ σημαντική έννοια, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία για την γεωπολιτική και γεωοικονομία της περιοχής, και η λογική της οποίας (έστω και όταν δεν κατονομαζόταν) επηρέασε την διεθνή πολιτική τον 20ο αιώνα. Ο Γερμανός γεωγράφος και γεωλόγος Alfred Philippson (1864-1953) εισήγαγε τον όρο Αιγηίδα,[7] για να περιγράψει το ενιαίο σύνολο των χωρών που βρέχονται από το Αιγαίο, από την Ελλάδα μέχρι την δυτική Μικρά Ασία. Η περιοχή αυτή διαθέτει πολλά κοινά γεωφυσικά και κλιματολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία την ξεχωρίζουν από την υπόλοιπη χερσόνησο του Αίμου και το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ο όρος χρησιμοποιείται και σήμερα, για να περιγράψει την χερσαία μάζα η οποία κάλυπτε πριν χιλιάδες χρόνια την έκταση του σημερινού Αιγαίου πελάγους, υπολείμματα του καταποντισμού της οποίας είναι τα ελληνικά νησιά.

Η φυσική ενότητα της Αιγηίδος θεωρείται μεγάλης ιστορικής σημασίας, καθώς υπαινίσσεται την δυνατότητα ή και αναγκαιότητα συνολικού ελέγχου των δύο ακτών του Αιγαίου από μία δύναμη. Ο Γερμανός γεωπολιτικός Richard Hennig το 1928 καταδεικνύει το ενδιαφέρον της για τη βυζαντινή πραγματικότητα:

«Η υπερπόντια επέκταση στην απέναντι κειμένη ακτή αποτελεί θεματικό μοτίβο της πολιτικής όλων των ισχυρών κρατών, τα οποία εξασκούν την ναυσιπλοΐα. […] Ήδη από τις απαρχές της ιστορίας τους οι Έλληνες είχαν εδραιωθεί στην μικρασιατική ακτή. Ακόμη έως και την σύγχρονη περίοδο οι Έλληνες δεν έχουν εγκαταλείψει την επιδίωξή τους να ελέγξουν ολόκληρη την Αιγηίδα τουλάχιστον σε πολιτισμικό και οικονομικό επίπεδο, και ει δυνατόν σε πολιτικό επίπεδο, ώστε να την μετατρέψουν σε ίδια θάλασσα (mare nostro) ή, όπως έλεγαν ήδη στην αρχαιότητα, σε καθ’ ημάς θάλαττα. […] Προτού οι Τούρκοι εδραιωθούν στην περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως κατά τους χρόνους των Σταυροφοριών, η Αιγηίς ήταν ίδια θάλασσα (mare nostro) του ελληνικού (βυζαντινού) αυτοκρατορικού κράτους, το οποίο περιέβαλλε σε μία σχεδόν πλήρη κυκλική μορφή το Αιγαίο Πέλαγος στον νότο (Κρήτη), στην δύση (Ελλάς), στον βορρά (Βυζάντιο) και στην Ανατολή (Μικρά Ασία) με μία βορειοανατολική προεξοχή στην Σινώπη».[8]


Πηγή: Ιωάννης Ε. Κωτούλας, Ιστορία της ελληνικής γεωπολιτικής


Η αντιπαραβολή των χαρτών του Henning και του Koder παρουσιάζουν εντυπωσιακή ομοιότητα, αν και φαίνεται πως ο πρώτος επεκτείνει τον πυρήνα της βυζαντινής Αιγηίδος προς αρκετά βορειότερα, ενώ για τον δεύτερο συμπίπτει σχεδόν με τα βόρεια νεοελληνικά σύνορα. Για τον Henning, η έκταση αυτή συμπίπτει σχεδόν με το Βυζάντιο του ύστερου 12ου αιώνα, την εποχή των Αγγέλων, με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους στα βόρεια και τους Σελτζούκους Τούρκους στα ανατολικά.

Σε μακροσκοπική γεωπολιτική κλίμακα, το Βυζάντιο αποτελούσε την ρωμαϊκή αυτοκρατορία του ελληνιστικού, ανατολικού χριστιανικού κόσμου, όπως οι Φράγκοι και οι Γερμανοί θέλησαν να δημιουργήσουν το αντίστοιχο στην δύση τον 9-10ο αιώνα, και οι Ρώσοι στον βορρά μετά την άλωση του 1453. Το ενδιαφέρον των ερευνητών σε αυτές τις έννοιες προέρχεται από τη διαπίστωση της αδυναμίας δημιουργίας ενός κράτους – πολιτισμού ή πρωτο-παγκόσμιου κράτους, το οποίο να συσπειρώσει όλες τις περιφερειακές δυνάμεις σε μία σχετικά μόνιμη ενότητα, όπως συνέβη στην Κίνα, την Ινδία και την Περσία. Μετά την πτώση της Ρώμης λοιπόν αναγνωρίζονται δύο περιοχές πυρήνες, στον Βόσπορο και τον Ρήνο. Στην δεύτερη περίπτωση τα συνενωτικά εγχειρήματα υπήρξαν εφήμερα και υπερνικήθηκαν από την ανάπτυξη ισχυρών εδαφικών κρατών, ενώ στην πρώτη η σλαβική μετανάστευση – εισβολή στα Βαλκάνια και η αραβο-τουρκική στην ανατολή οδήγησε το Βυζάντιο σε «πνιγμό».

Μερικές παρατηρήσεις

Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει την κορυφαία θέση της θεοφρούρητης, οχυρής και μεγαλοπρεπούς Κωνσταντινούπολης στην κλίμακα της βυζαντινής ισχύος και μακροημέρευσης. Ούτε μπορεί να νοηθεί ο διαβιβαστικός ρόλος της Βασιλεύουσας χωρίς τις κλειστές της θάλασσας, τον Εύξεινο, την Προποντίδα και το Αιγαίο, ή τις χερσαίες οδούς που εξακτινώνονταν από την Αδριανούπολη και τη Νίκαια.  Το σχήμα του Johannes Koder παραμένει η πληρέστερη και ευστοχότερη προσπάθεια να βρεθεί το «γεωπολιτικό αρχέτυπο» του Βυζαντίου, το «οὐκ ἄνευ» της επικράτειάς του. Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν σκοπό έχουν την εμβάθυνση επί του θέματος και την λήψη υπ’ όψιν κάποιων δεδομένων, τα οποία μπορούν να δράσουν συμπληρωματικά στην κατανόηση της βυζαντινής γεωπολιτικής.

1. Η εικόνα της Αιγηίδας, με όλα της τα πλεονεκτήματα, παραβλέπει την σημασία του εσωτερικού της Μικράς Ασίας, αλλά και της χερσονήσου ως αδιαίρετου όλου. Όταν η χερσόνησος του Αίμου αποδιοργανωνόταν από επιδρομές και μεταναστεύσεις ή ήταν απλώς πολύ λίγο ανεπτυγμένη οικονομική, η Μικρά Ασία επωμιζόταν σχεδόν το σύνολο του αγώνα για επιβίωση, παρέχοντας τις σοδειές, τα χρήματα, τους άνδρες και τα όπλα. Εκεί βρίσκονταν οι μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις, τα περισσότερα και μεγαλύτερα θέματα, οι αχανείς γαιοκτησίες των αριστοκρατικών οικογενειών, οι σημαντικότερες πόλεις και τα εκκλησιαστικά κέντρα. Η Κωνσταντινούπολη, παρ’ ότι βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου, στην Θράκη, ήταν μάλλον περισσότερο συνδεδεμένη με την Ασία παρά με την Ευρώπη. Η Μικρά Ασία λειτουργούσε ως η ενδοχώρα της Κωνσταντινούπολης, ενώ η Βασιλεύουσα ήταν ένας «μικρασιατικός προμαχώνας» στην Ευρώπη.[9] Ο Διονύσιος Ζακυθηνός έλεγε πως «αν η Κωνσταντινούπολη ήταν η καρδιά της αυτοκρατορίας, η Μικρά Ασία ήταν οι πνεύμονες της».[10] Στην αρχή της μνημειώδους εργασίας του για την παρακμή του μικρασιατικού Ελληνισμού υπό την τουρκική κατάκτηση, ο Σπύρος Βρυώνης σημείωνε πως: «Όσο η Μικρά Ασία αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο παρέμεινε ισχυρό και είχε σχετική ευημερία. Μόλις όμως έπαψε να ελέγχει τη Μικρά Ασία, η αυτοκρατορία λίγο πια διέφερε από ένα ανίσχυρο πριγκηπάτο των Βαλκανίων που ανταγωνιζόταν Σέρβους και Βουλγάρους σχεδόν επί ίσοις όροις».[11]

2. Το πρόβλημα με την απομόνωση της δυτικής Μικράς Ασίας από την υπόλοιπη δεν έγκειται στην ίδια την διάκριση, η οποία έχει τεκμηριωθεί ως δόκιμη για λόγους γεωφυσικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς.[12] Όμως το ίδιο το φυσικό ανάγλυφο απαγόρευε στο Βυζάντιο να αναπτύξει σταθερά σύνορα μεταξύ δυτικής και κεντρικής Μικράς Ασίας. Από τη στιγμή που το εξωτερικό σύνορο του Ταύρου-Αντίταυρου και των βουνών της Αρμενίας παραβιαζόταν, όπως έγινε με τους Σελτζούκους Τούρκους το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, η βυζαντινή αντίσταση έγινε πολύ δύσκολη.[13] Αν και ο αναγνώστης μπορεί να έχει συνηθίσει την εικόνα μίας πολιτικά ενιαίας Μικράς Ασίας (όπως επί ρωμαϊκής, βυζαντινής, οθωμανικής και της σύγχρονης τουρκικής εποχής), το φυσικό της ανάγλυφο δεν προδιαθέτει σε κάτι τέτοιο. Πέρασε άλλωστε και μεγάλα τμήματα της ιστορίας της διασπασμένη, όπως τον καιρό πριν την περσική κατάκτηση, την εποχή των ελληνιστικών βασιλείων, καθώς και μεταξύ της μάχης του Μαντζικέρτ και της τελικής επιβολής των Οθωμανών. Για αυτό οι ανακτήσεις των Κομνηνών και των Λασκαριδών ήταν τόσο επισφαλείς, και για αυτό κατέρρευσαν κατά την βασιλεία των Αγγέλων και των Παλαιολόγων. Η ευρωπαϊκή πλευρά της Αιγηίδος έχει φυσικά όρια στον βορρά την Ροδόπη και τον Αίμο. Η ασιατική όμως έχει μόνο τις εύφορες κοιλάδες του Μαιάνδρου και του Έρμου, οι οποίες υποδέχονται ακώλυτα τον εξ ανατολών εισβολέα, πέρα από τις στέπες και τις ερήμους του φρυγικού οροπεδίου. Τις συνέπειες γνώρισαν πολύ καλά και οι Βυζαντινοί Έλληνες του ύστερου Μεσαίωνα, και οι σύγχρονοι Έλληνες το 1919-1922.[14]

3. Στην καρδιά της Αιγηίδος δεν βρίσκεται μία συμπαγής ηπειρωτική μάζα, αλλά το ανοικτό πέλαγος του Αιγαίου και τα νησιά του. Η θάλασσα δεν προσφέρει μόνο τη ναυσιπλοΐα και τις θαλάσσιες συγκοινωνίες, αλλά αποτελεί και κενό το οποίο δυσχεραίνει την συγκεντρωτική διοίκηση και την μεταφορά στρατευμάτων. Η μία πλευρά δεν μπορεί εύκολα να υποστηρίξει την άλλη. Και ένα η ενδοχώρα της Ελλάδος είναι μικρότερη, καθώς περνά την Πίνδο και καταλήγει στο Ιόνιο, η αντίστοιχη της Μικράς Ασίας είναι αχανής. Γράφοντας στην κρισιμότερη στιγμή της μικρασιατικής εκστρατείας, ο βυζαντινολόγος Κωνσταντίνος Άμαντος (1874-1960) επισήμανε τον διπλό ρόλο του Αιγαίου ως γέφυρας για την ελληνική εξάπλωση, αλλά και ως παράγοντα διάσπασης και διασκορπισμού των ελληνικών δυνάμεων, κάτι το οποίο ευνόησε τους κατακτητές και εισβολείς. Ο εξαναγκασμός σε διμέτωπο και τριμέτωπο αγώνα, τόνιζε, και μάλιστα με τα διαφορετικά μέτωπα να χωρίζονται από θάλασσα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξουθένωση και πτώση του Βυζαντίου.[15]

4. Βασική λειτουργία του πυρήνα είναι εκείνη της κεντρομόλου δύναμης, η οποία με τους πόρους της συγκεντρώνει την κρατική ισχύ και υποστηρίζει την επέκταση. Ο ελλαδικός χώρος και η δυτική Μικρά Ασία από μόνη της δεν μπορούσαν να αναλάβουν αυτό το καθήκον, το οποίο αντίθετα εκτελούσε με επιτυχία η ενιαία Μικρά Ασία από το Αιγαίο μέχρι τον Ταύρο.

Το «οὐκ ἄνευ» του Βυζαντίου ως μεγάλης δύναμης, ως πρωτο-παγκόσμιου κράτους του ανατολικού χριστιανισμού, κατά τη γνώμη του γράφοντος μοιάζει περισσότερο με έναν εδαφικό πυρήνα που θα περιλάμβανε την ευρύτερη Θράκη (ως το Νέστο και τον Αίμο), ως άμεση περιφέρεια της Κωνσταντινούπολης, και το όλον της Μικράς Ασίας μέχρι τις οροσειρές του Ταύρου – Αντίταυρου και τον Άνω Ευφράτη. Αν θα μας επιτρεπόταν μία ανθρωπομορφική αναλογία, από τις τόσο αγαπητές στους ερευνητές, θα μπορούσε να ειπωθεί πως πυρήνας και κορμός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν η Μικρά Ασία, μάτια και κεφαλή η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά και πνεύμονες οι δύο ακτές του Αιγαίου. Αλλά γνώμη του γράφοντος είναι πως ο πυρήνας της βυζαντινής ισχύος θύμιζε περισσότερα μία σύγχρονη Τουρκία δίχως τις πλέον ανατολικές, κουρδικές επαρχίες, παρά μία ιδεατή Ελλάδα της Μεγάλης Ιδέας ή ένα Βυζάντιο επί δυναστείας των Αγγέλων, σαν αυτό που εμμέσως απεικονίζουν οι χάρτες των Koder και Henning. Τούτο ακριβώς είναι και η διαχρονική τραγωδία της υστεροβυζαντινής και νεοελληνικής ιστορίας και γεωπολιτικής.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


[1] Geoffrey Parker, Γεωπολιτική: Παρελθόν, παρόν και μέλλον, Ροές, Αθήνα 2002, σελ. 172-176.
[2] Parker, σελ. 170-171.
[3] Johannes Koder, Το Βυζάντιο ως χώρος: Εισαγωγή στην ιστορική γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου στη Βυζαντινή Εποχή, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 18.
[4] Αν χρησιμοποιείτο η ίδια μέγεθος προς αναζήτηση του πυρήνα του με εκείνη των περισσότερο “παραδοσιακών” αυτοκρατοριών, τότε θα έπρεπε να επιλεγεί το Λάτιο, ή η… Μακεδονία – αν αναγνωριστεί στο Βυζάντιο η ιδιότητα ενός νεο-ελληνιστικού βασιλείου, στο γεωπολιτισμικό περιβάλλον της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου!
[5] Koder, σελ. 18-23.
[6] Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, έκδ. Ioannis Skylitzae Synopsis Historiarum (επ. J. Thurn), Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5, Series Berolinensis, De Gruyter, Βερολίνο 1973, Μιχαήλ ο Τραυλός, κεφ. 16, στ. 1-7 (σελ. 41).
[7] Ιωάννης Ε. Κωτούλας, Ιστορία της ελληνικής γεωπολιτικής: από τον 19ο αιώνα έως την συστημική γεωπολιτική ανάλυση, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2020, σελ. 204-205· Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Τα μυστήρια της Αιγηίδος: Το μικρασιατικό ζήτημα στην ελληνική πολιτική (1891-1922), Εστία, Αθήνα 2020, σελ. 194-196.
[8] Richard Hennig, Geopolitik: Die Lehre vom Staat als Lebewesen, B.G. Teubner, Λειψία 1928, σελ. 206-7 (στο: Κωτούλας, σελ. 684-687).
[9] Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2012, σελ. 81 κ.εξ.
[10] Σπύρος Βρυώνης – Νίκος Οικονομίδης, “Πρόλογος”, Η Βυζαντινή Μικρά Ασία (6ος-12ος αι.) (επ. Λαμπάκης, Σ.), Κέντρο για τη Μελέτη του Ελληνισμού «Σπύρος Βασίλειος Βρυώνης», Αρχαίος, Μεσαιωνικός, Νέος Ελληνισμός 27 / Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 6, Αθήνα 1998, σελ. 7.
[11] Σπύρος Βρυώνης, Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία του εξισλαμισμού 11ος έως 15ος αιώνας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2008, σελ. 14.
[12] Γλύκατζη-Αρβελέρ 84-85.
[13] Warren Treadgold, A History of the Byzantine state and society, Stanford University Press, 1997, σελ. 606. Αντιστρόφως, όταν η βυζαντινή προέλαση του 10-11ου αιώνος έφθασε ως την Αρμενία, τα προσκτηθέντα εδάφη πέραν του φυσικού συνόρου αποδείχθηκαν ευάλωτα. Γεώργιος Α. Λεβενιώτης, Η πολιτική κατάρρευση του Βυζαντίου στην Ανατολή: το ανατολικό σύνορο και η κεντρική Μικρά Ασία κατά το β' ήμισυ του 11ου αι., διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 588.
[14] Για την δυσκολία εύρεσης φυσικών ορίων διαίρεσης και αμυντικής κατοχύρωσης της δυτικής και κεντρικής Μικράς Ασίας, βλ. το σχετικό υπόμνημα 7 του Ιωάννη Μεταξά, αρχηγού τότε του γενικού επιτελείου, προς τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο στις 15 Ιανουαρίου 1915. Ιωάννης Μεταξάς, Προσωπικό ημερολόγιο (επ. Χ. Χρηστίδης), Εστία, Αθήνα 1962,  τ. Β’, σελ. 386-390.
[15] Κ. Άμαντος, «Το Αιγαίο και η γεωγραφική διάσπασις του Ελληνισμού», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος τ. 2, 1923, σελ. 344-352.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Πόσο ελληνική ήταν η βυζαντινή Μικρά Ασία; Εθνογραφική ανάλυση

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασια...