Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

Λορέντζος Μαβίλης: Ποιητής και ήρωας

 


Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος

Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1860. Ο πατέρας του, Παύλος Μαβίλης, ήταν δικαστικός και γιος του προξένου της Ισπανίας στο νησί. Μητέρα του ήταν η Ιωάννα Καποδίστρια-Σούφη, ανιψιά του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας. Πρώτη του λογοτεχνική επιρροή ήταν ο ποιητής Ιάκωβος Πολυλάς, ο οποίος και τον εισήγαγε στο έργο του Διονύσιου Σολωμού.

Το 1879 ο νεαρός Μαβίλης μπήκε στην Φιλοσοφική Σχολή ΑΘηνών, ενώ την επόμενη χρονιά έφυγα να συνεχίσει τις σπουδές του στη Γερμανία. Σπούδασε στο Μόναχο και το Φράιμπουργκ, με διακοπές, καθώς τη αφοσίωση στα γράμματα ανταγωνιζόταν η “φοιτητική ζωή”, οι ζυθοποσίες και οι μονομαχίες. Εντρύφησε στο φιλοσοφικό έργο των Καντ, Νίτσε, Φίχτε και Σοπενχάουερ, ενώ ξεκίνησε να γράφει σονέτα. Έμαθε τέσσερις ευρωπαϊκές γλώσσες μαζί με σανσκριτικά, την αρχαία ιερή γλώσσα των Ινδιών, με την γνώση των οποίων μετέφρασε αποσπάσματα από το έπος Μαχαμπαράτα. Το 1890 πήρε το διδακτορικό του, για την μελέτη χειρογράφων του Βυζαντινού χρονογράφου Ιωάννη Σκυλίτζη. Ταυτόχρονα, εξελίχθηκε σε κορυφαίο σκακιστή και συντάκτη σκακιστικών προβλημάτων.

Τα ποιήματα του Μαβίλη διαπνέονται από ένα απαισιόδοξο όσο και ρομαντικό πνεύμα, στο οποίο καθφρεφτίζονται οι φιλοσοφικές του επιρροές. Αγγίζουν πολλά και διαφορετικά θέματα. Κάποια αφορούν ιστορικά γεγονότα:

Καλλιπάτειρα

Aρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία
εδώθε. – Έχω εν’ ανίψι, τον Ευκλέα,
τρί’ αδέρφια, γιο πατέρα ολυμπιονίκες·

να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
κι εγώ να καμαρώσω μες στα ωραία
κορμιά, που για τ’ αγρίλι του Ηρακλέα
παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκιες.

Με τις άλλες γυναίκες δεν είμ’ όμοια·
στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει
με της αντρειάς τα αμάραντα προνόμια.

Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει
σ’ αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
ύμνος χρυσός τ’ αθάνατου Πινδάρου!

Άλλα συνδιαλέγονται με τον θάνατο:

Λήθη

Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ‘ναι.

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι·
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.

Πολλά άλλα εκφράζουν τους εθνικούς πόθους και τον πατριωτισμό του ποιητή:

Πλήρωμα Χρόνου

Οἱ Τοῦρκοι εἶναι θεριά, δὲν εἶναι ἀνθρῶποι.
Γιὰ χιλιοστὴ φορὰ πάλι σηκώσου!
Τὸ τρισένδοξο θέλει ριζικό σου
Θεριὰ νὰ σφάξῃς ποὺ τὰ θρέφῃ ἡ Εὐρώπη.
Πολὺ ψηλά, κεῖ ποὺ δὲ φτάνει τόπι
Ἀφωρεσμένου Τούρκου, Φράγκου, ἢ Ρώσσου,
Εἶναι στημένο τ’ ἅγιο φλάμπουρό σου
Στοῦ Ἰδανικοῦ τὸ οὐράνιο κατατόπι.
Κι’ ἂ σὲ κρατοῦν πιστάγκωνα δεμένη,
Κι’ ἂ χίλια μύρια βάσανα παθαίνεις,
Μὰ στὸ τέλος θὲ νἄβγῃς κερδεμένη, –
Εἶσ’ αἷμα Ἑλληνικὸ καὶ δὲν πεθαίνεις.
Ἂν εἶναι ἕνας Θεὸς δικαιοκρίτης,
Σὺ θὰ τὸ δείξῃς, Λευτεριὰ τῆς Κρήτης.


Ο ίδιος όμως Μαβίλης, όταν φοιτητής ακόμα ερωτεύτηκε μία Γερμανίδα σερβιτόρα, έγραφε, περιπαίζοντας την επιστήμη του:

Άμε χάσου, ξερή Φιλολογία,
γριά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα,
που ως τώρα το μυαλό μου έχεις τυφλώσει.

Την εμορφιά την κλασική σπουδάζω,
όταν γλυκά τη Μίνα μου αγκαλιάζω
όταν η Μίνα ένα φιλί μού δώσει.

Συμμετέχει ως αντάρτης στην Κρητική επανάσταση του 1896. Ο ατυχής πόλεμος του 1897 τον βρίσκει στο μέτωπο, επικεφαλής σώματος 70 ανδρών τους οποίους συντηρεί με δικά του έξοδα. Εκεί θα τραυματιστεί ελαφρά στο χέρι.

Το 1910 εξελέγη βουλευτής και συντάχθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Από το κοινοβούλιο, ο Μυριβήλης υπερασπίστηκε την δημοτική, θεωρώντας το γλωσσικό ζήτημα κορυφαίας σημασίας για την ανάπτυξη του έθνους. Σε μία τέτοια συζήτηση είπε το περίφημο ρητό “χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο χυδαίοι άνθρωποι“, το οποίο με τόσο εσφαλμένο τρόπο έχει χρησιμοποιηθεί στις ημέρες μας.

Το 1912 ξεσπά ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος, και η Ελλάδα ορμά προς το βορρά. Ο Μαβίλης, 52 ετών, είναι πολύ μεγάλος για να καταταγεί στον στρατό. Αυτό όμως δεν τον πτοεί: παραιτείται από βουλευτής και μπαίνει στο σώμα των Γαριβαλδίνων, Ιταλών και άλλων εθελοντών που μάχονται στο πλευρό των Ελλήνων.

Η μάχη του Δρίσκου
Οι ερυθροχίτωνες Γαριβαλδίνοι εθελοντές στην μάχη του Δρίσκου

Ο άνθρωπος που έγραφε “Οἱ Τοῦρκοι εἶναι θεριά, δὲν εἶναι ἀνθρῶποι”, μέσα στην φρίκη του πολέμου παρατηρεί μελαγχολικά: «Κι όμως, εμείς πάμε να σκοτώσουμε ανθρώπους και να σκοτωθούμε!».

Και έτσι και έγινε. Ενώ πολεμούσε στο όρος Δρίσκο, κοντά στα Ιωάννινα, δέχθηκε σφαίρα που του διαπέρασε τα μάγουλα και του έσπασε τα δόντια. Ενώ τον μετέφεραν στα μετόπισθεν, άλλη μία τον χτύπησε στο ίδιο περίπου σημείο. Ο μεγάλος ποιητής βρήκε τον θάνατο υπηρετώντας ότι αγάπησε περισσότερο και με τον τρόπο που είχε επιλέξει να ζήσει εδώ και δεκαετίες: ενεργά, τολμηρά και στην πρώτη γραμμή. Στο πλευρό του, ο επίσης τραυματισμένος Αλέξανδρος Ρώμας, πρώην υπουργός και πρόεδρος της Βουλής, αναστενάζει: “Αγαθή η τύχη σου, λοχαγέ Μαβίλη”.

Σε τούτη την ιδιότητα του Λορέντζου Μαβίλη καλό θα ήταν να σταθούμε λίγο παραπάνω. Υπάρχει η αντίληψη ότι ο άνθρωπος του πνεύματος και ο άνθρωπος της δράσης είναι δύο διαφορετικές κατηγορίες που δεν τέμνονται. Ο διανοούμενος και ο καλλιτέχνης είναι, υποτίθεται, εύθραυστος και ευαίσθητος, ζει χαμένος μέσα στο συναίσθημα, την γνώση και τον στοχασμό – στην διεφθαρμένη δε εκδοχή του, κρύβεται στο γραφείο του και απολαμβάνει τη φήμη. Από την άλλη, ο δραστήριος παρουσιάζεται να περιφρονεί τον εσωτερικό κόσμο, καθώς δεν έχει χρόνο για πράγματα που τον απομακρύνουν από το ενεργό, συναρπαστικό παρόν. Τέτοια διχοτομία είναι παραπλανητική. Ο Μαβίλης, όπως τόσοι και τόσοι στην ιστορία, αναδείχθηκε σε οικουμενικό, ολοκληρωμένο, καλὸ κἀγαθὸ άνθρωπο. Ποιητής, φιλόλογος, σπουδαστής της φιλοσοφίας, σκακιστής, βουλευτής, πολεμιστής, δεν υπήρξε πτυχή της ζωής στην οποία να μην ριχτεί και να μην την κατακτήσει.

Στα τελευταία του χρόνια ο Λορέντζος Μαβίλης διατήρησε δεσμό με την ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου, γνωστή ως Μυρτιώτισσα. Όπως γράφει ο Αντρέας Καραντώνης στο βιβλίο του για την ζωή και το έργο της:

“Ο Μαβίλης ήταν ένα πρότυπο τέλειου άντρα στο πνεύμα, στο ήθος και στην μόρφωση, στη ρώμη, στη λεβεντιά, στον έρωτά του για τα μεγάλα ιδανικά. Νους αιθέριος, φύση αριστοκρατική, μελαγχολική, αβρή και αδρή μαζί, τέλειος σμιλευτής του σονέτου που εκείνα τα χρόνια δουλευόταν από άξιους και ανάξιους ποιητές, γοήτεψε το ανήσυχο πλάσμα που δεν είχε βρει ως τότε το ιδανικό του, την λύτρωσή του σε τούτη τη ζωή. Του έδωσε μια πλήρη διέξοδο στο μέγα πάθος, που του κατάτρωγε την ψυχή και το σώμα. Για την Μυρτιώτισσα ο Μαβίλης ήταν το βασιλόπουλο του παραμυθιού που έρχεται να μετουσιώσει σε πραγματικότητα τα πιο απότολμα αισθηματικά όνειρά του.” *

Αργότερα, συντετριμμένη από τον θάνατο του αγαπημένου της, η Μυρτιώτισσα θα του αφιερώσει το ακόλουθο, πολύ γνωστό ποίημα:

Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου

Τα δυο χέρια μου, να…
Στα προσφέρω δετά
Για να γείρεις γλυκά
Το κεφάλι

Κι η καρδιά μου σκιρτά
Κι όλη ζήλια ζητά
Να σου γίνει ως αυτά
Προσκεφάλι

Ω μελίσσι μου, πιες
Απ’ αυτόν τις γλυκές
Τις αγνές ευωδιές
Της ψυχής μου!

Σ’ αγαπώ τι μπορώ
Ακριβέ να σου πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο;

* Αντρέας Καραντώνης, Φυσιογνωμίες, σειρά πρώτη, εκδόσεις Δίφρος, 1959.

Links

Βίντεο


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Πόσο ελληνική ήταν η βυζαντινή Μικρά Ασία; Εθνογραφική ανάλυση

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασια...