Αφού .…κάλπικα οράματα κι ελπίδες έχτισαν κάστρα φανταχτερά πάνω στην άμμο.
Κι έπεσαν στις πρώτες πλημμυρίδες, τίποτα πια δεν απέμεινε που να θυμίζει πως κάποτε μεσουρανούσαν.
Χάθηκαν του ήλιου οι αχτίδες κι έσβησαν τ’ άστρα στον θόλο τ’ ουρανού επάνω,
ψάχνοντας χαμένες Ατλαντίδες, σ’ άρρωστα βάθη οι ψυχές μας βουτούσαν.
Γέμισαν μώλωπες και κηλίδες, την άκρη ψάχνοντας, πάντοτε τριγυρνούσαν.
Σ’ άγονα μέρη, βραχονησίδες και μόνο με ξυλοκέρατα μάθαν να ζουν.
Βάζαν ακούσια παρωπίδες κι έτσι ποτέ δεν κατάλαβαν πως φορούσαν συρματοπλέγματα κι αλυσίδες.
Κι αν κάνουν πως ξεφεύγουν αιμορραγούν.
Μυρίζει θάνατο, η ζωή που μας προτείνουν, θάνατο, η αλήθεια νοθευμένη με το ψέμα.
Τ’ άσχημο όμορφα πια το ντύνουν.
Άδικα τόσο μελάνι που χύθηκε, άδικα τόσο αίμα.
Άταφο το σώμα μας αφήνουν, άταφο, στριφογυρίζουν τα όρνια στον αέρα.
Σάβανο θα βάλω στην ψυχή μου, όλα μου μοιάζουν να φτάνουν στο τέρμα.
Μα δεν κατεβάζουμε τις ασπίδες, τι κι αν μας έχουν κυκλώσει μες στην αρένα.
Τι κι αν φωνάζουν απ’ τις κερκίδες, ο νους μας βυθισμένος μες στην καρδιά.
Κι όταν κοπάσουν οι καταιγίδες, μαζεύουμε τα κομμάτια μας ένα ένα.
Και ανεβαίνουμε τις βαθμίδες, με βλέμμα καρφωμένο στον Γολγοθά.