Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Γιώργος Θεοτοκάς: Η καταστροφή της Νέας Υόρκης



Από το μυθιστόρημα του Γιώργου Θεοτοκά, Οι Καμπάνες, το οποίο εκδόθηκε το 1970, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του.

"...προχωρούσα στον 506 δρόμο και πλησίαζα ολοένα το Rockefeller Center. Ο ουρανός είταν αίθριος. Αισθανότανε κανείς, στην ατμόσφαιρα, μια γλύκα. Ναι, όσο κι αν φανεί παράξενο το πράμα, υπάρχουν ώρες όπου η συνταραχτική, η αδυσώπητη αυτή πολιτεία γλυκαίνει, θα έλεγες πως οι άνθρωποι δε βιαζόντανε, δε λαχανιάζανε πια, είχανε χάσει την ψυχρή, τη μετάλλινη αδιαφορία τους για το συνάνθρωπο και κοιταζόντανε με επιείκεια και αγαθότητα. Μπορεί, την ώρα εκείνη, αν κάποιος έπεφτε αναίσθητος, να μην προσπερνούσανε βιαστικοί, αλλά να στεκότανε να τον φροντίσουν. 

Προχωρούσα αργά, έκανα ουρά στις διαβάσεις, περιμένοντας το πράσινο φως, ζύγωνα αφαιρεμένος το περιώνυμο συγκρότημα των δέκα πέντε κτιρίων, που οι μεγαλόστομοι Αμερικανοί χρονικογράφοι το παρουσιάζουν ως την απόκριση του 20ου αιώνα στα εφτά θαύματα του Αρχαίου κόσμου. Τους συγχωρεί όμως κανείς αυτήν την ανώδυνη υπεροψία τους γιατί, πράγματι, το κολοσσιαίο αυτό κατασκεύασμα - κολοσσιαίο προς τα ουράνια, ολάκερη πολιτεία πιεσμένη και ξετιναγμένη ανάμεσα στα σφιχτά τετράγωνα του νησιού Μανχάτταν - αναδίνει κάποτε - ποιος θα το 'λεγε; -  ένα συναίσθημα μέτρου και αρμονίας. Ναι - δίκαιο είναι να τ' αναγνωρίζουμε - το μπετόν, το μέταλλο, το γυαλί, τα εβδομήντα πατώματα του κεντρικού ουρανοξύστη, όλη εκείνη η έκρηξη της συμπυκνωμένης δύναμης, η απολιθωμένη έκφραση της ακατάβλητης ορμής του βιομηχανικού μας πολιτισμού - σαν να σταμάτησε, έξαφνα, το μηχάνημα της κινηματογραφικής προβολής κι η ταινία έγινε μια στατική φωτογραφική εικόνα απάνω στην οθόνη, λόγου χάρη ένα άλογο που πηδά ένα φράχτη και βρίσκεται ακίνητα, με τα τέσσερα πόδια στον αέρα - η έκρηξη λοιπόν που λέγαμε φτάνει εκεί, ώρες-ώρες, σ' ένα αποτέλεσμα που έχεις τη διάθεση να το ονομάσεις ομορφιά. Ώρες-ώρες, να, καθώς εκείνο το γλυκό απόγευμα, με τον απαλά γαλάζιο ουρανό, με το ξεκούραστο φως, με τα αμέτρητα παράθυρα του τεράστιου κτιριακού συγκροτήματος, που άστραφταν από τις ανταύγειες του ηλιοβασιλέματος.

[...]

και τότε, εκεί, εμπρός στα μάτια μου, συνέβηκε ένα γεγονός που δεν το είχα φανταστεί ούτε ονειρευτεί ποτέ μου, κάτι που δεν ξέρω πως να το χαρακτηρίσω, γιατί είταν όλως διόλου απίθανο και - για να κυριολεκτήσω - αδιανόητο. Ο κεντρικός ουρανοξύστης του Rockefeller Center άρχισε να κουνιέται, στην αρχή αργά κι ελαφρότατα, στον ήχο της ξεκούραστης μελωδίας που γέμιζε την ατμόσφαιρα, ύστερα όμως πιο γοργά κι όλο πιο γοργά, με τρόπο που μ' έβαλε σε μεγάλη ανησυχία. Συλλογίστηκα πως ίσως να γινότανε σεισμός και στράφηκα να ρωτήσω τον άγνωστο σύντροφο του περιπάτου μου ποια είταν η εντύπωσή του, αλλά ο άθλιος είχε εξαφανιστεί. Την ώρα ακριβώς αυτή, την κρίσιμη, ο δόκτωρ Σνακ με είχε εγκαταλείψει, χωρίς καμιά έστω και τυπική, δικαιολογία. Το περίεργο είναι ότι μου έμεινε η υποψία - ή μάλλον η βεβαιότητα - πως κάπου εκεί κοντά βρισκότανε, παραμόνευε και παρατηρούσε. Δίχως να τον βλέπω, αισθανόμουν την παρουσία του, τη ματιά του απάνω, το αγαθό του χαμόγελο, που ίσως να είταν και ειρωνικό. 

Όχι, αυτό που συνέβαινε δεν είτανε σεισμός. Ο άσφαλτος είτανε στερεώτατος, ασάλευτος κάτω από τα πόδια μου. Στον αέρα γινότανε ό,τι γινότανε. Όλοι οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης κουνιόντανε. Φυσικά, από κει που βρισκόμουν δεν είτανε δυνατό να τους βλέπω όλους. Έβλεπα μονάχα μερικούς. Ωστόσο, είμουν σίγουρος πως κουνιόντανε όλοι, κανείς δε θα μπορούσε, την ώρα εκείνη, να με μεταπείσει. Τους ένιωθα ολοκάθαρα να κουνιούνται, σ' όλο, πέρα ως πέρα, το νησί Μανχάτταν - το Empire State Building με τα εκατό του πατώματα - εκατόν δύο για την ακρίβεια - το μυτερό σαν δόρυ Chrysler Building, η πελώρια, ορθωμένη πλάκα του Οργανισμού των Ενωμένων Εθνών, τα μεγαθήρια των Κάτω Πόλης, οι χαμένοι, ταπεινωμένοι ανάμεσα στους γίγαντες γοτθικοί πύργοι του καθεδιρκού ναού του Αγίου Πατρικίου, το κοσμοξάκουστο άγαλμα της Ελευθερίας, όλα κουνιόντανε ολοένα πιο γρήγορα κι έγερναν όλοι και πιο πολύ, από τη μια κι από την άλλη μεριά, με τρόπο που έλεγες ότι δε θα είτανε δυνατό ν' ανθέξουν σ' αυτή τη διαβολική κίνηση - δε γίνεται - θα σπάσουν, σε μια ορισμένη στιγμή, και θα γκρεμιστούν.

Και πράγματι, βάλθηκαν να γκρεμίζονται, ο ένας πίσω απ' τον άλλο, σαν να έσερνε ο ένας τον άλλο στην κατάρρευση. Χωρίς πάταγο όμως. Δε θυμούμαι να γινότανε καμιά φασαρία, καθώς θα είτανε φυσικό την ώρα που γκρεμιζόντανε τέτοιοι όγκοι υλικού, ολάκερα βουνά. Ούτε σκόνη καν δε σηκωνότανε. Οι ουρανοξύστες έπεφταν σαν χάρτινοι πύργοι και κανείς δε φανέρωνε καμιάν ανησυχία απέναντι σ' ένα τέτοιο θέαμα. Η Νέα Υόρκη γκρεμιζότανε και κανείς δεν έδινε στο γεγονός την παραμικρή σημασία.

(σελ. 49-52)





Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Πόσο ελληνική ήταν η βυζαντινή Μικρά Ασία; Εθνογραφική ανάλυση

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασια...