Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Ο ανταγωνισμός των μεσαιωνικών αυτοκρατοριών στο χώρο (2)



Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: Η γεωπολιτική ιστορία της Μεσαιωνικής αυτοκρατορίας υπό τις θεωρίες του Καρλ Σμιτ

Βλέπουμε λοιπόν πως τα αυτοκρατορικά συστήματα υπερέβαιναν κατά πολύ τα εδαφικά όρια των κρατών-πυρήνων τους, πολλώ δε συγκεκριμένους λαούς και έθνη.  Η ακτινοβολία, σε μία εποχή πριν την αυγή των ιδεολογιών κατά τη σύγχρονη έννοια, συνδεόταν με τη θρησκεία.  Το άριστο μέσον επέκτασης επιρροής και ενσωμάτωσης λαών και περιοχών στην εκάστοτε «οικουμένη» ήταν η ιεραποστολή.  Ανάλογα με ποιας Εκκλησίας οι κήρυκες ευαγγέλιζαν το τάδε έθνος, έφερναν τις αντίστοιχες πολιτικές δομές, γλώσσα, πολιτιστική κληρονομιά κ.α.


Κάθε imperium-Reich προσπαθούσε να καθορίσει το Großraum, ως σφαίρα αποκλειστικής επιρροής και επιβολής του συστήματος πολιτικής ιεραρχίας του.  Παράλληλα προσπαθούσε να αποκρούσει τις διεισδύσεις του αντιζήλου στη ζώνη του «εγγύς εξωτερικού» του (για να χρησιμοποιήσουμε τον μετασοβιετικό όρο).  Τα γεωπολιτικά και θρησκευτικά όρια του Μείζονος χώρου εν πολλοίς ταυτίζονταν, αφού όπου υπερείχε πολιτικά η μία αυτοκρατορία επέβαλε την Εκκλησία της, και όπου επικρατούσε η μία Εκκλησία καλλιεργούσε στενούς πολιτικούς και πολιτισμικούς δεσμούς με την αντίστοιχη αυτοκρατορία.  Γενικά ο χώρος της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας (κατά το δημοφιλή όρο του Dimitri Obolensky) ήταν η ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη, ο Καύκασος και η Μέση Ανατολή.  Η βόρεια και δυτική Ευρώπη υπάγονταν στο δυτικό σύστημα, την Χριστιανική Πολιτεία (res publica Christiana).  Ενδιαμέσως, στις περιφέρειες μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών (εν πολλοίς, κεντρική και νότια Ευρώπη) η δικαιοδοσία και η πολιτικο-θρησκευτική υπεροχή έγινε αντικείμενο μακροχρονίων και σκληρών αντιμαχιών μεταξύ τους.

Από την πτώση στην ανασύσταση της Δυτικής Ρώμης

Τους πρώτους αιώνες μετά την πτώση της δυτικής Ρώμης (476) δεν υπήρχε εναλλακτικό αυτοκρατορικό και κοσμοθεωρητικό σύστημα σε σχέση με αυτό της Κωνσταντινούπολης.  Μολονότι ουσιαστικώς ανεξάρτητοι, οι Γερμανοί βασιλείς αναγνώριζαν ως ανώτατη αρχή τους τον ανατολικό αυτοκράτορα, έκοβαν νόμισμα με τη μορφή του και εξέδιδαν νόμους στο όνομα του.  Εκείνος με τη σειρά του τους απένειμε αυλικούς τίτλους (κλασσική τακτική που θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος της Βυζαντινής ιστορίας) και τους ονόμαζε αντιβασιλείς του.  Η τυπική αυτή βυζαντινή επικυριαρχία αποτέλεσε το πρόσχημα για την εξαπόλυση των αναστηλωτικών εκστρατειών από τον Ιουστινιανό (527-565), καθώς οι πολιτικές ανατροπές στα βασίλεια των Βανδάλων της Αφρικής και των Οστρογότθων της Ιταλίας θεωρήθηκε πως προσέβαλαν τους εκλεκτούς της Κωνσταντινουπόλεως ηγεμόνες και συνεπώς την αυτοκρατορική τάξη.  Οι πόλεμοι αυτοί οδήγησαν στην πρόσκαιρη ανακατάληψη της δυτικής Μεσογείου (Ιταλία, βορειοδυτική Αφρική, νότια Ισπανία και νήσοι) και την επαναφορά της πρεσβυτέρας Ρώμης σε ρωμαϊκά χέρια.

Εκείνη την εποχή η παποσύνη τίθεται υπό τον άμεσο έλεγχο του αυτοκράτορα.  Οι ζώνες δικαιοδοσίας μεταξύ πατριαρχείων παραμένουν διακριτές και, παρ' ότι η Αγία Έδρα ήδη από τότε διεκήρυττε την ανωτερότητα και οικουμενικότητα της έναντι των αδελφών της, δεν είχε ούτε την ισχύ ούτε τη θεολογική-ιδεολογική τεκμηρίωση να τη διεκδικήσει στο βαθμό που έκανε πολύ αργότερα.  Εκείνη την εποχή ακόμη τα όρια των Εκκλησιών δε συνεπάγονταν όρια διαφορετικών ή ανταγωνιστικών πολιτικών χώρων ούτε πολιτισμών.  Υπό την παπική ποιμαντορική βακτηρία δε βρισκόταν μόνο η λατινική και γερμανική Δύση, αλλά και η Ελλάδα και τα δυτικά Βαλκάνια.  Το ελληνικό στοιχείο της νοτίου Ιταλίας και της ίδιας της Ρώμης ήταν ακμαίο, ενώ οι περισσότεροι πάπες της περιόδου ήταν ελληνόφωνοι ή ελληνομαθείς.  Η θεολογική διαφοροποίηση, τέλος, είχε ελάχιστα διευρυνθεί τότε.

Η βυζαντινή επάνοδος στη Δύση δεν έμελλε να μακροημερεύσει.  Οι πιεστικές ανάγκες, των αβαροσλαβικών εισβολών στα Βαλκάνια και των περσικών και αραβικών πολέμων στην ανατολή απορρόφησαν το σύνολο της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος της Κωνσταντινουπόλεως.  Στην Ιταλία η γερμανική φυλή των Λογγοβάρδων εισέβαλε και κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου (568), αφήνοντας υπό αυτοκρατορικό έλεγχο μόνο το νότο και κάποιες μεγάλες πόλεις στα κεντρικά, όπως η Ρώμη.  Σαν να μην ήταν αρκετά δυσχερής η κατάσταση, το 726 στην ανατολή ξέσπασε η θρησκευτική κρίση της Εικονομαχίας.  Η κίνηση αυτή, καρπός των θεολογικών αντιλήψεων και πολιτικών υπολογισμών των Ισαύρων αυτοκρατόρων, αποξένωσε απόλυτα την (ήδη αγανακτισμένη από τη βυζαντινή κακοδιοίκηση και τις άκομψες επεμβάσεις στα εσωτερικά της) παπική έδρα και τις παραμελημένες δυτικές επαρχίες.  Σε αντίποινα για την αντίδραση των παπών Γρηγορίου Β' και Γ', οι οποίοι υποκίνησαν εξεγέρσεις στον ελλαδικό χώρο κατά της εικονομαχικής διοίκησης, ο αυτοκράτορας Λέων Γ' απέσπασε τις επαρχίες του Ιλλυρικού από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Ρώμης (740).

Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν στην τελική πολιτική χειραφέτηση της παποσύνης από το βυζαντινό κράτος.  Υπό την ασφυκτική πίεση των Λογγοβάρδων ο πάπας Στέφανος Β' κατέφυγε στη βοήθεια των Φράγκων (752).  Ο βασιλεύς Πεπίνος και ύστερα ο γιος του Καρλομάγνος συνέτριψαν τους εχθρούς του πάπα και του παρέδωσαν τις ανακτηθείσες βυζαντινές επαρχίες του Λατίου και της Πενταπόλεως ως δικό του, αυτόνομο κράτος.  Η ανερχόμενη φραγκική αυτοκρατορία, έχοντας κυριαρχήσει σε μεγάλα τμήματα της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, προκάλεσε τη βυζαντινή κοσμοθεωρία κηρύσσοντας εαυτόν διάδοχο της δυτικής Ρώμης, με τη στέψη του Καρλομάγνου ως αυγούστου τα Χριστούγεννα του έτους 800, από τον πάπα Λέοντα Γ'.  Πλέον είχε δημιουργηθεί ένα ανταγωνιστικό και εναλλακτικό Reich με το δικό του Großraum, όχι μόνο αμφισβητώντας τη νομιμοποίηση και την ταυτότητα των ανατολικών αλλά και ανατρέποντας το πολιτικοστρατιωτικό καθεστώς της Ιταλίας, μήτρας της ρωμαϊκότητος.  Τα επόμενα χρόνια οι βυζαντινές κτήσεις εκεί θα περιοριστούν στον απώτατο νότο (παλαιά Μεγάλη Ελλάς-Απουλία, Καλαβρία), ενώ οι Φράγκοι θα καταστρέψου τη Βενετία και τις δαλματικές ακτές.  Την πρώτη αυτή περίοδο ανταγωνισμού των δύο αυτοκρατοριών (752-814), ο διαφιλονικούμενος χώρος ορίζεται στην περιοχή Ιταλίας-βορειοδυτικών Βαλκανίων.  Σε θρησκευτικό επίπεδο η φραγκική κάθοδος στη Ρώμη θα οδηγήσει στη διακοπή επικοινωνίας μεταξύ ελληνικών και λατινικής Εκκλησίας, στη λήθη της γλώσσας της μίας πλευράς από την άλλη και τη θεολογική απομάκρυνση.  Σε αντίδραση στη βυζαντινή κυριαρχία αλλά και ως εγγύηση απέναντι στη νέα, φραγκική, η παποσύνη ανέπτυξε μία πολιτική θεολογία (βασισμένη σε φαλκιδεύσεις όπως η Κωνσταντίνειος Δωρεά και οι Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις) ανεξαρτησίας αλλά και υπεροχής της Εκκλησίας απέναντι στη βασιλική εξουσία.  Εκεί ξεκινά η διαρχία του δυτικού Reich.




Γεωπολιτική της ιεραποστολής

Τον 9ο αιώνα η επέκταση του χριστιανισμού προς τα βορειοανατολικά των παλαιών ρωμαϊκών συνόρων άνοιξε νέα πεδία πολιτικής και πολιτισμικής διείσδυσης για το Βυζάντιο και τους Φραγκο-λατίνους.  Υπό τη δραστήρια ηγεσία του Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου, η Βυζαντινή Εκκλησία έστειλε ιεραποστολές στις σλαβικές χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, συγχρόνως με αντίστοιχα εγχειρήματα της Ρώμης.  Οι ευαγγελικές δραστηριότητες συνέπεσαν με τη σοβαρή κρίση μεταξύ παποσύνης και οικουμενικού πατριαρχείου (Φωτειανό σχίσμα) με αίτια τόσο πολιτικά όσο και δογματικά.  Αυτό όξυνε τον ανταγωνισμό και δηλητηρίασε τις εκκλησιαστικές σχέσεις.  Να σημειωθεί ότι μέχρι τότε η ρήξη αφορούσε τις δύο αυτοκρατορίες και όχι τις Εκκλησίες τους.  Η σθεναρή στάση της Αγίας Έδρας κατά της Εικονομαχίας την είχε κάνει προμαχώνα της Ορθοδοξίας έναντι των αυτοκρατορικών πιέσεων, κερδίζοντας έτσι μεγάλο σεβασμό στην ανατολή.  Ταυτόχρονα η παποσύνη ανθίστατο ακόμη στις φραγκικές θεολογικές πιέσεις, με τον πάπα Λέοντα Γ’ να αντιδρά στην καινοτομία του filioque («και εκ του Υιού» εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος) τοποθετώντας αργυρές πλάκες με το παλαιό Σύμβολο της; Πίστεως έξω από τον Άγιο Πέτρο.

Η περίοδος 860-870 υπήρξε καθοριστική για το θρησκευτικό και πολιτισμικό μέλλον της Ευρώπης, αφού αναλόγως με το που επικράτησε ο ελληνικός ή ο λατινικός κλήρος, εκεί χαράχθηκαν τα σύνορα του δυτικοευρωπαϊκού και ανατολικοευρωπαϊκού πολιτισμού.  Οι αποστολικοί ανταγωνισμοί είχαν καίρια σημασία, καθώς η επικράτηση σε αυτούς επιβεβαίωνε το καθεστώς μίας περιοχής ως τμήμα εκάστου αυτοκρατορικού κοσμοσυστήματος:  βασικό χαρακτηριστικό του Großraum είναι η ύπαρξη μίας επικρατούσας και αποκλειστικής πολιτικής ιδέας, ενώ βασική ιδιότητα του Reich είναι η ικανότητα αποκλειστικής ηγεμονίας και ιδεολογικής προβολής στο Μείζονα χώρο του.

Οι Σλάβοι της Μεγάλης Μοραβίας και της Παννονίας είχαν αρχικά δεχθεί το χριστιανισμό από τους δυτικούς, όμως ο βασιλεύς Ραστισλάβος προσέγγισε τους Βυζαντινούς, ευελπιστώντας πως εξαρτώντας την τοπική Εκκλησία από την Κωνσταντινούπολη θα ενέτεινε την πολιτική του αυτονομία.  Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί Κωνσταντίνος-Κύριλλος και Μεθόδιος έφθασαν στην περιοχή (863) φέρνοντας μαζί τους ένα νέο αλφάβητο, το γλαγολιτικό, και τα ιερά κείμενα μεταφρασμένα στη σλαβονική γλώσσα.  Παρ’ ότι η παποσύνη είδε τους ιεραποστόλους με συμπάθεια, η φραγκική ιεραρχία αντέδρασε πολύ έντονα, καθώς η περιοχή ανήκε στην αρχιεπισκοπή του Σαλτσβούργου.  Μετά το θάνατο του Μεθοδίου (885) η παπική στάση άλλαξε, με τους Φράγκους να διώχνουν τους μαθητές του και να απαγορεύουν τη βυζαντινή λειτουργία και τη σλαβονική γλώσσα.

Αντίστοιχη διαδικασία εκλατινισμού έγινε, τους επομένους δύο αιώνες, στην Κροατία.  Ευρισκόμενη στο ενδιάμεσο μεταξύ βυζαντινών Βαλκανίων και φραγκο-γερμανικής κεντρικής Ευρώπης, η Κροατία δέχθηκε θρησκευτικά και πολιτιστικά ερεθίσματα από αμφότερες τις αυτοκρατορίες.  Η πρώτη επαφή έγινε την εποχή του Ηρακλείου (7ος αι.) από Βυζαντινούς.  Η μεγαλύτερη εγγύτητα όμως των δυτικών (σε μια εποχή που το Βυζάντιο διεξήγαγε αγώνα για τον έλεγχο των ευρωπαϊκών του επαρχιών) και η ακόλουθη κατοχή της περιοχής από την Ουγγαρία οδήγησε στη σταδιακή επικράτηση της λατινικής γλώσσας και λειτουργίας.  Η δε Ουγγαρία είχε, στα μέσα του 10ου αιώνος, επίσης δεχθεί ιεραποστόλους πρώτα από το Βυζάντιο, με αποτέλεσμα τη βάπτιση ορισμένων ηγεμόνων.  Στο μεταίχμιο όμως της νέας χιλιετίας οι βασιλείς Γέζα και Στέφανος στράφηκαν προς τη δύση, οδηγώντας στη σταθερή επικράτηση της λατινικής Εκκλησίας στην κεντρική Ευρώπη.

Νοτίως της Κροατίας, η Σερβία είχε και εκείνη τον 7ο αιώνα γνωρίσει το χριστιανισμό αλλά από την πλευρά της Ρώμης.  Η πρώτη εκείνη αποστολική προσπάθεια δεν είχε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, και έτσι το 869-870 τον ευαγγελισμό επανέλαβαν ο Κωνσταντίνος και ο Μεθόδιος.  Λίγο νωρίτερα (864) το Βυζάντιο είχε επιτύχει τη βάπτιση του βασιλέως των Βουλγάρων, Βόριδος, με το όνομα Μιχαήλ, υπό την πνευματική πατρότητα του ομωνύμου αυτοκράτορος (Μιχαήλ Γ’ ο Μέθυσος, 842-867).  Ο έλεγχος όμως των θρησκευτικών δομών από ελληνικό κλήρο που λειτουργούσε στην ελληνική γλώσσα δημιούργησε στους Βουλγάρους φόβο για την απώλεια της ανεξαρτησίας και της ταυτότητος τους.  Ο Βόρις έστειλε πρεσβείες στη Ρώμη και προσκάλεσε παπικούς ιεραποστόλους.  Η απόπειρα αυτή εξόργισε τον πατριάρχη Φώτιο και συνάντησε άμεση απάντηση από τον αυτοκράτορα.  Υπό την πίεση στρατιωτικού αποκλεισμού ο Βόρις ανέκρουσε πρύμναν.  Σε σύνοδο που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (869-870) η Βουλγαρική Εκκλησία εξασφάλισε την αυτονομία της, υπό βυζαντινή όμως επιρροή.

Ο αποστολικός ανταγωνισμός έληξε με τις Εκκλησίες σοβαρά ψυχραμένες η μία απέναντι στην άλλη και την κεντρική και ανατολική Ευρώπη διανεμημένες σε ζώνες επιρροής.  Έτσι, ύστερα από τις εξελίξεις του 9-10ου αιώνος, το Βυζάντιο κέρδισε τη Βουλγαρία και τη Σερβία, ενώ η παποσύνη τη Μοραβία, την Ουγγαρία και την Κροατία.  Σε περιοχές όπου λόγω γεωγραφίας δεν υπήρχε ισχυρή παρουσία της άλλης πλευράς, η Κωνσταντινούπολη ευαγγέλισε τη Ρωσία και η Ρώμη την Πολωνία.




Η πρόκληση της Γερμανικής αυτοκρατορίας

Τον9οαιώνα η Καρολίγγειος αυτοκρατορία διασπάστηκε, ακολουθώντας το παραδοσιακό φραγκικό δίκαιο που ήθελε την πατρική περιουσία να κατανέμεται εξ ίσου στους υιούς.  Έτσι, ο διάδοχος του Καρλομάγνου Λουδοβίκος Α’ ο Ευσεβείς μοίρασε το κράτος του δια τρία, σε ισάριθμα τέκνα του (συνθήκη του Βερντέν, 843).  Ο Λουδοβίκος ο Γερμανός πήρε τα ανατολικά εδάφη, αντιστοιχώντας περίπου στο σημερινό χώρο της Γερμανίας (Ανατολική Φραγκία), ο Κάρολος ο Φαλακρός τη Γαλατία, σχηματίζοντας τη βάση του μελλοντικού γαλλικού βασιλείου (Δυτική Φραγκία) και ο πρεσβύτερος Λοθάριος Α’ τον ενδιάμεσο χώρο, μία επιμήκη και στενή λωρίδα γης από τη Βόρεια θάλασσα μέχρι την κεντρική Ιταλία, κατά μήκος του Ρήνου (Μέση Φραγκία), μαζί με τον αυτοκρατορικό τίτλο.  Το εύθραυστο και εδαφικώς ασυνάρτητο της Μέσης Φραγκίας φάνηκε πολύ σύντομα, καθώς στους ακολούθους εμφυλίους πολέμους διαμελίστηκε επανειλημμένα και απέμεινε μόνο το ιταλικό τμήμα της.  Ο 9ος αιώνας υπήρξε εποχή κρίσης, με την κεντρική εξουσία να εξασθενεί και να ενισχύονται οι τοπικοί άρχοντες έναντι των βασιλέων.  Εκεί εντοπίζεται η εδραίωση του φεουδαλικού φαινομένου, το οποίο θα διαμορφώσει καθοριστικά τις δυτικές μεσαιωνικές κοινωνίες επί αιώνες.  Στην πολιτική αποσύνθεση ήρθαν να προστεθούν σοβαρές εξωτερικές απειλές, όπως οι επιδρομές των Βίκινγκς από το βορρά και των Μαγυάρων από την ανατολή.  Ο τελευταίος ανατολικός βασιλιάς της Καρολιγγείου γραμμής, ο Λουδοβίκος ο Παις, πέθανε το 911 και οι Γερμανοί ευγενείς εξέλεξαν νέο ηγεμονικό οίκο, τους Οθωνίδες.  Ο αυτοκρατορικός τίτλος, έχοντας απομείνει στους Φράγκους βασιλείς της Ιταλίας, εξέλιπε το 924.

Από τους Οθωνίδες της Γερμανίας προέκυψε η ανασύσταση της Καρολιγγείου αυτοκρατορίας και η δεύτερη διεκδίκηση της ρωμαϊκής οικουμενικότητος.  Υπό τον Ερρίκο τον Ορνιθοκυνηγό (919-936) και τον Όθωνα (936-973) αποκαταστάθηκε ένα κάποιο είδος συγκεντρωτικής εξουσίας στις ανατολικές και κεντρικές μετακαρολίγγειες περιοχές.  Το 951 ο Όθων νυμφεύθηκε την βασίλισσα Αδελαΐδα και με τον τρόπο αυτό κέρδισε τον έλεγχο της Ιταλίας, ενώ το 955 συνέτριψε τους Μαγυάρους.  Το 962 στη Ρώμη στέφθηκε από τον πάπα αυτοκράτορας.  Η ημερομηνία αυτή θεωρείται ορόσημο για την ευρωπαϊκή ιστορία, ως αφετηρία της μελλοντικής Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας-του Α’ Γερμανικού Reich.  Η ανησυχητική γερμανική κάθοδος στην Ιταλία και η οικειοποίηση του αυτοκρατορικού τίτλου προκάλεσε τριβές με το Βυζάντιο, το οποίο μέχρι πρότινος είχε εξαιρετικές σχέσεις με τους Ανατολικούς Φράγκους και τον Όθωνα.  Ύστερα από μακρά απουσία, στα τέλη του 9ου αιώνος οι Βυζαντινοί είχαν επιστρέψει στον ιταλικό νότο, εκδιώκοντας τους Άραβες πειρατές και πειθαναγκάζοντας την υποταγή των εντοπίων αρχόντων.  Η μεταστροφή της υποτελείας ορισμένων λομβαρδικών πριγκιπάτων από το Βυζάντιο στους Γερμανούς συνιστούσε παραβίαση της βυζαντινής αποκλειστικής πολιτικής σφαίρας και ευθεία απειλή.  Ο Όθων έστειλε πρεσβείες στην Κωνσταντινούπολη υπό τον Λιουτπράνδο της Κρεμόνος, συγχρόνως όμως εισέβαλε στις βυζαντινές κτήσεις της κάτω Ιταλίας.  Η εξέλιξη αυτή εξόργισε τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Β’ Φωκά ο οποίος, με την αυτοπεποίθηση που του έδινε η ισχυρότατη κατάσταση του βυζαντινού κράτους, η αίγλη του νικητή των Σαρακηνών και η νομιμότητα του κωνσταντινείου στέμματος, απέρριψε κάθε σκέψη για διαπραγματεύσεις και βασιλικό συνοικέσιο, πολλώ δε για την αναγνώριση του Όθωνος ως kaizer.  Με την ανατροπή του Νικηφόρου το 969 από τον Ιωάννη Α’ Τσιμισκή, ο νέος αυτοκράτορας επεδίωξε την εξομάλυνση των σχέσεων με τους Γερμανούς.  Η βυζαντινή βασιλοπούλα Θεοφανώ νυμφεύθηκε το γιο του Όθωνος, Όθωνα Β’, και έγινε ανακατανομή των χώρων επιρροής στην Ιταλία:  το Βυζάντιο διατήρησε τα θέματα Καλαβρίας και Απουλίας μαζί με την επικυριαρχία της Δημοκρατίας του Αμάλφι και του δουκάτου της Νεαπόλεως, ενώ το Μπενεβέντο, η Καπούα και το Σαλέρνο αναγνωρίστηκαν ως δορυφόροι της Γερμανίας.

Το Σχίσμα και οι Σταυροφορίες

Η κρίσιμη περίοδος 11-13ου αιώνος θα σηματοδοτήσει κοσμοϊστορικές αλλαγές για τη μεσαιωνική Ευρώπη και Μέση Ανατολή.  Για το αντικείμενο της μελέτης, από αυτές θα ξεχωρίσει η άνοδος και επέκταση της δυτικής Χριστιανοσύνης, εξελίξεις που οδήγησαν στην παραβίαση του βυζαντινού Großraum και στη συνέχεια την κατάλυση του ίδιου του βυζαντινού Reich.  Βασικά σημεία αναφοράς της περιόδου ήταν το μεγάλο Σχίσμα των Εκκλησιών (1054), η μάχη του Ματζικέρτ (1071) και οι τέσσερις πρώτες Σταυροφορίες (1095-1204).

Στην περίοδο αυτή η προς ανατολάς εξάπλωση των δυτικών θα φέρει τη σύγκρουση στον πυρήνα του ανατολικομεσογειακού χώρου, όμως η αφορμή των τριβών αλλά και μεγάλο μέρος αυτών θα λάβει χώρα στην Ιταλία.  Η έξωση του Βυζαντίου από την ιταλική χερσόνησο, κάτι που ισοδυναμεί με δραματική μείωση της επιρροής του στην παποσύνη και της δυνατότητας προβολής ισχύος στη δυτική Ευρώπη/Μεσόγειο, δίνει πλέον το ελεύθερο σε ανερχόμενες δυτικές δυνάμεις να απειλήσουν την αυτοκρατορία στην ενδοχώρα της.  Αυτή η αυτοκρατορική υποχώρηση θα ανοίξει την ανατολική Μεσόγειο στα ιταλικά, νορμανδικά, γαλλικά και γερμανικά συμφέροντα, ενώ σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη βυζαντινή παρακμή και τουρκική προέλαση, θα οδηγήσει σε ραγδαία ανατροπή της ισορροπίας ισχύος.  Η παρακμή αυτή, οικονομική, κοινωνική και στρατιωτική, είχε αρχίσει τουλάχιστον από το 1025-1030, όμως η διατήρηση της εξωτερικής ασφάλειας έδινε στο Βυζάντιο μία ψευδή εικόνα αίγλης και ισχύος.

Τη δεκαετία του 1050 οι Νορμανδοί μισθοφόροι της Ιταλίας είχαν εξεγερθεί κατά των Βυζαντινών, Λομβαρδών και Αράβων κυρίων τους, καταλαμβάνοντας πόλεις και ιδρύοντας, υπό την ηγεσία του Ροβέρτου Γυισκάρδου, δική τους ηγεμονία.  Η νορμανδική απειλή έφερε σε συνεννόηση τη βυζαντινή πλευρά με την παποσύνη, όμως οι εντεινόμενες θεολογικές διαμάχες (π.χ. η επιβολή αζύμων άρτων στις ελληνικές ενορίες της Ιταλίας από τους Νορμανδούς) εμπόδιζαν τη σύναψη σταθερής συμμαχίας.  Μία λατινική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη το 1054 όχι μόνο δεν εξομάλυνε τις διμερείς σχέσεις, αλλά αντίθετα οδήγησε σε αμοιβαίους αφορισμούς και στο οριστικό Σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας.  Η ρήξη αυτή, προκληθείσα σε μεγάλο βαθμό από την αδιαλλαξία και κακότροπη συμπεριφορά των διαπραγματευομένων, αποδείχθηκε καίρια σε θρησκευτικό επίπεδο, όμως εκείνη την εποχή πέρασε σχεδόν απαρατήρητη:  ήταν τα γεγονότα της επόμενης εκατοπεντηκονταετίας που διέλυσαν τη χριστιανική ενότητα.  Σε πιο άμεσες συνέπειες, χωρίς συμμαχία ο πάπας ήρθε σε συμβιβασμό με τους Νορμανδούς, οι οποίοι με τη σειρά τους κατέλαβαν την τελευταία βυζαντινή κτήση στην Ιταλία, τη Βάρη, το 1071.  Το νέο νορμανδικό βασίλειο των Δύο Σικελιών, παρ’ ότι γρήγορα εκβυζαντινίστηκε πολιτιστικά, υπήρξε για έναν αιώνα θανάσιμος αντίπαλος της Κωνσταντινουπόλεως, με τελικό στόχο τίποτε λιγότερο από την άλωση της και την υφαρπαγή του αυτοκρατορικού θρόνου.  Από την άλλη οι Νορμανδοί στάθηκαν μόνιμος ανταγωνιστής των Γερμανών στο παίγνιο της ιταλικής κυριαρχίας, ωθώντας τους τελευταίους σε συχνή συνεργασία με το Βυζάντιο.

Εκείνη η χρονολογία υπήρξε ιδιαίτερα μελανή για τη βυζαντινή ιστορία, αφού εκτός από την πτώση της Ιταλίας έφερε και την κατάρρευση της Μικράς Ασίας.  Ύστερα από χρόνια επιδρομών στα ανατολικά σύνορα, οι Σελτζούκοι Τούρκοι συνέτριψαν τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη στο Ματζικέρτ.  Για τα επόμενα δύσκολα χρόνια, κατασπαρασσόμενο από εμφυλίους πολέμους και εχθρικές επιδρομές, το Βυζάντιο έχασε ολόκληρη σχεδόν τη χερσόνησο, απώλεια που δεν είχε καταφέρει να προκαλέσει ούτε το αραβικό Χαλιφάτο στην ακμή του.  Τη δυναστεία των Δουκών ανέτρεψε ο Αλέξιος Κομνηνός (1081-1118), εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας, εγκαινιάζοντας μία μεγάλη αναστηλωτική προσπάθεια και την τελευταία περίοδο βυζαντινής ισχύος.  Την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του ο νέος αυτοκράτορας απέκρουσε με μεγάλη δυσκολία τη νορμανδική εισβολή στην Ελλάδα, όπως και τις επιδρομές των τουρκογενών νομάδων στα Βαλκάνια.  Η αμετάκλητη παρακμή του βυζαντινού στόλου οδήγησε στην παραχώρηση προνομίων στη Βενετία με αντάλλαγμα τη διάθεση του δικού της, συμφωνία που αποδείχθηκε καταλύτης της οικονομικής αποικιοποίησης του Βυζαντίου.  Η αδυναμία του Αλεξίου να εξαπολύσει μεγάλης κλίμακας αντεπίθεση τη Μικρά Ασία τον έκανε να στραφεί προς τη Δύση για βοήθεια.

Παρ’ ότι την περίοδο εκείνη η παποσύνη βρισκόταν σε σκληρό αγώνα με τη Γερμανική αυτοκρατορία σχετικά με την Έριδα της Περιβολής (πρωτεία κοσμικής ή εκκλησιαστικής εξουσίας, πολύ συνοπτικά), ενδιαφέρθηκε έντονα για τη βυζαντινή υπόθεση.  Η τουρκική προέλαση στη Μέση Ανατολή και τη Μικρά Ασία είχε συνοδευτεί από εκτεταμένες σφαγές και εκτοπίσεις πληθυσμών, ενώ διέκοψε το εξαιρετικά δημοφιλές στην Εσπερία προσκύνημα των Ιεροσολύμων.  Ο πάπας Γρηγόριος Ζ’ είχε το 1077 υποσχεθεί στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ’ Δούκα να ηγηθεί προσωπικά πολυπληθούς στρατιάς για την ανάκτηση της Μικράς Ασίας, με την Έριδα όμως να μαίνεται και τον ποντίφικα να εγκαταλείπει επανειλημμένα τη Ρώμη καταδιωκόμενος, το σχέδιο έμεινε στα χαρτιά.  Ο πάπας Ουρβανός Β’ συνήψε στενές σχέσεις με τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό, ήρε τον αφορισμό του και δέχθηκε θερμά τις κλήσεις του για στρατιωτική συνδρομή.

Η συνέχεια είναι λίγο έως πολύ γνωστή.  Στη Σύνοδο του Κλερμόν-Φεράν της Γαλλίας το 1095, ο πάπας Ουρβανός διεκτραγώδησε τα δεινά των Βυζαντινών και των προσκυνητών της Μέσης Ανατολής στους συγκεντρωμένους επισκόπους και ιππότες, τόνισε το αδιανόητο να βρίσκεται η Αγία Πόλη Ιερουσαλήμ στα χέρια των απίστων και κήρυξε τις περίφημες Σταυροφορίες.  Ήταν η πρώτη φορά που η Δυτική Χριστιανοσύνη ως σύνολο ξεκινούσε μία οργανωμένη προσπάθεια, ως στρατευμένο ενιαίο σύνολο, κατά των συλλογικών εχθρών της.  Αυτό καθίσταται διπλά αξιοσημείωτο αν ληφθεί υπ’ όψιν πως την πρωτοβουλία την πήρε η ίδια η παποσύνη (ένδειξη της υπεροχής της σε αυτήν τη φάση της Έριδος της Περιβολής) και πως οι βασικοί δρώντες ήταν διάφοροι και απόκεντροι ηγεμόνες, όχι ο Γερμανός αυτοκράτορας.

Εντελώς συνοπτικά η Σταυροφορία των Βαρώνων διέσχισε τη Βυζαντινή επικράτεια και κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Αλέξιος χρησιμοποίησε το δυτικό πολιτικό πλαίσιο για να εξασφαλίσει έστω τον έμμεσο έλεγχο της.  Καθώς με τη μακρινή αποδημία τους θεωρήθηκε πως οι φεουδάρχες είχαν απεξαρτηθεί από την υποτέλεια στον αφέντη τους, και ήταν ο αυτοκράτορας της ανατολής που όχι μόνο τους είχε προσκαλέσει αλλά και γενικά αξίωνε επικυριαρχία στο χώρο αυτό, ο Αλέξιος ζήτησε (και έλαβε από τους πιο πολλούς) όρκο πίστεως από τους Σταυροφόρους.  Μεταξύ άλλων οι τελευταίοι υποσχέθηκαν την απόδοση την αυτοκρατορία των χαμένων από τους μουσουλμάνους εδαφών της.  Με τη συμφωνία αυτή φάνηκε το Βυζαντινό σύστημα να ελίσσεται υπό την απρόσμενη εισαγωγή δυτικών δυνάμεων στο Μείζονα χώρο του, εντάσσοντας τις στο δικό του πλέγματος ιεραρχίας και επικυριαρχίας.  Στην πράξη όμως μία σειρά παρεξηγήσεων και ερίδων διέλυσε την αρχική συνεργασία Βυζαντινών και Σταυροφόρων (που είχε οδηγήσει στην εκπόρθηση της Νικαίας και την ανάκτηση της δυτικής Μικράς Ασίας για τους πρώτους):  τα λατινικά κράτη που ιδρύθηκαν στις μεσογειακές ακτές της Μέσης Ανατολής ύστερα από την επιτυχία της εκστρατείας (1099) μόνο τυπικά αναγνώρισαν τη βυζαντινή υπεροχή, και αυτό όχι πάντοτε.  Υπήρξαν κράτη πιο πιστά (Τρίπολη, Ιερουσαλήμ) από άλλα (Αντιόχεια), όμως γενικά τόσο ο Αλέξιος όσο και οι διάδοχοι του Ιωάννης Β’ (1118-1143) και Μανουήλ Α’ (1143-1180) χρειάστηκε επανειλημμένα να καταφύγουν σε εκβιασμούς και ευθεία στρατιωτική δράση για να στερεώσουν την εκεί εξουσία τους.

Εν τοις πράγμασι όχι μόνο τα Σταυροφορικά Κράτη δεν εντάχθηκαν στο βυζαντινό κόσμο, αλλά δημιούργησαν αυτόνομο υποσύστημα εντός του και έδωσαν μόνιμο πάτημα επέμβασης στις δυτικές οικουμενικές δομές.  Το ελληνικό Reich δεν μπορούσε πλέον να επιβάλει αποκλειστική κυριαρχία στο Großraum του, ούτε να εμποδίσει την ανάμιξη του αντιπάλου του στα βασικά θέματα της άμεσης γεωπολιτικής «γειτονιάς» του.  Ο αιώνας των Κομνηνών αυτοκρατόρων αναλώθηκε, πέραν του σταθερού αγώνα ανάκτησης της Μικράς Ασίας, στην απόκρουση νορμανδικών και ουγγρικών εισβολών, σε απέλπιδες απόπειρες αποτίναξης της εμπορικής κυριαρχίας της Βενετίας, ατέρμονες έριδες με τους Φράγκους της Αντιοχείας και αποτυχημένες απόπειρες συνεννόησης με τη Γερμανική αυτοκρατορία.  Με την τελευταία το Βυζάντιο είχε κοινό συμφέρον την αντιμετώπιση των Νορμανδών, όμως η αιωνόβια αντιπαράθεση για τη χρήση του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού τίτλου, μαζί με την τραυματική εμπειρία της Β’ Σταυροφορίας (1147-1149) εξανέμισε την όποια προοπτική σύμπηξης σταθερής συμμαχίας.  Η εκστρατεία του Μανουήλ για την ανάκτηση της Απουλίας από τους Νορμανδούς (1155-1156) απέτυχε παταγωδώς, και έτσι για το υπόλοιπο της βασιλείας του αρκέστηκε στη διπλωματική και οικονομική υποστήριξη των πόλεων της βορείου και κεντρικής Ιταλίας (της παπικής Ρώμης συμπεριλαμβανομένης) κατά του Γερμανού αυτοκράτορος Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα.  Η πολιτική αυτή οδήγησε στη σφοδρή ήττα του Φρειδερίκου στη μάχη του Λενιάνο (1176).  Τον επόμενο χρόνο όμως η συνθήκη της Βενετίας έδωσε τέλος στους ιταλικούς πολέμους και συμφιλίωσε παποσύνη, Γερμανούς και Νορμανδούς.  Η βασιλεία του Μανουήλ έληξε με τις σχέσεις των δύο κόσμων στο χειρότερο δυνατό σημείο, παρά τις αρχικές του προθέσεις για συμφιλίωση (η «λατινομανία» του αυτοκράτορος αυτού ήταν διαβόητη, με ενδεικτική την επιλογή δύο δυτικών συζύγων) και τους ακολούθους του αγώνες για περιφερειακή ηγεμονία.  Το 1180 βρήκε το Βυζάντιο εξαντλημένο οικονομικά και χωρίς σταθερή ηγεσία.




Από την μία άλωση στην άλλη

Ο εκφυλισμός και η πτώση της δυναστείας των Κομνηνών σηματοδότησε το τέλος της βυζαντινής δύναμης και την έκλειψη του ελληνικού και του ανατολικού χριστιανικού πολιτισμού ως αυτονόμου ιστορικού πόλου πρώτης τάξεως.  Με την παρακμή και διάλυση της αυτοκρατορίας τους βασανιστικούς δύο αιώνες που ακολούθησαν, ήρθε η αποσύνθεση του βυζαντινού διεθνούς συστήματος και η απορρόφηση ή κατάκτηση του από τους δυτικούς και μουσουλμάνους αντιπάλους του.

Το 1182 η επικράτηση της αντιλατινικής παρατάξεως στην Κωνσταντινούπολη οδηγεί στη μαζική σφαγή και εξανδραποδισμό δεκάδων χιλιάδων Ιταλών και άλλων Λατίνων παροίκων της.  Λίγο αργότερα ο τελευταίος των Κομνηνών, Ανδρόνικος Α’, θα ανατραπεί και κατακρεουργηθεί από τον όχλο λόγω της ανικανότητος του να σταματήσει τη νορμανδική εισβολή, θύμα της οποίας είχε πέσει η Θεσσαλονίκη.  Η ανάρρηση στο θρόνο της δυναστείας των Αγγέλων (1185) θα ξεκινήσει με την αποσόβηση του κινδύνου αυτού αλλά σχεδόν αμέσως θα ακολουθηθεί από ολική και πολύπλευρη κρατική διάλυση.  Η προέλαση των Σελτζούκων Τούρκων στην ανατολή και η ανεξαρτητοποίηση της Βουλγαρίας στο βορρά συνοδεύθηκαν από ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων με τη Δύση.  Την περίοδο της Γ’ Σταυροφορίας (1189-1193) το Βυζάντιο για πρώτη φορά θα ταχθεί με τους μουσουλμάνους αντί τους χριστιανούς.  Η συμμαχία με το Σαλαδίνο όμως δεν θα αποφέρει κανένα όφελος στην αυτοκρατορία, μόνο αποκρουστική εντύπωση στη Δύση και την αφορμή για την κατάκτηση πρώτα από τους Άγγλους, ύστερα από τους Ναΐτες και εν τέλει από τους Γάλλους Λουζινιάν, της Κύπρου.

Το Βυζάντιο αναστατώθηκε έτι μία φορά από δυναστικές διαμάχες, αυτή τη φορά όμως με πολύ μεγαλύτερες διαμάχες από ό,τι μπορούσε να προβλέψει κανείς.  Η ανατροπή του Ισαακίου Β’ Αγγέλου από τον Αλέξιο Γ’ οδήγησε αυτόν και το γιο του, επίσης Αλέξιο, στην εξορία.  Στο Δυρράχιο συνάντησαν το στόλο της Δ’ Σταυροφορίας (1202-1204), ήδη αφορισμένης από τον πάπα Ιννοκέντιο για τη λεηλασία της δαλματικής πόλης Ζάρα.  Με την υπόσχεση δυσθεωρήτου χρηματικού ποσού, ένωσης των Εκκλησιών και σύμπραξης στη Σταυροφορία, οι Λατίνοι έπλευσαν μαζί με τους εξορίστους για την Κωνσταντινούπολη, με στόχο την παλινόρθωση τους.  Ο στόχος επετεύχθη, αλλά ο νέος βασιλεύς Αλέξιος Δ’ δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις του.  Οι μεγάλοι φόροι που επέβαλε προκάλεσαν εξέγερση, με αποτέλεσμα την ανατροπή του και τη άνοδο του Αλεξίου Ε’ Δουκός Μουρτζούφλου, που επιχείρησε να αντισταθεί.  Πρωτοστατούντων των Βενετών και του δόγη των, Ερρίκου Δανδόλου, οι Σταυροφόροι αποφάσισαν να κατακτήσουν και να διαμελίσουν την αυτοκρατορία (partitio Romaniae).  Ακολούθησε η άλωση της Κωνσταντιουπόλεως στις 13 Απριλίου 1204, με τις γνωστές μεγάλης κλίμακος καταστροφές, σφαγές και λεηλασίες.  Το καθεστώς που επέβαλαν οι νέοι αφέντες στα καπνίζοντα ερείπια της άλλοτε Βασιλίσσης των Πόλεων αποδείχθηκε θνησιγενές, όμως ο ανατολικός κόσμος δεν θα ανέκαμπτε ποτέ ξανά.

Οι αλλαγές που προκάλεσε η Δ’ Σταυροφορία υπήρξαν μεγάλης ιστορικής σημασίας, καθώς ανέτρεψαν άρδην ολόκληρο το βυζαντινό σύστημα, οριστικοποίησε το θρησκευτικό και πολιτισμικό σχίσμα και εγκαινίασε την αποικιοποίηση και περιφερειοποίηση του ελληνικού, βαλκανο-ανατολικοευρωπαϊκού και ανατολικοχριστιανικού κόσμου.  Η βυζαντινή αυτοκρατορία κατακερματίστηκε ανεπανόρθωτα, ενώ η ισχύς της υπέστη τέτοιο πλήγμα που το δίκτυο οικουμενικής επικυριαρχία της αποσυντέθηκε πλήρως.  Τρία διάδοχα ρωμαϊκά κράτη ανέλαβαν να περισώσουν ό,τι απέμενε και να διώξουν τους Φραγκο-ιταλούς από τον ελλαδικό χώρο.  Οι αυτοκρατορίες της Νικαίας και της Τραπεζούντος και το δεσποτάτο της Ηπείρου πίεσαν τα σταυροφορικά κράτη και προκάλεσαν τη σχετικά σύντομη πτώση τους, ενώ ταυτοχρόνως πολεμούσαν αναμεταξύ τους.  Τον αγώνα για την κληρονομιά της αυτοκρατορικής ιδέας και την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως κέρδισε η Νίκαια το 1261, παλινορθώνοντας το Reich στο κέντρο του.

Όταν όμως ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος εγκαθίστατο στη Βασιλεύουσα, πέριξ του βασιλείου του (που πλέον περιελάμβανε τη δυτική Μικρά Ασία και τη βαλκανική λωρίδα γης μεταξύ Αίμου και Πίνδου από τον Εύξεινο Πόντο ως την Αδριατική, μαζί με μερικά νησιά του Αιγαίου) απλωνόταν μια χαώδης γεωπολιτική κατάσταση.  Από το Δούναβη ως τον Ευφράτη, στον παραδοσιακό πυρήνα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, πολυάριθμες ηγεμονίες φράγκικες, ιταλικές, ελληνικές, αλβανικές, σερβικές, βουλγαρικές και τουρκομανικές μάχονταν συναμεταξύ τους, σε έναν κυκεώνα που θύμιζε τη ρωμαϊκή Δύση την εποχή της καταρρεύσεως.  Η οικονομική και στρατιωτική ισχύς του Βυζαντίου έβαινε μειούμενη, το ίδιο και η έκταση του, ακρωτηριασμένη κυρίως από την τουρκική προέλαση προς το Αιγαίο και ύστερα πέρα από την Προποντίδα, στα Βαλκάνια.  Εμφύλιες συγκρούσεις και θρησκευτικές διαμάχες στέρησαν την απαραίτητη ενότητα από τους Βυζαντινούς.  Από την άλλη η καταστροφή της αυτοκρατορίας ως ισχυρού και ενιαίου πόλου του ανατολικοχριστιανικού πολιτισμού είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση της Κοινοπολιτείας.  Σε ιδεολογικό και συναισθηματικό επίπεδο η Κωνσταντινούπολη παρέμενε θρύλος και ο αύγουστος της αξιοσέβαστος, μέχρι το Βυζάντιο να πέσει οριστικά.  Όμως πρακτικά τα έθνη που κάποτε βρίσκονταν υπό την επιρροή του ανεξαρτητοποιούντο ή λοξοκοιτούσαν προς δυσμάς.  Βλαχοβούλγαροι και Σέρβοι κατέκλυσαν τις βυζαντινές κτήσεις της Μακεδονίας και διεκδίκησαν, έστω προσωρινά, τον αυτοκρατορικό τίτλο.  Συχνά στρέφονταν προς την παποσύνη για να αναγνωριστεί το βασιλικό τους καθεστώς, όπως και η ανεξαρτησία των εκκλησιών τους. Απεγνωσμένο μπροστά στην πλημμυρίδα των Οθωμανών Τούρκων, το Βυζάντιο προσέφερε δις, στις συνόδους της Λυόν (1274) και της Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) την Εκκλησία του στη Ρώμη, σε ενωτικά εγχειρήματα τα οποία όμως οδηγήθηκαν σε ναυάγιο από την κοινωνική αντίδραση.  Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος επισκέφθηκε όλες τις βασιλικές αυλές της Ευρώπης ως την Αγγλία για να ζητήσει βοήθεια, χωρίς να κερδίσει όμως τίποτα πέρα από συμπάθεια.  Στο ταξίδι της επιστροφής συνελήφθη στη Βενετία για χρέη.  Οι κλήσεις της παποσύνης (η οποία είχε χάσει μεγάλο μέρος της δύναμης της από την κρίση του 14ου αιώνος και την ανάπτυξη πρωίμων συγκεντρωτικών βασιλείων-αντιβάρων στη υπερεθνική της επιρροή) για στήριξη του Βυζαντίου οδήγησαν σε δύο αποτυχημένες Σταυροφορίες, στη Νικόπολη (1396) και τη Βάρνα (1444).  Το 1453 ο Οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής κατέλαβε τη Κωνσταντινούπολη και ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ έπεσε μαζί της.


Συμπεράσματα

Η Δ’ Σταυροφορία ουσιαστικά έκρινε την πάλη των δύο μετακωνσταντινείων συστημάτων, της ανατολικής και της δυτικής αυτοκρατορίας.  Παρ’ ότι η πτώση της πρώτης δεν προέκυψε από απευθείας δράση της δεύτερης αλλά λοιπών παραγόντων του δυτικού συστήματος (προεξαρχούσης της Βενετίας), η άλωση του 1204 άφησε ακέφαλο, διασπασμένο και υποταγμένο τον ελληνικό ανατολικό κόσμο.  Όλα αυτά το 13ο αιώνα, την εποχή που η Γερμανική αυτοκρατορία έφθανε στο απόγειο της έκτασης και της ισχύος της και ο ευρύτερος δυτικός πολιτισμός βίωνε μια σημαντική οικονομική, τεχνική και πνευματική ανάπτυξη, προπομπό της παγκόσμιας κυριαρχίας του κατά τους ακολούθους αιώνες.  Ο ελληνογενής ανατολικοχριστιανικός κόσμος υπήρξε ο πρώτος σε μία μακρά σειρά πολιτισμών που θα υπέκυπταν στη φρενήρη εξάπλωση της Δύσεως.  Με την τελική του απορρόφηση από τη δυναμική του οθωμανικού Ισλάμ, τέθηκε ουσιαστικά εκτός ιστορίας.  Από τη μακρά θεολογική και ιδεολογική διαμάχη του με τη Δύση εξήλθε τόσο ηττημένος σε επίπεδο ανάμνησης και ιστοριογραφίας που μόλις τον τελευταίο αιώνα η βυζαντινή ιστορία και ο πολιτισμός της κερδίζουν σταδιακά τον κοινό σεβασμό, έπειτα από αιώνες στοχευμένης πολεμικής.  Η απουσία ενωτικού ορθοδόξου πόλου στη νεώτερη εποχή οδήγησε στον κατακερματισμό της Ορθοδοξίας σε αντιμαχόμενα έθνη, ιδεολογικώς προσαρτημένα στη Δύση (η Ρωσία λόγω της διακριτής ιστορίας της αλλά και τη γενική απομόνωση της και άλλα χαρακτηριστικά, αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση που ξεπερνά το αντικείμενο αυτής της μελέτης.  Το μόνο που θα σημειωθεί είναι πως ούτε εκείνη ξέφυγε, με το δικό της τρόπο, από τη δυτική πολιτισμική επιβολή).


*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Πόσο ελληνική ήταν η βυζαντινή Μικρά Ασία; Εθνογραφική ανάλυση

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασια...