Μάριος Νοβακόπουλος – 04/12/2024 – SLPRESS
Εδώ και μέρες οι οργανώσεις των ελληνορθοδόξων της ανατολής απευθύνουν εκκλήσεις προς την Ελλάδα και ειδικότερα προς το υπουργείο Εξωτερικών, για να τους υποστηρίξουν την δύσκολη αυτή ώρα. Η αναγέννηση της ελληνικής συνείδησης στους αραβόφωνους ορθόδοξους πληθυσμούς, η συνειδητοποίηση της ταυτότητας και της καταγωγής τους και η προσπάθεια επανασύνδεσης με την Ελλάδα έχει προϊστορία από τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια του συριακού εμφυλίου, σπάζοντας μία μακρά παράδοση παναραβισμού.
Οι συνθήκες γεννούν όχι μόνο στην Ελλάδα το καθήκον να συνδράμει σε πληθυσμούς όμορους, φιλικούς και ομογενείς, αλλά και την ευκαιρία να αξιοποιήσει υπέρ της τις συνθήκες επί του εδάφους και να αποκτήσει φωνή, ως διαμεσολαβητική και σταθεροποιητική δύναμη στην Μέση Ανατολή.
Οι Ελληνορθόδοξοι και το “Βέλγιο”
Τούτο όμως έχει προϋπόθεση μία ριζική τομή στην πολιτική πρακτική και ψυχολογία του ελληνικού κράτους. Οι σχέσεις της Ελλάδας με την καθαυτό ελληνογενή ομογένεια και διασπορά είναι δύσκολες. Τα σχολεία των ομογενών στην Ευρώπη δυσκολεύονται να λειτουργήσουν χωρίς επαρκή κρατική υποστήριξη, ενώ η τελική επικράτηση των μεθοδεύσεων Ράμα στην Χειμάρρα δημιουργούν απαισιοδοξία για τον πιεζόμενο Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου. Το δράμα των Ελλήνων της ανατολικής Ουκρανίας και της ισοπεδωμένης από την ρωσική εισβολή Μαριούπολης απασχόλησε τα ΜΜΕ για μία ή δύο εβδομάδες το 2022, και τηρείται σιγή ιχθύος.
Από την Μακεδονία μέχρι την Κύπρο, τα εθνικά θέματα της Ελλάδας αντιμετωπίζονται από την ιθύνουσα τάξη ως βάρη τα οποία πρέπει το κράτος να ξεφορτωθεί, να “κλείσει” και να απαλλαγεί από αυτά όπως-όπως, αντί για συνθήκες που μπορούν να αξιοποιηθούν ως πολλαπλασιαστές ισχύος, για την υλική και πνευματική επιρροή του έθνους. Και μόνο η ενασχόληση με αυτά θεωρείται συχνά πάρεργο, αντιπερισπασμός ή αγγαρεία. Προσδοκία του ελληνικού κράτους είναι, όπως έγραφε πριν από 100 και πλέον χρόνια ο Ίων Δραγούμης, να γίνει ένα σωστό “Βέλγιο”, χωρίς ταυτότητα, αίσθηση του χώρου ή ιστορικού καθήκοντος, παρά μόνο με μία κάποια διαχειριστική ικανότητα και επάρκεια – την οποία, φευ! ούτε αυτήν έχουμε.
Πρώτη προϋπόθεση για την αλλαγή πλεύσης είναι η μεταβολή της οπτικής από εκείνη του στενού εδαφικού κράτους (ή ευρωπαϊκής νομαρχίας), προς το μοτίβο του Μείζονος Ελληνισμού. Αυτό θα σημαίνει αναγνώριση της σημασίας της κρατικής εστίας ως καταφυγίου και οικονομικού-στρατιωτικού στηρίγματος, μαζί με την καθολική αξιοποίηση των διασπορικών δικτύων και η συμπερίληψή τους στους μηχανισμούς της διακυβέρνησης. Αυτά μπορεί να είναι οι σύλλογοι των ομογενών και των ελληνικών μειονοτήτων, εκκλησιαστικές δομές, επιχειρήσεις, ομάδες ή προσωπικότητες απανταχού φιλελλήνων κ.α.
Σε αυτό το πλέγμα, ως ένας δεύτερος, ευρύτερος κύκλος, μπορούν να ενταχθούν και κοινότητες που έχουν αποκοπεί από τον στενό εθνοτικό πυρήνα των Ελλήνων, αλλά μπορούν να προσεγγισθούν υπό το πνεύμα μίας υπερεθνικής ελληνικής-ανατολικής κοινοπολιτείας. Αυτοί είναι οι ελληνορθόδοξοι αλλά και οι λοιποί χριστιανοί της Μέσης Ανατολής, οι Αρβανίτες της νότιας Ιταλίας, οι Γκαγκαούζοι της Μολδαβίας – ακόμη και μικρά κράτη με τα οποία υπάρχουν θρησκευτικοί και πολιτιστικοί δεσμοί όπως η Αρμενία, η Γεωργία και ο Λίβανος.
Η θέση της Ελλάδας στο ευρωατλαντικό σύμπλεγμα την καθιστά πύλη προς τους θεσμούς και τις οικονομικές ευκαιρίες του δυτικού στρατοπέδου, και οι καλές ιστορικά σχέσεις με του λαούς της περιοχής και η απουσία της από καταστάσεις που πλήγωσαν την υπερηφάνεια των ανατολικών χωρών (εισβολή Ιράκ, Αραβική “Άνοιξη”) επιτρέπουν την ανάδειξή της σε αξιόπιστο εταίρο και διαμεσολαβητή. Η Ελλάδα κρατά στενές διπλωματικές επαφές με το Ισραήλ, τον Λίβανο, την Αίγυπτο, την Ιορδανία, την Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ακόμη και με τις χώρες του αντιδυτικού άξονα, όπως το Ιράν, η αντιπαλότητα είναι μάλλον έμμεση και χωρίς ιστορικό ή ψυχολογικό βάθος.