Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025

Προσαρμογή και ωρίμανση του μεσοβυζαντινού κράτους (602-843)



Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος

Η αυτοκρατορία της πρωτοβυζαντινής εποχής αποτελούσε την συνέχιση του κόσμου της ύστερης αρχαιότητας και της ρωμαϊκής ιδεολογίας, με νέα στοιχεία τον χριστιανισμό και την αυξημένη βαρύτητα του ελληνιστικού στοιχείου. Η αναζήτηση ενός σημείου τομής μεταξύ της αρχαίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του "μεσαιωνικού", ελληνιστικού – ελληνορωμαϊκού Βυζαντίου έχει σημασία ως το σημείο που ανιχνεύονται καίριες εσωτερικές και εξωτερικές αλλαγές, οι οποίες υποδεικνύουν τη δημιουργία μίας νέας κατάστασης. Ο 7ος αιώνας γενικά θεωρείται κρίσιμος από αυτήν την άποψη, αφού με τους Περσικούς πολέμους παλινορθώνεται για τελευταία φορά το status quo της αρχαίας Μέσης Ανατολής, αλλά και διαλύεται οριστικώς κάτω από τις θυελλώδεις κατακτήσεις των Αράβων, οι οποίοι οδήγησαν στην εξάλειψη της Σασσανιδικής Περσίας και τη σοβαρή συρρίκνωση του Βυζαντίου. Η σχετική παρακμή των πόλεων και του αστικού πολιτισμού, η σλαβική διείσδυση στην χερσόνησο του Αίμου, η στρατιωτικοποίηση της διοίκησης με το σύστημα των θεμάτων, η επικράτηση της ελληνικής γλώσσας και η εμφάνιση μίας αντίπαλης αυτοκρατορίας στην Δύση τεκμηριώνουν τη μετάβαση στην μέση, καθαυτή βυζαντινή περίοδο.

Στο επίπεδο του χώρου η αλλαγή είναι προφανής στην σοβαρότητά της. Η αραβική κατάκτηση της Αιγύπτου και της Συρίας μεταφράζεται σε πολύ μεγάλες οικονομικές και πληθυσμιακές απώλειες. Ένδοξα θρησκευτικά και πολιτιστικά κέντρα όπως η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Ιερουσαλήμ αποκόπηκαν από τον βυζαντινό κορμό, οι χριστιανικοί τους πληθυσμοί παρήκμασαν και η ελληνική γλώσσα σταδιακά έσβησε. Η απώλεια της βυζαντινής επιρροής στην Υπερκαυκασία και η μεταφορά της μουσουλμανικής πρωτεύουσας στην Δαμασκό της Συρίας τοποθέτησε την Μικρά Ασία στο στόχαστρο αδιάκοπων επιδρομών επί 300 σχεδόν χρόνια, έστω και εάν αυτές συνήθως δεν κατέληγαν σε μόνιμες κατακτήσεις εδαφών. Στη Μεσόγειο, η κατάληψη πρώτα της Κύπρου και της Ρόδου άνοιξε τον δρόμο των αραβικών στόλων προς την Κωνσταντινούπολη, ενώ η πτώση της Σικελίας και της Κρήτης τον 9ο αιώνα κλόνισε ακόμη περισσότερο την ασφάλεια των ακτών και των θαλάσσιων μεταφορών. Η πολυάνθρωπη σλαβική μετανάστευση από τον Δούναβη μέχρι την Πελοπόννησο απείλησε σοβαρά τον βυζαντινό πολιτικό έλεγχο και την επιβίωση του Ελληνισμού και του χριστιανισμού στην χερσόνησο του Αίμου, ενώ η συγκρότηση του παλαιοβουλγαρικού κράτους στον Κάτω Δούναβη δημιούργησε έναν πολύ επικίνδυνο στρατιωτικό αντίπαλο στα πρόθυρα της Θράκης και της Βασιλεύουσας, ο οποίος θα έμενε αγκάθι στο πλευρό της αυτοκρατορίας για αιώνες. Η αραβική κατάκτηση της Καρχηδόνος και η λογγοβαρδική και έπειτα φραγκική επικράτηση στην Ιταλία, μαζί με την ανεξαρτητοποίηση της παποσύνης και την πτώση των ιουστινιάνειων κτήσεων της Ισπανίας, έφερε το τέλος του Βυζαντίου ως ευρωπαϊκής και δυτικομεσογειακής δύναμης.

Οι μεγάλες ήττες του 7ου και του 8ου αιώνα όμως λειτούργησαν και ως μία διαδικασία ωρίμανσης της αυτοκρατορίας, η οποία κατά κάποιον τρόπο απέκτησε μεγαλύτερη συνοχή και ευστάθεια. Η απώλεια των ανατολικών επαρχιών έφερε και την οριστική λήξη των χριστολογικών θρησκευτικών ερίδων με τις εκκλησίες της Συρίας και της Αιγύπτου, οι οποίες τόσο είχαν συνταράξει το Βυζάντιο μέχρι και τον καιρό του Ηρακλείου. Επιτεύχθηκε ακόμη και μεγαλύτερη εθνοπολιτισμική ομοιογένεια, καθώς απέμεινε ο ελλαδικός χώρος (στον οποίο οι Σλάβοι μέτοικοι αφομοιώθηκαν απολύτως)  και η πλήρως σχεδόν εξελληνισμένη Μικρά Ασία. Η κατάρρευση των δυτικών ανακτήσεων ανάγκασε το Βυζάντιο να προσανατολίσει τις στρατιωτικές του προσπάθειες και την διοχέτευση των πόρων του στην υπεράσπιση των απολύτως ζωτικών συμφερόντων του στο ανατολικό μέτωπο, τη χειμαζόμενη Μικρά Ασία, και δευτερευόντως στην χερσόνησο του Αίμου. Η Μικρά Ασία ειδικά αποτέλεσε το μέγα και σχεδόν μόνο στήριγμα της αυτοκρατορίας στις δυσκολότερες στιγμές των λεγόμενων «βυζαντινών σκοτεινών χρόνων», με την οικονομική, διατροφική και στρατολογική της βάση. Η ίδια η αυτοκρατορική ιδεολογία έκανε στροφή σε μία περισσότερη εθνική και λιγότερο οικουμενική κατεύθυνση, και μία νέα ρωμαϊκότητα προσανατολισμένη στην ανατολή και τον Ελληνισμό. Η παλαιά Ρώμη έχασε την λάμψη της στη βυζαντινή θύμηση και η λατινική γλώσσα όχι μόνο ξεχάσθηκε, αλλά θεωρήθηκε ως και βαρβαρική. Το κίνημα της Εικονομαχίας, το οποίο εγκαινίασαν οι μεγάλοι Ίσαυροι αυτοκράτορες του 8ου αιώνα, άσχετα από το πώς αξιολογεί κανείς τα θρησκευτικά και πολιτικά αίτια που του αποδίδουν οι ερευνητές, δηλώνει μία κίνηση εσωστρέφειας και προσπάθειας αναπροσανατολισμού της ταυτότητας και του πνευματικού – κοινωνικού χαρακτήρα του Βυζαντίου, κάτι σύνηθες σε έναν συλλογικό οργανισμό ύστερα από κρίση.

Στο νέο βυζαντινό Μεσαίωνα διακρίνονται δύο χώροι, προϋποθέσεις για την εδαφική σταθερότητας και επιβίωσης του κράτους. Το πρώτο ήταν η φυσική μεθόριος της Μικράς Ασίας, η οροσειρά του Ταύρου – Αντίταυρου. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα βουνά αυτά είναι το μοναδικό φυσικό όριο μέχρι το Αιγαίο, και ακριβώς λόγω της τραχύτητας του εδάφους και την ύπαρξη συγκεκριμένων περασμάτων τα οποία μπορούσαν να φυλαχθούν, οι Βυζαντινοί μπόρεσαν να στηριχτούν εκεί για την άμυνά τους. Προσέφερε ένα μέτωπο πολύ πιο περιορισμένο σε έκταση και βασισμένο σε σαφείς γεωφυσικές αντηρίδες, αντίθετα με τα προηγούμενα σύνορα, που έφθαναν από την Ερυθρά θάλασσα ως τον Καύκασο και μεγάλο μέρος τους βρισκόταν στην έρημο ή πεδιάδες. Η αυτοκρατορία βέβαια δεν είχε τη δυνατότητα να διεξάγει γραμμική άμυνα πάνω στη μεθόριο, και δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει τις συρρικνωμένες στρατιωτικές της εφεδρείες σε αποφασιστικές μάχες. Ο βυζαντινός στρατός διανεμήθηκε στο σύνολο της Μικράς Ασίας (θέματα, κλεισούρες) και διεξήγαγε άμυνα σε βάθος, επιτρέποντας την διέλευση των Αράβων επιδρομέων και προτιμώντας να τους παρενοχλεί και να τους κτυπά ειδικά στην επιστροφή τους, όταν επιβραδύνονταν από τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους και διέρχονταν από στενά περάσματα. Το σύστημα αυτό είχε ως τίμημα τη συνεχή καταστροφή της μικρασιατικής υπαίθρου, ενώ και οχυρωμένες πόλεις όπως η Καισάρεια και το Αμόριο δεν απέφυγαν την άλωση. Όμως υπήρξε αρκετά επιτυχημένο ώστε να διατηρηθεί ο βυζαντινός έλεγχος επί της χερσονήσου, μέχρι να ξεκινήσει η αντεπίθεση το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα.

Δεύτερος χώρος ήταν ο οριζόντιος άξονας της χερσονήσου του Αίμου, συγκεκριμένα η συγκοινωνιακή αρτηρία της Εγνατίας οδού. Οι καταστροφικές αβαρικές επιδρομές και η σλαβική κάθοδος οδήγησαν στην οριστική έκλειψη των ελληνικών και λατινικών πληθυσμών από τη βόρεια χερσόνησο, ενώ διέκοψαν τη βυζαντινή κυριαρχία επί της Εγνατίας και απείλησαν πολλές φορές την Θεσσαλονίκη. Με συνεχείς εκστρατείες η αυτοκρατορία μπόρεσε να τιθασεύσει τις νοτιότερες σλαβικές φυλές, να επεκτείνει το στρατιωτικό – διοικητικό δίκτυο των θεμάτων, αφομοίωσε δε τους ξένους με τη βοήθεια της Εκκλησίας. Τα θέματα Θεσσαλονικης, Στρυμώνα και Μακεδονίας (Αδριανούπολη) επανέφεραν τις βυζαντινές γραμμές επικοινωνίας και τον έλεγχο του ελλαδικού χώρου, όσο και εάν παραβιάζονταν από επιδρομές. Το Βυζάντιο προσπάθησε να σταθεροποιήσει την επικράτειά του στα βουνά της σημερινής Αλβανίας και της Μακεδονίας, μέχρι την Ροδόπη και τον Αίμο στη βόρεια Θράκη (σημερινή νότια Βουλγαρία, Ανατολική Ρωμυλία) και τα λιμάνια του δυτικού Εύξεινου Πόντου. Και πάλι ο γεωφυσικός παράγοντας επιστρατευόταν για να αντικαταστήσει το χαμένο σύνορο του Δούναβη. Με οχυρωματικά έργα και εποικισμούς ανατολικών πληθυσμών, η αυτοκρατορία προσπάθησε να εξασφαλίσει την Θράκη και να κλείσει το δρόμο των Βουλγάρων προς την Κωνσταντινούπολη. Τα φυσικά εμπόδια όμως λειτουργούσαν αμφίδρομα. Όποτε οι Βυζαντινοί εκστράτευαν προς την Βουλγαρία, αντιμετώπιζαν θανάσιμο κίνδυνο περνώντας τις δασωμένες, απόκρημνες διαβάσεις του Αίμου, και υπέστησαν πολλές δεινές ήττες.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Πόσο ελληνική ήταν η βυζαντινή Μικρά Ασία; Εθνογραφική ανάλυση

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασια...