Δείγμα από μείζονα ανέκδοτη μελέτη, "Έθνος και φύση στο έργο του Περικλή Γιαννόπουλου".
Μάριος Νοβακόπουλος
Ο Οδυσσέας Ελύτης, κατ’ εξοχήν εστέτ, εραστής της ομορφιάς της ζωής και της ελληνικής φύσης, του καλοκαιριού, του φωτός και σχεδόν ειδωλολάτρης του ήλιου, όφειλε πολλά στον Περικλή Γιαννόπουλο, του οποίου το αισθητικό πιστεύω υπήρξε βάση και θεμέλιο της ποιητικής του. Διατηρούσε πάντως κι εκείνος κάποιες επιφυλάξεις, με την προσδοκία πως το γονιμότερο μέρος του έργου του θα μπορούσε να προσαρμοστεί στις ανάγκες της εποχής και να καταστεί ωφέλιμο και δημιουργικό. Περιέγραψε ρητά τις πνευματικές του επιρροές την δεκαετία ‘30-’40, και το πόσο σημαντικός ήταν ο λόγος του Γιαννόπουλου:
«Τα βιβλία του Ίωνος Δραγούμη, ο Περικλής Γιαννόπουλος, που μερικοί - οι πιο προχωρημένοι - εθνικιστές συνάδελφοι μού είχαν υποδείξει, μοιάζανε περισσότερο με κοντινούς λόφους που μια ξαφνική πλημμύρα τους είχε μεταβάλει σε απομακρυσμένα και ακατοίκητα νησιά. Ήτανε σχήματα που δεν χωρούσανε στη σημερινή ζωή μας. Ή τουλάχιστον, έτσι πίστευα τότε. Ήταν πολύ νωρίς για να μπορέσω να ξεχωρίσω πίσω από το συγκεκριμένο πολιτικό σχήμα στον πρώτο, πίσω από την υπερβολή στον δεύτερο, το αιώνιο και υγιές μέρος που έκλειναν οι απόψεις τους και που μια εργασία "εκσυγχρονισμού", καμωμένη από έναν ευφυή και τολμηρό των δικών μας χρόνων ομοϊδεάτη, θα μπορούσε να το είχε φωτίσει διαφορετικά και να το αποκαταστήσει στη γονιμοποιό του δύναμη, Βέβαια, ερχόντανε και τότε στιγμές που το μήνυμά τους το βαθύτερο με άγγιζε και το έβρισκα ωραίο. Αλλά σα μια μακρινή μνήμη, σα μια νοσταλγία χαμένη πίσω από τα καινούρια λόγια και τις υποσχέσεις της γενεάς που ολοένα, με βήμα σταθερό, ανέβαινε». [1]
Το Αιγαίο είναι ο παράδεισος του Ελύτη, και το;yτο δεν φαίνεται μόνο σε εικόνες στα ποιήματά του, μα είναι συνειδητή συνένωση των αισθήσεων, της ιδεολογίας, της πατρίδας, του έρωτα, της φυσικής και ανθρώπινης ομορφιάς: «Θέλω νά πιστεύω —καί ή πίστη μου αυτή βγαίνει πάντοτε πρώτη στον αγώνα της μέ τη γνώση— οτι, όπως καί νά τό έξετάσουμε, ή πολυαιώνια παρουσία του ελληνισμού πάνω στά δώθε ή εκεΐθε του Αιγαίου χώματα έφτασε νά καθιερώσει μιαν ορθογραφία, όπου τό κάθε ωμέγα, τό κάθε ύψιλον, ή κάθε οξεία, ή κάθε ύπογεγραμμένη, δέν είναι παρά ένας κολπίσκος, μιά κατωφέρεια, μιά κάθετη βράχου πάνω σέ μιά καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί άμπελώνες, ύπέρθυρα έκκλησιών, άσπράκια ή κοκκινάκια, εδώ ή έκεϊ, από περιστεριώνες καί γλάστρες μέ γεράνια». [2]
Από τον Γιαννόπουλο, πρώτα απ’ όλα, προκύπτει έρωτας της Γενιάς του ’30 με τον χώρο του Αιγαίου, με την αισθητική του και τις ηθικές, ιστορικές, μεταφυσικές προεκτάσεις της; «Αν η Μεγάλη Ιδέα αντιπροσώπευε τη διεύρυνση του εθνικού χώρου και το 1922 σηματοδότησε τη γεωγραφική του συρρίκνωση, το Αιγαίο συμβολίζει την αισθητικοποίησή του, την υπέρβαση της ελληνικής καχεξίας και στενότητας με την ψευδαίσθηση μιας αισθητικής διεύρυνσης του χώρου μέσω της μυθολογίας του». [3]
Για τον Ελύτη, το Αιγαίο περικλείει μέσα του την ίδια τη σημασία και υπόσταση του ελληνικού λαού και του ελληνικού πολιτισμού: «Ερήμην του το Αιγαίο λέει και ξαναλέει, εδώ και χιλιάδες χρόνια, με το στόμα του φλοίσβου, σ' ένα μήκος ακτών απέραντο: αυτός είσαι! Και το επαναλαμβάνει το σχήμα του φύλλου της συκιάς επάνω στον ουρανό, το συλλαμβάνει και κλείνει τη γροθιά του το ρόδι ώσπου να σκάσει, το κανοναρχάνε τα τζιτζίκια ώσπου να γίνουν διάφανα». [4]
Τα νησάκια του Αρχιπελάγους, οι Νύμφες του Αιγαίου, έχουν την ίδια λάμψη κάτω από τον ήλιο, την ίδια ομορφιά των χρωμάτων και των λουλουδιών. Γράφει ο Περικλής Γιαννόπουλος: «Ἡ Τῆνος, σωρός ἴων θερμοτάτων, μιμουμένη τον ἀμίμητον Ὑμηττόν κατά τάς στιγμάς τῆς ἐντονωτάτης του ζωῆς, τῶν ὑστάτων θωπειῶν τοῦ ᾿Ηλίου. Μία ἑνωτική γραμμή θαλάσσης μελανή ἑνώνει την Τῆνον μέ τήν Μύκωνον. Ἡ Μύκωνος ἁπαλώτατα ροδίνη, τρίαντάφυλλον ᾿Απριλίου μαραινόμενον. Ἄλλη ἑνωτική γραμμή θαλάσσης ἀνοικτοτέρα καί ἔπειτα ἡ Νάξος βελούδινον, βυσσινόχρουν ρόδον διαπύρως ἀκμαῖον. Ἡ ἱερά Δῆλος κολυμβῶσα εἰς τό σταματημένον ἀδωρ, Ἕνα θαυμάσιον περιδέραιον ἀνθέων κυκλῶνον τον οὐρανόν, ἔχον ἄνθος μεσαῖον τό νησίδιον τοῦ Φάρου, χρυσοβόλον δέσμην γαζιῶν». [5] Διαβάζουμε ακόμη σε αθησαύριστο κείμενο στα Παναθήναια του 1901: «Καλούνται: Άνδρος-Τήνος-Δήλος-Μύκονος-Νάξος-Πάρος-Σύρος-΄Ιος-Θήρα-Μήλος-Αμοργός… Καλούνται: Κύπρος-Ρόδος-Κως-Λέρος-Πάτμος-Σάμος-Χίος-Λέσβος… Και πανίσχυρος και λαμπρά ως Αισχύλειος τραγωδία η γιγάντιος ΚΡΗΤΗ, ο αλυσοδεμένος Προμηθεύς του νέου βάρβαρου κόσμου, δεσπόζει των θαλασσών». [6]
Η παρατακτική απαρίθμηση αυτών των ονομάτων, των νυμφών αυτών, νησιών, κοριτσιών και νησιών ως κοριτσιών, φαίνεται στο Άξιον Εστί Οδυσσέα Ελύτη: «Ἵπποι πέτρινοι μὲ τὴν χαίτη ὀρθή / καὶ γαλήνιοι ἀμφορεῖς / καὶ λοξὲς δελφινιῶν ῥάχες / - ἡ Ἴος, ἡ Σίκινος, ἡ Σέριφος, ἡ Μῆλος!», «τὰ κορίτσια ἡ πόα τῆς οὐτοπίας / τὰ κορίτσια οἱ παραπλανημένες πλειάδες / τὰ κορίτσια τ’ ἀγγεῖα τῶν μυστηρίων / τὰ γεμάτα ὡς πάνω καὶ τ’ ἀπύθμενα… ἡ Ἔρση, ἡ Μυρτώ, ἡ Μαρίνα, / ἡ Ἑλένη, ἡ Ῥωξάνη, ἡ Φωτεινή, / ἡ Ἄννα, ἡ Ἀλεξάνδρα, ἡ Κύνθια». [7]
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος, δεύτερη έκδοση, σελ. 258.
[2] Ελύτης, Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά, Αθήνα, Ίκαρος 2007, σελ. 8-9.
[3] Δημήτρης Τζιόβας, Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στον Μεσοπόλεμο, Οδυσσέας, Αθήνα 1989, σελ. 295-297.
[4] Ελύτης, Εν Λευκώ, Ίκαρος, Αθήνα 2011, σελ. 17.
[5] Περικλή Γιαννόπουλου Άπαντα, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 1988. σελ. 122-123.
[6] Χριστίνα Ντουνιά, Αργοναύτες και Σύντροφοι: Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στην δεκαετία του ’30, Εστία, Αθήνα 2021, σελ. 166-167.
[7] Ρένος, Ηρακλής και Στάντης Αποστολίδης, Ανθολογία της Νεοελληνικής Γραμματείας (11η έκδοση), Τα Νέα Ελληνικά, Αθήνα 1970, Α’ τόμος, σελ. 345, 356.