Μάριος Νοβακόπουλος*
Ο Αλέξιος Κομνηνός πολιτεύθηκε ως ένας ευσεβής
αυτοκράτορας, με έντονο και προσωπικό ενδιαφέρον για την υγεία της Εκκλησίας,
τον περιορισμό των αιρέσεων και την εικόνα του ως υπερασπιστή της πίστης. Η περιφρούρηση της Ορθοδοξίας βρισκόταν σε
ιδεολογική συνάφεια με την άμυνα και ανάκαμψη της αυτοκρατορίας, καθώς έδειχνε
την πολύπλευρη αναστήλωση στην οποία προχωρούσε.
Έλεγχος επί της Εκκλησίας
Όπως και σε άλλους τομείς της βασιλείας του, ο Αλέξιος
επενέβαινε στον εκκλησιαστικό τομέα με στόχο να διατηρεί την πρωτοβουλία τον
κινήσεων και άρα τον έλεγχο της κατάστασης.
Λίγο μετά την κατάληψη του θρόνου από τον Αλέξιο, ο πατριάρχης Κοσμάς
(1075-1081) παραιτήθηκε, και την θέση του πήρε ο ευνούχος Ευστράτιος Γαριδάς,
άνθρωπος του κύκλου της βασιλομήτορος Άννας Δαλασσηνής.[1] Εκείνος με τη σειρά του παραιτήθηκε το 1084,
και τον διαδέχθηκε ο Νικόλαος Γ’ Γραμματικός (1084-1111).[2]
Παρότι δεν έλειψαν οι αντιδράσεις, η νέα κατάσταση
αποδείχθηκε αμοιβαία επωφελής: ο αυτοκράτορας εξασφάλιζε την (πολιτική,
ιδεολογική) υποστήριξη της Εκκλησίας, και η Εκκλησία έναν προστάτη των
συμφερόντων της. Επί Αλεξίου Κομνηνού ο
ρόλος του κλήρου της Αγίας Σοφίας ενισχύθηκε.[3] Ο μοναχισμός, ειδικότερα, έβρισκε στο
πρόσωπο του αυτοκράτορα μία μεταρρυθμιστική δύναμη η οποία θα τον έπαιρνε άμεσα
από την προστασία της, υποβαθμίζοντας τους αριστοκράτες χαριστικαρίους και αντιστρέφοντας φαινόμενα εκκοσμίκευσης.[4] Η κριτική του μοναχισμού στην κοινωνία
ερχόταν πολύ κοντά στην ευρύτερη αντίληψη του Αλεξίου, ο οποίος είχε ως στόχο
την κάθαρση της βυζαντινής κοινωνίας από την διαφθορά και ηθική χαλάρωση των
προκατόχων του.[5]
Προσωπική
και πολιτική ευσέβεια
Αναπτύσσοντας
εγκάρδιες σχέσεις με αγίους πατέρες όπως ο Χριστόδουλος της Πάτμου, ο Αλέξιος
και οι διάδοχοί του δεν αντιδρούσαν απλώς «στην
άνοδο της μοναστικής ευσέβειας, αλλά επίσης την ανακατεύθυναν και την
αξιοποιούσαν».[6] Ειδικά οι γυναίκες της δυναστείας διακρίθηκαν
στην ίδρυση και ενίσχυση μοναστηριών, η Άννα Δαλασσηνή του Πανεπόπτη και η αυτοκράτειρα
Ειρήνη Δούκαινα της Κεχαριτωμένης και του Χριστού Φιλανθρώπου.[7] Η εικόνα αυτοκρατορικής ευσέβειας τονιζόταν
και από τη δημιουργία έργων πρόνοιας όπως το μεγάλο Ορφανοτροφείο της
Κωνσταντινούπολης, το οποίο αναδιοργάνωσε και επεξέτεινε ο Αλέξιος.[8]
Από «επικοινωνιακή» άποψη, αυτοκράτορας είχε την ανάγκη να
προβάλει την εικόνα της φιλοθεΐας, καθώς η βασιλεία του ξεκίνησε με την
αιματηρή κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, τις φήμες για τη σχέση με τη σύζυγο
του προκατόχου του Νικηφόρου Γ’, Μαρία της Αλανίας, και την οικειοποίηση
εκκλησιαστικών θησαυρών[9]
για τις ανάγκες του νορμανδικού πολέμου.
Για τις σφαγές και ιεροσυλίες στην Κωνσταντινούπολη, ειδικά, ο Αλέξιος
εμφανίστηκε στην ιερά σύνοδο και προέβη σε δημόσια πράξη μετανοίας, με αυστηρά
επιτίμια.[10]
Στην τέχνη,
αγιογραφία και ναοδομία της εποχής δόθηκε μεγάλη έμφαση στο σχήμα αντανάκλασης
της θείας βασιλείας στην επίγεια, με τον αυτοκράτορα ως άμεσο εκπρόσωπο του
Χριστού στην Οικουμένη.[11] Ακόμη, ο Αλέξιος έκανε μεγάλη χρήση των ιερών
λειψάνων, μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενο αυτοκράτορα, προσφέροντάς τα ως δώρα
ή φέροντάς τα στη μάχη.[12] Καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις όπως η
τοιχογραφία της Δευτέρας Παρουσίας στα ανάκτορα των Βλαχερνών[13]
και σχετικές αναφορές σε κείμενα της εποχής, δείχνουν έναν άνθρωπο με βαθιά
συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του και τον φόβο της Κρίσης.[14]
Ο φόβος αυτός
φαίνεται πως ήταν διάχυτος στη βυζαντινή κοινωνία της εποχής. Ο Αλέξιος κυβερνούσε και πολεμούσε σε καιρούς
όπου κινδύνευε η ίδια η ύπαρξη του Βυζαντίου, ενώ το μείγμα καταθλιπτικής
ατμόσφαιρας και αποκαλυπτικού αναβρασμού εξήπτε τα πάθη. Ο αυτοκράτορας
εναγκαλίστηκε τον θρύλο του τελευταίου Ρωμαίου αυτοκράτορα, ο οποίος στους
εσχάτους καιρούς θα συνέτριβε τους μουσουλμάνους και θα παρέδιδε την βασιλεία
του στον Θεό στην ίδια την Ιερουσαλήμ.[15] Προσπάθησε ακόμη να καλλιεργήσει την εικόνα
ενός πολεμιστή του Θεού (με πρότυπο τον Ηράκλειο), συντρίβοντας τους
εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς της πίστης.[16] Ο ίδιος ο αυτοκράτορας είχε προστάτη του τον
Άγιο Δημήτριο, με του οποίου την μορφή έκοψε και νόμισμα.[17]
Η
καταπολέμηση των αιρέσεων
Η βασιλεία του
Αλεξίου Κομνηνού συνέπεσε με την εξάπλωση των αιρέσεων και άλλων προκλήσεων
προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Αλέξιος
έδειξε ενδιαφέρον για τον ευαγγελισμό των αλλοθρήσκων, όπως των Τούρκων,[18]
και των αιρετικών, όπως δείχνει η προσωπική εμπλοκή του για την μεταστροφή των
Μανιχαίων της Φιλιππούπολης το 1114.[19] Πέρα από την προσωπική του ευλάβεια, είχε
απόλυτο πολιτικό ενδιαφέρον στην εξασφάλιση θρησκευτικής ομοφωνίας και
ομοιομορφίας, προς στερέωση της κοινωνικής συνοχής και της δικής του εξουσίας.
Η βασιλεία του
σημαδεύθηκε από δίκες και καταδίκες για αίρεση, όπως του φιλοσόφου Ιωάννη
Ιταλού,[20]
του μοναχού Νείλου Καλαβρού και του επισκόπου Τραπεζούντος Θεοδώρου Βλαχερνίτη.[21] Η δίκη του Ιταλού ειδικά (1082), μαθητή του
Μιχαήλ Ψελλού με ισχυρές πλατωνικές τάσεις, έχει θεωρηθεί ως εναρκτήρια πράξη
της συντηρητικής αντίδρασης των Κομνηνών, απέναντι στο πνεύμα ορθολογισμού το
οποίο έπνεε τις πρηγούμενες δεκαετίες, το οποίο και κατέπνιξαν.[22] Ο Αλέξιος Κομνηνός, πολύ περισσότερο από ότι
η ίδια η Εκκλησία, ενδιαφέρθηκε για την καταδίκη του Ιταλού, βρίσκοντας την
ευκαιρία να απομακρύνει έναν ενοχλητικό ανατροπέα της παράδοσης και δυνητικό
επικριτή της εξουσίας του, οποίος μάλιστα συνδεόταν προνομιακά με το
προηγούμενο καθεστώς.[23] Ο αυτοκράτορας φρόντισε ο ίδιος να
αναβαθμίσει τον ρόλο της Εκκλησίας στην παιδεία με το έδικτο του 1107,[24]
με διπλό στόχο την ηθική κάθαρση και την διδακτική επάρκεια των κληρικών. Η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας συνδεόταν με την
πολιτική υπακοή του πληθυσμού στον αυτοκράτορα και την πολιτεία.[25]
Διότι, αν η
διαλεκτική του Ιωάννη Ιταλού ίσως παρέσυρε ορισμένους ελληνίζοντες λογίους,
υπήρχαν άλλες αιρέσεις οι οποίες διαδίδονταν στις λαϊκές μάζες με ανησυχητικό
ρυθμό. Οι Παυλικιανοί-Μανχιαίοι της
Θράκης, έδειχναν απείθεια στις στρατιωτικές επιχειρήσεις και συνωμωτούσαν με
ξένους επιδρομείς. Ενώ όμως οι
Παυλικιανοί ήταν μία μάλλον σταθερή εθνοθρησκευτική μειονότητα, η παραπλήσια[26]
αίρεση των Βογόμιλων εξαπλωνόταν ευρύτερα, ακόμη και στην ίδια την Βασιλεύουσα.
Η
καταστολή των Βογόμιλων
Οι Βογόμιλοι
ήταν μία δυιστική αίρεση, ανήκαν δηλαδή στη μακρά διαδοχή των γνωστικών
θρησκευτικών ομάδων, οι οποίες από την αρχαιότητα υπήρξαν ο επικινδυνότερος
ίσως αντίπαλος του χριστιανισμού. Ο
Βογομιλισμός αποτελούσε αμάλγαμα παλαιότερων δοξασιών, «Μανιχαίων τε, ὡς ἄν τις εἴποι, δυσσέβεια, ἣν καὶ Παυλικιανῶν αἵρεσιν εἴπομεν,
καὶ Μασσαλιανῶν βδελυρία».[27] Η απόρριψη θεμελιωδών δογμάτων, όπως η
Σταύρωση και η Ανάσταση του Χριστού, το θεόπνευστο της Παλαιάς Διαθήκης, η
ιεροσύνη, το μυστήριο του γάμου, η τίμηση των Αγίων και η προσκύνηση των
εικόνων, καθώς και η ιδέα ότι ο υλικός κόσμος δημιουργήθηκε από τον διάβολο,
καθιστούσαν την αίρεση όλως ασύμβατη με την κρατούσα πίστη. Ο Βογομιλισμός εξαπλώθηκε στους φτωχούς
αγροτικούς πληθυσμούς, οι οποίοι πιέζονταν από την οικονομική πολιτική της
αυτοκρατορίας, ειδικά της Βουλγαρίας, Μακεδονίας και Θράκης.[28]
Στην
Κωνσταντινούπολη η αίρεση εμφανίστηκε υπό τον λεγόμενο Βασίλειο, ιατρό στο
επάγγελμα, ο οποίος κατάφερε να προσηλυτίσει αρκετούς, και δη από τις ανώτερες
τάξεις. Η αποτροπή εξάπλωσης αυτής της
δυνητικά κοινωνικά ανατρεπτικής αίρεσης, η διασφάλισης της θρησκευτικής
ενότητας και η επιβεβαίωση του ρόλου του αυτοκράτορα ως προμάχου της πίστης
οδήγησαν τον Αλέξιο να αναλάβει δράση.[29] Η καταστολή της αίρεσης πρέπει να έλαβε χώρα
μεταξύ 1097 και 1100, παρότι η Άννα Κομνηνή την περιγράφει στο τέλος της Αλεξιάδας – ίσως για να την τοποθετήσει
ως κορωνίδα των επιτευγμάτων του πατέρα της.
Ο Αλέξιος παρέσυρε τον Βασίλειο στα ανάκτορα, προσποιούμενος πως ήθελε
να μάθει για την πίστη των Βογόμιλων, με ανοικτό το ενδεχόμενο να την
ασπαστεί. Ενώ όμως ο Βασίλειος εξηγούσε
τα του Βογομιλισμού στον αυτοκράτορα και τον αδελφό του, σεβαστοκράτορα Ισαάκιο,
πίσω από ένα παραπέτασμα ένας γραμματικός σημείωνε τα λόγια του.[30] Ο Βασίλειος συνελήφθη μαζί με πολλούς
ακολούθους του. Ο Αλέξιος χρησιμοποίησε
ένα τέχνασμα για να ξεχωρίσει τους γνήσιους Βογόμιλους από τους Ορθοδόξους που
θα μπορούσαν να είχαν συλληφθεί κατά λάθος, οπότε τους μεν φυλάκισε, τους δε
απελευθέρωσε.[31] Ο ίδιος ο Βασίλειος αφού αρνήθηκε να
μεταστραφεί, καταδικάστηκε να καεί στην πυρά.[32]
Η πράξη αυτή,
ασυνήθιστη για τη βυζαντινή πολιτεία και ξένη προς τις παραδόσεις της Ορθόδοξης
Εκκλησίας,[33]
η οποία πραγματοποιήθηκε στον κατάμεστο ιππόδρομο, έχει κατακριθεί από πολλούς
ως το μελανότερο σημείο της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού,[34] «θλιβερό κατάντημα μισαλλοδοξίας και
φανατισμού».[35] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα σύγχρονα
κριτήρια η ενέργεια αυτή του Αλεξίου ήταν απάνθρωπη και μισαλλόδοξη. Επίσης είναι αδιαμφισβήτητο ότι παραβίαζε το
γράμμα και πνεύμα του Ευαγγελίου και της Ορθόδοξης παράδοσης. Από πολιτικής άποψης όμως, υπήρξε ένα καίριο
πλήγμα σε μία σοβαρή εσωτερική απειλή για την τάξη και συνοχή της
αυτοκρατορίας.
Ο Βογομιλισμός
συνέχισε να υπάρχει στις επαρχίες, όμως εξάπλωσή του στην Κωνσταντινούπολη ανακόπηκε
επιτυχώς. Ως γνωστόν, Βογόμιλοι
ιεραπόστολοι πέρασαν στη νότιο Γαλλία, όπου η πίστη τους αναπτύχθηκε υπό το
όνομα των Καθαρών. Οι αντιθέσεις Καθαρών
και Λατίνων στην περιοχή κλιμακώθηκαν σε πόλεμο εξολόθρευσης στις αρχές του
13ου αιώνα. Στην κρίσιμη κατάσταση που
βρισκόταν, το Βυζάντιο δεν θα μπορούσε να αντέξει μία θρησκευτική αναταραχή ή
σύγκρουση ανάλογη της Εικονομαχίας ή των χριστολογικών ερίδων του 4-5ου
αιώνα. Η καύση του Βασιλείου, όσο
φρικαλέα και αποκρουστική και να ήταν, αποτελούσε ένα ψυχρό, πλην υπολογισμένο
κτύπημα για το οποίο χρησιμοποιήθηκε «χειρουργικά» η ελάχιστη δυνατή βία, για
το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα. Ήταν
λοιπόν σε συμφωνία με την όλη πολιτική μέθοδο και στρατηγική του Αλεξίου.
*διεθνολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου
Βυζαντινής Ιστορίας
[1] Αλεξιάς Γ.IV.
4, Ζωναράς ΙΙΙ.734.1-12, Γλυκάς 619.5-11. Hussey,
J. M., The Orthodox Church in the
Byzantine Empire, Oxford History of the Christian Church, Oxford University
Press, 2010, σελ.
140. Angold, M., Church and Society in
Byzantium under the Comneni, 1081-1261, Cambridge University Press, 1995, σελ. 46.
[2] Αλεξιάς Ι.IV. 4, Ζωναράς ΙΙΙ.734.12-16,
Γλυκάς
619.11-12. Hussey, The Orthodox Church in
the Byzantine Empire, σελ.
147-149, Angold, Church and Society, σελ. 49-50.
[3]
Angold, Church and Society, σελ. 54-59.
[4]
Angold, Church and Society, σελ. 63-69,
276-279. Μενελάου,
Ι.,
“Alexios I Komnenos and his Church Policy”, Icoana
Credintei, 4, 7, 2018, σελ.
118-128.
[5]
Angold, Church and Society, σελ. 70.
[6]
Angold, Church and Society, σελ.
274-275. Μαμαγκάκης,
Δ. Α., Ο αυτοκράτορας, ο λαός και η
Ορθοδοξία: Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118), Κατασκευάζοντας την δημόσια αυτοκρατορική
εικόνα, Διδακτορική Διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2014, σελ. 98. Armstrong,
P., “Alexios Komnenos, holy men and monasteries”, Alexios I Komnenos: Papers of the second Belfast Byzantine
International Colloquium, 14-16 April 1989 (επ. Mullet, M., Smythe, D.),
Belfast Byzantine texts and translations, Belfast Byzantine enterprises, 1996, σελ.
222-230.
[7]
Armstrong, “Holy men and monasteries”, σελ.
220, Angold, Church and Society, σελ. 274.
[8] Αλεξιάς ΙΕ.VII.3-9,
Ζωναράς ΙΙΙ.744.16-745.7,
Γλυκάς
621.19-622.1. Magdalino, “Innovations in Power”, Alexios I Komnenos, σελ.
156-164. Bartusis, M. C., Land and
Privilege in Byzantium: The institution of Pronoia, Cambridge University
Press, 2012, σελ.
22-26. Καραμπελιάς,
Γ., 1204-1922: Η Διαμόρφωση του Νεώτερου
Ελληνισμού, τ. 1, 1204: Η Γένεση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011, σελ.
88-89.
[9]
Angold, Church and Society, σελ. 46-48. Μαμαγκάκης, Ο αυτοκράτορας, σελ. 60-65. Αρμένης, Ν., Η αντιαιρετική πολιτική του Αλεξίου Α’ Κομνηνού, Μεταπτυχιακή
Διπλωματική Εργασία, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2019.
[10] Αλεξιάς Γ.V.1-5.
Μαμαγκάκης, Ο αυτοκράτορας, σελ.
106-107.
[11] Μαμαγκάκης, Ο αυτοκράτορας, σελ. 190, 333-334.
[12] Μαμαγκάκης,
Ο αυτοκράτορας,
σελ.
193-198, Μεργιαλή-Σαχά, Σ.,
“Byzantine Emperors and Holy Relics: Use, and misuse, of sanctity and
authority”, Jarbuch der Österreichischen
Byzantinistik, 51, 2001, σελ.
48-51. Χαρακτηριστικά,
ο Αλέξιος Κομνηνός έφερε το ωμοφόριο της Θεοτόκου ως λάβαρο στη μάχη της
Δρίστρας, και αναγκάστηκε να το κρύψει κατά την υποχώρησή του. Αλεξιάς Ζ.ΙΙΙ.9, 12.
[13] Νικόλαος Καλλικής, 24 (σελ.
101-120, ειδικά στ. 102.11-15).
[14] Προσευχή 369, ιδίως §18, Βίος Κυρίλλου Φιλεώτου, 47, 1-3 (σελ..
225-228). Μαμαγκάκης, Ο αυτοκράτορας,
σελ. 314-317, 328-329.
[15] Πριν το θάνατό του, ο Αλέξιος
είχε εναποθέσει τις ελπίδες του στις προφητείες κάποιων μοναχών, πως δεν θα
πέθαινε προτού εναποθέσει το στέμμα του στην Ιερουσαλήμ. Ζωναράς ΙΙΙ.760.8-18.
Μαμαγκάκης, Ο αυτοκράτορας, σελ. 222,
305, 313-314, 516-519, Alexander,
P.,
The
Byzantine
Apocalyptic
Tradition (επ. Abrahamse,
deF., D.), University of California Press, 1985, σελ. 151-184. Alexander, P., “The Medieval Legend of the
Last Roman Emperor and Its Messianic Origin”, Journal of the Warburg and Courtauld Institutes 41, 1978, σελ. 1-15.
Kraft, A., “The Last Roman Emperor ’Topo’ in the Byzantine Apocalyptic
Tradition”, Byzantion, τ. 82,
2012, σελ.
213-257. Vasiliev A. A., “Medieval Ideas of the End of the World: West and East”,
Byzantion, 16, 2, 1942-1943, σελ.
474.
[16] Μαμαγκάκης, Ο αυτοκράτορας, σελ. 205-220, 381.
[17] Μαμαγκάκης, Ο αυτοκράτορας, σελ. 344-352, Kazhdan, A. P., Epstein, A. W., Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997, σελ. 185.
[18] Αλεξιάς ΣΤ.XIII.4.
[19] Αλεξιάς ΙΔ.VIII.9, Ζωναράς ΙΙΙ.753.12-754.5, Γλυκάς 623.14-21.
[20] Αλεξιάς VIII-ΙΧ.
Angold,
Church
and
Society, σελ. 50-54, Μενελάου, “Church Policy”, σελ. 123-124, Αρμένης, Αντιαιρετική πολιτική, σελ. 36-51,
Μαμαγκάκης, Ο αυτοκράτορας, σελ.
139-161.
[21] Αλεξιάς Ι.Ι.
[22] Kazhdan, Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό, σελ. 245-257.
[23] Αρμένης, Αντιαιρετική πολιτική, σελ. 53-54.
[24] Gautier, P., “L'édit d'Alexis Ier Comnène sur la réforme
du clergé”, Revue des Études Byzantines,
31, 1973, σελ. 165-201.
[25] Angold, Church and Society,
σελ.
60, Αρμένης,
Αντιαιρετική πολιτική,
σελ.
54-57, Magdalino, P., “The Reform Edict of 1107”, Alexios I Komnenos, σελ.
199-218, Μαμαγκάκης,
Ο αυτοκράτορας,
σελ.
326.
[26] Η σύγχυση μεταξύ των δύο
αιρέσεων είναι συνηθισμένη στη νεότερη έρευνα. Obolensky,
D., The Bogomils: A Study in Balkan
Neo-Manichaeism, Cambridge University Press, 1972, σελ. 188.
[27] Αλεξιάς ΙΕ.VIII.1.
[28] Obolensky, The Bogomils, σελ. 168-188.
Angold, Church and Society, σελ.
471-476, 480-485. Αρμένης,
Αντιαιρετική πολιτική, σελ. 58-66,
69-70.
[29] Αλεξιάς ΙΕ.VIII.2-3,
Ζωναράς ΙΙΙ.743.5-8, Γλυκάς 621.14-15. «Καὶ γὰρ ἐνεβάθυνε τὸ κακὸν καὶ εἰς οἰκίας
μεγίστας καὶ πολλοῦ πλήθους ἥψατο τὸ δεινόν». Αλεξιάς ΙΕ.ΙΧ.2. Obolensky,
The Bogomils, σελ. 197-202.
Angold, Church and Society, σελ. 477-480.
Αρμένης,
Αντιαιρετική πολιτική,
σελ.
67-68.
[30] Αλεξιάς ΙΕ.VIII.4-6,
Ζωναράς ΙΙΙ.743.8-744.1.
Obolensky, The Bogomils, σελ. 203, Angold,
Church and Society, σελ.
485-486, Αρμένης,
Αντιαιρετική πολιτική,
σελ.
72.
[31] Αλεξιάς ΙΕ.ΙΧ. Obolensky,
The Bogomils, σελ. 203. Angold,
Church and Society, σελ. 486. Αρμένης, Αντιαιρετική πολιτική,
σελ.
73.
[32] Αλεξιάς ΙΕ.Χ, Ζωναράς ΙΙΙ.744.1-4. Obolensky,
The Bogomils, σελ. 204-205.
Angold, Church and Society, σελ. 486-487.
Αρμένης, Αντιαιρετική πολιτική, σελ. 73-74.
[33] Αρμένης, Αντιαιρετική πολιτική, σελ. 74-75.
Χαρακτηριστικά, όταν ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α’ Ραγκαβές σκεπτόταν να
θανατώσει τους αιρετικούς Παυλικιανούς, ο Θεόδωρος Στουδίτης μπόρεσε να τον
μεταπείσει, διακηρύττοντας πως «μαχαίρᾳ ἡ ἐκκλησία οὐκ εκδικεῖ», για τον ίδιο
δε «πρότερον ἡ κεφαλὴ μου αἴρεται ἤπερ συνθέσθαι με τούτῳ». Θεόδωρος Στουδίτης,
επ. 455, ιδίως στ. 66-72, 82-91.
[34] Παπαρρηγόπουλος, Ι., Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους (επ. Καρολίδης, Π.), Νίκας Δ. Α.Ε., Αθήνα, τ. 5, σελ. 428. Χριστοφιλοπούλου,
Α., Βυζαντινή Ιστορία, Αθήνα 2001, τ.
Γ1, σελ. 84.
[35] Καραγιαννόπουλος, Ι., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1999, τ. Γ1, σελ. 92.
Εκδόσεις πηγών
Προσευχὴ
Ἀλεξίου βασιλέως, έκδ. Maas,
P.,
“Die
Musen
des
Kaisers Alexios I”,
Byzantinische
Zeitschrift, 22, 2, 1913, σελ. 348-369
(368-369).
Μιχαὴλ
Γλυκᾶς, Βίβλος χρονική, έκδ. Michaelis
Glykae Analles (επ.
Bekker, I.), Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Weber, Βόννη 1836.
Ιωάννης Ζωναράς, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, έκδ. Ioannis Zonarae Epitomae Historiarum (επ. Pinder,
M., Buttner-Wobst, T.), Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Weber, Βόννη
1841-1897.
Νικόλαος Καλλικλής, έκδ. Nicola Callicle, Carmi (επ. Romano,
R.), Byzantina et Neo-Hellenica Neapolitana 8, Bibliopolis, Νεάπολη 1980.
Άννα Κομνηνή, Ἀλεξιάς, έκδ. Annae Comnenae Alexias (επ. Reinsch,
D. R., Kambylis, A.), Corpus Fontium Historiae Byzantinae 40/1, 40/2, De
Gruyter, Βερολίνο
2001.
Θεοδώρου Στουδίτου Επιστολαί, έκδ. Theodori Studitae Epistulae (επ. Φατούρος, Γ.),
Corpus Fontium Historiae Byzantinae 31, De Guyter, Βερολίνο 1991.
Βίος
καὶ πολιτεία καὶ μερικὴ θαυμάτων διήγησις τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Κυρίλλου τοῦ Φιλεώτου,
έκδ. La Vie de
saint Cyrille le Philéote, moine byzantin (m. 1110) (επ. Sargologos,
E.), Subsidia Hagiographica 39, Societe des Bollandistes, Βρυξέλλες 1964.
Προσευχὴ Ἀλεξίου βασιλέως, έκδ. Maas,
P., “Die Musen des Kaisers Alexios I”, Byzantinische
Zeitschrift, 22, 2, 1913, σελ.
348-369 (368-369).