Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος – μεταπτυχιακός φοιτητής Βυζαντινής ιστορίας
Ο κλάδος της εκκλησιαστικής ιστορίας άνθισε κατά την ύστερη αρχαιότητα, καθώς κάλυπτε την ανάγκη της νεαρής χριστιανικής θρησκείας να αποκτήσει μία κάποια ιστορική ταυτότητα και μία κατανόηση της πορείας και του σκοπού του κόσμου των ανθρώπων. Παράλληλα τα συγγράμματα αυτά είχα απολογητικό ρόλο, αφού επεδείκνυαν την αντοχή και επικράτηση του χριστιανισμού κατά της πολυθεΐας, εξιστορούσαν την πάλη κατά των αιρέσεων και τη διαμόρφωση της πίστεως μέσα από το έργο των πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας. Με την καταστολή και την υποχώρηση αιρετικών και εθνικών αυτό το είδος ιστοριογραφία εκλείπει, έχοντας εκπληρώσει τον σκοπό του. Αν ο πιο σημαίνων εκπρόσωπος του ήταν ο Ευσέβιος, επίσκοπος Καισαρείας και πνευματικός πατήρ του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο τελευταίος ήταν ο Ευάγριος ο Σχολαστικός, αξιωματούχος του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους τον 6ο αιώνα.
Ο Ευάγριος γεννήθηκε το 536, κατά την βασιλεία του Ιουστινιανού, στην Επιφάνεια της Συρίας. Όπως προδίδει και το προσωνύμιο του «σχολαστικός», ασχολήθηκε με τα νομικά και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου, ενώ υπήρξε και νομικός σύμβουλος του πατριάρχου Αντιοχείας. Στην συνέχεια σταδιοδρόμησε στην αυτοκρατορική διοίκηση της Κωνσταντινουπόλεως, όπου ο βασιλεύς Τιβέριος των έχρισε κοιάστορα και ο Μαυρίκιος, ύπαρχο. Απεβίωσε στα τέλη του αιώνος.
Το έργο του Ευαγρίου, υπό την κοινή επωνυμία «Εκκλησιαστική Ιστορία», δεν ακολουθεί την παγκόσμιο και διαχρονική προοπτική του Ευσεβίου αλλά επικεντρώνεται στα πιο πρόσφατα χρόνια, συνεχίζοντας από εκεί που άφησαν τη συγγραφή ο Σωκράτης ο Σχολαστικός και ο Σωζομενός. Ιστορεί σε έξι βιβλία τα γεγονότα από το 428, μεσούσης δηλαδή της βασιλείας του Θεοδοσίου Β’ του Μικρού, ως το 594, όταν ακόμη βασίλευε ο Μαυρίκιος. Αν και πρωτεύουσα θέση κατέχουν τα θρησκευτικά θέματα, κυρίως τα περί της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος (451), ο Ευάγριος δεν παραβλέπει τα πολιτικά, τα οποία όσο προχωρά το βιβλίο μπαίνουν στο προσκήνιο της αφηγήσεως. Έχει για πηγές πολλούς κοσμικούς συγγραφείς, ακόμη και μη ορθοδόξους, όπως ο μονοφυσίτης Ζαχαρίας και ο εθνικός Ζώσιμος. Ακόμη παραθέτει την εμφάνιση φυσικών φαινομένων και καταστροφών, λοιμών και σεισμών, με επίκεντρο την Αντιόχεια όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι κλασσικίζουσα και επιτηδευμένη, αντίθετα με το μεγαλύτερο μέρος της εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας. Το έργο του βρίθει ρητορικά περιτέχνων περιγραφών, όπως αυτήν της Αγίας Σοφίας, και βιβλικών ή αρχαιοελληνικών χωρίων (Θουκυδίδης, Όμηρος). Διακρίνεται από αμεροληψία και ακριβολογία, ενώ η πρόσβαση του σε κρατικά και εκκλησιαστικά έγγραφα προσδίδει μεγάλη αξιοπιστία.
Στην φιλοσοφία του ο Ευάγριος ακολουθεί τους προκατόχους του, βλέποντας την θεία πρόνοια να ενεργεί μέσα στην ιστορία και τους ευσεβείς (Μαρκιανός), ειρηνοφίλους βασιλείς (Μαυρίκιος) να επιβραβεύονται από τον Κύριο. Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Ευαγρίου για τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, τον οποίο ψέγει αμείλικτα για τον σκληρό έλεγχο που επέβαλε στην Εκκλησία, όπως και για την απόπειρα του για ένωση της Ορθοδοξίας με τον Μονοφυσιτισμό, η οποία τον οδήγησε σε αίρεση. Όπως και ο Άγιος Αυγουστίνος νωρίτερα, έτσι και ο Ευάγριος προσπαθεί να ανασκευάσει την άποψη των εθνικών ιστορικών ότι η επικράτηση του χριστιανισμού οδήγησε στην κατάρρευση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αντιτείνοντας την σταθερότητα και επέκταση που χάρισε στο κράτος ο Μέγας Κωνσταντίνος, καθώς και στην ειρηνική πολιτεία των περισσοτέρων χριστιανών διαδόχων του.
Με τον Ευάγριο κλείνει ο πρώτος κύκλος της «βυζαντινής» ιστοριογραφίας. Δεν θα ξαναδούμε την συγγραφή εκκλησιαστικής ιστορίας μέχρι τον 13ο αιώνα. Τους επομένους αιώνες θα αναπτυχθεί το εξαιρετικό δημοφιλές είδος της «χρονογραφίας», της λαϊκής ιστορίας του κόσμου, καθώς και η πολιτική ιστοριογραφία. Πλέον προτεραιότητα δεν είναι η υπεράσπιση της θρησκείας, αλλά η εξιστόρηση των τρομακτικών αγώνων στους οποίους περιέπεσε το κράτος. Ήδη από τον καιρό του Μαυρικίου Πέρσες και Άβαροι απειλούσαν την αυτοκρατορία. Ο 7ος αιώνας προμηνυόταν άγριος και επικίνδυνος.
ΠΗΓΕΣ
Απόστολος Καρποζήλος, «Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι», τ. Α’, σελ. 232-237
Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ 1973