Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Ταυτότητα και συνείδηση της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας (3)




Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*

Δομή, ιδεολογία και το Κατέχον

Ένας Μείζων χώρος δεν αποτελεί μόνο γεωγραφική έκταση.  Συνιστά αντιθέτως ένα ευρύ σύστημα εξουσίας, εντός του οποίου η Αυτοκρατορία ασκεί άμεσο ή έμμεσο έλεγχο στα υφιστάμενα της κράτη.  Το σύστημα αυτό διέπει ένα ιδεολογικό αφήγημα νομιμοποίησης, ένα πλαίσιο δικαίου και ορισμένοι θεσμοί.  Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία και η δυτική Χριστιανική Πολιτεία οργάνωναν τους κόσμους τους μέσα από αυτές τις διαδικασίες.


Εξωτερικά, το Βυζάντιο συνέθετε ένα δίκτυο πίστεως και επικυριαρχίας, μία ιεραρχία εξουσίας που κατέληγε στον ίδιο τον αυτοκράτορα.  Ο αύγουστος προΐστατο όλων των βασιλέων της Γης ως ο πατέρας μίας μεγάλης οικογενείας.  Κάτω από αυτόν κατατάσσονταν τα έθνη και οι ηγεμόνες αναλόγως με την ισχύ τους, την αρχαιότητα του πολιτισμού τους και το βαθμό των σχέσεων τους με το Βυζάντιο.  Για παράδειγμα ο Γερμανός αυτοκράτορας προσφωνείτο «αδελφός» στην επίσημη αλληλογραφία.  Ο τσάρος των Βουλγάρων από την άλλη αποκαλείτο «υιός», ενώ δευτερευούσης σημασίας ηγεμονίσκοι και άρχοντες αρκούντο στο χαρακτηρισμό «φίλοι» ή και «δούλοι».   Στη βυζαντινή σφαίρα επιρροής ανήκαν κράτη και φυλές της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης (ιδίως Σλάβοι), των Βαλκανίων και του Καυκάσου, όπως και αρκετές πόλεις της Ιταλίας (Βενετία, Αμάλφι κ.α.).  Πέρα από το πλαίσιο της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας απλωνόταν η βαρβαρότητα, η «ακοσμία των ανιδρύτων εθνών».

Με τον αυτοκράτορα ύπατο μονάρχη και τον πατριάρχη κορυφαίο ποιμένα ψυχών, το Βυζαντινό κράτος φυσικά θεωρείτο το κέντρο του κόσμου.  Η κληρονομιά της Ρώμης αφ’ εαυτή θα μπορούσε να δικαιολογήσει μία τέτοια αντίληψη, όμως η έλευση του χριστιανισμού ενέδυσε την ιδεολογία της υπεροχής με έναν μεταφυσικό μανδύα.  «Το Κράτος των Ρωμαίων ου καταλυθήσεται, θα μείνει αλώβητον ανά τους αιώνας, ως πρώτον πιστεύσαν εις τον Δεσπότην Χριστόν» έγραφε ο μοναχός Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης τον 6ο αιώνα, εκθέτοντας λιτά την υπερηφάνεια της ρωμαϊκής παντοδυναμίας και την αυτοπεποίθηση της θείας ευνοίας.  Τρεις αιώνες αργότερα, όταν ο Κωνσταντίνος-Κύριλλος αποπειράθηκε να ευαγγελίσει τους Χαζάρους, είπε μιλώντας για το Βυζάντιο: «Στη Γη υπάρχει μόνο ένα αληθινό βασίλειο, που έχει για πρότυπο και υπόδειγμα την ουράνια βασιλεία, αυτό που ποτέ δεν θα καταλυθεί».  Εάν ποτέ καταλυόταν η Βυζαντινή αυτοκρατορία, αυτό θα ήταν σημάδι για την έλευση των εσχάτων ημερών.  Μόνο ο ίδιος ο Αντίχριστος θα μπορούσε να καταστρέψει το ιερό κράτος της Κωνσταντινουπόλεως, πριν την τελική του συντριβή από τον ίδιο το Χριστό στη Δευτέρα Παρουσία. Η αντίληψη αυτή ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στη λαϊκή φιλολογία και αποτυπώθηκε σε πλήθος προφητειών, οι οποίες πολλαπλασιάζονταν σε περιόδους κρίσεων και προσέδιδαν στις απτές ανησυχίες το περίβλημα του μεταφυσικού τρόμου.  Αυτή η ψυχολογία, κοινή και με το δυτικό κόσμο και την αυτοκρατορία του,  εντοπίστηκε από τον Σμιτ υπό τον όρο του «Κατέχοντος».  Στη Β’ προς Θεσσαλονικείς επιστολή του, ο Απόστολος Παύλος κάνει λόγο για το «κατέχον» ή τον «κατέχοντα», τη δύναμη που καθυστερεί και εμποδίζει τη φανέρωση του Αντιχρίστου στο κόσμο.  Παρ’ ότι μια πιο συμβατική ερμηνεία αποδίδει το Κατέχον στο Άγιο Πνεύμα ή στην Εκκλησία, παραδοσιακά ήταν η μεσαιωνική αυτοκρατορία που θεωρείτο ως ο τελευταίος προμαχώνας κατά του επαπειλουμένου Αρμαγεδδώνος.  Η αυτοκρατορία-Κατέχον κρατά υπό έλεγχο τις δυνάμεις της ανομίας και τους σκότους, συντηρεί την τάξη και την ειρήνη, φυλάσσει την Εκκλησία και προάγει την πίστη.  Για τον Σμιτ το Κατέχον είναι βασικός πυρήνας και κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης ιστορίας, όπως και έννοια απαραίτητη για την κατανόηση της υπό χριστιανικό πρίσμα.[1]

Το δυτικό σύστημα είχε μεν όμοιο αφήγημα αλλά ήταν δομικά πιο περίπλοκο.  Με τον Καρλομάγνο και ύστερα τον Όθωνα το Μέγα η σύζευξη της φραγκο-γερμανικής αυτοκρατορικής αρχής με την Εκκλησία δημιούργησε ένα δίκτυο πίστεως, ιεραρχίας και ενότητος αντίστοιχο του Βυζαντινού.  Το διεθνές σύστημα αυτό αποκλήθηκε «Χριστιανική Κοινωνία/Πολιτεία/Οικουμένη» (societas/res publica/universitas christiana) ή  απλώς Χριστιανοσύνη (christianitas).  Και αυτό το σύστημα ήταν δικέφαλο, με τον πάπα ως ύπατο των επισκόπων και αντιπρόσωπο του Θεού στη Γη και τον Γερμανό αυτοκράτορα ως ανώτερο κοσμικό άρχοντα.  Η Χριστιανοσύνη είχε τη συνείδηση μίας κοινής πίστης που καθόριζε ταυτότητες, ήθη και αξίες, και ενός ενιαίου γεωπολιτικού-γεωπολιτισμικού συνόλου.  Το κανονικό δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας, όπως κάποτε το ρωμαϊκό, διέτρεχε όλη τη δυτική Ευρώπη ως πλαίσιο κοινών υποχρεώσεων και καθορισμού του δέον πράξαι σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.  Τα λατινικά, ως γλώσσα της Εκκλησίας, έγιναν το κοινό μέσο συνεννοήσεως των Ευρωπαίων και το εργαλείο αναπτύξεως της φιλολογίας και της μορφώσεως.  Όπως και με το Βυζάντιο, έτσι και τα εδάφη και τα έθνη εκτός της Χριστιανοσύνης θεωρούντο νομή βαρβάρων, την οποία οι χριστιανοί ηγεμόνες μπορούσαν νομίμως να διεκδικήσουν.[2]

Στον πάπα υπάγονταν όλοι οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι.  Καθώς η Αγία Έδρα θεωρούσε εαυτόν ως ενσάρκωση όλης της Εκκλησίας και μοναρχικού τύπου διοίκηση όλης της Χριστιανοσύνης, κήρυττε την πρωτοκαθεδρία και έναντι των ανατολικών πατριαρχείων.  Από την άλλη ο αυτοκρατορικός θεσμός θα περάσει από πολλές αναταράξεις.  Η ανάπτυξη μονίμου δυναστικής διαδοχής και συγκεντρωτικής εξουσίας αποδείχθηκε αδύνατη καθώς το φεουδαρχικό σύστημα ευνοούσε τη συσσώρευση πλούτου και στρατιωτικής ισχύος στους επί μέρους δούκες, πρίγκιπες και λοιπούς ευγενείς.  Εν τέλει τον αυτοκράτορα άρχισε να εκλέγει ένα συμβούλιο ισχυρών φεουδαρχών.  Μόνο όταν μία αληθινά ισχυρή προσωπικότητα ανερχόταν στο θρόνο μπορούσε να καθυποτάξει τους ηγεμονίσκους και να ασκήσει αληθινή εξουσία σε όλην την εντυπωσιακή έκταση της αυτοκρατορίας, που ξεκινούσε από τις Κάτω Χώρες και τη Λωρραίνη και εκτεινόταν ως τη Βοημία και τη βόρειο Ιταλία.  Η κοσμική ιεραρχία ήταν σαφώς καθορισμένη μόνο εντός των ορίων της αυτοκρατορίας, με τον αυτοκράτορα να προΐσταται των διαφόρων ευγενών.  Εκτός των γερμανικών εδαφών, ως φέρων το ρωμαϊκό τίτλο και το παπικό χρίσμα, ο «Römisch Kaiser» θεωρείτο πρώτος μεταξύ ίσων σε σχέση με τους άλλους Ευρωπαίους μονάρχες.  Η αναγνώριση αυτή ήταν κάτι που εξαρτάτο άμεσα από την ισχύ του και τη δυνατότητα να επιβάλλει το σεβασμό με πολιτικά μέσα.  Με την πάροδο των αιώνων, οι άλλοι βασιλείς που βρίσκονταν εκτός των αυτοκρατορικών ορίων δυσανασχετούσαν όλο και περισσότερο ενώπιον οιασδήποτε γερμανικής αξιώσεως για πρωτοκαθεδρία.  Ιδίως η Γαλλία, με την αντίθεση στο Γερμανό αυτοκράτορα αλλά και τον πάπα αργότερα θα ανοίξει το δρόμο για τη σύλληψη και εδραίωση της συγχρόνου αντιλήψεως περί κρατικής κυριαρχίας.  Αυτή η διάκριση μεταξύ παπικής και αυτοκρατορικής σφαίρας μπορεί να ερμηνευθεί ως ύπαρξη δύο Großraume, ενός κοσμικού (του φραγκο-γερμανικού Reich) και ενός διττής φύσεως, και κοσμικής και πνευματικής (της παπικής έδρας).  Η απόκλιση από τη σμιτιανή τυπολογία είναι ευκόλως εξηγήσιμη, αφού ο Γερμανός στοχαστής την ανέπτυσσε τον 20ο αιώνα στη βάση αποκλειστικώς κοσμικών δυνάμεων, χωρίς να χρειάζεται να λάβει υπ’ όψιν μια τέτοια προνεωτερική ιδιαιτερότητα.


Ταυτότητα και αφύπνιση

Για το Σμιτ η ύπαρξη ενός μείζονος χώρου προϋποθέτει έναν πολιτικό αφυπνισμένο πληθυσμό και μία ιδεολογία η οποία να συνέχει και να νομιμοποιεί την Αυτοκρατορία.  Τα εξουσιαστικά αφηγήματα αναφέρθηκαν ήδη.  Όμως η πολιτική αφύπνιση έχει κομβική σημασία, για τη συνειδητοποίηση από έναν πολιτισμό της μοναδικότητος και ετερότητος του.  Αυτή με τη σειρά της θα του επιτρέψει να μετατραπεί από σύστημα αξιών σε σύστημα πολιτικής επιβολής και επιρροής.  Η ύπαρξη ισχυρής ταυτότητος συμπληρώνει την πρακτική ισχύ της Αυτοκρατορίας και συντηρεί το πνεύμα της και μετά την παρακμή ή την πτώση της.  Στο ιστορικό σύμπλεγμα δυτικής και ανατολικής αυτοκρατορίας της μεσαιωνικής Χριστιανοσύνης παρατηρούνται τρία κύματα αφυπνίσεως.  Πρώτα έρχεται η αφύπνιση της παποσύνης από την ηγεμονία του Βυζαντίου, στις αρχές του 8ου αιώνος.  Ακολουθεί η έγερση των Φράγκων και των Γερμανών από τον 9ο αιώνα και εξής, οι οποίοι αμφισβητούν την ρωμαϊκότητα των «Ελλήνων» και καλλιεργούν τη θεολογική απομάκρυνση.  Αυτές οι κινήσεις προκαλούν τη βυζαντινή αντίδραση, η οποία μέσα από τις Σταυροφορίες θα κλιμακωθεί απότομα σε μαχητικά αντιλατινική αφύπνιση το 1204.

Για τη συνειδησιακή χειραφέτηση της παποσύνης έγινε ήδη λόγος.  Έχοντας πλέον προσαρμοστεί στο μεταρωμαϊκό περιβάλλον της Δύσης και απογοητευμένος από τη βυζαντινή διοίκηση (η οποία όχι μόνο αδυνατούσε να την υπερασπιστεί αποτελεσματικά, αλλά ήταν και αρκετά καταπιεστική), ο πάπας έπαυσε να είναι απλός υπήκοος και εξάρτημα του αυτοκρατορικού συστήματος, διεκδικώντας πολιτική και εκκλησιαστική αυτονομία.  Τον 8ο αιώνα η επικράτηση της Εικονομαχίας στο Βυζάντιο και η ασυγκράτητη προέλαση των Λογγοβάρδων στην Ιταλία έκανε την Αγία Έδρα να στραφεί σε νέο προστάτη.  Εκεί εμφανίζονται οι Φράγκοι:  με την κάθοδο τους στην Ιταλία και την απόδοση στον πάπα εδαφών να τα κυβερνά ως κοσμικός ηγεμόνας, η παποσύνη πλέον γίνεται διακριτός γεωπολιτικός και πολιτισμικός παίκτης από την Κωνσταντινούπολη.

Η παπική αφύπνιση φέρνει την φραγκική.  Ο Καρλομάγνος αξιοποιεί την αποστροφή της παποσύνης προς το Βυζάντιο για να οικειοποιηθεί τον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό τίτλο και να κατηγορήσει το Βυζάντιο για αίρεση.  Η ανεξάρτητη συνείδηση της Φραγκίας, και ύστερα όλης της δυτικής Ευρώπης, κτίζεται στην άρνηση της ρωμαϊκότητος της Κωνσταντινουπόλεως (πλέον έδρα των «Ελλήνων», όχι των Ρωμαίων) και την απόρριψη της ανατολικής θεολογίας.  Εξαιρετικά συμβολική στιγμή συγκρούσεως υπήρξε η αντιμιλία Νικηφόρου Φωκά και Λιουτπράνδου, όπου στο μένος του κατά των Βυζαντινών ο Γερμανός κληρικός φθάνει στο σημείο να κατηγορήσει τους Ρωμαίους (των οποίων το όνομα είχε έρθει να κατοχυρώσει για τον ηγεμόνα του) ως ηθικά εκφυλισμένους και δολίους, πλέκοντας το εγκώμιο των γερμανικών φυλών.

Με την πάροδο των αιώνων η απόσταση μεγάλωνε, με σημεία-σταθμούς το Σχίσμα και τις Σταυροφορίες.  Στα τέλη της βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού και ειδικά επί Ανδρονίκου οι εύθραυστες σχέσεις του Βυζαντίου με την παποσύνη, τη Γερμανική αυτοκρατορία και τις ιταλικές πόλεις κατέρρευσαν τελείως.  Την απροκάλυπτη εχθρότητα της Γ’ Σταυροφορίας ακολούθησε η ευθεία σύγκρουση της Δ’. με τις γνωστές συνέπειες.  Η δήωση της Βασιλευούσης και ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας υπήρξε ισχυρό τραύμα για τους Βυζαντινούς.  Η αυτοπεποίθηση της πρώτης στον κόσμο, οικουμενικής αυτοκρατορίας με την λαμπρή πρωτεύουσα χάθηκε οριστικά.  Διεσπαρμένοι και εξόριστοι από την πατρίδα όπως οι Ισραηλίτες στην Βαβυλώνα, διαμόρφωσαν μία συνείδηση καθαρά αντιλατινική με αμυντικά χαρακτηριστικά.  Το τέλος των κοσμοκρατορικών ψευδαισθήσεων ακολούθησε μια ταυτότητα σαφέστερα οριοθετημένη εδαφικά και εθνικά.  Για αυτό το λόγο το 1204 θεωρείται αρχή του Νέου Ελληνισμού.  Όταν το 1261 η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε, το Βυζάντιο είχε ολοκληρώσει την μακρά πορεία πολιτικής και πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας του. Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχε πλέον Μείζονα χώρο και ήταν Αυτοκρατορία μόνο στο όνομα.



*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)




[1] Carl Schmitt, (2006) The Nomos of the Earth in the International Law of the Ius Publicum Europaeum, Νέα Υόρκη:  Telos Press Publising, σελ. 59-62.
[2] Ο.π., σελ. 58.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ

Πόσο ελληνική ήταν η βυζαντινή Μικρά Ασία; Εθνογραφική ανάλυση

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος* Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασια...