Γαλουχημένη
μέσα στο πολιτισμικό περιβάλλον της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Ορθοδοξία
αναπτύχθηκε, εδραιώθηκε και εξαπλώθηκε από την Αφρική ως τον Αρκτικό κύκλο. Ο χαρακτήρας της όμως έμελε να σφυρηλατηθεί
ανάμεσα στη σφύρα της δυτικής Ευρώπης, η οποία από νωρίς αψήφησε τη βυζαντινή
ηγεμονία, και τον άκμονα της κατακτητικής ορμής του Ισλάμ. Η σύγκρουση με τα δύο ανταγωνιστικά συστήματα
και η τελική υποταγή σε αυτά όρισε την ορθόδοξη αυτότητα και ψυχοσύνθεση όπως τη
γνωρίζουμε.
[Πρώτο μέρος: Το πολιτικό πρόβλημα του Ορθοδόξου πολιτισμού τον 21ο αιώνα]
Γράφει
ο Μάριος Νοβακόπουλος
Το
τι συνιστά τον ορθόδοξο πολιτισμό προδίδεται κατ’ αρχήν από το όνομα του. Πρωταρχικό στοιχείο του είναι η κοινή
επικρατούσα ορθόδοξη χριστιανική πίστη.
Η πίστη αυτή, με τις ηθικές της επιταγές και την επ’ αυτής ιερή
γραμματεία, θεολογία, προσωπικότητες και σύμβολα συνιστά έναν διεθνή και μακρών
ιστορικών ριζών δεσμό που συνέχει πλήθος εθνικών κοινοτήτων, μαζί βεβαίως με
τις ορθόδοξες μειονότητες και την παγκόσμιο διασπορά. Όπως κάθε θρησκεία, η Ορθοδοξία επηρέασε και
επηρεάζει, άμεσα ή αφανώς, κάθε πτυχή της ζωής, ήθη και έθιμα, αντιλήψεις
σχετικά με την αισθητική, την εργασία και τις διαπροσωπικές σχέσεις, το θάνατο
κ.α. Από την Εκκλησία λοιπόν απορρέει
ένας πολιτισμός τόσο πνευματικός όσο και υλικός.
Η
Ορθοδοξία ανάγει βεβαίως την ίδρυση της στον ίδιο το Θεάνθρωπο, όμως αυτό δεν
αναιρεί το γεγονός πως συνιστά ένα ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο, του οποίου
οι ερμηνείες και η έκφραση συνδιαμορφώθηκαν εντός ενός συγκεκριμένου
περιβάλλοντος. Ήδη είπαμε πως η Ορθοδοξία
γεννήθηκε στο Βυζάντιο. Ο μεταξύ των
δεσμός είναι τόσο στενός και η μία έννοια τόσο βαθιά πλεγμένη με την άλλη που η
αναφορά της πρώτης προκαλεί αυτόματο συνειρμό στη δεύτερη.
Η εξελληνισμένη και εκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της μεσαιωνικής εποχής υπήρξε η πολιτική δομή που καλλιέργησε την ορθόδοξη θρησκεία και τη διέδωσε στο γεωγραφικό της περίγυρο. Η ορθόδοξη θεολογία καταρτίστηκε από Πατέρες βαθιά εξοικειωμένους με την αρχαία ελληνική σκέψη, η ιερή τέχνη και αρχιτεκτονική εξελίχθηκαν από ελληνορωμαϊκά πρότυπα, ενώ οι εκκλησιαστικές θέσεις περί πολέμου, πολιτικής και σχέσεων με το Κράτους μέχρι σήμερα βασίζονται στην εμπειρία της βυζαντινής διακυβέρνησης και της αυτοκρατορικής εξουσίας. Το Βυζάντιο, με αφορμή την ανάμνηση της ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας και την προνομιακή θέση του στη γένεση και στερέωση της Χριστιανοσύνης, έβλεπε εαυτόν ως την κατεξοχήν αυτοκρατορία, τη μόνη και ανώτατη ανθρώπινη αρχή σύμφωνα με τη θεία θέληση. Το αφήγημα της ιερής και της αιώνιας αυτοκρατορίας, στηριζόμενο επί αιώνες στην κορυφαία υλική και διανοητική υπεροχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, υπήρξε καίριο για την ανάπτυξη μιας συνείδησης υπερηφάνειας στους υπηκόους της και μεγάλη έλξη για τους γείτονες της. Κατά τον κλασσικό πλέον όρο του Obolensky, γύρω από το Βυζάντιο απλωνόταν η «Κοινοπολιτεία» του, με ηγεμονίες και λαούς της ανατολικής Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας να το αναγνωρίζουν ως κοσμικό επικυρίαρχο και θρησκευτικό ποιμένα. Η εδραίωση μιας μεγάλης αυτοκρατορίας με αξιώσεις οικουμενικότητας και μοναδικής θέσης στην ανθρώπινη ιστορίας αποτελεί πυρήνα για τη διαμόρφωση ενός ιδιαιτέρου πολιτισμού, αφού εξαπλώνει τις αξίες της σε πολλές διαφορετικές κοινωνίες και τις θωρακίζει με τη δύναμη της, προκαλώντας έτσι υπερηφάνεια και τις υλικές συνθήκες για να αναπτυχθούν οι τέχνες, οι επιστήμες κ.α. Τυπικά παραδείγματα είναι η Περσία (αρχαία και νεώτερη), η κλασσική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (με τις φραγκο-γερμανικές προσπάθειες αναγεννήσεως της), και βεβαίως η πολυχιλιετής «Ουράνια αυτοκρατορία» της Κίνας.
Η εξελληνισμένη και εκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της μεσαιωνικής εποχής υπήρξε η πολιτική δομή που καλλιέργησε την ορθόδοξη θρησκεία και τη διέδωσε στο γεωγραφικό της περίγυρο. Η ορθόδοξη θεολογία καταρτίστηκε από Πατέρες βαθιά εξοικειωμένους με την αρχαία ελληνική σκέψη, η ιερή τέχνη και αρχιτεκτονική εξελίχθηκαν από ελληνορωμαϊκά πρότυπα, ενώ οι εκκλησιαστικές θέσεις περί πολέμου, πολιτικής και σχέσεων με το Κράτους μέχρι σήμερα βασίζονται στην εμπειρία της βυζαντινής διακυβέρνησης και της αυτοκρατορικής εξουσίας. Το Βυζάντιο, με αφορμή την ανάμνηση της ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας και την προνομιακή θέση του στη γένεση και στερέωση της Χριστιανοσύνης, έβλεπε εαυτόν ως την κατεξοχήν αυτοκρατορία, τη μόνη και ανώτατη ανθρώπινη αρχή σύμφωνα με τη θεία θέληση. Το αφήγημα της ιερής και της αιώνιας αυτοκρατορίας, στηριζόμενο επί αιώνες στην κορυφαία υλική και διανοητική υπεροχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, υπήρξε καίριο για την ανάπτυξη μιας συνείδησης υπερηφάνειας στους υπηκόους της και μεγάλη έλξη για τους γείτονες της. Κατά τον κλασσικό πλέον όρο του Obolensky, γύρω από το Βυζάντιο απλωνόταν η «Κοινοπολιτεία» του, με ηγεμονίες και λαούς της ανατολικής Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας να το αναγνωρίζουν ως κοσμικό επικυρίαρχο και θρησκευτικό ποιμένα. Η εδραίωση μιας μεγάλης αυτοκρατορίας με αξιώσεις οικουμενικότητας και μοναδικής θέσης στην ανθρώπινη ιστορίας αποτελεί πυρήνα για τη διαμόρφωση ενός ιδιαιτέρου πολιτισμού, αφού εξαπλώνει τις αξίες της σε πολλές διαφορετικές κοινωνίες και τις θωρακίζει με τη δύναμη της, προκαλώντας έτσι υπερηφάνεια και τις υλικές συνθήκες για να αναπτυχθούν οι τέχνες, οι επιστήμες κ.α. Τυπικά παραδείγματα είναι η Περσία (αρχαία και νεώτερη), η κλασσική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (με τις φραγκο-γερμανικές προσπάθειες αναγεννήσεως της), και βεβαίως η πολυχιλιετής «Ουράνια αυτοκρατορία» της Κίνας.
Κάθε
αυτοπροσδιορισμός, από τις ιδιότητες ενός ανθρώπου μέχρι τις ταυτότητες των
φυλών, θρησκειών και τάξεων, περιέχει το
στοιχείο της αντίθεσης με το άλλο. Το
κάθε πρόσωπο και ομάδα κτίζει τη συνείδηση του όχι μόνο με βάση το τι είναι και
τι κάνει, αλλά και με το τι δεν είναι, με τι συγκρούεται. Χαρακτηριστικά, τα έθνη πλάθουν το αφήγημα
τους τονίζοντας την πάλη κατά ενός κατακτητού ή ανταγωνιστικού γείτονος. Όσο πιο διαφορετικό είναι το αντίπαλον δέος
σε ανθρωπολογικό τύπο, θρησκεία και τρόπο ζωής, τόσο πιο έντονη γίνεται η
αντιπαραβολή των ημετέρων. Στο επίπεδο
των μεγάλων πολιτισμών γίνεται κάτι παρόμοιο αλλά σε ευρύτερη κλίμακα. Ο πολιτισμός, λόγω μεγέθους και πνευματικού
βάθους, αποτελεί συνολική πρόταση κοσμοθεάσεως και συνήθως έχει αξιώσεις
οικουμενικής επικρατήσεως. Συνεπώς η
διαπάλη του με τους πέριξ ομολόγους του παίρνει μορφή υπαρξιακής διαμάχης, κάτι
που ευνοεί στην ανάπτυξη φανατισμού. Η
διαμόρφωση της ταυτότητος του βυζαντινού ορθοδόξου πολιτισμού έγινε σε σύγκριση
και σύγκρουση με άλλους δύο, τον δυτικό χριστιανικό και τον ισλαμικό.
Η
ιστορία της τριβής μεταξύ του Βυζαντινού κόσμου και της μεσαιωνικής Εσπερίας,
είναι γενικά γνωστή. Πολύ συνοπτικά θα
αναφερθεί η μακρά εκκλησιαστική διαμάχη παποσύνης και οικουμενικού πατριαρχείου
που οδήγησε στο Σχίσμα του 1054, η ανάπτυξη της φραγκικής και ύστερα της
γερμανικής αυτοκρατορίας και η διεκδίκηση από αυτές του ρωμαϊκού τίτλου (800,
962), οι Σταυροφορίες και η δραματική άλωση της Κωνσταντινουπόλεως συνεπεία
αυτών το 1204, η Φραγκοκρατία και οι αποτυχημένες απόπειρες των Παλαιολόγων για
Ένωση. Με υπόβαθρο διαφορές όπως η
γλώσσα και ο φυλετικός χαρακτήρας, η ελληνογενής χριστιανική Ανατολή
απομακρύνθηκε πολύ, σε πολιτική οργάνωση και φιλοσοφία, από τη λατινόγλωσση
γερμανοκρατούμενη Δύση. Όμως παρά τις
κρίσεις και τις αμοιβαίες προκαταλήψεις υπήρχε η συναίσθηση πως όλοι ήσαν
ομοθαλείς χριστιανοί, με κοινό φόβητρο το Ισλάμ και τους παγανιστές
βαρβάρους. Οι Σταυροφορίες ξεκίνησαν
(1095) κατόπιν βυζαντινής κλήσεως για βοήθεια έναντι της τουρκικής προελάσεως,
από μία Εσπερία που συγκινείτο μεν πολύ περισσότερο για την Ιερουσαλήμ από ότι
για τη Βασιλεύουσα, δεχόταν δε ότι οι (εσχάτως σχισματικοί) ανατολικοί
χριστιανοί ήταν φίλοι εν κινδύνω. Κατά
τραγική ειρωνία ήταν οι Σταυροφορίες που δηλητηρίασαν το κλίμα μεταξύ Βυζαντίου
και Δύσεως, καλλιέργησαν μίση και πολιτικές συγκρούσεις και εν τέλει οδήγησαν
στην καταστροφή του 1204. Μέσα από αυτό
το χάος γεννήθηκε ένα βυζαντινό και ευρύτερα ορθόδοξο φρόνημα μίσους για τον
«Φράγκο». Τα εκατόν πενήντα χρόνια
μεταξύ Σχίσματος και πρώτης αλώσεως μετέτρεψαν την παραδοχή του Κωνσταντίνου Ζ’
Πορφυρογεννήτου πως οι Φράγκοι είναι ευγενές, αδελφό έθνος (10ος αι.) στην
εμβληματική φράση του Λουκά Νοταρά πριν τη δεύτερη άλωση του 1453, πως «κάλλιο
φέσι τούρκικο παρά τιάρα παπική». Η
σύγκρουση χριστιανικής Δύσεως και Ανατολής δεν περιορίστηκε στο Βυζάντιο: η Ρωσία δέχθηκε και εκείνη αδιάκοπες
επιβουλές Τευτόνων, Πολωνών, Λιθουανών και Σουηδών, προτού μπορέσει να τους
αποκρούσει και να αναπτύξει τη δύναμη της.
Στο
ασιατικό μέτωπο το Βυζάντιο αρχικά ανταγωνιζόταν την Περσία, παλιό εχθρό της
Ρώμης. Τον 7ο αιώνα όμως η αιφνιδιαστική
και θυελλώδης εξάπλωση των Αράβων μουσουλμάνων ανέτρεψε για πάντα την αρχαία
Μέση Ανατολή. Η απώλεια της Συρίας, της
Παλαιστίνης και της Αιγύπτου ήταν πολύ τραυματική, καθώς εκτός από οικονομικά
υπερπολύτιμες, οι περιοχές αυτές αποτελούσαν το γενέθλιο τόπο του χριστιανισμού
και εστίες ελληνικού πολιτισμού από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το Χαλιφάτο υψώθηκε ως τρομακτική απειλή για
την ίδια την επιβίωση του Βυζαντίου, πολιορκώντας δύο φορές την
Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από διακόσια
χρόνια αγωνιώδους άμυνας, από τα μέσα του 9ου αιώνος και έπειτα η αυτοκρατορία
πέρασε στην αντεπίθεση. Μέσα στους
αραβικούς πολέμους γεννήθηκαν οι θρύλοι των ακριτών, αγρύπνων υπερασπιστών της
Ρωμανίας από τον Αγαρηνό-ή, σε μια πιο σύγχρονη και δυτικίζουσα ιστορική
ανάγνωση, συνεχιστών του Λεωνίδου και του Αλεξάνδρου στην πάλη της Ευρώπης με
την Ασία. Στα τέλη του 11ου αιώνος ο
κίνδυνος ανανεώθηκε στο πρόσωπο των Σελτζούκων Τούρκων, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι
τη βυζαντινή παρακμή κατέλαβαν τη Μικρά Ασία.
Η νίκη τους στο Μαντζικέρτ το 1071 είναι ορόσημο στην ελληνική,
βυζαντινή και ορθόδοξη ιστορία, ως αρχή του τουρκικού ζυγού. Οι Τούρκοι, και συγκεκριμένα η φατρία των
Οθωμανών, κατόρθωσαν τελικά να κατακτήσουν το Βυζάντιο και να υποδουλώσουν το
μεγαλύτερο μέρος του ορθοδόξου κόσμου.
Οι αντιδράσεις και οι ιδεολογικές προσλήψεις της οθωμανικής κυριαρχίας
υπήρξαν ποικίλες, τόσο από τον απλό λαό όσο και από τον κλήρο και τις ανώτερες
τάξεις, όμως γενικά η Τουρκοκρατία υπήρξε τραυματικοί για τους ορθοδόξους, οι
οποίοι από περιούσιο έθνος και μεγάλος πολιτισμός, είχαν εκπέσει ως
περιφρονημένοι και υπανάπτυκτοι υπήκοοι απίστων. Ενώ παλιά το πρόβλημα ήταν που ο Καρλομάγνος
στεφόταν Ρωμαίος αυτοκράτορας χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, πλέον οι Τούρκοι
σκότωσαν τον ίδιο το Ρωμαίο αυτοκράτορα, εγκαταστάθηκαν στη Βασιλεύουσα και
πήραν τον τίτλο του καίσαρος λάφυρο, να κοσμεί την προσφώνηση του σουλτάνου.
Ενώ
ο βυζαντινός και ο βαλκανικός ορθόδοξος κόσμος (Σέρβοι, Βλάχοι, Αλβανοί,
Βούλγαροι) κατέρρεε υπό τους Οθωμανούς και τους Φράγκους, βορειότερα η Ρωσία
υποτασσόταν στο ζυγό των Μογγόλων. Οι
βιβλικές καταστροφές των επιδρομών τους και η ταπείνωση της κατοχής τους
τραυμάτισαν βαθιά τη ρωσική συλλογική ψυχολογία. Η δραστική διαφορά ήταν πως ενώ το Βυζάντιο
έπεφτε, η Ρωσία έδιωχνε τους Μογγόλους.
Αντιδρώντας στην πτώση της Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, όπως και στην
επιλογή της λίγο πριν το τέλος να υποχωρήσει ενώπιον της παπικής εξουσίας
(ενωτικά εγχειρήματα 1438-39/1452), η Μόσχα κήρυξε εαυτόν «Τρίτη Ρώμη». Εκείνη αναλάμβανε την υπεράσπιση της
Ορθοδοξίας πλέον, σε εκείνην περνούσαν τα αυτοκρατορικά διάσημα και η ιδιότητα
του θεοφυλάκτου κράτους. Η ιδεολογία της
Τρίτης Ρώμης θα αναλυθεί ενδελεχώς αργότερα, μαζί με τις πολιτικές της
συνέπειες και τις εσχατολογικές της προεκτάσεις.
Ο
διαρκής αγώνας απέναντι στην Ασία (Ισλάμ, Μογγόλοι) και τη Δύση, η καταστροφή
του Βυζαντίου και η υποταγή των ορθοδόξων λαών από αλλοθρήσκους είχε ως
συνέπεια τη διαμόρφωση μίας χαρακτηριστικής συλλογικής ψυχολογίας. Μέσα σε λίγους αιώνες ο βυζαντινός πολιτισμός
εξέπεσε από κορυφαία πολιτική, οικονομική και πνευματική δύναμη στη πλήρη
πολιτική ανυπαρξία και υποτέλεια. Ενώ
ήταν εκ των βασικών κινητηρίων δυνάμεων της παγκοσμίου ιστορίας, τέθηκε βίαια
στο περιθώριο. Τα άγια των αγίων του
συλλήθηκαν και θα βεβηλώνοντο ξανά και ξανά, η ιερή του πρωτεύουσα βιάσθηκε και
ο βασιλεύς του σκοτώθηκε. Οι τραυματικές
αυτές εμπειρίες γέννησαν μία κουλτούρα αντίδρασης και αντίστασης. Μια παθιασμένη προσκόλληση στην ταυτότητα και
την παράδοση, συμπληρωμένη από επιφυλακτικότητα για τα ξένα στοιχεία. Αυτή η τάση έχει υποδειχθεί ως παράγοντας
οπισθοδρόμησης για τον ορθόδοξο κόσμο, όμως αν ληφθεί υπ’ όψιν η ιστορική
εμπειρία (πολλώ δε αν προστεθεί η κομμουνιστική κυριαρχία και ο εκδυτικισμός)
φαίνεται πως πρόκειται για σημαντικό μηχανισμό επιβιώσεως, ο οποίος παρά τα
μειονεκτήματα του κράτησε τις ορθόδοξες κοινωνίες ζωντανές. Εφ’ όσον δεν παγιδευθεί σε στείρα αντιδραστικότητα,
η αντιστασιακή προδιάθεση μπορεί να αποδειχθεί σημαντικό εργαλείο σε μια
στρατηγική πολιτισμικής αναβιώσεως.
Κάτω
αυτές τις συνθήκες λοιπόν η ορθόδοξη χριστιανοσύνη εισέρχεται στη νεότερη
εποχή. Απομονωμένα ή υπόδουλα, τα
μεταβυζαντινά έθνη θα αποκοπούν από την ανερχόμενη και δυναμική Δύση. Εκείνη, μέσα από τις καταιγιστικές εξελίξεις της
Αναγεννήσεως, των εξερευνήσεων και άλλων κοσμοϊστορικής σημασίας πολιτικών τάσεων
και διανοητικών κινημάτων, η Εσπερία θα καταστεί ο επικρατών πολιτισμός της ανθρωπότητος. Έτσι λοιπόν έχουμε έναν ορθόδοξο κόσμο που
δεν έχει βιώσει τουλάχιστον δύο κομβικά για τη δυτική γεγονότα: την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση και τον
Διαφωτισμό.
[συνεχίζεται]