Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Από τις λιγότερο γνωστές αλλά με σημασία δυσανάλογη της δημοσιότητος της, η Βιθυνία αποτέλεσε επί αιώνες το γεωπολιτικό κλειδί της Μικράς Ασίας και περιοχή με ενδιαφέρουσα ιστορία, τόσο πριν όσο και μετά την αφομοίωση της από τον Ελληνισμό.
H Βιθυνία βρίσκεται στην βορειοδυτική γωνία της μικρασιατικής χερσονήσου, αγκαλιάζοντας τη νότια ακτή της Προποντίδος και επεκτεινόμενη μέχρι τον Εύξεινο.
Αυτή της η θέση την ορίζει ως αναγκαστικό πέρασμα για την περαίωση από την Ευρώπη στην Ασία και αντιστρόφως μέσω του Βοσπόρου, ενώ με τα λιμάνια της ελέγχει τα Στενά και τις εκεί θαλάσσιες προσβάσεις. Η χερσαία της μάζα δίνει πρόσβαση προς τις παρευξείνιες ακτές (Παφλαγονία, Πόντος), το εσωτερικό της Μικράς Ασίας (Φρυγία) και τις δυτικές περιοχές (Μυσία, Ιωνία), σε απόσταση αναπνοής από τον Ελλήσποντο και το Αιγαίο πέλαγος. Γη εύφορη και ευνοϊκή για γεωργία, η Βιθυνία υπήρξε διαχρονικά πολύ πλούσια. Στο γεωγραφικό ανάγλυφο ξεχωρίζει ο Βιθυνικός Όλυμπος, με υψόμετρο άνω των 2.500 μέτρων, ενώ υπάρχουν και πυκνά δάση.
Η Βιθυνία πήρε το όνομα της από τους λαούς των Βιθυνών και των Θύνων, οι οποίο πέρασαν στην περιοχή από την Ευρώπη. Θεωρούνται τμήμα των ευρυτέρων Θρακικών και Φρυγικών μεταναστεύσεων στη Μικρά Ασία κατά την απώτερη αρχαιότητα, περί την εποχή της κατάρρευσης της εποχής του Χαλκού τον 12ο αιώνα π.Χ. Οι επηλύδες υπέταξαν ή εκτόπισαν τους αρχαιοτέρους κατοίκους, Μυσούς και Καύκωνες. Η Βιθυνία απετέλεσε τμήμα της αυτοκρατορίας των Λυδών και ύστερα της Περσίας, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας.
Οι ακτές της Βιθυνίας έγιναν στόχος ελληνικής εγκαταστάσεως κατά την περίοδο του Β’ αποικισμού. Η Αρτάκη ιδρύθηκε από Μιλησίους, οι οποίοι και αποίκισαν τον Κύζικο, προϋπάρχουσα πόλη της οποίας ο ομώνυμος βασιλιάς υπήρξε σύμμαχος των Αργοναυτών κατά την ελληνική μυθολογία. Η Κίος, επίσης αποικία των Μιλησίων, επαινείται από τον Αριστοτέλη για την χρηστή της οικονομική πολιτική. Οι Μεγαρείς ίδρυσαν τον Αστακό (μαζί με Αθηναίους) και την Χαλκηδόνα. Στον μύθο της ιδρύσεως του Βυζαντίου, επίσης Μεγαρικής αποικίας, η Χαλκηδών αναφέρεται ως η «πόλη των τυφλών», αφού οι πρώτοι άποικοι επέλεξαν την ασιατική ακτή και όχι την ευρωπαϊκή που ήταν πολύ ευνοϊκότερη. Οι Ελληνικές πόλεις ήκμασαν εμπορικά λόγω της σημαντικής τους γεωγραφικής θέσεως, δοκιμάστηκαν όμως από τις πολιτικές μεταβολές της περιοχής. Το 494 π.Χ. η Αρτάκη, όπως και η μητρόπολη της Μίλητος, καταστράφηκε από τους Πέρσες μετά την αποτυχία της Ιωνικής Επαναστάσεως.
Ήδη πριν την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία οι Βιθυνοί είχαν κατορθώσει να αποτινάξουν την περσική επικυριαρχία, πετυχαίνοντας την αυτονομία τους. Ο αρχηγός του Βας νίκησε τον Κάλλα, στρατηγό του Αλεξάνδρου, ενώ ο υιός του Ζιποίτης (326-278 π.Χ.) συνέχισε τον αγώνα κατά του Λυσιμάχου, του Αντιχόνου και των Σελευκιδών. Μέσα στο χάος των πολέμων των διαδόχων, ο Ζιποίτης μπόρεσε να αποτινάξει την μακεδονική κυριαρχία και το 297 π.Χ. αναγορεύθηκε βασιλιάς.
Το διάστημα εκείνο οι Μακεδόνες θα ιδρύσουν, κοντά στον Αστακό, την αποικία του Βοττιείου. Μετά τη νίκη του στην Ιψό (301 π.Χ.), ο Αντίγονος το μετονόμασε σε Νίκαια. Η πόλη αυτή έμελλε, αιώνες αργότερα, να διαδραματίσιε πρωτεύοντα ρόλο όχι μόνο στην ελληνική αλλά και την παγκόσμιο ιστορία.
Το Βασίλειο της Βιθυνίας
Η Βιθυνία αποτέλεσε κλασσικό υπόδειγμα ανατολικού βασιλείου, το οποίο ναι μεν είχε «βαρβαρικό» κυβερνώντα οίκο και εθνοτική βάση, δέχθηκε όμως τεράστιες ελληνικές επιρροές (στην ίδια κατηγορία ανήκει ο Πόντος, η Καππαδοκία κ.α.). Ο Ζιποίτης σταθεροποίησε την εξουσία του ανάμεσα στις υπερδυνάμεις της εποχής, βάζοντας τα θεμέλια για την ανάπτυξη της Βιθυνίας. Καθιέρωσε δε ένα νέο ημερολόγιο, το οποίο χρησιμοποιείτο από τους εντοπίους ως τις παραμονές του 6ου μεταχριστιανικού αιώνος.
Τον Ζιποίτη διεδέχθη ο γιος του Νικομήδης Α’ (278-255 π.Χ.), ύστερα από εμφύλιο πόλεμο με τον αδελφό του Ζιποίτη Β’. Ο τελευταίος κατόρθωσε για ένα σύντομο διάστημα να ελέγξει ένα τμήμα της Βιθυνίας ως δική του ηγεμονία. Για να καταβάλει τον αδελφό του αλλά και να αποκρούσει την επιβουλή του Αντιόχου των Σελευκιδών κατά της Βιθυνίας, ο Νικομήδης κάλεσε στη Μικρά Ασία τους Γαλάτες της Θράκης, την επαύριο ακριβώς της αποτυχημένης εισβολής τους στη νότιο Ελλάδα. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής ο Νικομήδης συμμάχησε και με την ελληνική πόλη της Ηρακλείας και τον Αντίγονο Γονατά της Μακεδονίας. Κατά την αλεξανδρινή παράδοση ιδρύσεως νέων πόλεων, ο Νικομήδης θεμελίωσε μία νέα πόλη κοντά στον Αστακό, στην οποία έδωσε το όνομα του. Η Νικομήδεια θα έμενε για αιώνες ως μία από τις βασικότερες πόλεις της Μικράς Ασίας.
Μετά το θάνατο του Νικομήδη η Φρύγισσα σύζυγος του Εταζέτα τον έπεισε να αποκληρώσει τα παιδιά του από τον πρώτο του γάμο και να ορίσει εκείνη κηδεμόνα των δικών τους, ανηλίκων τέκνων. Για τους διαδόχους αυτούς εγγυήθηκαν επίσης οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου, η Μακεδονία και οι πόλεις της Προποντίδος. Όμως ο γιος του Νικομήδη από τον προηγούμενο γάμο, ονόματι Ζιαήλας, ο οποίος είχε καταφύγει στην Αρμενία, εξεγέρθηκε και με τη βοήθεια γαλατικών στρατευμάτων εκθρόνισε την Εταζέτα. Η βασίλισσα κατέφυγε στη Μακεδονία, ενώ ο Ζιαήλας ηγεμόνευσε από το 254 ως το 228. Δεν είναι πολλά γνωστά για τη βασιλεία του: βρήκε το τέλος στο πεδίο της μάχης, πολεμώντας τους Γαλάτες.
Ο διάδοχος του, Προυσίας Α’ (228-182 π.Χ.) υπήρξε ισχυρός και επιτυχημένος βασιλεύς. Εκδίωξε τους Βυζαντίους από τις κτήσεις τους στην Μυσία, επεκτείνοντας την επικράτεια του. Αντιμετώπισε με σκληρότητα τους Γαλάτες, νικώντας τους στη μάχη και εξολοθρεύοντας τα γυναικόπαιδα τους. Αντίστοιχα νικηφόρες ήταν οι εκστρατείες του κατά της Περγάμου και της Ηρακλείας. Πολιορκώντας όμως τη δεύτερη και ενώ ανέβαινε στα τείχη με μία κλίμακα, μία πέτρα που έριξαν οι αμυνόμενοι του έσπασε το πόδι και τον έριξε κάτω. Έκτοτε απέκτησε το προσωνύμιο «χωλός». Ο βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Ε’ παρέδωσε στην Βιθυνία την πόλη της Κίου, την οποία ο Προυσίας ανοικοδόμησε και μετονόμασε σε Προύσα. Η Προύσα είναι σήμερα γνωστή ως η πρώτη πρωτεύουσα του Οθωμανικού εμιράτου (1326) και… πατρίδα του Καραγκιόζη.
Την εποχή εκείνη η Ρώμη άρχισε να υψώνεται ως μεγάλη μεσογειακή δύναμη, ιδίως μετ΄λα την επικράτηση της επί της Καρχηδόνος στον Β’ μεταξύ των πόλεμο (218-201 p.X.). Ο ηττημένος στρατηγός των Καρχηδονίων, ο θρυλικός Αννίβας, βρήκε καταφύγιο στην αυλή του Προυσία. Η Βιθυνία είχε πολεμήσει με την Πέργαμο, σύμμαχο της Ρώμης, όμως ο Προυσίας δεν θέλησε να εμπλακεί στην σύγκρουση Ρωμαίων και Σελευκιδών, όπου οι δεύτεροι συνετρίβησαν. Υπό ασφυκτικές ρωμαϊκές πιέσεις, ο Προυσίες συμφώνησε να παραδώσει τον Αννίβα, ο στρατηγός όμως προτίμησε την αυτοκτονία από το να πέσει στα χέρια των εχθρών του.
Με τον Προυσία Β’ τον Κυνηγό (182-149 π.Χ.) ξεκινά η παρακμή της Βιθυνίας, η οποία ούτως ή άλλως ποτέ δεν ήταν πρώτου μεγέθους δύναμη. Ο ιστορικός Πολύβιος περιγράφει τον Προυσία με πολύ μελανά χρώματα, ως παντελώς ανάξιο για βασιλέα. Ο Προυσίας συμμάχησε με την Πέργαμο για να αποκρούσει την επιθετικότητα του βασιλέως του Πόντου Φαρνάκη, όμως στη συνέχεια στράφηκε κατά του συμμάχου του. Η παταγώδης αποτυχία της εκστρατείας (156-154 π.Χ.) οδήγησε στην επιβολή βαρυτάτων όρων στη Βιθυνία, με την πολεμική αποζημίωση να ανέρχεται σε 500 αργυρά τάλαντα και 12 πλοία.
Παράλληλα ο Προυσίας δημιούργησε ανάλογη κρίση με εκείνη που είχε συμβεί μετά το θάνατο του Νικομήδη, θέλοντας να αφήσει το θρόνο στα παιδιά από την τελευταία σύζυγο του. Έστειλε λοιπόν το μεγάλο γιο του, Νικομήδη, στη Ρώμη για να ζητήσει μεσολάβηση ώστε να μειωθεί η αποζημίωση προς την Πέργαμο. Μαζί έστειλε τον έμπιστό του Μένα, με την εντολή εάν η πρεσβεία αποτύχει να δολοφονήσει το γιο του. Η αποστολή όντως δεν απέφερε καρπούς, αλλά ο Μένας αρνήθηκε να εκτελέσει την εντολή του βασιλέως του, τασσόμενος με το Νικομήδη. Ο Νικομήδης, με την υποστήριξη της Ρώμης και της Περγάμου, εξεγέρθηκε και εισέβαλε στη Βιθυνία για να εκθρονίσει τον πατέρα του. Ενώ οι πολίτες της Νικομηδείας άνοιγαν τις πύλες, ο Προυσίας κατέφυγε ικέτης στον βωμό του Διός. Το άσυλο όμως δεν εμπόδισε τους ανθρώπου του Νικομήδη να μπουν να τον σκοτώσουν.
Ο Νικομήδης Β’ ο Επιφανής (149-127 π.Χ.) πολιτεύθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, ως φίλος της Ρώμης Όταν ο βασιλεύς της Περγάμου Άτταλος Γ’ πεθαίνοντας κληρονόμησε τη χώρα του στους Ρωμαίους, ο Νικομήδης επενέβη για να καταστείλει την εξέγερση του Αριστονίκου, που ήθελε να αντισταθεί στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ο διάδοχος του Νικομήδης Γ’ ο Ευεργέτης (127-94 π.Χ.) οδήγησε τη Βιθυνία σε οικονομική ανάπτυξη, όμως οι απόπειρες του για εδαφική εξάπλωση υπήρξαν λιγότερο επιτυχημένες. Συμμάχησε με τον ισχυρό βασιλέα του Πόντου (και ορκισμένο εχθρό της Ρώμης) Μιθριδάτη ΣΤ’ για να κατακτήσουν ομού την Παφλαγονία και να διανείμουν τα εδάφη της. Οι δύο δυνάμεις όμως βρέθηκαν ανταγωνίστριες στην προσπάθεια τους να ελέγξουν την Καππαδοκία. Η ρωμαϊκή επέμβαση ανάγκασε και τη Βιθυνία και τον Πόντο να αποσυρθούν από όλα αυτά τα εδάφη.
Τελευταίος βασιλεύς της Βιθυνίας υπήρξε ο Νικομήδης Δ’ Φιλοπάτωρ (94-74 π.Χ.). Η χώρα ενεπλάκη σε πόλεμο με τον Μιθριδάτη, ο οποίος βοήθησε τον αδελφό του Νικομήδη, Σωκράτη Χριστό, να τον ανατρέψει. Ο Νικομήδης κατέφυγε στη Ρώμη και ζήτησε βοήθεια να επανέλθει στο θρόνο του. Το 84 π.Χ. ο ικανότατος (όσο και αδίστακτος) στρατηγός Σύλλας νικά το Μιθριδάτη και επαναφέρει το Νικομήδη στην εξουσία. Ουσιαστικά όμως υπάρχει μόνο μία ψευδαίσθηση ανεξαρτησίας, με την ρωμαϊκή δύναμη να περικλείει ασφυκτικά όλην την ελληνιστική Ανατολή.
Αυτήν την τελευταία περίοδο στην αυλή του Νικομήδη έζησε ο νεαρός Ιούλιος Καίσαρας. Η στενή σχέση που ανέπτυξε ο μελλοντικός μέγας στρατηλάτης με το Νικομήδη υπήρξε τόσο οικεία, που οι εχθροί του στη Ρώμη τον κατηγόρησαν πως ήταν εραστές, αποκαλώντας τον σκωπτικά «η βασίλισσα της Βιθυνίας». Ο Καίσαρ αρνήθηκε πολύ πεισματικά αυτές τις φήμες..
Με το θάνατο του ο Νικομήδης Δ’ κληρονόμησε τη Βιθυνία στη Ρώμη, η οποία την προσήρτησε ως επαρχία. Το 64 π.Χ. ο στρατηγός Πομπήιος θα κατακτήσει και τον Πόντο: οι δύο χώρες θα ενωθούν ως επαρχία «Βιθυνίας και Πόντου». Η ελληνιστική περίοδος κλείνει και αρχίζει η ρωμαϊκή. Μέσα όμως σε αυτό το κεφάλαιο της βιθυνικής ιστορίας, το οποίο ίσως να φαίνεται ανιαρό και χωρίς το ενδιαφέρον ή τη δόξα άλλων χωρών, ξεκινά και ουσιαστικά ολοκληρώνεται ο εξελληνισμός της περιοχής, υπό την προστασία και προώθηση φιλελλήνων βασιλέων. Είναι χαρακτηριστικό πως δεν μας έχει σωθεί κανένα μνημείο της βιθυνικής γλώσσας, οπότε δεν ξέρουμε πότε ακριβώς έσβησε. Σίγουρα όμως με την είσοδο της «βυζαντινής» εποχής η Βιθυνία αποτελεί μία καθαρά ελληνίδα επαρχία, όπως και θα παραμείνει μέχρι την τουρκική εισβολή του 11ου αιώνος.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)